Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 12) - "Ήφαιστος και Αφροδίτη"

Έκατσε ο Νικηφόρος στον θρόνο, και ευθύς μοίρασε στους συγγενείς του τα πιο υψηλά αξιώματα. Τον Ιωάννη, που τον είχε ήδη χρίσει μάγιστρο και δομέστικο της Ανατολής, τον έκανε τώρα και με το κύρος της αυτοκρατορικής του εξουσίας, ενώ τον πατέρα του τον Βάρδα τον ονόμασε καίσαρα και τον αδελφό του τον Λέοντα μάγιστρο κι αυτόν και κουροπαλάτη.
Όσο για τον Βασίλειο Λεκαπηνό τον νόθο, που είχε σταθεί αρωγός του στην προσπάθεια να επικρατήσει εναντίον του Βρίγγα, του έδωσε το ύπατο αξίωμα, που κρατούσε στο πλάι του Ρωμανού ο Ιωσήφ, ο οποίος εξουθενωμένος τώρα εξορίστηκε στην Παφλαγονία και αργότερα στη μονή του Ασηκρίτου στα Πύθια, όπου μετά δύο έτη εξεμέτρησε το ζην: τον κατέστησε παρακοιμώμενό του και πρόεδρο της Συγκλήτου, κι ο έτερος ευνούχος φούσκωσε από εκδικητική υπερηφάνεια.
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ σε, δέσποτα, που μου έκανες αυτή τη μεγάλη τιμή, και με έφερες ξανά στη θέση που μου άξιζε, την οποία μου στέρησε ο μακαρίτης ο ανιψιός μου για χάρη του πονηρού Εβραίου» έλεγε και ξανάλεγε, κάνοντας τεμενάδες στον Φωκά. «Δια τούτο σου υπόσχομαι να σε υπηρετήσω πιστά, όπως έπραττα και με τον βασιλέα Κωνσταντίνο, και να σε προστατεύω πάντοτε από κάθε εχθρό που τυχόν μπορεί να αποκτήσεις…»
Όχι ότι η Θεοφανώ έτρεφε καμιά συμπάθεια για τον συνονόματο του μεγάλου γιου της θείο του άντρα της και ετεροθαλή αδελφό της πεθεράς της, αλλά τουλάχιστον δεν τον μισούσε όπως τον Βρίγγα, γιατί δεν τον είχε συναναστραφεί και ιδιαίτερα. Εξάλλου, δεν περνούσε καθόλου από το χέρι της να ελέγχει ποιους επέλεγε ο Νικηφόρος για συνεργάτες του, και δεν την ένοιαζε κιόλας κατά βάθος, μήτε είχε όρεξη να ασχοληθεί. Μέριμνά της τώρα ήταν τα ορφανεμένα της παιδιά, και η βαριά ακόμα από το πένθος ψυχή της πολλές φορές τσινούσε, βλέποντας τον στρατηγό μες το Παλάτι αυτοκράτορα. Και τον έπιανε μερικές φορές να τη θωρεί με μια θερμότητα στο βλέμμα, που την ξένιζε, που την έκανε να νιώθει αμήχανα…

«Θεοφανώ» της είπε μια μέρα, μπαίνοντας στα δώματά της. «Δηλαδή, αυγούστα…» - διόρθωσε τον εαυτό του αμέσως, σαν να ντράπηκε που την αποκάλεσε με το μικρό της όνομα – «Πρέπει να σου μιλήσω για ένα σοβαρό θέμα, εφόσον βέβαια δε σπαταλώ τον χρόνο σου…»

«Σαν τι θέμα, βασιλιά;» τον ρώτησε, κρατώντας μακριά του τη ματιά της.

«Να, πώς να το πω; Διστάζει να το λαλήσει η γλώσσα μου, δεδομένης της τόσο πρόσφατης χηρείας σου, μα αφορά τη συμβίωση ημών των δύο, εντός αυτού του Παλατίου, του οίκου σου και νυν και οίκου μου…»

«Μίλησε, λοιπόν, δομέστικε… Τι πρόβλημα υπάρχει με τη συμβίωσή μας στο Παλάτι;»

«Αυγούστα…» την κύτταξε σταθερά ο Νικηφόρος. «Νομίζω πως κι εσύ το βλέπεις… Εσύ είσαι γυναίκα και χήρα και αυτοκράτειρα, εγώ άνδρας και βασιλέας, αλλά δεσμός νόμιμος δε μας συνδέει…»

«Τι εννοείς;» έκανε ελαφρώς αμυντικά η Θεοφανώ. «Πού θες να το πας;»

«Θα σ’ το ειπώ, βασίλισσα, και συγχώρεσέ με για το θάρρος μου! Να ενωθούμε εσύ και εγώ με τον γάμο, αυτό λογάριασα… Και δε σ’ το προτείνω για κανέναν άλλο λόγο, παρά μόνο γιατί νοιάζομαι για σένα, και θέλω να έχω τη συνείδησή μου καθαρή ότι φύλαξα τη θέση σου και την τιμή σου!»

«Μα… μα τι λες, Νικηφόρε;» ψέλλισε ενεή η Θεοφανώ, ξεχνώντας τους τύπους μες την ταραχή της και προσφωνώντας τον κι η ίδια με το όνομά του. «Τι είναι αυτά που λες; Έξι μήνες δεν έχω καλά – καλά που χήρεψα, εσύ είσαι ο νονός των αγοριών μου, και η ηλικιακή μας διαφορά είναι τεράστια! Τι γάμο μου προτείνεις, λοιπόν, τόσο βιαστικό και ανίερο; Δε με λυπάσαι, δε με σέβεσαι; Όχι, όχι, δε μπορώ να το δεχτώ αυτό, ποτέ δε θα μπορέσω!»

«Αυγούστα» ήρθε ο Νικηφόρος πιο κοντά της, και τόλμησε να της αγγίξει δειλά τον ώμο, την ώρα που η κοπέλα είχε κάτσει σε ένα δίφρο, είχε πιάσει τα μηνίγγια της που σφυροκοπούσαν και ένιωθε μια θύελλα να κυριεύει τα σωθικά της. «Καταλαβαίνω την ταραχή σου, και ότι σου είναι όντως πολύ δύσκολο και να διανοηθείς ακόμα κάτι τέτοιο… Πίστεψέ με, εγώ δεν ήθελα ποτέ να σε φέρω σε θέση άβολη, και ακριβώς επειδή σε σέβομαι σου προτείνω αυτόν τον γάμο μεταξύ μας, για να συνεχίσεις να είσαι αυτοκράτειρα, και μάνα δίπλα στα παιδιά σου…»

«Δεν ξέρω… Δεν ξέρω, μη μου ζητάς να πάρω τώρα απόφαση… Άσε με να το σκεφτώ, να αναμετρηθώ με τον εαυτό μου, είναι πολύ βαρύ αυτό που μου θέτεις εμπρός μου να διαλέξω!»

«Να το σκεφτείς, κυρά μου, αλλά μη χρονίσεις… Οι κακές οι γλώσσες μιλάνε ήδη, σκανδαλίζονται να ξέρουν πως μέσα στο Παλάτι εσύ ζεις κοντά μου, δίχως να είμαστε σύζυγοι, και φαντάζονται διάφορα… Γάμος ή μοναστήρι, έτσι άκουσα να λένε για σένα κάποιες ευγενείς αρχόντισσες! Αλλά εγώ σε μοναστήρι δεν το στέργω να σε κλείσω, Θεοφανώ, οικτίρω τα νιάτα και την ομορφιά σου, το στέμμα που φοράς, τα τέκνα σου, και επίσης…»

«Στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι!» εξεμυκτήριζε η κυρά Καλλιόπη, η μια από αυτές τις ευγενείς αρχόντισσες στις οποίες αναφερόταν ο Νικηφόρος. «Αμ, τι θαρρείτε; Ως εκεί φτάνει η ηθική της, της καλής μας της βασίλισσας, ούτε τα προσχήματα δεν τηρεί… Δεν πα’ να ’ναι γεροντομπασμένος σχεδόν και κουτσονούρης ο στρατηγός, εγώ το κόβω το κεφάλι μου πως οι δυο τους χαϊδεύονται για τα καλά! Έχετε δει πώς την κυττάζει, σαν λιγούρης; Κι άμα τόσο πολύ πια την καψουρεύτηκε, ας τη νυμφευτεί, να σώσει την τιμή του, γιατί στον νικητή της Κρήτης και αυτοκράτορά μας δεν ταιριάζει να ατιμώνεται έτσι…»

«Να τη νυμφευτεί; Τι λες, θεια Καλλιόπη;» αντέδρασε η δέσποινα Μαγδαληνή. «Αυτό θα ήταν ακόμα χειρότερο, αμαρτία μεγάλη ενώπιον του Θεού! Μα δεν το ξέρετε, δεν το θυμάστε; Ο αύγουστος Νικηφόρος… είναι ο νονός των παιδιών της, του Βασιλείου και του Κωνσταντίνου! Ο άντρας μου ο ίδιος, που ήταν παρών στις βαφτίσεις τους, το θυμάται αλάνθαστα και μπορεί να σας το βεβαιώσει!»

