Summer Solstice (Κεφάλαιο 21)

ΣΕΛΕΣΤ

Πιέζω το μαξιλάρι στο πρόσωπό μου, για να κρύψω τους λυγμούς μου και κλείνω σφιχτά τα μάτια μου ουρλιάζοντας βουβά. Τα δάχτυλά μου γραπώνουν τα σεντόνια και τα τραβούν άγρια. Ο πατέρας μου δολοφονήθηκε από την οικογένεια του συζύγου μου και είχαν σκοπό, να σκοτώσουν και εμένα, αλλά τελευταία στιγμή ο Φόστερ που υπηρετεί τον Γκασπάρντ μου έσωσε την ζωή. Δεν καταλαβαίνω, γιατί να πάει ενάντια στους δικούς του, ενώ μπορεί, να λήξη το θέμα αθόρυβα. Δεν είναι, ότι με αγαπάει ή ότι επιθυμεί μια οικογένεια τόσο απεγνωσμένα. Από την άλλη οι δικοί του τον δηλητηρίασαν και προφανώς όχι για να τον καθυστερήσουν. Τον θέλουν νεκρό. Ο Γκασπάρντ πιστεύει, ότι όλα αυτά έγιναν κατ’ εντολή του Φρεντέρικο, του διαδόχου του θρόνου του Στάρενιθ και θα κάνει τα πάντα, για να γίνει βασιλιάς.

Παίρνω βαθιά ανάσα και δαγκώνω τα χείλη μου, για να ηρεμήσω τον εαυτό μου. Θυμάμαι όλες τις αναμνήσεις, που έχω από τον μπαμπά μου και το στήθος μου γεμίζει με θυμό και πόνο. Ο Γκασπάρντ είναι σκληρός απέναντί μου και πάντα με αποδοκιμάζει για τους τρόπους μου, παρόλα αυτά επιμένει, πως θα με κάνει γυναίκα του. Μερικές φορές νιώθω, πως ενδιαφέρεται πραγματικά για μένα και ανησυχεί για τα συναισθήματά μου. Ο πόνος που έχει αφήσει η απώλεια του πατέρα μου καίει σαν αναμμένο σίδερο και εκείνος το αισθάνεται. Έχει δίκιο σε κάτι. Παίζουμε ένα παιχνίδι, που ο ισχυρότερος κερδίζει και είμαι έτοιμη να πάρω μέρος. Θα σκοτώσω τον Φρεντέρικο, όσο άπιαστο όνειρο και αν φαίνεται.
Σκουπίζω τα μάτια μου με την ανάστροφη της παλάμης μου και χτυπάω τα μάγουλά μου, για να ζωντανέψει λίγο το παρουσιαστικό μου. Μοιάζω σαν μεγάλο μίζερο μωρό και δεν… δεν είναι καθόλου κολακευτικό. Από μικρή με έμαθαν, να κρύβω τις αδυναμίες μου, ώστε κανένας να μην μπορέσει, να τις χρησιμοποιήσει εναντίον μου, όμως ο πρίγκιπας Γκασπάρντ με διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο. Πηγαίνω ως το τραπέζι και ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου από την λεκάνη, που βρίσκεται πάνω του θέλοντας, να διώξω και τα τελευταία σημάδια δακρύων και νύστας. Θα προστατέψω την Κρήνη και θα φροντίσω την μητέρα μου. Είναι, ότι μου έχει απομείνει.
Ο απαλός χτύπος στην πόρτα μου με επαναφέρει στην πραγματικότητα και φοράω ένα ήρεμο χαμόγελο περιμένοντας, να δω τον πρίγκιπα Γκασπάρντ, όμως αυτός που κάνει την εμφάνισή του, είναι μόνο ο Φόστερ. Με κοιτάζει με μάτια, που λάμπουν γεμάτα έξαψη και αφήνει έναν δίσκο φορτωμένο με αυγόφετες και γάλα πάνω στο τραπέζι. Μου γνέφει ικανοποιημένος.
