Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 7 - Μιάμιση Αποκάλυψη)


Αλιάνα

Άνοιξα απότομα τα μάτια μου και βρέθηκα στο απόλυτο σκοτάδι. Στεκόμουν όρθια στη μέση του πουθενά. Πώς είχα βρεθεί εδώ; Κατέβασα το βλέμμα μου προς τα κάτω και διέκρινα με το ζόρι το υπόλοιπο σώμα  μου. Όταν κατάλαβα ότι έβλεπα και από τα δυο μάτια, ευθύς κάλυψα το αριστερό. Ένα συρτό γέλιο ακούστηκε στον σκοτεινό ορίζοντα. 

«Δεν είναι απαραίτητο να το κρύβεις, Αλιάνα» ακούστηκε μια γυναικεία μορφή.

Γύρισα προς τα πίσω και την είδα να σχηματίζεται από το πουθενά, να παίρνει μορφή και να μου δίνει την ευκαιρία να την κοιτάξω. Είχε το χρώμα του καλοκαιρινού ουρανού και τα μάτια της ήταν τόσο έντονα γαλάζια που ξεχώριζαν από την υπόλοιπη ομίχλη.
«Ποια είσαι;» απαίτησα να μάθω, κατεβάζοντας την παλάμη μου από το μάτι. Η γυναίκα γέλασε, ρίχνοντας το κεφάλι της προς τα πίσω, με τα διάφανα μαλλιά της να τυλίγουν τον αέρα σα φίδια.

«Ω, Αλιάνα... Μαζί μεγαλώσαμε τόσα χρόνια και δεν με θυμάσαι; Τόσα έχουμε περάσει μαζί! Πόσους χειμώνες μετράς πλέον; Είκοσι;».

Τα λόγια της με τρύπησαν και χάραξαν το μυαλό μου ξανά. Αυτή ήταν. Η σιχαμένη σκιά που με έφερε πίσω στη ζωή και άλλαξε το μάτι μου. Έκανα λίγα βήματα πίσω και έψαξα να βρω το στιλέτο μου. Ήθελα να την σκοτώσω, να την κάνω να πληρώσει για το κακό και τον πόνο που μου προξένησε. Διψούσα για εκδίκηση. Τα χέρια μου αναζήτησαν στα τυφλά το μυτερό μαχαιράκι στο ζωνάρι του κορσέ, χωρίς επιτυχία. Δεν ήταν πουθενά.

«Αυτό ψάχνεις;» με ρώτησε.

Έτεινε το δεξί της χέρι μπροστά και όταν άνοιξε την παλάμη της, βγήκε από μέσα το στιλέτο μου. Το πέταξε με μια επιδέξια κίνηση στο άλλο και άρχισε να παίζει. Ύστερα το έφερε κοντά στα δάχτυλά της και τα έκοψε. Σύριξε από τον πόνο και το πρόσωπό της παραμορφώθηκε. Μα μονομιάς άρχισε πάλι να γελά.

«Αγάπη μου, αυτά δεν μας πληγώνουν εμάς» δήλωσε εξαφανίζοντας το εγχειρίδιο και πλησιάζοντας με.

Έκανα να πάω πίσω, αλλά κάτι με σταματούσε. Έστρεψα προς την κατεύθυνση του εμποδίου μου και κάτι πράσινο άστραψε. Η μπλε μορφή, έπιασε το σαγόνι μου και γύρισε το πρόσωπό μου μπροστά.

«Τόσο νέα... Ακριβώς το σώμα που μου αρέσει» γουργούρισε και το αόρατο βλέμμα της χάθηκε στα δεξιά μου «Α» συνέχισε «Τζοχάμπ... Ήρθες» και με προσπέρασε.

Γύρισα προς την κατεύθυνσή της και είδα έναν άντρα, πράσινο στη μορφή, ανοιχτό στο χρώμα του χλωρού φύλλου που τώρα γεννιέται. Έστεκε ακίνητος και κοιτούσε το κενό. Τον περιτριγύρισε και αφού του είπε κάτι σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα, με κοίταξαν. Ποιος ήταν αυτός; Και τι γύρευε εδώ;
«Αυτή είναι δικιά μου» του είπε δείχνοντάς με.

«Όχι δεν είμαι» αντιγύρισα και δεν φάνηκε να της αρέσει.

