Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 4 - Κεφάλαιο 12)


ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ
ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ
    Ο ΔΡΑΚΟΣ ΜΑΣΤΙΓΩΝΕ ΤΟΝ ΆΝΕΜΟ και άφηνε πίσω του τους μπερδεμένους ανθρώπους που περιφέρονταν στο Μέινλοουν. Η Μία κοίταξε επίμονα το έδαφος. Τα προηγούμενα γεγονότα είχαν εξελιχθεί τόσο ραγδαία που δεν προλάβαινε να αντιδράσει. Μέσα της άρχισε να ρέει οργή. Ο Κλέιν είχε σκοτώσει την Λύριο. Έσφυξε τα δόντια της. Δεν την ένοιαζε που η Φιέρα είχε φέρει όλο το στρατόπεδο μισό βήμα πριν τον θάνατο. Αυτό σίγουρα θα εξιγούταν με κάποιο τρόπο. Ήξερε πως δεν θα είχε κάνει κάτι τέτοιο από μόνη της.
Υπήρχε κάποιος λόγος και ίσως ακόμη κάποιος που την είχε αναγκάσει. Αλλά ο Κλέιν ήταν απλώς σκοτεινός και ανελέιτος. Είχε μπήξει μια λεπίδα στην καρδιά της καλοκάγαθης γυνναίκας μόνο και μόνο γιατί δεν είχε υπακούσει στις εντολές του. Πόσο ψυχρός ήταν πια; Δεν είχε καρδιά; Ξεφήσησε εκνευρισμένα. Μέχρι εκείνο το σημείο η Μία παρακολουθούσε τα γεγονότα να εκτυλίσσονται. Μα τότε είδε μαύρους δράκους να επισκιάζουν τον ουρανό. Η Έις μετατράπηκε σε φωτεινό άγγελο και τους προστάτεψε όλους. Και κάπου εκεί το μυαλό της θάμπωνε. Δεν της επέτρεπε να θυμηθεί τίποτα περισσότερο. Μαύρο σκοτάδι, μόνο αυτό κατάφερνε να δει.
    Κοίταξε επίμονα τα χέρια της. Ήταν μελανιασμένα και σε πολλά σημεία σκισμένα. Κάτι είχε συμβεί, κάτι που δεν θυμόταν καθόλου. Το χάσμα στη μνήμη της την είχε οδηγήσει από τη στιγμή που η Έις τους προστάτεψε, στη στιγμή που ξύπνησε. Τη μια στιγμή στεκόταν όρθια και κοίταζε με δέος την ηγέτη της Λευκής αυτοκρατορίας. Ενώ την αμέσως επόμενη ήταν λιπόθυμη στο έδαφος, εκείνη και όλοι οι άνθρωποι του Μέινλοουν. Όλοι εκτός από τον Κλέιν, τον Κίλιαν, δύο άντρες που δεν είχε δει ποτέ ξανά, και τον Κέζελθ. Αναρρίγησε στη σκέψη πως ο βασιλιάς βρισκόταν στο Μέινλοουν κι εκείνη απλώς κοιμόταν στο έδαφος.
    Όλα όσα είχαν συμβεί είχαν μπλέξει τις σκέψεις της. Τι έκανε ο Κέζελθ εκεί; Και που ήταν η Έις; Η καρδιά της σπαρτάρισε αγχωμένη. Αν είχε δει καλά η Άισλιν είχε μόλις επαναφέρει στη ζωή τη Φιέρα και τον Κέζελθ. Ακόμη χειρότερα, η Μία και ο Σάντεν τον είχαν πάρει μαζί τους για να τον προστατέψουν. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί τώρα ήταν πως έπρεπε να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Μπορεί οι δύο αυτοκρατορίες να είχαν συμμαχήσει για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Τώρα έμεναν δύο εχθροί που έπρεπε να εξολοθρευτούν. Ο Κλέιν και η Σύλβια.