«Ελπίζω, να πεινάτε δεσποινίς. Το γάλα και τ’ αυγά είναι φρέσκα». Με ενημερώνει. «Φτάσαμε στο νησί Έστρελ. Θα θέλατε μήπως, να επισκεφτείτε το χωριό;»
«Αλήθεια μπορώ;» τον ρωτάω έκπληκτη και μοιάζει, να ξαφνιάζεται. «Απλά μετά τα όσα έγιναν και το σχέδιο του Άλμπερτ να μας καθυστερήσει, δε νομίζω, ότι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ θα συμφωνήσει, να με αφήσει από τα μάτια του».
Τα νέα που μου έφερε ο Φόστερ είναι παραπάνω από καλά. Λόγω του καιρού μας πήρε μια ολόκληρη μέρα, για να φτάσουμε στο νησί Έστρελ, ενώ υπό άλλες συνθήκες είναι θέμα μερικών ωρών. Νιώθω απίστευτη ανακούφιση, που θα πατήσω τόσο σύντομα σε στέρεο έδαφος. Δεν έχω πρόβλημα με τα ταξίδια στη θάλασσα, όμως το στομάχι μου δεν αντέχει πάνω από μερικές ώρες και όσο ταραγμένη είναι η θάλασσα, τόσο χειροτερεύει την κατάστασή μου. Εν πάση περίπτωση θέλω, να κατέβω στο χωριό για πολλά περισσότερα από μια απλή βόλτα. Είναι κάποια πράγματα, που πρέπει, να πάρω κάποια προσωπικά αντικείμενα. Σύντομα θα βρίσκομαι στις μέρες του κύκλου μου και θα ήταν απίστευτα άβολο, αν κάποιος το ανακάλυπτε.
«Εμ, κάτι ακόμα. Αν αποφασίσετε, να βγείτε, θα ήταν πιο συνετό, να φοράγατε αντρικά ρούχα. Υπάρχουν μερικές αλλαξιές για εσάς στην ντουλάπα. Επίσης συνδυάστε το με κάποιο καπέλο. Δε θα ήταν συνετό, να τραβήξετε ανεπιθύμητα βλέμματα πάνω σας. Στο νησί Έστρελ ποτέ δεν ξέρεις, ποιον θα συναντήσεις». Λέει ο Φόστερ και χαμηλώνοντας το κεφάλι του με αφήνει μόνη.
Θα μπορούσε, να βρίσκεται κάποιος από τους άντρες του Φρεντέρικο τριγύρω; Επίσης παρόλο που είναι παράλογο, να βγαίνει από το δικό μου στόμα καλύτερα, να αλλάξουμε πλοίο και να συνεχίσουμε για το νησί των Κίλμπορν. Ποιος ξέρει, τι σκοπό έχει ο Άλμπερτ για μας. Δαγκώνω τα χείλη μου σκεφτική, καθώς τα δάχτυλά μου κινούνται άγαρμπα στο φόρεμά μου προσπαθώντας, να λύσουν τα κορδόνια του και να ελευθερώσουν τον σώμα μου από την σφιχτή αγκαλιά του κορσέ. Λοιπόν… θα είναι πραγματικό μαρτύριο, για να ξαναμπω εκεί μέσα δίχως τη βοήθεια των υπηρετών μου. Αλλάζω την εμφάνισή μου με μαύρο παντελόνι και ψηλές ως τα γόνατα μπότες, φαρδιά πουκαμίσα και μαύρο, δερμάτινο σακάκι με γούνινη επένδυση. Πιάνω τα μακριά μαλλιά μου σε κοτσίδα και φοράω ένα μυτερό καπέλο, που σκιάζει το πρόσωπό μου. Σαρκάζω με τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Μοιάζω με πειρατή, παρά με την κόρη του άρχοντα του Κρέομορ.
