Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 13 - Οι καμπάνες ηχούν)

Μόλις άκουσα την φωνή της Κάλιντα να ρέει μέσα μου, ανατρίχιασα. Μέρα με την μέρα την ένιωθα όλο και πιο δυνατή. Φοβόμουν πως αν έχανα τον έλεγχο ξανά, θα αργούσα να επιστρέψω στο σώμα μου. Η Κάλιντα περίμενε καρτερικά την στιγμή που θα σφετεριζόταν την τελευταία μου πνοή για να πάρει την θέση μου.
Πολλές φορές η όρασή μου θόλωνε και έχανα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Πριν δε με ενοχλούσε. Όλα αυτά τα χρόνια ένιωθα δυνατή. Ήξερα ότι δεν μπορούσε κανείς να με πλησιάσει. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ευχαριστιόμουν το θάνατο των άλλων. Ήθελα να τους δω να υποφέρουν, όπως υπέφερα εγώ εδώ και χρόνια. Και μετά αναρωτιόμουν αν αυτά τα συναισθήματα ήταν δικά μου ή εκείνης. Αν τα είχε δεχτεί και ως δικά μου ή αν είχα αποδεχτεί την ψυχή της ως προέκταση της δικής μου. Μα μετά από αυτά που άκουσα στη βιβλιοθήκη, δε μπορούσα να παραβλέψω το κακό που είχα προκαλέσει και το κακό που θα έσπερνα αν η Κάλιντα έκλεβε το σώμα μου. Μπορούσα να τους εμπιστευτώ; Άραγε θα ήμουν ποτέ ελεύθερη; Μέσα σε όλο το σκοτάδι και την μιζέρια μου, θα ακουμπούσα το φως; Θα λυτρωνόμουν; Υπήρχε ελπίδα;

«Συγγνώμη» μουρμούρισα διακόπτοντας την σιωπή μεταξύ μας και τις ερωτήσεις μου για τις οποίες δεν είχα ακόμη απάντηση.

«Συγγνώμη;» αναρωτήθηκε γεμάτη ειρωνεία η Κάλιντα.

Ο Λαχάρ κάγχασε και τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Η πικρία που δήλωνε το πρόσωπό του δε με ξάφνιασε. Το περίμενα, αλλά και πάλι ένιωσα ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι μου. Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, μα το έκλεισε σχεδόν αμέσως. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει και γύρισε πάλι μπροστά. Η ταπετσαρία του τοίχου, του φαινόταν ξαφνικά πολύ ενδιαφέρουσα. Σηκώθηκε όρθιος περνώντας την μακριά του κοτσίδα πάνω από τον αριστερό του ώμο αφήνοντάς τη να χαϊδέψει το στήθος του. Ξερόβηξε και χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, βγήκε από το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές. Πριν η πόρτα προλάβει να κλείσει πίσω του, ξαναμπήκε φουριόζος στο δωμάτιο και ήρθε πάλι κοντά μου. Ενστικτωδώς σηκώθηκα όρθια και ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Τα γαλανά του μάτια ταξίδευαν στο πρόσωπό μου και τα χέρια του υψώθηκαν προς το μέρος μου, για να πέσουν ξανά στο πλάι των μηρών του.

«Ψάχνω το δολοφόνο της μητέρας μου εδώ και χρόνια!» ξεκίνησε να λέει «Τον βρίσκω και μαθαίνω πως είναι μια αθάνατη ψυχή και μάλιστα κρυμμένη μέσα στο σώμα ενός κοριτσιού! Είμαι έτοιμος να την σκοτώσω και να πάρω επιτέλους την εκδίκησή μου. Μα, το κορίτσι μου λέει ένα όνομα. Το όνομά της. Πλέον, όλα διαλύονται. Η ψυχή δεν την έχει καταλάβει ακόμα ολοκληρωτικά. Να πάρω, λοιπόν, μια αθώα στο λαιμό μου ή να την αποτελειώσω και να αφήσω το αίμα της να λούσει το πέτρινο δάπεδο; Το μυαλό μου φωνάζει πως υπάρχει τρόπος να γλιτώσει η αθώα και να στείλω την ψυχή στον Κάτω Κόσμο αιώνια. Η καρδιά μου χτυπά τόσο δυνατά που σχεδόν δεν ακούω τη φωνή του μυαλό μου. Και να που φτάσαμε. Να μου ζητάς συγγνώμη για κάτι που δεν έκανες! Για κάτι που δε διάλεξες! Για κάτι που σε ανάγκασαν να υπομείνεις! Για κάτι που μπορεί να χάσεις την ζωή σου!» διαμαρτυρήθηκε και τα χέρια του βρέθηκαν να κλειδώνουν στο σβέρκο μου και να χάνονται μέσα στα μαλλιά μου ανασηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι μου.