«Το ξέρω, κόρη μου Μαγδαληνή, το ξέρω και το θυμάμαι άριστα, παρά την ηλικία μου… Αλλά, σε τέτοιες περιπτώσεις, το μη χείρον, βέλτιστον, που λέγανε κι οι Έλληνες! Δεν είναι τάχα πιο ανόσιο να μοιχεύουν, και να ’χουν τέτοιο πορνικό δεσμό μες το Παλάτι; Η διαφορά ηλικίας του Νικηφόρου και της Θεοφανούς βέβαια είναι σκανδαλώδης, θα μπορούσε να την έχει κόρη του, όμως μπροστά στην ανάγκη…»

«Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να συνάψουν σχέση, καθώς είπες ότι είσαι πεπεισμένη, κυρά! Σωστά δε μιλάω;» μπήκε στη μέση κι η φαρμακόγλωσση ασηκρήτισσα Ευδοξία, που έψεγε τον Ρωμανό μαζί με την Κοσμώ, όταν χρόνια πριν στα επεισοδιακά εκείνα καλλιστεία είχε απορρίψει τις υποψήφιες κοπέλες για χάρη της ποθεινής του. «Ας στεφανωθούν, λοιπόν, κι ας πάει και το παλιάμπελο, ειδάλλως ας σπεύσει εκείνη να καλογριέψει, μήπως και σώσει έτσι την ψυχή της, που πολλές αμαρτίες θε να κουβαλάει ήδη…»

«Και επίσης; Τι επίσης; Υπάρχει κι άλλος λόγος;» απόρησε η Θεοφανώ, και στρέφοντας τον λαιμό της προς τη μεριά του Νικηφόρου, είδε ξανά τη φλόγα αυτή την ανεξήγητη στα μάτια του…

«Υπάρχει, αυγούστα, κι εδώ που φτάσαμε, το νιώθω χρέος μου να σου το ομολογήσω» αναστέναξε βαριά ο Νικηφόρος. «Όσο περίεργο και αλλόκοτο και να σου φανεί, μα για μένα είναι αλήθεια…»

Τώρα η νεαρή αυτοκράτειρα είχε εγκαταλείψει το σελλίο της, σηκώθηκε και ατένιζε επίμονα τον στρατηγό, ζαρώνοντας ελαφρά τα κοντυλογραμμένα της οφρύδια, ενώ εκείνος ταπείνωνε την κεφαλή του.

«Μίλα ξάστερα, δομέστικε, εξορκίζω σε… Ποιος άλλος λόγος σε ωθεί να μου προτείνεις τον γάμο;»

«Η αγάπη μου για σένανε, κυρά!» ξεστόμισε τελικά εκείνος, μετά από δυο στιγμές μετέωρης σιωπής. «Αυτή είναι που με κίνησε πρώτη απ’ όλες να σου προτείνω να γίνεις συνευνή μου… Είναι βαριά η αιτία και το κρίμα μου, το ξέρω, και αισχύνομαι τη μνήμη του βασιλέα Ρωμανού, εγώ ο Κρονίων, καθώς βγαίνουν από τα χείλη μου τέτοια λόγια μπροστά στη νεότατη χήρα του, εσένα, αλλά τούτη είναι η αλήθεια…»

«Η αγάπη σου για μένα;» έκανε η Θεοφανώ, αδυνατώντας να εννοήσει αυτό που όμως ήδη είχε μπει ως υποψία στο νου της. «Ποια αγάπη, βασιλιά; Τι εννοείς;»

«Αυτή η αγάπη που τρέφει άνδρας για γυναίκα, την οποία του απαγορεύεται να πλησιάσει! Ω, ναι, αυγούστα, και συγχώρεσέ μου τα λόγια που θα βγουν από το ρυπαρό αλλά ειλικρινές μου στόμα… Από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα εκ του σύνεγγυς, στη βάπτιση του πρωτότοκού σου του Βασίλειου, κοπέλα δεκαεπτά ετών εσύ, σχεδόν νεόνυμφη, κι εγώ, ο άθλιος, χήρος στα σαράντα έξι μου, ένας έρωτας παράφορος, σαν πονηρό ερπετό, που πνίγει τον συριγμό του για να δαγκώσει ύπουλα, σύρθηκε μέσα μου για σένα, και με τυραννά από τότε και με φλέγει, πέντε χρόνους ακέραιους, κι όσες φορές σε συνάντησα πλάι στον σύζυγό σου τον παρθενικό, τον Ρωμανό που τόσο πολύ σου έπρεπε στη νιότη και το κάλλος, ένιωθα φοβερά αμαρτωλός που έτσι σκεφτόμουνα για σένα… Υπήρξα κι εγώ σύζυγος, ναι, και γονιός, κι όταν στερήθηκα απανωτά τον υγιό μου τον Βάρδα και τη γυναίκα μου τη Στεφανώ, ορκίστηκα να μείνω αγνός στον λογισμό και στο σώμα από τη σαρκική επιθυμία και μείξη. Κι αν ο έρωτας αυτός ο δικός σου, Θεοφανώ, με τόξευσε μες την καρδιά μου τη στεγνωμένη, μάθε όμως ότι σκέψη μιαρή δεν έκανα για σένα με το νου μου, και πάντοτε σεβόμουν το ποια ήσουν και φρόντιζα να με διακατέχουν οι τύψεις κι ο έλεγχος του Θεού, ο οποίος θα με κόλαζε αμείλικτος, εάν τολμούσα ποτέ να υπερβώ τα θέσμια και εσκαμμένα και να ατιμάσω τον δεσπότη μου Ρωμανό και εσέ τη δέσποινά μου, ένα τόσο ταιριαστό και αγαπημένο ζεύγος συναρμοσμένο από τον Θεό, και τους γονείς επιπλέον των αναδεξιμιών μου…»

Τέτοια σαστιμάρα και έκπληξη, όπως αυτή που την κατέλαβε τώρα στα λόγια του, δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά η Θεοφανώ. Ο Νικηφόρος, ο σκυφτός και ασκητικός τροπαιούχος, την αγαπούσε, είχε έρωτα κρυφό μαζί της! Την αγαπούσε χωστά και ταπεινά πέντε χρόνους, κι εκείνης φυσικά ούτε που μπορούσε να της περάσει από το μυαλό κάτι τέτοιο… Έτσι εξηγούταν άρα η φλόγα αυτή στα μάτια του τα όλο έγνοιες, τα καλοσυνάτα, όταν τη θωρούσε, και το σκύψιμο της κεφαλής του ακόμα όταν στο παρελθόν βρισκότανε μπροστά της, τώρα της φάνηκε πως έβρισκε εξήγηση καλύτερη, πέρα από το σέβας που θα της έδειχνε ως αυτοκράτειρας! Ντρεπόταν ο αγαθός και σεμνός δομέστικος, συστελλόταν να ατενίζει εκείνη, λογαριάζοντας τον πόθο του, τον αφανή και πλατωνικό, παράπτωμα και ηθική παρεκτροπή… Ω, τι μεγαλείο ψυχής του αναγνώριζε πλέον, εκτός από ανδρεία, κι ας είχε το είναι της κλονιστεί ολόκληρο μ’ αυτή την αποκάλυψη!