    Ο Σάντεν άρχισε να προσγειώνεται μπροστά από την πύλη του Μέινλοουν. Κάθε σκέψη πέταξε μακριά από το μυαλό της Μία. Το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί ήταν ο θάνατος του πατέρα της. Πώς τον είχε κοροϊδέψει η Σύλβια προσποιούμενη πως ήταν η μητέρα της. Πώς τον είχε μαχαιρώσει πισώπλατα. Ο Σάντεν άνοιξε τα τερατώδη σαγόνια του και εκτόξευσε φλόγες. Εκείνες ξέφυγαν αφηνιασμένες από το λαιμό του και καψάλισαν τα δέντρα σε μια ευθεία εκατό μέτρων. Η Μία στάθηκε όρθια και αναζήτησε με τα μάτια της τη γυναίκα. Πρόσεξε πως τα σώματα της Άισλιν, της Φιέρας και του Κεζελθ, κείτονταν ήδη στο έδαφος. Ο δράκος σκόπευε να πάρει εκδίκηση για τη Μία. Εκεί ήταν. Τα σγουρά μαλλιά της ήταν τόσο φουσκωμένα που θύμιζαν θάμνο. Το καλλίγραμμο κορμί της σε λίγο θα τσουρουφλιζόταν.
«Μία Μόλτεν.» Αναφώνησε η γυναίκα χαμογελώντας. «Και το.. κατοικίδιό σου.» Είπε ειρωνικά και χαχάνισε. Η Μία αισθάνθηκε ένα ρίγος να διαπερνά το σώμα της και ο Σάντεν βρυχήθηκε απλώνοντας μαύρο καπνό γύρω από τη Σύλβια.
«Θυμάσαι τον Γκέλντορ;» Τα μάτια της Μία γέμιζαν με δάκρυα, όμως δεν επέτρεπε στον εαυτό της να κλάψει. Θα έπαιρνε εκδίκηση για εκείνον. Η Σύλβια αγνάντευε τον ουρανό χαμένη στις σκέψεις της.
«Μπα. Δεν μου λέει κάτι.» Είπε τελικά με άδειο βλέμμα. Το πρόσωπο της Μία μόρφασε εξοργισμένο. Η Σύλβια έσφιξε τα δάχτυλά της και σχημάτισε γροθιές. Αμέσως μετά τα μάτια της έλαμψαν έκπληκτα. Είχε προσπαθήσει να βλάψει τη Μία με μαγεία. Αλλά ύστερα από τον δεσμό που είχε κάνει η κοπέλα με τον δράκο της, η μαγεία δεν μπορούσε να της κάνει κακό. «Πώς;» Απαίτησε να μάθει.
«Δεν. Μπορείς. Να. Με. Πειράξεις.» Είπε ειρωνικά και απειλητικά η κοπέλα που στεκόταν όρθια στη ραχοκοκαλιά του δράκου.
«Ενδιαφέρον.» Με αυτά τα λόγια το σώμα της Σύλβια μετατράπηκε σε σύννεφο που ολοένα και εξαπλωνόταν. Όταν ήταν αρκετά τερατώδες πήρε μια μορφή.
    Πήρε τη μορφή του Σάντεν με μόνη διαφορά πως εκείνη ήταν γαλάζια με λευκές γραμμές. Η Μία απέμεινε να κοιτάζει τη γυναίκα-δράκο. Ήταν τόσο τεράστια που θα μπορούσε να την κάνει μια χαψιά αν δεν είχε τον Σάντεν. Ο Δράκος τίναξε τα φτερά του δυναμικά. Ήταν η ώρα του να παλέψει. Πριν το καταλάβει η Μία βρέθηκε στον ουρανό. Ανέβαιναν ψηλότερα με ιλιγγιώδη ταχύτητα και η κοπέλα κρεμόταν από ένα καρφί της ράχης του Σάντεν. Οι δύο δράκοι συγκρούστηκαν και τα χέρια της γλίστρησαν.
    Θα έπεφτε αν ο Σάντεν δεν είχε ισιώσει το σώμα του τελευταία στιγμή. Η Μία δεν δίστασε. Απλώς ξεκίνησε να σκαρφαλώνει. Δεν είχε το τόξο της αλλά ακόμη κι αν το είχε θα της ήταν άχρηστο. Τι θα μπορούσε να κάνει ένα τόξο σε έναν δράκο; Όχι, είχε πάνω της κάτι καλύτερο. Είχε το σπαθί με το οποίο ο Κλέιν είχε πάρει τη ζωή της αδερφής του. Το είχε δέσει στη πλάτη της τη στιγμή που είχε αποφασίσει πως είχε φτάσει η ώρα να πολεμήσει. Έτρεξε πάνω στη ράχη του δράκου και μόλις έφτασε στον λαιμό του αναρριχήθηκε με τη βοήθεια των καρφιών. Σε εκείνο το σημείο γίνονταν αρκετά πυκνά. Ο Σάντεν και η Σύλβια εκτόξευαν πίδακες φωτιάς ο ένας εναντίον του άλλου. Κόκκινες φλόγες και γαλάζιες φλόγες συναντιόνταν.