Βγαίνω στο κατάστρωμα και κοιτάζω τριγύρω τη θάλασσα και το πολύβουο λιμάνι. Αυτό όμως που μου τραβάει την προσοχή, είναι η φιγούρα του πρίγκιπα Γκασπάρντ. Είναι ξυπόλητος και τα πόδια του ανοιχτά. Το μπροστινό γόνατο λίγο λυγισμένο και το πίσω πόδι αγγίζει το ξύλο μόνο με τη μύτη του. Τα χέρια του είναι απλωμένα μπροστά από το στήθος του και κινούνται με την φορά του ανέμου, ενώ τα μακριά ξανθά μαλλιά του ανακατεύονται γύρω του σαν προστατευτικό κουκούλι. Χαμογελάω. Δεν ήξερα, ότι ο πρίγκιπας είναι γνώστης των παλιών πολεμικών τεχνών. Ο πατέρας μου με δίδαξε την Ντιτίνγκα μια αμυντική παρά επιθετική τέχνη. Από τον ρυθμό των κινήσεών του και τη σφοδρότητα των χτυπημάτων του, πρέπει, να εκτελεί την Ντιαχάλ.
Η Ντιαχάλ είναι μια αυστηρά επιθετική πολεμική τέχνη, η οποία στοχεύει στη συντριβή του αντιπάλου αποδυναμώνοντάς τον με αμέτρητα απανωτά χτυπήματα και επιπλέον αναγκάζοντάς τον να κρατάει αμυντική στάση. Η τέχνη χρειάζεται ευκινησία και σβελτάδα και συχνά βασίζεται στην αντοχή και τη δύναμη του επιτιθέμενου. Η μεγαλύτερη δύναμη της Ντιαχάλ είναι η ικανότητα του επιτιθέμενου, να συνεχίζει, να μάχεται ακόμα και αν έχει υποστεί σοβαρά τραύματα. Αξιοποιεί την άμυνα του επιτιθέμενου γεμίζοντας τον αντίπαλο με περίσσεια αυτοπεποίθηση και προστατεύει τα αδύναμα σημεία του.
Από την άλλη η μεγαλύτερη αδυναμία της τέχνης του είναι η δική μου. Διδάχτηκα, να αμύνομαι και να προστατεύομαι από τα βίαια χτυπήματα, ενώ εκείνος να επιτίθεται αφήνοντας πολλές φορές τον εαυτό του απροστάτευτο και εξαντλημένο. Οι δύο πολεμικές τέχνες είναι ισάξιες και η νίκη αφορά καθαρά τις ικανότητες του αντιπάλου. Τα βήματα του πρίγκιπα Γκασπάρντ είναι προσεγμένα και ήρεμα, σαν να χορεύει στο πλάι του ανέμου. Εγώ δεν έχω αποκτήσει ακόμα τέτοιου είδους πειθαρχία. Δαγκώνω τα χείλη μου σκεφτική. Ίσως θα μπορούσα, να τον προκαλέσω σε μια μονομαχία, να του αποδείξω, πως δεν είμαι μόνο μια αδύναμη γυναίκα, όπως πιστεύει.
«Λαίδη μου». Ξεροβήχει διακριτικά ο Φόστερ και στραβώνει τα χείλη του σε ένα χαμόγελο όλο νόημα.
Ξαφνιάζομαι και ορθώνω το ανάστημά μου. Δεν είχα καταλάβει, ότι χάζευα τον πρίγκιπα τόσο αδιάκριτα. Τα μάγουλά μου κοκκινίζουν από ντροπή και σφίγγω τα χείλη μου σε άβολη θέση. Όχι γιατί πιάστηκα, να τον χαζεύω, αλλά γιατί νομίζω, πως η συμπεριφορά του έχει αλλάξει κάτι στην καρδιά μου. Ανησυχώ, για το ότι θα με κάνει να τον εμπιστευτώ και μόλις υποκύψω, θα με προδώσει με τον χειρότερο τρόπο, όμως περισσότερο ανησυχώ για την ασφάλειά του. Πρόκειται, να γίνει ο σύζυγός μου, η οικογένειά μου, δε θα ήθελα, να χάσω και αυτόν.