«Μπορείς να αντιδράσεις όπως θες, αυγούστα, και θα ’σαι δικαιολογημένη… Μπορείς να με βρίσεις ακόμα με τα χειρότερα λόγια και να με επιπλήξεις για το θράσος μου, κι αυτό θα το δεχτώ και θα το υπομείνω, γιατί μου αξίζει, που κοντά γέρος άνθρωπος τόλμησα να αισθανθώ έτσι για σένα τη νέα και ανθηρή γυναίκα και να πατήσω τον όρκο μου, έστω κι αν ήταν κατά διάνοια μόνο το αμάρτημά μου! Δε θα σε αναγκάσω ποτέ ν’ ανταποκριθείς στον πόθο μου, και σου λέω πως, αν συγκατανεύσεις τελικά στη γαμήλια ένωσή μας, που θεωρώ ότι είναι για σε το πιο συμφέρον, αυτή θα παραμείνει λευκή, εφόσον το θελήσεις…»

Άλαλη έστεκε η Θεοφανώ, ανίκανη να αρθρώσει το οτιδήποτε, βλέποντας τον Νικηφόρο να αποχωρεί του κουβουκλίου της με βήματα αργά. Να τον βρίσει δε θα το σκεφτότανε καν, η ευγένεια και η καθαρότητα των λόγων του την είχαν παντελώς αφοπλίσει, κι εξάλλου είχε μέσα της συγχυστεί αξεδιάλυτα. Η έκπληξη αντιπάλευε με την απελπισία, την πίεση και την εκνευριστική στεναχώρια που της δημιουργούσε αυτή η πρότασή του για έναν δεύτερο συμφεροντολογικό γάμο τόσο σύντομα, κι η συμπάθεια που ένιωσε ενδόμυχα για κείνον με την αποστροφή που της προκαλούσε η ιδέα να τον φανταστεί μονάχα ως σύζυγό της, την ώρα που η μνήμη του Ρωμανού ήταν άσβεστη στο νου και την καρδιά της. Σαν να μην έφτανε αυτό, την επόμενη κιόλας μέρα δέχτηκε μια αντιπροσωπεία των συγκλητικών και υψηλά ισταμένων αρχόντων της Αυλής, που της ενέτεινε τη δυσφορία και της πρόβαλε ακόμα πιο επιτακτικό το δίλημμα της τύχης της.

«Ευσεβεστάτη, ήρθαμε να σου δηλώσουμε ότι, για να εγκρίνουμε την παραμονή σου στον θρόνο ως επίτροπο και κηδεμόνα των υιών σου, αιτούμεθα να ιερολογηθεί ως τάχιστα η νόμιμη σύζευξή σου μετά του αυγούστου Νικηφόρου Φωκά, τον οποίο η Θεία Πρόνοια, η κοινή γνώμη και ο στρατός αναβίβασαν στον θρόνο του βασιλείου των Ρωμαίων, παρ’ ο τι γνωρίζουμε καλά ότι έχει αναδεχθεί τους παίδες σου διά της κολυμβήθρας· ειδεμή, ίσως θα έπρεπε να αποσυρθείς, να ενδυθείς τη μοναχική εσθήτα και να αφήσεις την κηδεμονία τους αποκλειστικά στα χέρια του βασιλέως…»

«Υποκριτές! Δε δύναται λοιπόν μια γυναίκα και βασίλισσα να κυβερνήσει δίχως άντρα στο πλάι της, κι αν ένας άνδρας εμφανιστεί για να διεκδικήσει τη θέση του αυτοκράτορα, εκείνη πρέπει ή να τον παντρευτεί για να επιβιώσει, ή να φυλακίσει την ύπαρξή της μέσα σ’ ένα κελί μοναστηριού;!» μονολόγησε τσαντισμένη, όταν έφυγαν, και χτύπησε την παλάμη της στο ξυλόγλυπτο χρυσοποίκιλτο έδρανο που χρησιμοποιούσε για να ακουμπά τα αρώματα, τα κοσμήματα και τον χειροκαθρέφτη της, τα οποία τα είχε όλα παραμελήσει μετά τον θάνατο του Ρωμανού. Χοροπήδησαν αυτά, και πιάνοντας ένα μπουκαλάκι με ροδέλαιο ακριβό ξεβίδωσε το πώμα του, του οσμίστηκε και το βάσταξε πάνω στην αυλακιά των μαστών της σαν φυλαχτό, νιώθοντας μια ξαφνική πικρή μελαγχολία να της νοτίζει τις κόγχες των ματιών. Ήταν η αυτοκράτειρα, και η τύχη του κράτους και των αγοριών της, του Βασίλη και του Κωνσταντή της, αυτών των αθώων παιδιών που είχαν στεφθεί συμβασιλείς από τα γεννοφάσκια τους σχεδόν, κρεμότανε στα τρυφερά της χέρια... Μα και πάλι, πώς να δεχτεί την παντρειά αυτή με τον Νικηφόρο; Πώς να ’βαζε στο πλάι της για σύνευνο τον διόλου ελκυστικό στρατηγό, που στην ηλικία ήτανε πατέρας της, είκοσι εννέα χρόνια ολόκληρα πρεσβύτερός της, όταν η κλίνη της ακόμα βάσταγε ζεστή από του Ρωμανού το νέο, το όμορφο, το λατρεμένο σώμα, τα χείλη της νωπά από τα φιλιά του και τα σωθικά της φρέσκα απ’ τον στερνό τους τον καρπό, την Άννα της, που έκανε μέσα τους να βλαστήσει το αναθέρμασμα της αγάπης τους μετά τον χαμό της μικρής Ελένης;..

Τρία μερόνυχτα συλλογιόταν αδιάκοπα. Μαρτύρησε, έχασε τον ύπνο της, δάκρυσε μόνη της, γέμισαν μαύρους κύκλους τα βλέφαρά της, προσευχήθηκε ακόμα στον Θεό να της δώσει φώτιση να αποφανθεί σωστά. Την τέταρτη ημέρα, πήγε στον Νικηφόρο, στάθηκε μπροστά του όσο μπορούσε ήρεμη, σοβαρή, και πλέκοντας τα χέρια της στο διάφραγμα του είπε:

«Νικηφόρε, αποφάσισα. Δέχομαι τον γάμο…»

Σαν να του χάριζαν τον κόσμο ολόκληρο ήταν εκείνη τη στιγμή η απόκρισή της για τον στρατηγό και νεόκοπο βασιλιά, τον βαθιά ερωτευμένο με τη νεαρή αυγούστα. Φύλαξε ωστόσο συνετά την πολλή συγκίνησή του, και αφήνοντας ένα μονάχα μέρος της ελεύθερο τής αποκρίθηκε, αφού ήρθε κοντύτερα και έκλεισε μες τις τραχιές μεγάλες χούφτες του με θέρμη και θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια τα χέρια τα δικά της, τα απαλά και ντελικάτα:

«Δεν ξέρεις πόσο ευτυχής είμαι για αυτή σου τη συναίνεση, Θεοφανώ, στην οποία είμαι βέβαιος ότι δεν κατέληξες με ευκολία! Σου υπόσχομαι εκ μέσης καρδίας μου ότι θα υπάρξω για σένα σύζυγος αντάξιος των υποσχέσεών μου και προστάτης σου, και δε θα σου στερήσω ποτέ τίποτα απ’ όσα θα σου πρόσφερε κι ο αγαπημένος σου Ρωμανός, αν ζούσε…»

Το άγγιγμα της ποθητής του σάρκας είχε φουντώσει αυτοστιγμεί τη λάβρα στο στέρνο το πλατύ του Νικηφόρου, το λεοντόκαρδο και τετρωμένο από τον γεροντικό του έρωτα, και δεν αντιστάθηκε να εκτείνει τον αυχένα του και να εγγίσει τη γενειοφόρα του όψη στην αριστερή παρειά της Θεοφανώς, σ’ ένα κίνημα φιλήματος. Και μπορεί για τον καλλίνικο η αβρή, ανεπαίσθητη ψαύση των χειλέων του στο θηλυκό το μάγουλο να είχε τη φόρτιση ενός ασπασμού σε εικόνισμα αγίας πολύτιμο, θαυματουργό, που ευδόκησε να καρπωθεί και να διαφυλάξει σε εκστρατεία του κατά των απίστων, όμως για τη Λάκαινα ήταν ανατρίχιασμα στο δέρμα, κέντημα και δήγμα στην ψυχή της, που της προξένησε μέχρι και αηδία θα ’λεγες. Με μια κίνηση αυθόρμητη έσπρωξε πίσω τον κορμό της, κι ο Νικηφόρος απέσυρε κι εκείνος το κεφάλι του μετανιωμένος, έχοντας συναισθανθεί ότι αυτό που αποτόλμησε ήταν υπερβολικό και δυσάρεστο στη Θεοφανώ, παρά την αγνότητα της πρόθεσής του.