    Η κοπέλα κρατιόταν από ένα καρφί στα δεξιά του μετώπου του δράκου της. Ήταν λαχανιασμένη και είχε ανακαλύψει πως το σώμα της ήταν πολύ πιο πληγιασμένο και ταλαιπωρημένο από όσο νόμιζε. Τι ακριβώς συνέβη μέσα στο χρονικό διάστημα που δεν θυμάμαι; Απόρησε με πονεμένο βλέμμα. Τα μεγάλα γαλάζια μάτια του αντίπαλου δράκου κατόπτρισαν το μικροκαμωμένο σώμα της Μία. Πριν το αντιληφθεί η κοπέλα, γαλάζιες φλόγες εκτοξεύονταν κατά πάνω της. Βιάστηκε να κρυφτεί πίσω από το καρφί του Σάντεν μα οι φλόγες το τύλιξαν και έγλυψαν το σώμα της. Πονούσε και καιγόταν. Μπορεί η μαγεία να μην την έβλαπτε πια, μα ένας δράκος θα μπορούσε πάντα να την πληγώσει. Όσο η Σύλβια είχε τη μορφή του Σάντεν, η Μία έπρεπε να είναι προσεκτική.
    Το σώμα της κύλησε στο λαιμό του δράκου. Τιναζόταν σε μια προσπάθεια να διώξει τις γλώσσες της φωτιάς που έκαιγαν το δέρμα της. Πριν το καταλάβει οι φλόγες είχαν σβήσει και το σώμα της βρισκόταν στον αέρα. Έπεφτε. Ούρλιαξε έντρομη. Είδε τον Σάντεν να βιάζεται να την προφτάσει μα ήταν πολύ μακριά, πολύ ψηλά. Έκλεισε τα μάτια της τρομαγμένη. Πριν νιώσει τον φρικτό πόνο της σύγκρουσης άκουσε έναν άγριο αναστεναγμό. Ο δράκος της είχε φτάσει πολύ κοντά. Βρέθηκε κάτω από το σώμα της και η Μία έπεσε απαλά πάνω στη μουσούδα του.
    Κοίταξε τα μεγάλα του μάτια. Δεν είχε βρεθεί ποτέ ξανά τόσο κοντά τους, από τότε που είχε γίνει τόσο τεράστιος. Μόλις αναζήτησε τη Σύλβια το αίμα της πάγωσε. Ερχόταν κατά πάνω τους με τα σαγόνια της ανοιχτά. Η κοπέλα μπορούσε να δει τις γαλάζιες φλόγες να χορεύουν μέσα στο λαιμό της. Υπήρχε μόνο μια λύση. Όρμησε κι εκείνη προς τον γαλάζιο δράκο. Έτρεξε πάνω στη μουσούδα του Σάντεν και πήδηξε με φόρα. Εκείνος για να τη βοηθήσει ρουθούνισε δυνατά. Το μαύρο σύννεφο την βοήθησε για όσο χρειαζόταν. Μόλις βρέθηκε μέσα στο στόμα της Σύλβιας είχε μερικά δευτερόλεπτα. Αλλιώς θα κατέληγε φαγωμένη ή τσουρουφλισμένη.
    Έλυσε το σχοινί που τύλιγε το σώμα της και γράπωσε το μεγάλο μαύρο ξίφος. Πήρε φόρα και το κάρφωσε με όση δύναμη είχε στον λαιμό του γαλάζιου δράκου. Εκείνος βρυχήθηκε. Όσο είχε ανοιχτά τα σαγόνια του η κοπέλα προσπάθησε να διαφύγει. Όμως η Σύλβια τιναζόταν. Σαν να μην έφτανε αυτό, το στόμα της ήταν υγρό και η Μία γλιστρούσε. Προσπάθησε να κρατηθεί από τα δόντια της αλλά τότε είδε τον γαλάζιο πίδακα που ήταν έτοιμος να την κάψει ζωντανή. Πήρε μια βαθειά ανάσα και πήδηξε όσο μακρύτερα μπορούσε. Γραπώθηκε από το μπροστινό δόντι του δράκου.
