Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 31)

Δε χρειάστηκε να της το πει και δεύτερη φορά το Φάντασμα για να φύγει από εκεί. Δεν ήταν τόσο ξεροκέφαλη και πεισματάρα ώστε να θέσει τον εαυτό της σε έναν επιπλέον κίνδυνο, να παλέψει σε μία επιπλέον μάχη, ενώ δεν είχε και την απαραίτητη ενέργεια.
Γνώριζε πότε έπρεπε να υποχωρήσει.
Σταμάτησε δίπλα από τη βιτρίνα ενός μαγαζιού με ρούχα για να ξαποστάσει και να ηρεμήσει την αναπνοή της που έβγαινε γρήγορη και απότομη από τα πνευμόνια της. Είχε σκουριάσει στο τρέξιμο και αυτό φανερωνόταν από το λαχάνιασμά της. Κάποτε έτρεχε ολόκληρα χιλιόμετρα χωρίς να χύνει ούτε στάλα ιδρώτα και τώρα κουραζόταν στα διακόσια μέτρα! Άρχισε να περπατάει με προορισμό το άγνωστο και προσπάθησε να αγνοήσει τα μάτια που είχαν καρφωθεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Δεν είχε σκοπό να προκαλέσει κανέναν σε καμία μάχη.

"Ακίνητη!", της φώναξε κάποιος και η κοπέλα θα ορκιζόταν πως άκουσε κάποιο πιστόλι να οπλίζει και μάντεψε πως η κάννη του στόχευε εκείνη. "Τα χέρια στον αέρα, δίπλα απ'το κεφάλι σου και γύρνα σιγά σιγά! Και μην επιχειρήσεις τίποτα αστείο, γιατί αλλιώς δε θα διστάσω να πυροβολήσω!"

Η Χλόη υπάκουσε και το πράσινο βλέμμα της διασταυρώθηκε με εκείνο της αρχιφύλακα Φέλτερ. Δίπλα της στεκόταν αγέρωχη η Αννίτα Κασακιάν και την κοιτούσε βλοσυρά.

"Πώς μπορώ να βοηθήσω;", ο σαρκασμός ήταν εμφανής στη φωνή της κοκκινομάλλας. Με την άκρη του ματιού της πρόσεξε πως την είχαν περικυκλώσει.

"Έχεις το θράσος και μας ειρωνεύεσαι;", δηλητήριο έσταζε από τη γλώσσα της ξανθιάς αρχιφύλακα, αλλά ένα νεύμα της Κασακιάν την έκανε να σωπάσει.

"Αφού είσαι τόσο πρόθυμη στο να μας εξυπηρετήσεις, πες μας, λοιπόν, πού βρίσκεται το Μαύρο Ρόδο"

"Πολύ κλισέ η ερώτησή σας", μουρμούρισε, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο. "Όπως έχω εξηγήσει, ήδη, σε όλους όσους μου κάνουν την ίδια ερώτηση", συνέχισε δυνατότερα, "είναι πως δεν έχω την παραμικρή ιδέα για την τοποθεσία του ξίφους"

"Δεν πειράζει", απάντησε η νεαρή μαφιόζος, "θα τη βρούμε μαζί"

Η Χλόη προσπάθησε να συγκρατήσει το γέλιο της, αλλά μάταιος κόπος. "Δεν υπάρχει περίπτωση να βοηθήσω τη μαφία να αποκτήσει το Μαύρο Ρόδο! Δεν τρελάθηκα ακόμα!"

"Δε νομίζω πως μπορείς να κάνεις αλλιώς στην κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι"

Στο πρόσωπο της κοκκινομάλλας ζωγραφίστηκε ένα μειδίαμα, καθώς είχε μαζέψει την απαιτούμενη ενέργεια για την επόμενή της κίνηση. "Μην παίρνεις κι όρκο", δήλωσε και η μορφή της εξαϋλώθηκε, αφήνοντας την Κασακιάν και τη Φέλτερ άναυδες.
Το γαλάζιο βλέμμα της Αννίτας σκοτείνιασε και συγκράτησε την οργισμένη κραυγή της. "Τι κάθεστε; Βρείτε την! Δε μπορεί να πήγε μακριά!", γάβγισε και οι άντρες της έτρεξαν προς κάθε κατεύθυνση για να βρουν τη Χλόη.
Η κοπέλα με τα πράσινα μάτια είχε χρησιμοποιήσει τη δύναμη των λέξεων για να ξεφύγει από τη μαφία και τώρα βρισκόταν ένα τετράγωνο πιο κάτω, μπροστά από έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Άνοιξε τη δερμάτινη θήκη που είχε κρεμασμένη στη ζώνη της, έβγαλε μερικά ψιλά και τα έριξε στην ειδική εσοχή για τα κέρματα. Πληκτρολόγησε τον αριθμό του κινητού του Άντονι Γκρέις και τοποθέτησε το ακουστικό στο αυτί της, ενώ με το βλέμμα της σκάναρε το χώρο για τυχόν απρόσκλητους επισκέπτες.
Απάντησε στον τέταρτο χτύπο.