«Δε θα πεις τίποτα». Γρυλίζω. Ο Φόστερ χαμηλώνει το κεφάλι του με σεβασμό και μου απλώνει το χέρι του. «Πρίγκιπα Γκασπάρντ». Φωνάζω, για να του τραβήξω την προσοχή.
Ο πρίγκιπας σηκώνει το πρόσωπό του και μας κοιτάζει. Το βλέμμα του πλανιέται πάνω μου ξαφνιασμένο και γέρνει το κεφάλι του στο πλάι σουφρώνοντας τα χείλη του αποδοκιμαστικά. Μια σπίθα εκνευρισμού με συγκλονίζει, αλλά δεν της επιτρέπω, να πυρπολήσει την ηρεμία και τον ενθουσιασμό μου. Υποκλίνομαι βαθιά, όπως αρμόζει στη θέση μου και προσπαθώ, να διατηρήσω τον εαυτό μου, όσο πιο ψύχραιμο γίνεται.
«Τι σημαίνει αυτό;» λέει απότομα δείχνοντας την αμφίεσή μου. «Που νομίζεις, ότι πηγαίνεις ντυμένη έτσι;»
«Λοιπόν… θα ήθελα, να επισκεφτώ την στεριά, πριν συνεχίσουμε το ταξίδι μας». Λέω ήρεμα.
«Δεν υπάρχει περίπτωση». Απαντάει ο Γκασπάρντ αμέσως. Γιατί όχι; Ούτε καν που το σκέφτηκε.
«Ο Φόστερ προθυμοποιήθηκε, να με συνοδεύσει και με την συγκεκριμένη περιβολή μου, δε νομίζω, ότι θα τραβήξω βλέμματα πάνω μου». Επιμένω, όμως ο πρίγκιπας μοιάζει, να είναι ανένδοτος.
«Στο Έστρελ μπορεί, να βρίσκεται ο οποιοσδήποτε, που να δουλεύει για τον Φρεντέρικο. Δε νομίζω, πως είμαι πρόθυμος, να σε αφήσω, να τριγυρίζεις. Επέστρεψε στην καμπίνα. Ο Φόστερ θα σου αγοράσει, οτιδήποτε χρειάζεσαι». Λέει αυστηρά και μου γυρνάει την πλάτη, για να συνεχίσει αυτό, που έκανε.
«Δεν μπορείς, να με κρατάς φυλακισμένη συνέχεια. Μου ζήτησες, να σε εμπιστευτώ, όμως εσύ προφανώς δε ενδιαφέρεσαι, να εμπιστευτείς εμένα». Του φωνάζω θυμωμένη και ο Φόστερ ξεροβήχει, για να χαμηλώσω τον τόνο της φωνής μου. «Συγγνώμη». Ψελλίζω σκύβοντας το κεφάλι μου.
«Κύριε γιατί δεν την ξεναγείτε εσείς; Αυτή είναι μια καλή ευκαιρία, να γνωριστείτε καλύτερα και να έρθετε πιο κοντά. Μπορείτε, να πάρετε δυο άντρες μαζί σας για επιπλέον προστασία». Προτείνει ο Φόστερ και ο πρίγκιπας γνέφει αδιάφορα.
«Νόμιζα, ότι είχες δουλειές, να κάνεις». Γρυλίζει σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά από το στήθος του κάνοντας τον ακόλουθό του, να βογκήξει από αμηχανία. «Μάλλον πρέπει, να πάμε και εμείς».
«Αλήθεια;» σαστίζομαι ευχάριστα. «Γιατί δεν το είπες νωρίτερα;»
«Μην σου μπαίνουν ιδέες. Θα κουβαλήσεις τα ψώνια». Με πειράζει, αλλά δε μοιάζει, να αστειεύεται.