«Συμπάθα με, κυρά μου… Παραφέρθηκα» μουρμούρισε μονάχα απολογητικά, κι ύστερα έφυγε ξανά από κοντά της, διαβεβαιώντας την ότι θα έπραττε τα δέοντα για να την προστατέψει από τις λοιδορίες, ώσπου να τελεστεί ο γάμος. Πράγματι, με τη συγκατάθεση και της ίδιας, αφού δε γινόταν και διαφορετικά, αποφάσισε ο Νικηφόρος να απομακρύνει για λίγο τη μέλλουσα σύζυγό του από το Παλάτι, στέλνοντάς την στα ανάκτορα του Πετρίου, μέχρι να απαλλαγεί από τις τροχοπέδες που διέβλεπε ότι ανέκυπταν. Ο Πολύευκτος, ειδικά, είχε αρχίσει τα σούξου - μούξου, αποδοκιμάζοντας πιθανή τους ένωση λόγω της πνευματικής συγγένειας, κι αυτό δεν ήταν δυνατό να μείνει πολύ καιρό ανήκουστο από τον οξυδερκή στρατηγό…

«Γιατί να φύγει η μανούλα, νονέ;» παραπονέθηκε ωστόσο ο Βασίλειος, όταν ήρθε η ώρα εκείνη. «Δε θέλω, δε θέλω να φύγει!» πρόσθεσε, και κόλλησε πάνω στη Θεοφανώ, που φορούσε ήδη το μαφόρι της.

«Για λίγο θα ’ναι, αγόρι μου, ψυχή μου!» τον παρηγόρησε, χαϊδεύοντάς του τα μαλλάκια και σκύβοντας να τον φιλήσει. «Είναι για το καλό όλων μας, το δικό μου και το δικό σας, αυτός ο χωρισμός…»

Είπε, και συνάμα κύτταξε τον Νικηφόρο, που ένιωσε την αγωνία του μεγαλύτερου βαφτιστηριού του και θετού του γιου οσονούπω να τον κάμπτει προσωρινά.

«Βασίλειε» του απευθύνθηκε πατρικά, πιάνοντάς του το ένα στρουμπουλό χεράκι. «Σωστά σου τα λέει η μητέρα σου… Θα την ξαναδείς σύντομα, αλλά μέχρι τότε να τη σκέφτεσαι, και ως πρωτότοκος που είσαι, να προσέχεις τον αδελφό και την αδελφή σου! Εγώ εξάλλου θα είμαι εδώ, μαζί σας, μη στεναχωριέσαι, και σύντομα θα είμαστε μια οικογένεια…»

Αντιφέγγισαν απορημένα τα ματάκια του μικρού πρίγκιπα στο άκουσμα της τελευταίας λέξης του νονού του, έμελλε ωστόσο σύντομα να του λυθεί η απορία. Μόλις η Θεοφανώ πήρε τον δρόμο για το Πέτριον, ο Νικηφόρος μάζεψε τα δύο βασιλόπουλα και με σοβαρότητα σαν να μιλούσε σε ενήλικες, μα και απλά πολύ, γιατί δεν ξεχνούσε πως ήτανε μια σταλιά παιδιά και εντελώς ακάτεχα απ’ τον κόσμο των μεγάλων, τους μίλησε για το τι επρόκειτο να συμβεί μεταξύ του ίδιου και της μάνας τους:

«Ακούστε με, Βασίλειε και Κωνσταντίνε μου, που σαν τέκνα δικά μου σας έχω αφ’ ης στιγμής σας έβαλα το λάδι του βαπτίσματος στις κορυφές σας… Συμφώνησα με τη μητέρα σας, που τόσο πολύ την αγαπάτε και σας αγαπάει, να την παντρευτώ, γιατί μόνο έτσι μπορεί να συνεχίσει να ’ναι βασίλισσα χωρίς κανένα πρόβλημα και να μεγαλώνει κι εσάς τα τρία. Επειδή όμως κάποιοι άνθρωποι είναι κακοί και πονηροί, και σκέφτονται πράγματα που δεν πρέπει για εκείνη και για μένα, τα οποία δε μπορεί βέβαια να κατανοήσει το τρυφερό και αγνό μυαλουδάκι σας, για αυτό κι εγώ την έστειλα για λίγο μακριά σας, ώσπου να σιγουρέψω ότι ο γάμος αυτός θα γίνει και για να πάψουν αυτοί οι άνθρωποι να μιλάνε εναντίον της…»

Προσεκτικά τον άκουγαν οι γιοι της Θεοφανώς τον ανάδοχό τους, με τα βλεμματάκια τους τα καθαρά που είχανε κιόλας δει το πιο φρικτό πράγμα, τον γεννήτορά τους νεκρό, και αν δεν καταλάβαιναν και κάποια πράγματα τα αυτάκια τους, τα εννοούσε όμως η καρδούλα τους.

«Δηαδή, νονέ Νικηφόρε, συ θα ’σαι τώρα ο πατέλας μας;» ρώτησε αθώα ο Κωνσταντίνος, με τα μαύρα του ματάκια καρφωμένα στον στρατηγό.

«Πατέρας σας θα είναι πάντα ο Ρωμανός, Κωνσταντή, ο άνθρωπος που έσμιξε με τη μανούλα σας και σας γέννησε! Εγώ δεν έρχομαι να τον αντικαταστήσω, αλλά θα σας υιοθετήσω και θα σας αναθρέψω, όπως υποσχέθηκα στον εαυτό μου πρωτίστως, εκτός από τους ιθύνοντες του κράτους και τη μητέρα σας, και μακάρι εσείς μονάχοι να με νιώσετε πατέρα σας, γιατί παιδιά άλλα δεν έχω πια στον κόσμο, ούτε σκοπεύω να αποκτήσω…»

Έτσι λάλησε ο στρατηγός και αυτοκράτορας στους αναδεξιμιούς του, με σπλάχνος και τρυφεράδα εγκάρδια, τους χάιδεψε τα κεφαλάκια, το πεντάχρονο μελαχρινό του Βασίλειου και το τρίχρονο σταρόξανθο του Κωνσταντίνου, και τους ασπάστηκε με στοργή τα μέτωπα. «Μη μας αφήνεις, νονέ!» του γύρεψε με μια φωνίτσα δυνατή ο Βασίλειος, το γαλανό του βλέμμα βουρκωμένο, και αυθόρμητα τύλιξε τα μπρατσάκια του γύρω από το κοντό και άχαρο σώμα του Νικηφόρου. Ο Κωνσταντίνος τον μιμήθηκε, και ο τροπαιούχος, γεμάτος συγκίνηση και έγνοια για τα δυο μικρά, μισορφανεμένα πορφυρογέννητα πλάσματα που του ανέθεσε ο Ύψιστος να φωτίσει και να κηδεμονεύσει, μαζί με την πριγκίπισσα αδελφούλα τους φυσικά που ποτέ δεν τη λησμονούσε, τους πρόσφερε απλόχερα τη θαλπωρή της αγκαλιάς του ένδακρυς, η οποία είχε με τέτοιον τρόπο να γεμίσει απ’ όταν κανάκευε μαξούμι τον αδικοχαμένο γιόκα του, τον Βάρδα…




«Δε γίνεται, βασιλιά, να νυμφευθείς τη Θεοφανώ, πάει και τελείωσε!» βρόντηξε ο Πολύευκτος, όταν ο ίδιος ο Νικηφόρος του ανέφερε το θέμα. «Δεν το επιτρέπω! Είσαι ο ανάδοχος των παιδιών της, και τέτοια ένωση θα ήταν ανίερη και βλάσφημη! Κάποιος από τους δυο σας θα πρέπει να φύγει, και επειδή ο λαός εσένα σε εξέλεξε και δε θα δεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο, τότε αυτή που μένει είναι η βασίλισσα…»

«Δέσποτα, και εγώ σε παρακαλώ και σε εξορκίζω να το ξανασκεφτείς, και να μην εμμένεις στις αγκυλώσεις σου φέρνοντας κωλύματα… Διότι όσο ζω εγώ, η αυγούστα δεν πρόκειται να απομακρυνθεί από τον οίκο της, το Παλάτι!»