    Εκεί ήταν. Τα μάτια του Σάντεν αναζητούσαν για εκείνη μέσα στο στόμα της Σύλβιας. Ενέργεια. Μέσα της έρρεε ενέργεια που έκανε την κόπωσή της να μοιάζει με περίεργο όνειρο. Ο δράκος της έδινε δύναμη. Ούρλιαξε αποφασιστικά και όρμησε προς τον Σάντεν. Γαλάζιες φλόγες την κυνηγούσαν μα μόλις βρέθηκε έξω από το στόμα της Σύλβιας ο Σάντεν την γράπωσε με τα νύχια του. Βούτηξε προς το έδαφος με ορμή και η Μία ούρλιαξε πανικόβλητη και τρομαγμένη. Μόλις απείχαν ένα μέτρο από τη γη, την άφησε να κατρακυλήσει και προσγειώθηκε δίπλα της προκαλόντας έναν μικρό σεισμό.
    Ο γαλάζιος δράκος βρισκόταν ανάσκελα στον ουρανό. Η Μία δεν απορούσε που είχε χάσει τον προσανατολισμό της όσο βρισκόταν μέσα στα σαγόνια του. Τα γαλάζια φτερά της Σύλβιας ήταν ανοιχτά και ακίνητα. Ο δράκος με τις λευκές γραμμές έπεφτε ηττημένος. Ο Σάντεν όρμησε στον ουρανό αφήνοντας τη Μία πίσω του. Ο γαλάζιος δράκος ξεκίνησε να ανακτά την ισορροπία του. Όμως, ήταν πολύ αργά. Ο Σάντεν έσφιξε τον λαιμό της Σύλβιας με τα σαγόνια του και την τράβηξε ψηλότερα στον ουρανό. Ο γαλάζιος δράκος ούρλιαξε από τον πόνο. Πάλεψε να ξεφύγει από το στόμα του Σάντεν μα τα δόντια του είχαν σφραγίσει γύρω λαιμό της.
    Μόλις έφτασαν αρκετά ψηλά για να μοιάζουν με δυο κουκίδες στον ουρανό ο Σάντεν ξεκίνησε να την σέρνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το έδαφος. Η Μία παρακολουθούσε τον δράκο της με δέος. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τι μπορούσε να κάνει ένας εξοργισμένος δράκος. Όσο τα κορμιά των δράκων πλησίαζαν στο έδαφος η καρδιά της ξεκίνησε να πάλλεται γρήγορα. Φοβόταν πως θα χτυπούσαν στο έδαφος. Και οι δύο.
«Σάντεν!» Φώναξε τρομαγμένη.
    Δέκα μέτρα πριν να συνθλιφτούν απελευθέρωσε τον λαιμό της και την άφησε να προσκρουστεί μόνη. Η καρδιά της Μία ξεκίνησε να ηρεμεί. Κοίταξε αγχωμένα το μεγάλο σώμα που ερχόταν βολίδα κατά πάνω της. Βρισκόταν πολύ κοντά στο σημείο όπου θα έπεφτε η Σύλβια. Ξεκίνησε να τρέχει μακριά. Τελευταία στιγμή ο δράκος έγινε καπνός και η Σύλβια πήρε την πραγματική της μορφή. Δεν κατάφερε να γλυτώσει την σφοδρή σύγκρουση με το έδαφος. Αλλά μείωσε την ορμή του κορμιού της. Ο Σάντεν ούρλιαξε θριαμβευτικά καθώς το κορμί της γυναίκας χτυπούσε πάνω στο έδαφος. Αμέσως μετά βρυχήθηκε ικανοποιημένος και έμεινε ακίνητος στον ουρανό για να δει το κατόρθωμά του.
    Τα πόδια της Μία τρεμούλιασαν μαζί με τη γη που σειόταν. Μια μεγάλη ριπή ανέμου την έριξε κάτω σαν να ήταν φτερό. Αναζήτησε τον Σάντεν με τα μάτια της. Ήταν ακόμη στον ουρανό. Αναστέναξε και ανασηκώθηκε κουρασμένα. Τα μάτια της έμειναν καθηλωμένα στον κρατήρα που είχε δημιουργήσει το σώμα της γυναίκας με την πτώση. Είχε πεθάνει; Η Μία πλησίασε την Σύλβια και είδε πως βαριανάσαινε. Το σώμα της έμοιαζε καταβεβλημένο τώρα. Η Μία αμφέβαλλε πως θα κατάφερνε να σηκωθεί. Αντιθέτως εκείνη σηκώθηκε ανάλαφρα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Η Μία ήταν μπερδεμένη. Μπορούσε να δει τους μώλωπές της γυναίκας. Σίγουρα είχε σπασμένα κόκκαλα και αιμορραγούσε σε αρκετά σημεία.