"Επιθεωρητής Γκρέις", ακούστηκε η αγουροξυπνημένη του φωνή.

"Τόνι, η Χλόη είμαι, συγγνώμη που σε ξύπνησα"

"Δεν υπάρχει πρόβλημα", τον άκουσε να λέει και κατάλαβε πως είχε ξυπνήσει τελείως. "Για να παίρνεις εσύ τέτοια ώρα τηλέφωνο σημαίνει πως συνέβη κάτι σοβαρό. Λέγε"

"Πρώτα θέλω να πας να ελέγξεις τη Γαλήνη", δήλωσε ανήσυχη η Χλόη και τύλιξε στον δείκτη της το καλώδιο του τηλεφώνου.

Ο Γκρέις αναστέναξε και ακούστηκαν βήματα μέσα από το ακουστικό, όπως και μία πόρτα να ανοίγει.

"Κοιμάται"

"Η Κασακιάν δραπέτευσε από τη φυλακή", ξεφούρνισε με μία ανάσα η κοπέλα. Τουλάχιστον η μικρή της αδερφή ήταν ασφαλής.

"Ορίστε;", έκανε σαστισμένος ο επιθεωρητής.

"Και στο πλευρό της είναι και μία ξανθιά, όχι παραπάνω από εικοσί οκτώ, νομίζω αρχιφύλακας Φέλτερ είναι το όνομά της"

"Τι έκανε λέει;", ρώτησε οργισμένος και άρχισε να κατονομάζει ό,τι βρισιά ήξερε.

Η Χλόη δεν επανέλαβε την προηγούμενη πρότασή της και απλά του είπε στα γρήγορα τις πιθανές τοποθεσίες της μαφιόζου, λίγο πριν πέσει η γραμμή. Τοποθέτησε το ακουστικό πίσω στη θέση του και άρχισε να προχωράει κατά μήκος του σκοτεινού δρόμου. Δεν είχε κάποιον συγκεκριμένο προορισμό κατά νου, αρκεί να έβγαζε τη νύχτα χωρίς πολλούς μπελάδες και ζωντανή.
Για αρχή, έπρεπε να βρει ένα μέρος να ξεκουραστεί και να ανακτήσει τις δυνάμεις της, διότι κάτι της έλεγε πως θα τις χρειαζόταν.
Τα βήματά της την οδήγησαν στο πάρκο του Ποσειδώνα και βολεύτηκε σε ένα ξύλινο παγκάκι. Το πάρκο αυτό καθ'αυτό δεν είχε καλή φήμη, καθώς εκεί σύχναζαν ναρκομανείς, αλλά η Χλόη δε συνάντησε ψυχή. Μόνο μία σταχτιά γάτα είδε κι εκείνη από μακριά.
Έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω και χάζεψε τον καθαρό ουρανό και κατάφερε να διακρίνει τους δύο αστερισμούς τους οποίους γνώριζε. Την Ανδρομέδα και τον Κύκνο.
Τα υπόλοιπα αστέρια ήταν τοποθετημένα τυχαία για την ίδια, καθώς δε γνώριζε κανέναν άλλον αστερισμό.
Έκλεισε τα μάτια της και αφουγκράστηκε. Τα τζιτζίκια, τα οποία τραγουδούσαν ήταν ο μόνος ήχος που υπήρχε εκείνο το βράδυ, κάνοντάς το λιγότερο μοναχικό και λιγότερο τρομακτικό.
Στο σύνολο το πάρκο είχε επτά λάμπες, από τις οποίες οι τρεις λειτουργούσαν μόνο κανονικά και η τέταρτη τρεμόπαιζε.
Το ένστικτο της Χλόης άρχισε να την προειδοποιεί για τον κίνδυνο και αυτή τη φορά η κοπέλα δεν το αγνόησε. Σηκώθηκε από το κόκκινο παγκάκι στο οποίο καθόταν και επιθεώρησε τον χώρο με τη ματιά της. Δεν έπιασε καμία ύποπτη κίνηση, αλλά αποφάσισε να φύγει από εκεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Άνοιξε την καγκελόπορτα, η οποία έβγαλε ένα παραπονιάρικο τρίξιμο και έφυγε από το πάρκο.
Τάχυνε το βήμα της όταν ένιωσε, για δεύτερη φορά μέσα σε διάστημα μικρότερο της ώρας, κάποιον να την παρακολουθεί.
Πρόλαβε να εμφανίσει το σπαθί της πάνω στην ώρα και έκανε μία στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών για να απεκρούσει το χτύπημα. Οι λεπίδες των δύο σπαθιών ενώθηκαν και η Χλόη προσπάθησε να κρατήσει το έδαφός της, αλλά ο αντίπαλός της ήταν πιο δυνατός από την ίδια. Λίγο πριν υποκύψει, έκανε ένα άλμα προς τα πίσω.
Το πράσινο βλέμμα της διασταυρώθηκε με ένα γνώριμο σοκολατένιο.