Σοβαρά τώρα; Τι σόι άντρας αφήνει μια γυναίκα, να κουβαλάει τα πράγματα; Με κοροϊδεύει, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Κοιταζόμαστε για λίγο σιωπηλοί και έπειτα ξεσπάμε σε γέλια. Ο πρίγκιπας με συνοδεύει στην προβλήτα και μαζί περπατάμε στην πολύβουη αγορά του Έστρελ. Το χέρι του κινείται νευρικά στο πλάι του, σαν να μην ξέρει, τι να το κάνει, ώσπου στο τέλος πιάνει το μπράτσο μου και με τραβάει κοντύτερα, σαν να με διεκδικεί από κάποιον αόρατο αντίπαλό. Δεν του φέρνω αντίρρηση. Το να έρθουμε κοντύτερα δε θα είναι τόσο τραγικό. Μόλις βρούμε την Κρήνη θα επιστρέψουμε στο Στάρενιθ, όπου θα τελεστεί ο γάμος μας. Τρέμω στη σκέψη, του τι θα επακολουθήσει. Ο πρίγκιπας πρέπει, να διαισθάνεται την ανησυχία μου, γιατί σταματάει απότομα και εγώ πέφτω πάνω του.
«Τι συμβαίνει;» με ρωτάει σμίγοντας τα φρύδια του.
«Ε… τίποτα. Απλώς αφαιρέθηκα λίγο». Αποκρίνομαι με ένα αβέβαιο χαμόγελο. «Τι θέλεις, να δούμε πρώτα; Υποθέτω, ότι ο Φόστερ θα κάνει τα περισσότερα ψώνια για προμήθειες και την ενοικίαση του ιστιοφόρου, οπότε…» έχω, να κάνω και εγώ τα δικά μου, αλλά με τον πρίγκιπα τριγύρω θα ήταν απίστευτα αμήχανα.
«Ας συνεχίσουμε την βόλτα μας προς το παρόν». Λέει κοφτά και προχωράει μπροστά. «Άκουσα, πως πλανόδιοι ηθοποιοί θα ανεβάσουν κάποιο έργο. Πάμε, να δούμε;»
Λοιπόν ναι, γιατί όχι; Δεν είναι καθόλου κακή ιδέα και επίσης θα ήταν, πολύ καλό αν έβλεπα τον πρίγκιπα ήρεμο και στη χαλαρή του μορφή. Λόγω της αμφίεσής μου οι άντρες στον δρόμο αδιαφορούν παντελώς για την παρουσία μου και ορισμένοι είναι επιθετικοί μαζί μου, όταν τους σπρώχνω, για να περάσω μέσα από το πλήθος. Ο πρίγκιπας ανοίγει το βήμα του και πριν το καταλάβω, τα χέρια μας χωρίζονται και εγώ πνίγομαι μέσα στον κόσμο.
Ένα χέρι με αρπάζει απότομα από το μπράτσο και δεν ανήκει στον πρίγκιπα Γκασπάρντ. Με τραβάει σε ένα μυώδες στέρνο και το πρώτο πράγμα που βλέπω, είναι ένα γνώριμο, άγριο πρόσωπο, που πλαισιώνεται από μαύρα μαλλιά. Έπειτα ένα ζευγάρι ζαφειρένια μάτια γεμίζει το οπτικό μου πεδίο και σοκάρομαι στην παρουσία του Τζένσεν. Τι… τι κάνει αυτός εδώ; Γκασπάρντ! Δεν τον βλέπω καθόλου. Ο Τζένσεν Ντίτσελχοφ μου χαμογελάει με έναν τρόπο, που στέλνει κύματα ρίγους σ’ ολόκληρο το κορμί μου και κάνει τα χείλη μου, να σφιχτούν από ανησυχία. Τι θέλει;
«Σελέστ Κίλμπορν. Χαίρομαι, που σε ξαναβλέπω. Αν και… έχει προσβληθεί ο εγωισμός μου, που επέλεξες κάποιον άλλον». Με σφίγγει άγρια, όταν πάω, να το σκάσω και μορφάζω από τον πόνο. Δεν με αφήνει, να φύγω. «Μην βιάζεσαι. Γιατί δεν πίνουμε ένα τσάι πρώτα;»
«Θα ήταν τιμή μου, όμως… ειλικρινά δεν είναι η καταλληλότερη στιγμή. Πρέπει, να συνεχίσω τα ψώνια μου». Ψελλίζω αβέβαιη και διστακτικά τραβάω τα δάχτυλά του, που έχουν τυλιχτεί γύρω από το μπράτσο μου. «Τζένσεν…»
«Πάμε». Είναι το μόνο, που λέει και κάνει νόημα σε μαυροντυμένους άντρες, να ανοίξουν δρόμο ανάμεσα στον κόσμο.