 «Δεν τελειώσαμε ακόμα.» Γρύλισε η γυναίκα και έφτυσε αίμα. Η Μία αναρρίγησε τρομαγμένη που η Σύλβια στεκόταν ακόμη όρθια. Εκείνη ήταν καψαλισμένη, πληγωμένη, μελανιασμένη και η αντίπαλός της φαινόταν πως μπορούσε να συνεχίσει να παλεύει. Η γυναίκα άλλαξε μορφή για μια ακόμη φορά και ανάγκασε το στομάχι της Μία να ανακατευτεί. Είχε το πρόσωπο του πατέρα της. «Βλέπεις οι αδυναμίες σου βρίσκονται εμπόδιο στην νίκη σου.» Είχε ακόμη και τη φωνή του Γκέλντορ. Η διαστροφή της ανατρίχιαζε την κοπέλα.
«Θα προτιμούσα να χάσω και να κρατήσω τη τιμή μου παρά να νικήσω με αθέμιτα μέσα.» Απάντησε η Μία ενώ προσπαθούσε να σταθεί όρθια. Τα πόδια της έτρεμαν και δεν την βοηθούσαν να σταθεί. Όμως έπρεπε να κάνει μια ακόμη προσπάθεια, ή δύο. Ή όσες χρειάζονταν μέχρι να χάσει τις αισθήσεις της. Ο Γκέλντορ, ή πιο σωστά η Σύλβια, γέλασε με τα λόγια της σαν να ήταν ότι πιο γελοίο είχε ακούσει ποτέ της.
«Δηλαδή δεν θα χάσεις την τιμή σου αν μαχαιρώσεις τον ίδιο σου τον πατέρα;» Απαίτησε να μάθει. Η Μία την αγριοκοίταξε.
«Θα την χάσω αν δεν σκοτώσω το άτομο που τον εξαπάτησε για να τον σκοτώσει.» Η φωνή της βγήκε πιο τρομακτική από όσο περίμενε. Ο Γκέλντορ άνοιξε τα χέρια του και γονάτισε στο έδαφος.
«Έλα λοιπόν Μία.»
    Η φωνη του. Τα μάτια του κοίταξαν αυστηρά στα δικά της όπως έκαναν πάντα. Το πρόσωπό του. Όλα ανάγκαζαν την κοπέλα να διστάσει. Ένα μαχαίρι με αίματα εμφανίστηκε στην καρδιά του σώματος του πατέρα της. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα καθώς κοίταζαν την αιματοβαμμένη λεπίδα που εξείχε από το σώμα του. Η καρδιά της παλλόταν σαν να είχε χάσει για δεύτερη φορά τον πατέρα της. Ήξερε πως δεν ήταν αυτός, το ήξερε. Αλλά είχε τα μάτια του, τη φωνή του, το πρόσωπό του. Δάκρυα; Σε μια τέτοια στιγμή έκλαιγε; Πως μπορούσε να είναι τόσο αδύναμη; Σκούπισε τα μάτια της και άφησε το κουρασμένο της κορμί να πέσει στο έδαφος.
«Τελείωσε Σύλβια. Έχασες.»
    Ο Λίον είχε φτάσει εκεί τη κατάλληλη στιγμή. Είχε σώσει τη Μία από μια ανάμνηση που θα την πλήγωνε βαθειά. Η Σύλβια ανέκτησε το σώμα της. Αίμα έρρεε από το στέρνο της στο υπόλοιπο σώμα της και τα μάτια της κοίταζαν έκπληκτα το κενό. Η Μία πήρε μια βαθιά ανάσα και σιγουρεύτηκε πως εκεί στεκόταν η γυναίκα και όχι ο πατέρας της. Ναι. Εκείνος είχε πεθάνει μέρες πριν. Ο Λίον άφησε πίσω του την γυναίκα που κατέρρευσε στο έδαφος. Πλησίασε τη Μία και έσκυψε για να την δει καλύτερα. Το μέτωπό του ήταν ιδρωμένο και είχε ανοιχτές πληγές σε όλο του το σώμα.
«Στο ορκίζομαι Μία Μόλτεν. Φαίνεσαι χειρότερα από εμένα.» Της είπε εύθυμα όταν είδε πως κοίταζε το σώμα του. Γέλασαν εξουθενωμένα. Είχε τελειώσει. Η Σύλβια ήταν νεκρή.


Ράνια Ταλαδιανού