«Διότι τόσο τυφλά έχεις παθιαστεί μ’ εκείνη!» τον κατακεραύνωσε ο πατριάρχης, ανασηκώνοντας επικριτικά το πιγούνι του. «Θεωρούσες πως δε θα έφθαναν ποτέ στα ώτα μου τα παραπτώματά σου, βασιλεύ; Είσαι άνθρωπος θεοσεβής και θεοφοβούμενος, και όμως αφέθηκες να σε εμπλέξει ο Σατανάς στα αμφίβληστρά του… Εγώ, η κεφαλή της Εκκλησίας, εντρέπομαι βαθέως για την κατάντια σου, και την παρρησία, ην μοι έδιδε η καθαρότητα του βίου μου, απέναντι στους αυτοκράτορες Κωνσταντίνο και Ρωμανό διά να τους ελέγχω, εάν έβλεπα ότι κάτι δεν πράττουν συμφώνως προς τους κανόνες της ηθικής, θα τη μεταχειριστώ από του νυν και ενώπιόν σου, και με αυτήν να μου υπαγορεύει τα λόγια μου, σε προειδοποιώ ότι, εάν επιμείνεις να έλθεις σε κοινωνία γάμου μετά της αυγούστης Θεοφανούς, θα σου απαγορεύσω δια ροπάλου την είσοδο εις πάντας τους ιερούς ναούς της θεοσώστου ταύτης και θεοσκεπούς Πόλεως! Διά να μην υποστείς λοιπόν τέτοιο ατιμωτικό επιτίμιο, εσύ ο πρόμαχος των ορθοδόξων χριστιανών και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, απομάκρυνε γρήγορα τη γυναίκα αυτή, τη χήρα του Ρωμανού, το όργανο του Πειρασμού, εκ των ανακτόρων σου, γύμνωσέ την από το στέμμα και την πορφύρα και ανάγκασέ την να μονάσει και να μαραθούν τα δαιμονικά κάλλη της, τα οποία απειλούν να σε παραδρομήσουν…»

Σκασμένος έφυγε ο Νικηφόρος από τη συνάντησή του με τον Πολύευκτο στα πατριαρχικά μέγαρα, και δεν τον ένοιαζε τόσο για τον εαυτό του, όσο για τη Θεοφανώ, που δεν ήθελε με τίποτα να της στερήσει τη θέση της και τη ζωή της. Έπιασε και τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι στον πατέρα του, και ο γέρο – Βάρδας ο Φωκάς, αφού τον άκουσε και έξυσε για λίγο σκεφτικός το κεφάλι του, αποκρίθηκε με βλέμμα σπινθηροβόλο:

«Άκου με, γιε μου. Μη χολοσκάς… Βρήκα ένα τέχνασμα που θα σε βοηθήσει να επιτύχεις τον σκοπό σου, να νυμφευτείς την αυγούστα Θεοφανώ! Θα πείσουμε τον Πολύευκτο ότι εγώ βάφτισα τους γιους της και όχι εσύ… Σάμπως για τον Βασίλειο δεν είναι η μισή αλήθεια αυτό; Ε, κι ο πατριάρχης εσχατόγηρος είναι, η μνήμη του θα έχει αδυνατίσει… μπορούμε να θολώσουμε τα νερά…»

«Μα αυτό δεν είναι βλασφημία μεγαλύτερη, σεβάσμιε εσύ και γεννήτορά μου; Ίσως ο πατριάρχης να έχει τελικά το δίκαιο, και εγώ να οφείλω να απομακρύνω δια παντός τη Θεοφανώ από το Παλάτι και τη Βασιλεύουσα…»

«Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, Νικηφόρε, υιέ μου! Για ποιο λόγο να διώξεις τη χήρα του Ρωμανού, μόνο και μόνο επειδή σ’ το υπαγορεύει και το απαιτεί ο γηραλέος και μίζερος αρχιερέας; Είναι γυναίκα νέα και ωραία, συλλογίσου πως, αν την κρατήσεις, θα έχεις το τερπνόν μετά του ωφελίμου… Και εγώ, ο πατέρας σου και βασιλεοπάτωρ, που τόσο πολύ με τίμησες δίνοντάς μου του μαγίστρου το οφφίκιο, θα γίνω περισσά υπερήφανος, εάν… εάν…»

«Μη συνεχίζεις, γέροντα, και μη μου υποβάλεις σκέψεις πονηρές για να με πειράξεις» τον έκοψε ωστόσο τον Βάρδα ο Νικηφόρος, με ένα νεύμα της χειρός του, καταλαβαίνοντας αμέσως πού το πήγαινε. «Εσύ εγγόνια χάρηκες απ’ όλα σου τα παιδιά, εκτός από τον αδελφό μας τον Κωνσταντίνο που απεβίωσε νέος έτι και ανύμφευτος[1], και η Θεοφανώ έχει ήδη γιους, από τον πρώτο και πιο ιερό της γάμο, τους οποίους αυτούς μονάχα υιοθέτησα και θα αναλάβω να εκθρέψω και να προαλείψω για τον ρωμαϊκό θρόνο, και ποτέ δε θα έθετα υπό αμφισβήτηση και κίνδυνο τα δικαιώματά τους… Δε νυμφεύομαι εξάλλου σε καμία περίπτωση την κατά πολύ μικρότερή μου μητέρα τους για να τεκνοποιήσω μαζί της, αλλά για να συνδεθώ νόμιμα με τον οίκο του Βασιλείου του Μακεδόνος, του υιού του, Λέοντος, του εγγονού του, Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, και του δισέγγονού του, Ρωμανού του Νέου, και να έχω το κέρας του προσώπου μου και τη συνείδησή μου διαυγή ενώπιον του Θεού…»

Ύστερα από αυτή τους την κουβέντα, ο γέρων Βάρδας έσπευσε να βρει τον Πολύευκτο στα πατριαρχεία, ώστε να τον μεταπείσει ότι εκείνος ήταν ο ανάδοχος των μικρών πριγκίπων, ενώ ο Νικηφόρος κινήθηκε προς τους αρχιερείς της Κωνσταντινούπολης και τη Σύγκλητο, στους οποίους έθεσε περιληπτικά το φλέγον ζήτημα και γύρεψε τη γνώμη τους.

«Τι λέτε, λοιπόν, σεβαστοί μου άρχοντες; Απαγορεύει τω όντι ο νόμος τη σύζευξή μου μετά της αυγούστης Θεοφανούς;» κατέληξε, περιφέροντας σε όλους τους το βλέμμα του. Μουρμουρητά απλώθηκαν μεταξύ των συγκλητικών, χειρονομίες διάφορες, και τέλος ο γνωστός μας μάγιστρος Γεώργιος, γεγονωτέρα τῇ φωνῇ, αποφάνθηκε, θέλοντας να υπερασπιστεί τον Νικηφόρο:

«Βεβαίως και δεν απαγορεύει ο νόμος τη σύζευξη ανδρός και γυναικός, ήστινος ούτος έχει αναδεχθεί το τέκνο ή τα τέκνα! Αυτά είναι νομοθετήματα του ασεβούς Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου, ο οποίος, όταν εφωτίσθη, αφόδευσε – μετά συγχωρήσεως, άνδρες φίλοι! – το αγιασμένο ύδωρ της κολυμβήθρας, και εφρύαττε ο θεομάχος κατά των ιερών εικόνων! Τοιούτου ανδρός αθλίου και φαυλοτάτου, τοίνυν, ου δυνάμεθα να υπολογίζουμε τα προστάγματα, και αυτή τη γνώμη έχοντας, προτείνω να δοθεί έγγραφη άφεση στον βασιλέα Νικηφόρο Φωκά, ώστε να του επιτραπεί και να καταστεί εφικτός ο καθ’ όλα θεμιτός γάμος τον οποίο επιθυμεί να συνάψει μετά της βασιλίδος Θεοφανούς, και παραινώ και κελεύω πάντας υμάς να τη συνυπογράψετε, λογιζόμενοι το κοινό συμφέρον!»