«Τι! Που;» αντιστέκομαι, καθώς με σέρνει μαζί του. «Άσε με!»
Τον κλοτσάω και τότε αφήνει το χέρι μου και όταν γυρνάω προς τα πίσω, με χτυπάει. Η ανάστροφη της παλάμης του με βρίσκει στο πρόσωπο και νιώθω το δαχτυλίδι του, να σκίζει τα χείλη μου. Κάποιος που δεν βλέπω, με φιμώνει και μου φοράει μια κουκούλα, που σβήνει την επαφή με την πραγματικότητα. Τι σκοπό έχει ο Τζένσεν; Τι θέλει από μένα; Δεν… είναι θυμωμένος, που οι γονείς μου δεν τον επέλεξαν για σύζυγό μου, έτσι; Μάλλον όχι. Η πρότασή του δεν περιείχε συναισθήματα, παρά μόνο ένα σχέδιο. Θέλει την Κρήνη για τον εαυτό του.
Δεν ξέρω πόση ώρα περνάει, ώσπου να εισπνεύσω και πάλι καθαρό αέρα. Προφανώς λιποθύμησα, αφότου με φίμωσαν και με έδεσαν. Ανοίγω τα μάτια μου και κοιτάζω τριγύρω φοβισμένη. Οι τοίχοι είναι καμωμένοι από γκρίζα πέτρα και στο έδαφος υπάρχει άμμος, ενώ παντού στον αέρα πλανιέται η μυρωδιά της θάλασσας. Ένας πολυέλαιος κρέμεται από την οροφή και στο κέντρο της σπηλιάς βρίσκεται ένα στρογγυλό τραπέζι. Τραβιέμαι προς τα πίσω και η πλάτη μου ακουμπάει στην πλάτη της καρέκλας μου. Ανακάθομαι αμέσως, όταν το βλέμμα μου ανταμώνει εκείνο του Γκασπάρντ και με ένα λυπημένο χαμόγελο απλώνει το χέρι του και αγγίζει τρυφερά το σκίσιμο στα χείλη μου. Γκασπάρντ! Έπιασαν και εκείνον;
Ο Γκασπάρντ είναι χτυπημένος και υποθέτω, ότι αντιστάθηκε, πριν καταφέρουν, να τον ακινητοποιήσουν. Στο πρόσωπό του έχει βίαια σημάδια, το ίδιο και στο φαρδύ στέρνο του, που φαίνεται μέσα από το σκισμένο του πουκάμισο. Το σώμα μου ανατριχιάζει από τον παγωμένο άνεμο, που μπαίνει στη σπηλιά και σφίγγομαι στο κάθισμά μου. Τα μάτια μου κοιτάζουν επίμονα τον Μπράιντεν και το στήθος μου σφίγγεται από θλίψη. Γιατί μας το κάνει αυτό; Θα μας σκοτώσουν; Σκέφτομαι την μητέρα μου και ένας λυγμός κλείνει τον λαιμό μου.
«Τι συμβαίνει; Γιατί μας απαγάγατε;» ρωτάω βραχνά. Ο Μπράιντεν και ο Τζένσεν στρέφουν τα μάτια τους σιωπηλοί προς τον Γκασπάρντ λες και εκείνος έχει όλες τις απαντήσεις, που χρειάζομαι. «Τι θέλουν;» γυρίζω προς τον πρίγκιπα, όμως εκείνος αποφεύγει το βλέμμα μου.
«Το Στάρενιθ έχει αρχίσει, να αποτελεί πρόβλημα σε όλους και γι’ αυτό πρέπει, να σας ξεφορτωθούμε». Απαντάει ο Τζένσεν στη θέση του Γκασπάρντ. «Υπόσχομαι, να μην σε πονέσω Σελέστ».
