ANGELS: The Academy (Κεφάλαιο 6)

Είχα ξυπνήσει πριν από τους άλλους και καθόμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι κοιτώντας τις τοιχογραφίες που βρίσκονταν στο ταβάνι του δωματίου. Τότε, στο μυαλό μου άρχισε να σκέφτεται διαφορά πράγματα όπου το ένα από αυτά ήταν το γιατί δεν έχω στεναχωρηθεί καθόλου για τους γονείς που με μεγάλωσαν και γιατί δεν μου λείπουν. Έπρεπε να ρωτήσω κάποιον για να μάθω ή να διαβάσω κάποιο σχετικό βιβλίο. Έτσι, αποφάσισα να πάω στο σαλόνι του οίκου μου και να διαλέξω ένα από τα βιβλία που θα ήταν σχετικό με αυτό που έψαχνα.
Σηκώθηκα σιγά-σιγά από το κρεβάτι και αφού έβαλα πάνω μου μια ζακέτα, έστρωσα απαλά το κρεβάτι μου και κατευθύνθηκα προς το σαλόνι. Θαύμαζα τον χώρο που έβλεπα και τα τόσα βιβλία που απλώνονταν μπροστά μου. Περπατούσα αργά δίπλα από κάθε βιβλιοθήκη και κοιτούσα ένα ένα τα βιβλία για να βρω αυτό που ήθελα.
Μια φωνή ακούστηκε από το βάθος: "Αν ψάχνεις κάποιο βιβλίο μπορείς να το βρεις, αλλιώς δεν χρειάζεται να ψάξεις όλο τον χώρο". Γύρισα το βλέμμα μου προς τα εκεί και ήταν η Νινέμ Όραμ. Ήταν η τελευταία κοπέλα που μπήκε στον οίκο μας και φαινόταν πολύ μοναχική και χωρίς φίλους.
"Α... Δεν το ήξερα. Να ξέρεις...", είπα και χωρίς να προλάβω να της απαντήσω μου είπε: "Είσαι καινούρια εδώ, το ξέρω. Ξέρω ότι δεν ήξερες την ύπαρξη αυτού του κόσμου. Αλλά να ξέρεις εδώ είσαι θρύλος. Όλοι μιλούν για εσένα. Παρεμπιπτόντως, είμαι η Νινέμ. Αν θες μπορούμε να γίνουμε φίλες και θα σε βοηθήσω σε ό, τι θες".
"Είμαι η Λί..." και να το παλι, πριν προλάβω να απαντήσω μίλησε αυτή: "Είσαι η Λίλεν Ρόουζ. Σου είπα, σε ξέρουμε όλοι εδώ" και έτρεξε πάνω μου και με έσφιξε στην αγκαλιά της.
Ένιωσα αρκετά άβολα όταν το έκανε, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Έκανα ότι χάρηκα για την γνωριμία, αλλά δεν μου γέμιζε το μάτι τελικά. Ας της δώσω όμως μια ευκαιρία, σκέφτηκα. "Μπορείς να μου δείξεις πώς να βρω κάποιο βιβλίο;", της είπα ευγενικά κάνοντας δύο βήματα πίσω για να μην είμαστε η μια πάνω στην άλλη.
"Ναι, φυσικά", είπε με πολύ ενθουσιασμό και άρχισε να περπατά. "Ακολούθησέ με, Λίλεν", είπε και, μόλις φτάσαμε κοντά σε ένα λευκό γραφείο με ένα γαλάζιο μεγάλο πετράδι πάνω, συνέχισε: "Ονομάζεται το πετράδι του Όνορ. Ο Όνορ ήταν ένας από τους πρώτους αγγέλους και συγκεκριμένα ο άγγελος των γραμμάτων και της φιλοσοφίας. Όταν πέθανε όμως, είχε άφησε ο πίσω του πάρα πολλά βιβλία όπου υπάρχουν σε αυτές τις βιβλιοθήκες. Όταν το σώμα του εξατμίστηκε, το μόνο που έμεινε ήταν αυτό το γαλάζιο πετράδι το οποίο πολύ πιθανόν να προέρχεται από την καρδιά του. Κανείς όμως δεν ξέρει σίγουρα. Για να μη στα πολυλογώ, όταν αγγίξεις αυτό το πετράδι και πεις το λόγο που ψάχνεις ένα βιβλίο, τότε το πετράδι θα σου δείξει σε ποιο σημείο βρίσκεται το βιβλίο στη βιβλιοθήκη".
Είχα μείνει έκπληκτη με το πόσα πράγματα μπορούσα να κάνω ως άγγελος και με το τι είχαν δημιουργήσει οι άγγελοι στον κόσμο τους. "Ευχαριστώ πολύ, Νινέμ", της είπα.
"Χαρά μου!", απάντησε γεμάτη χαρά. "Θα σε αφήσω τώρα να βρεις ό τι θες και θα τα πούμε μετά", είπε και αφού μου χάιδεψε την πλάτη έφυγε.
Κοιτούσα το πετράδι εντυπωσιασμένη. Ακούμπησα αργά το χέρι μου πάνω του και το είδα να αστράφτει και του είπα την ανησυχία μου και τον λόγο που ψάχνω ένα βιβλίο. Στην άλλη άκρη του δωματίου ένα χρυσό φως φάνηκε να αναβοσβήνει και πήγα γρήγορα κοντά του και τότε συνειδητοποίησα ότι το φως ήταν γύρω γύρω από ένα βιβλίο με τίτλο, Χαμένα Αισθήματα. Μόλις το πήρα στα χέρια μου, κάθισα σε έναν καναπέ και άρχισα να διαβάζω μία-μία τις σελίδες με προσοχή, μέχρι που έφτασα εκεί που ήθελα. Η σελίδα που βρισκόμουν έλεγε ότι η αληθινή αγάπη ποτέ δεν ξεχνιέται στον κόσμο των αγγέλων. Έτσι, αν κάποιος πάψει να αισθάνεται πράγματα για κάποιον ή κάτι όταν εισέλθει στον κόσμο αυτό, σημαίνει ότι ποτέ δεν το ήθελε πραγματικά και ότι ποτέ δεν το είχε ανάγκη στην ζωή του.
Δεν το πίστεψα αρκετά, διότι αυτοί οι άνθρωποι με μεγάλωσαν σαν δικό τους παιδί και μου έδωσαν πολλή αγάπη. Και τότε πρόσεξα ότι στην επόμενη σελίδα έγραφε: “Όταν όμως δεν νιώθεις τίποτα για κάποιον ή κάτι σημαίνει ότι μέσα σου ήξερες ότι δεν ήταν όλο αυτό αληθινό. Απλώς δεν μπορούσες να το καταλάβεις”. Ήθελα πολύ να αμφισβητήσω αυτές τις λέξεις αλλά δεν μπορούσα, μιας και δεν ένιωθα τίποτα για τους δύο αυτός ανθρώπους που με μεγάλωσαν τώρα πια. Έκλεισα το βιβλίο αργά και το τοποθέτησα πίσω στην θέση του.
Τα ερωτήματα ήταν πολλά άλλα τώρα πια έπρεπε να ζήσω σε έναν καινούργιο κόσμο, να μπορέσω να μάθω τα πάντα και να γίνω και εγώ σαν όλους αυτούς που μεγάλωσαν εδώ. Αποφάσισα να ξεχάσω το παρελθόν και να ζήσω το τώρα. Να ζήσω μια ζωή που μόνο καλά μπορούσε να μου προσφέρει.




Γιάννης Θεοδωρόπουλος