«Εύγε, άνθρωπε λευκόμαλλε με τη νεστόρεια και σολομώντεια σοφία και τόλμη! Αυτό θα πράξουμε!» επευφήμησε κάποιος νεώτερος συγκλητικός με ενθουσιασμό. Και αφού παρακινήθηκαν και συμφώνησαν όλοι με την ετυμηγορία του γέροντα, συνέταξαν επιτόπου το χαρτί με το οποίο έδιναν την άφεση στον στρατηγό και την άδεια να νυμφευτεί τη νεαρή αυγούστα, και του το ενεχείρισαν προσκυνώντας τον σεβαστικά. Την ίδια ώρα, οι δύο άλλοι γέροντες, ο Βάρδας και ο Πολύευκτος, είχαν μια έντονη συνομιλία που λίγο έλειπε να γίνει λογομαχία.

«Δέσποτα, σου το είπα και σου το ξαναλέω… Όχι μόνο τον Βασίλειο, αλλά και τον Κωνσταντίνο εγώ τον αναδέχθηκα! Μπορώ να φέρω και μάρτυρες…»

«Βάρδα Φωκά, εάν υποπτευθώ ότι προσπαθείς να με παραπλανήσεις για να πετύχει ο υιός σου τα σχέδιά του, μα τον Θεό, θα σας αφορίσω και τους δύο! Ο νους μου φέρνει μπροστά μου ξεκάθαρα τον Νικηφόρο να βαστάζει τα παιδιά του Ρωμανού άμα τη εξόδω τους από την κολυμβήθρα…»

«Έχεις γεράσει, άγιε άνθρωπε, έχεις γεράσει και η μνήμη σου σε απατά… Εγώ, εγώ, σου λέω, ήμουν ο πνευματικός πατήρ των παιδίων τούτων! Αποδέξου το και λήξε πλέον το ζήτημα, και άσε τον Νικηφόρο να λάβει γυναίκα του τη Θεοφανώ, κατά πώς είναι το θέλημά του και η ανάγκη…»

«Λες να έχει δίκιο ο γέρο – Βάρδας, και να θυμάμαι τόσο λάθος;» συλλογίστηκε ο Πολύευκτος, αποστρέφοντας τα νώτα και τρίβοντας τη σιαγόνα του. Βλέποντας ωστόσο την πολιτική ανάγκη της νομιμοποίησης του θρόνου του αυτοκράτορα να προέχει, αν και ήταν σίγουρος για την πνευματική του πατρότητα που τον συνέδεε με τα βασιλόπουλα, και μη θέλοντας να προκληθούν περαιτέρω σκάνδαλα, έκανε τα στραβά μάτια, υπαναχώρησε και ανακοίνωσε στον Νικηφόρο ότι δέχεται να τον στεφανώσει με τη Θεοφανώ. Αφού έλαβε λοιπόν τις γραπτές και τις προφορικές διευκολύνσεις για τον γάμο αυτό από τους αρμόδιους ο Νικηφόρος, διέταξε να γίνουν όλες οι ετοιμασίες για τη στέψη και τη γαμήλια τράπεζα, και όταν αυτές περατώθηκαν, έστειλε τους δούλους της και επανέφεραν στο Παλάτι την ποθητή του, καρτερώντας με κρυφή λαχτάρα μες τη μεσήλικη καρδιά του την ώρα και τη στιγμή που θα δενόταν νόμιμα με την πανέμορφη μητέρα των αναδεξιμιών του, που του ’χε αναστατώσει τα ασκητικά του γεροντάματα, και αναρωτιόταν με τον εαυτό του αν θα μπορούσε τότε να συγκρατηθεί και να μην πλαγιάσει δίπλα της ωσάν άνδρας της πρώτος και εκλεκτός της και εραστής, αλλά ως δεύτερος και αναγκαστικός και απλός προστάτης της…

Παραμονή του γάμου, και η Θεοφανώ βρισκότανε μόνη στα δώματά της, ατενίζοντας μελαγχολικά έξω από ένα παραθύρι. Εφτά χρόνια παρά τέσσερις μήνες πριν, ετοιμαζόταν πάλι να ντυθεί νυφούλα για πρώτη φορά, στο πλευρό του Ρωμανού, κορίτσι έφηβο και δροσερό και ανέμελο αυτή, κοντά δεκάξι ετών, κι εκείνος παλικάρι σφριγηλό που βάδιζε στα δεκαοκτώ του. Πόσο διαφορετικά ήταν όλα τότε! Πώς λαχταρούσε να πάει στην εκκλησιά για το μυστήριο, με τι καρδιοχτύπι ανέμενε να σταθεί πλάι στον όμορφο και νέο πρίγκιπά της και να τους φορέσει ο πατριάρχης του γάμου τα χρυσά στεφάνια, να γίνει η γυναίκα του… Και πόσο βαριά πάλι ήταν η καρδιά της σήμερα, που ήξερε ότι αύριο, χήρα πια βασίλισσα και μάνα, είκοσι δυο χρονώ και εφτά μηνών, έπρεπε να πάει ξανά και ενώπιον Θεού και ανθρώπων να γίνει σύζυγος τώρα του Νικηφόρου, γιατί έτσι επέτασσε η ανάγκη και υποτάχθηκε σ’ αυτήν, του άνδρα αυτού του ώριμου και καλού μεν, αλλά καθόλου όμορφου και ποθητού σε κείνη!

«Σου είπα, μάνα, καλέ μάνα, σου είπα, μάνα, πάντρεψέ με…» της ήρθαν ψυχόρμητα στο νου τα λόγια ενός τραγουδιού, που μπορεί και τότε να υπήρχε με κάποια μορφή, γιατί ως και αιώνες έπειτα το ψάλλανε στον τόπο της, εκτελώντας έναν χορό καγκελευτό και φιδογυριστό, σε ρυθμό πεντάσημο, αρχαίο καθώς λένε, και που θα τον είχε ίσως κι αυτή συνοδέψει στα χοροστάσια των πανηγυριών της Σπάρτης...

«Σου είπα, μάνα, πάντρεψέ με, σπιτονοικοκύρεψέ με / Γέρον άντρα, καλέ μάνα, γέρον άντρα μη μου δώσεις/ Γέρον άντρα μη μου δώσεις, γιατί θα το μετανιώσεις…»

Στον τελευταίο στίχο, το παράπονο ξεχείλισε απ’ τα σπλάχνα της νεαρής αυγούστας, τη νίκησε. Πνίγηκε η γλυκιά λαλιά της μες τον λυγμό που σκαρφάλωσε στο λαρύγγι της, τα δάκρυα γουρνιάσανε δυσβάσταχτα στα μάτια της, και κρύβοντας την όψη της στις χούφτες τρέκλισε και σωριάστηκε σ’ ένα σελλίο, όπου και ξέσπασε πικρός ο οδυρμός της ψυχής της, τραντάζοντας ολόκληρο το σώμα της.