Είχα μείνει κοκαλωμένη. Δεν ήξερα πως να αντιδράσω, τι να κάνω, πως να διαχειριστώ το τσίμπημα που ενοχλούσε την καρδιά μου και τον κόμπο που δέθηκε στο λαιμό μου. Τα λόγια του επανέφεραν μνήμες που άρχισαν να ταξιδεύουν μπροστά μου και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά πιο δυνατά από ποτέ.

«Η συγγνώμη δεν πρέπει να ακούγεται από το δικό σου στόμα. Οι θάνατοι δεν επήλθαν από το δικό σου χέρι. Δεν το έλεγχες. Δεν ήξερες τι ακολουθούσε» είπε με μια ανάσα.

Τίναξα τα χέρια του μακριά και έκανα μερικά βήματα πίσω.

«Δεν ήξερα; Με πλήρωναν για να σκοτώνω ανθρώπους, Λαχάρ! Μόνη μου έβγαζα την καλύπτρα και άφηνα την Κάλιντα ελεύθερη και ας μην ήξερα τι ήταν ως τότε. Γνώριζα τα πάντα!» φώναξα πιάνοντας το κεφάλι μου «Δεν ξέρω ποια είμαι. Δεν ξέρω ποιο κομμάτι μου έχει επιζήσει».

Ο Λαχάρ άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου και κοίταξα πρώτα αυτό και μετά τον ίδιο. Το βλέμμα του σοβαρό και τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου. Έκανε λίγα βήματα προς το μέρος μου και στάθηκε ελάχιστα πιο μακριά μου. Η έκφρασή του μαλάκωσε και φάνηκε σχεδόν σα να με παρακαλά. Άφησα τα χέρια μου ελεύθερα να γλιστρήσουν μπροστά μου.

«Άσε με να σε βοηθήσω. Ας βρούμε μαζί πιο κομμάτι σου επέζησε. Αξίζεις μια δεύτερη ευκαιρία, Αλιάνα. Μια καλύτερη ζωή» ψιθύρισε.

Το βλέμμα μου θόλωσε και ένιωσα τα δάκρυα να ψάχνουν τη διέξοδο να κυλήσουν. Αυτά τα λόγια ήθελα να τα ακούσω εδώ και πολύ καιρό. Ένιωθα σα να είχε φύγει ένα βάρος από πάνω μου και ο κόμπος στο λαιμό μου λύθηκε μονομιάς. Κοίταξα ξανά το απλωμένο του χέρι και διστακτικά άπλωσα το δικό μου και του το έδωσα. Εκείνος το έσφιξε και χαμογέλασε.

«Ας κάνουμε μια νέα αρχή. Ονομάζομαι Λαχάρ και είμαι ο έβδομος πρίγκιπας της Ινάλ».

Και εγώ με την σειρά μου έσφιξα το χέρι του, νιώθοντας τη πρωτόγνωρη ζεστασιά του αγγίγματος ενός ανθρώπου. Τα δάκρυα μου εξαφανίστηκαν και δάγκωσα το κάτω χείλος μου νευρικά πνίγοντας ένα χαμόγελο. «Ονομάζομαι Αλιάνα και είμαι η πύλη των νεκρών». Το χαμόγελο του πρίγκιπα με τα λευκόξανθα μαλλιά έγινε πιο πλατύ. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω!».