Έφυγε από το πλάι του Τζοχάμπ και με κινήσεις σχεδόν χορευτικές αγκάλιασε ο καπνός της τους ώμους μου, πριν τα χέρια της σφιχτούν πάνω μου με δύναμη. Ένιωθα τα νύχια της να μπήγονται στο δέρμα μου και να με καίνε. Σχεδόν γονάτισα, αλλά δεν με άφησε να πέσω. Σταμάτησε να πιέζει τα δάχτυλά της πάνω μου και μετέφερε το ένα της χέρι πάνω στο αριστερό μου μάτι, ενώ ψιθύριζε στ' αυτί μου απειλητικά:

«Όχι ακόμα... Αλλά δεν αργείς, Αλιάνα»

«Και αυτόν τι τον θες; Για βοήθεια;» ρώτησα ατάραχη.

Ήταν τρομερό το γεγονός ότι δεν φοβόμουν και δεν υπολόγιζα τίποτα. Πλέον, τα πάντα είχαν καταστραφεί γύρω μου και ζούσα σε ένα ψέμα. Η ζωή μου ήταν δανεική και οι ώρες μου μετρημένες.
Γέλασε σιγανά και το πρόσωπό της βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στο δικό μου, αφήνοντας τις ανάσες μας να μπλεχτούν μεταξύ τους.

«Ποιος είπε ότι είσαι η μόνη Νεκροφιλημένη;».

Ξύπνησα αλαφιασμένη και με βαριά ανάσα. Τίναξα τα χέρια μου μπροστά και ανασηκώθηκα. Δεν πρόλαβα να καθαρίσω το μάτι μου από την θολούρα, όταν ένιωσα κάποιον να με ακουμπά στην πλάτη. Χωρίς να το σκεφτώ, έπιασα το χέρι του αγνώστου και τραβώντας το προς το μέρος μου, πέταξα τον εισβολέα μπροστά μου και ανέβηκα από πάνω του, φράσσοντας το λαιμό του με τον αγκώνα μου.

«Ποιος θα περίμενε ότι η σχέση μας θα έπαιρνε τα πάνω της. Σου αρέσει να έχεις το πάνω χέρι;» δήλωσε ο ξένος.

Ανοιγόκλεισα το μάτι μου και τότε τον είδα. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στιγμιαία στο δικό του και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Τα μαλλιά του ξέπλεκα απλώνονταν κυματιστά πάνω στα σεντόνια. Ευθύς τον απελευθέρωσα και κατέβηκα γρήγορα από πάνω του και από το κρεβάτι, παραπατώντας. Εκείνος έβηξε σιγανά και ανασηκώθηκε, στρώνοντας τα μαλλιά του και άρχισε να τα δένει στο πλάι, αφήνοντάς με να χαζέψω το χώρο.

Βρισκόμουν σε ένα μεγάλο και πολυτελέστατο δωμάτιο. Γύρω μου απλωνόταν η απόλυτη χλιδή, μαζί με το λιγοστό φως που παρείχε στο χώρο ένα παράθυρο κρυμμένο πίσω από τις χοντρές κουρτίνες. Ξεκινώντας από το τεράστιο ξύλινο κρεβάτι με τον σκαλιστό, σχεδόν έξεργο διάκοσμο και τα διάφανα υφάσματα να πέφτουν αριστερά και δεξιά του, από την οροφή, ως τους τοίχους με τις κατακόκκινες ταπετσαρίες στολισμένες με χρυσούς ρόδακες. Από το κέντρο του ταβανιού, κρεμόταν ένας επιβλητικός πολυέλαιος με τα ελάχιστα λιωμένα κεριά του σβηστά. Στην απέναντι πλευρά του δωματίου τον χώρο καταλάμβανε μια μεγάλη και μακριά ξύλινη ντουλάπα και παραδίπλα της το πέτρινο Τζακι που στέγαζε δυο-τρία κούτσουρα έτοιμα να μοιράσουν την ζεστασιά της φωτιάς τους. Τον μισό τοίχο πίσω μου έπιανε ένα βαρύ γραφείο από ανοιχτόχρωμο ξύλο, φορτωμένο με κάθε λογής βιβλία και δίπλα του μια τουαλέτα, με παχιές χτένες και ένα στρογγυλό καθρέφτη να κοσμούν την επιφάνειά του. Ξάφνου, άπλετο φως ξεχύθηκε στο δωμάτιο και αναγκάστηκα να υψώσω το χέρι μου για να προστατευτώ από τον λαμπερό ήλιο.

«Όχι ότι παραπονιέμαι για την θέα, αλλά θα πρέπει να σου βρούμε κάτι να φορέσεις» ανακοίνωσε εύθυμα ο ξένος. Ποιος ήταν; Και πού ήμουν; Τι έκανα εδώ; Γιατί ζούσα ακόμη;

Κατέβασα το κεφάλι μου και είδα ότι φορούσα μια λευκή μακριά νυχτικιά, σχεδόν διάφανη και το σώμα μου από μέσα ήταν ακάλυπτο, εκτός από ένα λινό στηθόδεσμο και εσώρουχο που προστάτευαν τα επίμαχα σημεία μου. Αμέσως καλύφθηκα με τα χέρια μου για να μην με βλέπει. 