«Ρωμανέ…» επικαλέστηκε το όνομα εκείνου μες το κλάμα της το σιγαλό. «Συγχώρα με, άντρα μου, συγχώρεσέ με, αγαπημένε μου, που τόσο γρήγορα καταπατώ τη μνήμη σου τη λατρευτή, που τη βαστώ σαν φυλαχτό στον κόρφο μου! Μα δε γινόταν αλλιώς, δε γινόταν… Πρέπει να τον παντρευτώ τον Νικηφόρο, για να συνεχίσω να ζω έντιμα στον οίκο μας και να αναθρέφω τα παιδιά μας! Για τα παιδάκια μας το έκανα, Ρωμανέ, για αυτά μονάχα, για κανέναν άλλο, στ’ ορκίζομαι, για τον Βασίλη και τον Κωνσταντή μας, που τα χέρια σου τους έστεψαν συμβασιλείς σου, και την Αννίτζα μας, την κόρη της Πορφύρας! Συμπάθα με, καλέ μου, συμπάθα με, αγάπη μου…»




Εκείνη η Κυριακή, 20 Σεπτεμβρίου 963, ξημέρωσε μουντή, αμφίθυμη, με μια χλια συννεφιά και έναν ήλιο αδύνατο, δίχως να ξέρει αν έπρεπε να χαρεί όπως ο γαμπρός για το γεγονός που θα πραγματοποιείτο, ή να συμμετάσχει στην ψυχική διάθεση της νύφης. Ο Νικηφόρος φόρεσε τα αυτοκρατορικά ιμάτια τα πορφυρά, και η Θεοφανώ διβίκι κίτρινο, σημάδι πως δεν ήθελε να εκτινάξει ολότελα το πένθος από πάνω της ακόμα, και ένα λιτό άσπρο πέπλο της έσκεπε το κεφάλι, πέφτοντας μέχρι πίσω στους ώμους, και έτσι στάθηκαν μες τη Νέα Εκκλησία, τον ναό που έκτισε ο Βασίλειος ο Πρώτος ο Μακεδόνας, για να τελεστεί η θεία λειτουργία και μαζί ο παράταιρος γάμος τους. Προσπάθησε υπεράνθρωπα η νεαρή αυτοκράτειρα να φανεί έστω ένα προσποιητό μειδίαμα στα χείλη, μα δεν τα κατάφερνε, και στο τέλος παραιτήθηκε. Μια προσωπίδα σοβαρή και ανέκφραστη κολλήθηκε στην όψη της, και με αυτόν τον τρόπο καταστολής των αισθημάτων της, σαν να αφορούσε κάποιαν άλλη όλο αυτό, ανέγνωρη και ξένη, άκουσε τους λόγους του μυστηρίου απ’ τον Πολύευκτο που την καθιστούσαν ανδρόγυνο με τον στρατηγό, και μονάχα όταν έκλινε τον αυχένα για να δεχθεί το γαμικό στεφάνι στην κορφή της, ένιωσε να της ξεφεύγει ένα δάκρυ. Και όπως βρίσκονταν έτσι δίπλα – δίπλα οι δυο αταίριαστοι και αναγκαστικοί σύζυγοι, θυμίζανε λες εκείνο το ζευγάρι της μυθολογίας, τον κουτσό και ταπεινό τεχνίτη και την περήφανη, ζωηρή θεά του έρωτα, μόνο που ήταν ένας Ήφαιστος αρτιμελής και ένδοξος ο Νικηφόρος, και μια Αφροδίτη σεμνή και θλιμμένη η Θεοφανώ, παρ’ όλα τα εράσμια κάλλη του κορμιού της που τη στόλιζαν και μοιάζανε της Κύπριδας…

Η Ευχαριστία και του γάμου η ακολουθία κοντεύανε πια στο τέλος τους, κι είχε έρθει η ώρα της θείας μεταλήψεως. Τότε, ο Νικηφόρος προχώρησε με όλη την ευλάβεια που απαιτούσε η στιγμή προς το κιγκλίδωμα που χώριζε το θυσιαστήριο από τον υπόλοιπο ναό, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη και δυσαρέσκεια, προτού διαβεί την Ωραία Πύλη, ο πατριάρχης του έφραξε τον δρόμο.

«Όχι, αύγουστε Νικηφόρε!» του δήλωσε στεντόρεια. «Επέδειξα ανοχή προ της ανάγκης και σου επέτρεψα να νυμφευτείς τη βασίλισσα, όμως δε θα ποιήσω το ίδιο και στο θέμα των επιτιμίων για τους δίγαμους, τα οποία οφείλω ως ιεράρχης να σου επιβάλω! Δε θα προσέλθεις τώρα στο θυσιαστήριο, και δε θα κοινωνήσεις καθόλου επί δύο έτη, αφού επέλεξες να παραβείς τους όρκους σου για αγαμία και να λάβεις δεύτερη γυναίκα…»

Σούσουρο γίνηκε στο πλήθος των αρχόντων που είχαν έρθει να λειτουργηθούν και να παρευρεθούν στον γάμο, και ο Νικηφόρος, μετά το πρώτο σάστισμα, επιτέθηκε όλος θυμό στον πατριάρχη:

«Κάνε πίσω, δέσποτα, και μη με ρεζιλεύεις άλλο ενώπιον των υπηκόων μου! Μετάδωσέ μου τα Άχραντα Μυστήρια, όπως πρέπει, αλλιώς θα σε καθαιρέσω!»

«Αδύνατον να μεταλάβεις το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, αφού μιάνθηκες, που είναι φωτιά και άνθρακας και φλέγει τους ανάξιους! Εσύ να κάνεις πίσω, βλάσφημε, ειδάλλως…»

Η Θεοφανώ έβλεπε τη διαμάχη των δυο ανδρών κι είχε πανιάσει, ένα τρέμουλο εκνευρισμού είχε απλωθεί στα μέλη της και έμπηγε τα νύχια στις παλάμες της. Ήθελε να πέσει η αυλαία όσο το δυνατόν γρηγορότερα σ’ αυτή την τραγικωμωδία, σ’ αυτό το θέατρο που απεχθανόταν να ’ναι ηθοποιός, και τώρα…

«Σταμάτα, πατριάρχα!» τόλμησε και ύψωσε τελικά τη φωνή της, με αγανάκτηση, ενάντια στον Πολύευκτο, κι αυτός την ατένισε με ένα βλέμμα πέτρινο, αγέρωχο, που δεν πτόησε όμως τη νεαρή αυγούστα.

«Κι εσύ, βασιλιά, υποχώρησε και κάνε ο τι σου λέει εκείνος» αποτάθηκε σύνταχα και στον Νικηφόρο. «Σε παρακαλώ» συμπλήρωσε, αρθρώνοντας μόνο με τα χείλη, άηχα σχεδόν, αλλά ευκρινώς για να την καταλάβει έγκαιρα. Είδε ο καλλίνικος το παρακαλετό στο βλέμμα της, συμμορφώθηκε με την προτροπή της και πισωπάτησε, πνέοντας μένεα ωστόσο κατά του πατριάρχη. Κι αφού ξεπεράστηκε το επεισόδιο και ολοκληρώθηκε η ιερουργία και το μυστήριο, στον τρίκλινο των δεκαεννιά ανακλίντρων περίμενε στρωμένη και βαρυφορτωμένη η πελώρια χρυσελεφάντινη τράπεζα, να φιλοξενήσει ως αργά το βράδυ το γαμήλιο συμπόσιο, στο οποίο ο ασκητικός ως τότε στρατηγός και αυτοκράτορας, που είχαν λησμονήσει οι κάλυκες της γλώσσας του και ο ουρανίσκος του τη γεύση του ψημένου κρέατος, κατέλυσε τη νηστεία του και κρεοφάγησε, τιμώντας δεόντως τα πλούσια πιάτα των βασιλικών μαγείρων, και ήπιε οίνο χιώτικο αρκετό, που τον έφερε στα πρόθυρα της μέθης. Και όταν πια οι φλόγες στους πυρσούς που φώτιζαν τη νύχτα άρχιζαν να χωνεύουν, και στα δικά του βλέφαρα οι αναθυμιάσεις από το λουκούλλειο φαγοπότι, που είχε ξεμάθει ο οργανισμός του, έστελναν αργά – αργά, κυματιστά, τη νύστα, σηκώθηκε, χαιρέτησε τους συνδαιτυμόνες του και κίνησε μόνος του για την παστάδα…

Πάνω στο κρεβάτι ήταν ήδη ξαπλωμένη η Θεοφανώ από ώρα, έχοντας μισοκαλυφτεί με τα σηρικά οθόνια. Κι αναθυμόταν, πως μια νύχτα γεναριάτικη, έξω απ’ αυτή την ίδια κάμαρη, της έψαλλαν τα παστικά τα άσματα φωνές χαρμόσυνες, κι εκείνη τα άκουγε στο πλάι του Ρωμανού, ευτυχισμένη, κι ανυπόμονη μαζί και με αγωνία να μείνουνε οι δυο μονάχοι, να την τυλίξει μες τα χέρια του τα δυνατά κι αυτή στα δικά της, να σμίξουνε τα έφηβα κορμιά τους και να γευτεί τον έρωτά του πλέριο, που θα της έφερνε της παρθενίας της το ποθητό το χάσιμο· και αναρριγούσε στην ενθύμηση, και στέναζε, άμα συλλογιόταν πόσο ξαφνικά και άωρα τα έχασε όλα αυτά μαζί με κείνον, τη γυναικεία της ζωή, και ότι ο Νικηφόρος ποτέ δε θα μπορούσε να της τα προσφέρει, και μόνη στην ουσία θα κοιμότανε και πάλι, όσα μακρόσυρτα χρόνια της έμελλε να ζήσει μαζί του παντρεμένη…