«Τι!» ξεφωνίζω. «Μπράιντεν δεν μπορείς, να το κάνετε αυτό…»
«Λυπάμαι Σελέστ. Το αίμα σου είναι το κλειδί για την Κρήνη και οι Ολιβάρες το γνωρίζουν αυτό». Τα μάτια του είναι καρφωμένα στον πρίγκιπα Γκασπάρντ. «Το μόνο που θέλουν, είναι η Κρήνη και αν την χρησιμοποιήσουν, θα μας καταστρέψουν όλους. Ο πόλεμος δεν είναι δίκαιος».
«Το γνωρίζουμε ήδη αυτό και θα την προστατέψουμε ή αλλιώς θα την διαλύσουμε, ώστε κανένας, να μην μπορέσει, να την χρησιμοποιήσει». Αποκρίνομαι εκ μέρους και των δύο μας. Ο πρίγκιπας δεν με κοιτάζει, κάτι που κάνει τον Μπράιντεν, να χαμογελάσει.
«Εσύ το πιστεύεις. Εκείνος όμως όχι». Βγάζει το σπαθί του από την θήκη του και κάνει τον κύκλο του τραπεζιού. Τι, όχι! «Σελέστ είσαι ένα δυνατό όπλο, που θα το χρησιμοποιήσουν, για να διοικήσουν όλον τον κόσμο. Αν μείνει κάτι όρθιο μετά τη δύναμη, που θα εξαπολύσει η Κρήνη. Και όταν ενεργοποιηθεί κανένας, δε θα μπορέσει, να την σταματήσει. Αν σας σκοτώσουμε τώρα… η γενιά των Κίλμπορν θα εξαφανιστεί και ο τρόπος για να ενεργοποιηθεί η Κρήνη θα χαθεί».
«Δεν πρόκειται, να συμβεί. Δε θα το επιτρέψω. Δεν μπορείς, να σκοτώσεις όλους τους κληρονόμους της». Λέει με συγκρατημένο θυμό ο Γκασπάρντ. Ο Τζένσεν χαμογελάει το ίδιο και ο πρίγκιπας. «Ξέρω, τι είναι η Κρήνη του Σύμπαντος και τι μπορεί, να κάνει. Οι Κίλμπορν δεν είναι οι μόνοι, που φέρουν ξεχωριστό αίμα. Υπάρχουν και οι Άργκρεθ και είναι αμέτρητοι. Άρχοντα Μπράιντεν είσαι και εσύ ένας από εμάς, σωστά;»
«Έχω αρκετές δυνάμεις, όμως δεν είμαι στη σειρά διαδοχής του αίματος της Κρήνης». Απαντάει ο Μπράιντεν με παγωμένη φωνή. «Η Κρήνη δεν μπορεί, να καταστραφεί, είναι το μόνο, που κρατάει τον κόσμο μας όρθιο. Πρέπει απλά, να παραμείνει κρυμμένη και αυτό έχει γίνει πλέον αδύνατο».
«Ο Φρεντέρικο δε θα αποτελεί πρόβλημα για πολύ ακόμα. Δεν είστε οι μόνοι, που τον θέλουν νεκρό. Είναι μεγάλο πρόβλημα και για μένα. Θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια». Λέει ο πρίγκιπας.
«Εσύ;» καγχάζει ο Τζένσεν Ντίτσελχοφ. «Λυπάμαι, που θα το πω, αλλά ήδη έχουν σταλθεί μισθοφόροι για την εκτέλεσή του». Ακουμπάει το σπαθί του στον λαιμό του πρίγκιπα κάνοντάς με, να τιναχτώ όρθια. «Μην ανησυχείς, θα έρθει και η σειρά σου».
«Τόλμα, να τον αγγίξεις και θα πάρω αυτό το αυτάρεσκο χαμόγελο από τα χείλη σου». Τον απειλώ σφίγγοντας τις γροθιές μου. Το δέρμα μου έχει αρχίσει, να με τσούζει και ξέρω, ότι η ικανότητά μου θεριεύει μέσα μου. «Κατέβασε το όπλο σου».