Ο πρίγκιπας Κάιν είχε καλέσει τον Λαχάρ και το νέο του παιγνίδι στην αίθουσα του θρόνου. Η αίθουσα αν και πολυτελέστατη είχε θαφτεί μέσα στο σκοτάδι. Τα μεγάλα παράθυρα στους τοίχους ήταν καλυμμένα με παχιές κουρτίνες στο χρώμα του Βασιλείου, σκούρο ερυθρό, με χρυσές λεπτομέρειες που σχημάτιζαν ένα σύμπλεγμα ρόδων και στο κέντρο το ιερό σπαθί του βασιλιά πλεγμένο με τα αγκάθια των ρόδων. Ο τεράστιος πολυέλαιος, που τα αναμμένα του κεριά έκαναν το χρυσάφι του να λάμπει μέσα στην μακρόστενη αίθουσα, έστεκε βαρύς να κρέμεται από τέσσερις αλυσίδες, γερά στερεωμένες στις τέσσερις πλευρές των τεσσάρων πέτρινων τοίχων. Φώτιζε επαρκώς τις πολυτελέστατες ταπετσαρίες από φημισμένο ύφασμα της Ανατολής, πλεγμένο στο χέρι από τους καλύτερους εργάτες.

Ο πρίγκιπας καθόταν στο μεγάλο θρόνο του πατέρα του και κοίταξε τον διπλανό άδειο της μητέρας του. Μετά τον θάνατο του συζύγου της είχε αποσυρθεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της και δεν άφηνε κανένα να μπει, εκτός από τον αγαπημένο της γιο. Είχε τρελαθεί μετά την αυτοκτονία του και μετά τη γέννηση του γιου της, ήταν ένα κινούμενο άδειο κουφάρι που σερνόταν στους άδειους και σκοτεινούς διαδρόμους του παλατιού, χωρίς νόημα και χωρίς σκοπό. Ο Κάιν την φρόντιζε και πάντα την γυρνούσε στο δωμάτιό της, βάζοντάς τη στο κρεβάτι και περιμένοντας να κοιμηθεί πριν φύγει. Ένα βράδυ που βρισκόταν ξαπλωμένη πάνω από τα σκεπάσματα γύρισε και του είπε:

«Ράβαϊν, είσαι το ίδιο όμορφος με τη μέρα που σε γνώρισα. Σα να μη πέρασε μια μέρα, αγαπημένε μου σύζυγε».

Ο Κάιν δε κουνήθηκε από την θέση του. Αντίθετα, χάιδεψε το απαλό και κρύο χέρι της μητέρας του και της χαμογέλασε. Δεν της μίλησε. Δεν τολμούσε. Το επόμενο πρωί είχε φωνάξει τον θεραπευτή για να την εξετάσει. Η κατάσταση της μητέρας του ήταν μη αντιστρέψιμη. Είχε χάσει το μυαλό της και ο Κάιν έμεινε μόνος του με το βάρος του Βασιλείου της Σεβέλ να τον πλακώνει.

Έστρεψε το βλέμμα στο σύμβουλο Άριμαν που μιλούσε με τους ανώτερους άρχοντες. Είχε καλέσει και εκείνους, μιας και ήθελε να τους ανακοινώσει το μακρύ του ταξίδι και την σύντομη απουσία του. Θα έφευγε μαζί με την Αλιάνα, τον Λαχάρ και μερικούς από τους στρατιώτες του να επισκεφτούν την κάθε φυλή ξεχωριστά, να ζητήσουν την βοήθειά τους για την τελετή της Μπλε Σελήνης και θα ζητούσε την ενδυνάμωση των συμμαχιών τους. Ο κόσμος τους απειλούνταν και αυτός ήταν ένας πολύ καλός λόγος για να πατήσει στα εδάφη της κάθε φυλής. Με την Ινάλ δε θα είχε ιδιαίτερο πρόβλημα, μιας και ο αγαπημένος γιος του βασιλιά της ήταν μαζί τους και η αρραβωνιαστικιά του τον περίμενε. Το πρόβλημα θα ήταν οι άλλες δύο φυλές. Μετά την κήρυξη πολέμου εναντίον τους, όταν ο πατέρας του ζούσε ακόμη, το μίσος τους ήταν τόσο που σχεδόν διέλυσαν την συμμαχία. Τελευταία στιγμή ο σύμβουλος Άριμαν, κατάφερε να σώσει την κατάσταση και οι συμμαχίες στέκουν ακόμη. Μαζί με το μίσος των φυλών.