Λαγοϋπνισμένη τη βρήκε ο Νικηφόρος, όταν ανέβηκε στον κοιτώνα της που θα ήταν πλέον και δικός του, και ανοίγοντας τη θύρα και προχωρώντας μες το κουβούκλι για να απεκδυθεί τα ενδύματα τα περισσά και να πλαγιάσει, μόλις έκανε να προσεγγίσει την κλίνη, έμεινε δίβουλος και εκστατικός να τηρά τις καμπύλες τις σωματικές της, τις αρμονικές και μουσικές, που διαγράφονταν ωσάν γλυπτές στο μάρμαρο κάτω από τη λευκότητα των σεντονιών: την οσφύ της, τους γοφούς, τους μηρούς, και πάνω – πάνω τα δυο στήθη της, αφημένα έξω απ’ το σεντόνι, που και μέσα από τη νυχτική εσθήτα της ορθώνονταν στητά και θελκτικά, ανεβοκατεβαίνοντας λαφριά με την ανάσα της. Μια ζάλη του κυρίευσε τις φρένες, λαμπάδιασαν τα σωθικά του σαν να ’τανε μειράκιο, και έτσι συνεπαρμένος, με βήματα ασταθή, που τα ενορχήστρωνε κι η οινοποσία, έριξε το βάρος του στο στρώμα, προσηλωμένα έχοντας τα μάτια και το είναι του ολόκληρο απορροφημένο απ’ την ασύγκριτη ομορφιά της νέας γυναίκας, που την ίδια μέρα είχε για το συμφέρον και των δυο στεφανωθεί. Ω, ποιοι όρκοι και ποιες υποσχέσεις ίσχυαν πλέον να τον συγκρατήσουν, να κρατήσει λευκό τον γάμο, δείχνοντας αιδώ για την ηλικία τη δικιά του απέναντι σ’ αυτήν της Θεοφανώς, και τον προστατευτικό ρόλο που ανέλαβε για χάρη της; Είχε το αντικείμενο του πόθου του που τον τυράννησε κρυφά πέντε χρόνια να κείτεται στο πλάι του, γυναίκα του σωστή, η κοιμισμένη ανδρική του φύση είχε αφυπνιστεί μεμιάς και δίψαγε παράφορα για μείξη σαρκική, και μη στέργοντας άλλο ο δομέστικος, άπλωσε το χέρι του, που είχε ξεχάσει, γραπώνοντας μονάχα σίδερο κι ατσάλι τόσο πολύ καιρό, το τι θα πει άγγιγμα ερωτικό, να τη χαϊδέψει…

Ένιωσε η Θεοφανώ τον Νικηφόρο να πέφτει δίπλα της, και μόλις η παλάμη του η τραχιά την άγγιξε, το σώμα της όλο και ο νους αναταράχτηκαν, σαν να σήμανε σάλπιγγα οξεία πολεμικό αγερμό. Τα μαυράδια των ματιών της διαπλατώθηκαν μες το ημίφως που ανέδιδε η λυχνία, κι όταν το αδέξιο χάδι του έφτασε στους μαστούς της, θέλησε να του αδράξει το χέρι και να το απομακρύνει με τη βία, αλλά μια παγωμάρα την είχε καταλάβει, μια παραλυσία, ο εγκέφαλός της λες και δεν έδινε εντολές και δεν την υπάκουαν τα νεύρα της.

«Νικηφόρε, δεν…» πρόφερε, σε μια ύστατη προσπάθεια να τον αποτρέψει, όμως την ίδια στιγμή το στόμα του ακούμπησε τα χείλη της, και η σιχασιά και το ρίγος της απέχθειας που αισθάνθηκε για τα πυκνά του γένια που ηλέκτρισαν το πρόσωπό της τής έκλεψαν όλη τη δύναμη της γλώσσας της.

«Σε θέλω, Θεοφανώ… Σε θέλω…» τον άκουσε να μουρμουρά με τη βαριά φωνή του, ενώ τα χείλια του ψηλαφούσαν με τρόπο οικτρό το δέρμα του λαιμού της και τον τράχηλό της, κι όταν το σώμα του πλάκωσε το δικό της, γέμισε απελπισία. Τεντώθηκε τότε, τσίτωσε κάθε χιλιοστό του κορμιού της, να γίνει σκληρό σαν πέτρα και άκαμπτο, και σφάλισε ερμητικά τα βλέφαρα, μήπως και μ’ αυτό τον έσχατο τρόπο ο Νικηφόρος απογοητευόταν και ξεθόλωνε, και γλύτωνε απ’ την ανεπιθύμητη συνεύρεση, μάταια όμως. Κι όταν ο ανδρισμός του στρατηγού, βάναυσος και βίαιος σαν να εφορμούσε στη μάχη, μόλο που δεν το ’κανε επίτηδες ο δόλιος, εισχώρησε απότομα στον κόλπο της, πόνεσε βαθιά η νεαρή αυγούστα, κι ας μην ήτανε παρθένος, και δεν ήταν ο πόνος της γλυκός και υπόκωφος, όπως τότε, μα άσχημος, φρικτός, οδυνηρός, της θέρισε τα σπλάχνα και έφερε δάκρυα καυτά στις κόγχες των ματιών της…

Άδειασε ο Νικηφόρος από τη φωτιά του υπογαστρίου του, λαγάρισε, και ανοίγοντας τα μάτια είδε τη Θεοφανώ να έχει αποστρέψει το κεφάλι της πάνω στο προσκεφάλι, τα μάτια της να λαμπυρίζουν, και ένιωσε την καρδιά της να χτυπά ανάστατα μες τα στήθη της, όπου είχε ακόμα βαλμένο το ένα χέρι του, και εκείνα να σειόνται από ένα μικρό αναφιλητό. Και αυτοστιγμεί, σαν να μετάνιωσε για την πράξη του, σαν να ντράπηκε που παρασύρθηκε και βεβήλωσε το εικοσιδυάχρονο κορμί της κατακτώντας το με τον άτσαλο πόθο του δικού του, που κουβάλαγε πενήντα ενιαυτούς και έναν, και τραβώντας την παλάμη του απ’ τα στήθια της τη χτύπησε δυνατά στο δεξί πόμολο του κρεβατιού, να τη νιώσει να μουδιάζει από τον πόνο. Φίλησε δειλά το χέρι της σαν να γύρευε εξιλέωση, και ύστερα γύρισε πλευρό, αμίλητος, γεμάτος τύψεις να βασανίζουν το αγαθό κεφάλι του. Μα πριν το καταλάβει ο Μορφέας του τις έδιωξε και τον νάρκωσε, ενώ η Θεοφανώ έμεινε ξάγρυπνη όλο το βράδυ, στο ζερβό μέρος της στρωμνής τους, να κλαίει σιγανά, και το όνομα του Ρωμανού να αναθιβάνει και να γυρεύει απ’ την ψυχή του παρηγοριά και τη συγχώρεση…







[1] Ο Κωνσταντίνος Φωκάς, ο μικρότερος γιος του γέροντα Βάρδα, πέθανε γύρω στα 953/4, αιχμάλωτος του εμίρη Σαΐφ αλ Νταουλά, μετά την αποτυχία εκστρατείας του πατέρα του εναντίον του, στην οποία συμμετείχε. Για τον θάνατό του οι βυζαντινές πηγές κατηγόρησαν τον αλ Νταουλά ότι τον δηλητηρίασε, όταν αρνήθηκε να εξισλαμιστεί, ενώ οι αραβικές ότι δολοφονήθηκε από τους ομοεθνείς του, αφού ο εμίρης αρνήθηκε τα λύτρα που του προσέφερε ο Βάρδας.




Λίνα Δώρου