«Ποιος είσαι; Πώς βρέθηκα εδώ; Που είμαι;» σύριξα.

«Όλα στην ώρα τους» ανταπάντησε με σπαστή προφορά.

Στεκόταν κοντά στο παράθυρο με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του. Φορούσε μια λευκή πουκαμίσα, ανοιχτή στο στήθος, που την είχε περάσει μέσα από το επίσης μαύρο δερμάτινο παντελόνι του. Φαινόταν... Δυνατός. Και το μυώδες στήθος του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. Μου χαμογελούσε στραβά.

«Ποιος είσαι; Πώς βρέθηκα εδώ; Που είμαι;» ρώτησα πάλι μετά από λίγο και μιας και έβλεπα ότι δεν φεύγει, τράβηξα το σατέν σεντόνι από το κρεβάτι και το τύλιξα γύρω μου.

Εκείνος, τεντώθηκε μπροστά και με πλησίασε αργά-αργά, ενώ εγώ έπαιρνα στάση αμυντική, πίσω-πατώντας, ώσπου σκούντηξα το γραφείο. Σήκωσε το ένα του χέρι και ακούμπησε το άλλο στην ξύλινη επιφάνεια πίσω μου. Με το ελεύθερο χέρι του έπιασε το δικό μου, που κρατούσε το σεντόνι, τραβώντας το απαλά. Πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό μου, ενώ τα μάτια του έπνιξαν το ακάλυπτο δικό μου. Είχε βαθιά γαλάζια μάτια, τόσο όμορφα και ζωντανά. Μια δροσερή και γλυκιά μυρωδιά έφτασε στη μύτη μου, που μου θύμισε γιασεμί. Είχα χάσει το μέτρημα των χτύπων της καρδιά μου, αλλά όχι και την αυτοσυγκέντρωση μου. Με μια γρήγορη κίνηση του δεξιού αγκώνα μου, το χτύπησα στο στομάχι και τον κάλυψα με το σεντόνι. Έφυγα από το πλάι του και τον άκουσα να βλασφημεί μέσα από τα δόντια του και τα αγκομαχητά πόνου.

«Ποιος είσαι; Πώς βρέθηκα εδώ; Που είμαι;» ρώτησα ξανά, πιο απαιτητικά, ενώ έψαχνα δίοδο διαφυγής.

Κατέβασε θυμωμένα το σεντόνι πετώντας το στο πάτωμα. Γύρισε να με κοιτάξει με αναψοκοκκινισμένο από το θυμό πρόσωπο και ήταν έτοιμος να πει κάτι, όταν ένα χτύπημα στη βαριά δρύινη πόρτα μας έκανε να τιναχτούμε.

«Εμπρός!» φώναξε ο ξένος, ελαφρώς ενοχλημένος.

Η πόρτα άνοιξε με ένα μακρόσυρτο τρίξιμο και μπήκαν μέσα δειλά-δειλά, τρεις υπηρέτριες, ντυμένες όλες με ένα γκρίζο, λίγο ξεφτισμένο χιτώνιο, που έδενε στη μέση με ένα μαύρο ζωνάρι από σκοινί. Ήταν όλες τους πολύ νέες, ίσως και νεότερες από εμένα. Είχαν και οι τρεις μακριά εβένινα μαλλιά και σκουρόχρωμα μάτια. Το δέρμα τους ήταν πιο λευκό από το συνηθισμένο στη Σεβέλ. Σκλάβες. Τα σχεδόν στρογγυλά πρόσωπά τους έδειχναν ταλαιπωρημένα. Υποκλίθηκαν και με κοίταξαν φευγαλέα πριν γυρίσουν ντροπαλά στον άγνωστο.

«Μας έστειλε ο πρίγκιπας. Διέταξε να την ετοιμάσουμε».

Ο ξένος, πέταξε την κοτσίδα του μπροστά από το στήθος του και ίσιωσε την πουκαμίσα του, πριν με προσπεράσει.

«Θα τα πούμε σύντομα» δήλωσε κοιτάζοντάς με και βγήκε από το δωμάτιο γοργά.

Οι τρεις υπηρέτριες γύρισαν προς το μέρος μου και χαμογέλασαν ευγενικά. Μία απ' αυτές που ήταν και πιο ψηλή, άπλωσε το ένα χέρι της προς τα εμένα, ενώ το άλλο έτεινε προς μια δεύτερη πόρτα που δεν είχα παρατηρήσει πριν.

«Από εδώ, κυρία» είπε και με πλησίασε.




Ella Sarlot