Η βαριά πόρτα άνοιξε και ο φρουρός ανήγγειλε την είσοδο της Αλιάνα και του Λαχάρ. Ο πρίγκιπας Κάιν σηκώθηκε και κατέβηκε γρήγορα την μικρή κλίμακα μπροστά από το θρόνο, φτάνοντας στο κατώτερο επίπεδο, ώστε να βρίσκονται όλοι στην ίδια ευθεία. Οι συνομιλίες διακόπηκαν και όλοι γύρισαν να κοιτάξουν τον πρίγκιπα και μελλοντικό τους βασιλιά περίεργοι. Τους παρατήρησε έναν προς έναν ξεχωριστά και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Όπως θα γνωρίζετε όλοι, οι αδύναμες πλέον συμμαχίες μεταξύ των φυλών έχουν προκαλέσει πολλά προβλήματα. Άλλο ένα ήρθε να μας δέσει τα χέρια. Είναι γνωστή σε όλους σας, ως οι πιο έμπιστοι του προηγούμενου βασιλιά σας, η κατάσταση με την τρέλα του και ποια ήταν η πραγματική της αιτία. Πριν από λίγο καιρό, εντοπίσαμε την αιτία αυτή και στέκεται σήμερα μπροστά σας. Αλιάνα, καλή μου, θα μας έκανες την τιμή;» είπε ο Κάιν και άπλωσε το χέρι του προς εμένα.

Τα μάτια όλων ήταν στραμμένα πάνω μου, μα δε το άφησα να με ενοχλήσει. Προχώρησα προς τον Κάιν και στάθηκα δίπλα του. Τον κοίταξα με την άκρη του ματιού μου, μα εκείνος δε γύρισε προς τα εμένα.

«Η Αλιάνα είναι η επόμενη πύλη των νεκρών» δήλωσε ο πρίγκιπας και η απόλυτη σιωπή απλώθηκε στο χώρο. Δέκα καρδιές σταμάτησαν να χτυπούν και η έκφρασή τους από έκπληκτη μετατράπηκε σε επιθετική. Ο Πρίγκιπας σήκωσε το ένα του χέρι ως το ύψος του ώμου του και συνέχισε «Μέχρι τώρα μπορούσε να ελέγξει την δύναμη που ζει μέσα της, την αρχαιότερη ψυχή του Κάτω Κόσμου. Μα πλέον η Κάλιντα, έχει αποκτήσει πολλή δύναμη και είναι πιο ισχυρή από την Αλιάνα. Μάλιστα η ώρα που η πύλη θα ανοίξει αφήνοντας χιλιάδες νεκρές ψυχές να περιφέρονται ανάμεσά μας, να σκοτώνουν και να καταλαμβάνουν τα σώματά μας, πλησιάζει».

Ρίγη διαπέρασαν το κορμί μου και ένιωσα να κρυώνω. Κοίταξα το έδαφος μη αντέχοντας να αντικρίσω τους παρευρισκόμενους.

«Βρέθηκε, όμως, τρόπος να αποφευχθεί αυτό και η πύλη να κλείσει αιώνια, σφραγίζοντας την αρχαία αυτή ψυχή στον Κάτω Κόσμο. Εκεί που ανήκει» συμπλήρωσε δείχνοντάς με. «Για αυτό λοιπόν, αποφάσισα να ξεκινήσω μια εκστρατεία με ελάχιστο στρατιωτικό δυναμικό, προς συμφιλίωση με τις φυλές και ζητώντας την βοήθειά τους για την τελετή της Μπλε Σελήνης. Δεν μπορούν να αρνηθούν. Το θέμα αφορά και εκείνους, ειδικά τις νεράιδες που απειλούνται με εξαφάνιση».

«Μα πρίγκιπά μου» αντέδρασε ο σύμβουλος Άριμαν, μα ο πρίγκιπας δεν τον άφησε να συνεχίσει άλλο.

«Άριμαν, όσο θα λείπω, θέλω να μείνεις ως προσωρινός άρχοντας του Βασιλείου μου και να με κρατάς ενήμερο, όλο αυτό το μήνα που θα απουσιάζω. Βασίζομαι σε σένα και σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Αυτό είναι κάτι που πρέπει εγώ να κάνω, ως μελλοντικός βασιλιάς, προσωπικά. Οι φυλές πρέπει να ενωθούν ξανά».

«Ντιν νταν... Οι καμπάνες ηχούν. Ο χρόνος περνά, μικρή μου Αλιάνα» γουργούρισε η Κάλιντα και έσφιξα τα δόντια μου, προσπαθώντας να απομονώσω την φωνή της.

«Ντιν νταν».


Ella Sarlot