«Ηρέμησε Σελέστ. Προφανώς ο κύριος Ντίτσελχοφ θέλει μόνο, να παίξει. Αν είχε σκοπό, να μας σκοτώσει, θα το είχε κάνει ήδη και αυτή η συζήτηση θα ήταν εντελώς μάταιη». Ο Γκασπάρντ σηκώνεται και μπλέκοντας τα δάχτυλά του με τα δικά μου, με τραβάει προστατευτικά κοντά του. «Μπορείτε, να προσπαθήσετε, να σκοτώσετε τον Φρεντέρικο, όμως μάταιος κόπος. Το δικό μου σχέδιο δεν πρόκειται, να αποτύχει, διότι γνωρίζω καλά τον αδερφό μου. Βοηθήστε με, να ανέβω στον θρόνο και σας δίνω τον λόγο μου, ότι κανένας δε θα ενεργοποιήσει την Κρήνη. Το σχέδιό μου έτσι και αλλιώς είναι, να την κρύψω από τ’ αδέρφια μου». Ο πρίγκιπας κάνει μια ειρωνική υπόκλιση μπροστά τους και φεύγει τραβώντας με μαζί του.
Ο Τζένσεν σπεύδει, να μας ακολουθήσει, αλλά ο Μπράιντεν μπαίνει μπροστά του και τον σταματάει επιτρέποντάς μας, να φύγουμε. Βγαίνουμε στο φως της μέρας και αντικρίζουμε την θάλασσα ευθεία μπροστά μας. Που είμαστε; Η παραλία απλώνεται ως εκεί, που φτάνει το μάτι και σφίγγομαι στην ιδέα, ότι μας έχουν παγιδέψει σε ένα απομακρυσμένο νησί. Βρισκόμαστε μακριά από τα γνώριμα εδάφη της αγοράς σε μια άγνωστη παραλία, παρόλα αυτά βλέπουμε το Τίβερτον από εδώ. Αρχίζω, να περπατάω με τον Γκασπάρντ στο πλάι μου και τα χέρια μας συνεχίζουν, να είναι μπλεγμένα. Τι ήταν τώρα αυτό; Ο Μπράιντεν μας πίστεψε ή μου έκανε χάρη; Δεν θέλω, πιστέψω, ότι ισχύει το δεύτερο.
Δαγκώνω τα χείλη μου προβληματισμένη. Ώστε ο πρίγκιπας είναι σαν και μένα; Ένας διάδοχος της Κρήνης. Έχω ακούσει πολλές ιστορίες για τους Άρκγρεθ, όμως ποτέ δε φαντάστηκα, ότι εκείνος θα ήταν ο άλλος εκλεκτός. Ο ξαφνικός γάμος μας, οι διαφορετικές δυνάμεις μας… η δική του είναι η φωτιά και είναι γεννημένος την ημέρα του θερινού ηλιοστασίου. Ταιριάζουμε σε όλα, λες και γεννηθήκαμε, να είμαστε ζευγάρι. Σκοτεινές σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου και δεν μπορώ, να πάψω, να σκέφτομαι, ότι όλο αυτό ίσως και να ήταν προσχεδιασμένο.
«Θα σας παρακολουθώ. Αν κάνετε κάτι, που βάλει σε κίνδυνο τον κόσμο, δεν θα διστάσω, να σας σκοτώσω. Συγγνώμη Σελέστ, αλλά για το καλό όλων μας, θα χρειαστεί, να σας θυσιάσω. Μην φύγετε μόνοι σας από το Έστρελ. Εγώ θα σας οδηγήσω στην Κρήνη». Ακούω την φωνή του Μπράιντεν στο μυαλό μου και ο φόβος αγκαλιάζει την ψυχή μου. Κοιτάζω τον πρίγκιπα Γκασπάρντ και μου γνέφει καθησυχαστικά. Δεν ήμουν η μόνη, που προειδοποίησε.


Ηλιάνα Κλεφτάκη