"Άγγελε;", ψέλλισε, αντικρίζοντας το νεαρό. Η έκφρασή του ήταν ψυχρή και ουδεμία σχέση είχε με εκείνη τη ζεστασιά που συνήθως τον περιέβαλλε. Το παιχνιδιάρικο χαμόγελο, το οποίο ήταν μονίμως κολλημένο στο πρόσωπό του, δεν υπήρχε, όπως και η λάμψη στα καφέ του μάτια είχε χαθεί. Ήταν σαν να είχε μπροστά της έναν τελείως άγνωστο άτομο και όχι τον Άγγελο.
Ο νεαρός της επιτέθηκε τόσο γρήγορα που η κοκκινομάλλα παραλίγο να χάσει την ισορροπία της. Συνειδητοποίησε πως ζούσε ξανά την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους και αυτό δεν της άρεσε καθόλου.
Έπρεπε να φύγει από εκεί το συντομότερο δυνατό, πριν την κάνει κομματάκια το ξίφος του Άγγελου.

Αυτός δεν είναι ο Άγγελος, σκέφτηκε με μία νότα πικρίας. Ο Άγγελος ακόμα κι όταν με κυνηγούσε την πρώτη μέρα, έκανε ειρωνικά σχόλια και φαινόταν να το απολαμβάνει. Τούτος εδώ είναι σαν μηχανή!

Δεν είχε σκοπό να το γυρίσει στην επίθεση, κι έτσι αρκέστηκε στην άμυνα. Ξεκίνησε να τρέχει για να αποφύγει το νεαρό, αλλά εκείνος της έφραξε το δρόμο. Κοίταξε πίσω της και διαπίστωσε πως λευκές φλόγες είχαν σχηματίσει έναν κλοιό γύρω της. Αν ήθελε να τις σβήσει, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη δύναμη του Σμαραγδένιου Δράκου. Αντί αυτού προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη δύναμη των λέξεων, η οποία αντλούσε λιγότερη ενέργεια από το χρήστη, αλλά η δύναμη του Άγγελου την εμπόδιζε να το κάνει.

"Τι θες, Άγγελε ή όποιος είσαι, τέλος πάντων;"

"Μην παριστάνεις την ανήξερη, γνωρίζεις πολύ καλά τι θέλω!", της απάντησε.

"Για διαφώτισέ με λίγο. Βλέπεις, η μνήμη μου δεν είναι και τόσο καλή τώρα τελευταία"

Έπρεπε να μάθει τις προθέσεις του και ταυτόχρονα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τον Σμαραγδένιο Δράκο για να φύγει από εκεί, χωρίς να την αντιληφθεί ο νεαρός.

"Επειδή θέλω να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία, θέλω, όχι, απαιτώ να μου δώσεις το Μαύρο Ρόδο"

Η κοπέλα προτίμησε να παίξει το χαρτί της άγνοιας για εκατοστή φορά. "Δεν το έχω. Δεν ξέρω καν πού είναι"

"Πώς γίνεται να μη γνωρίζεις ότι είναι πάνω σου ένα τέτοιο αντικείμενο;", κάγχασε εκείνος. "Με τέτοια δύναμη θα το καταλάβαινε ο καθένας!"

Η κοπέλα εξεπλάγειν, αλλά προσπάθησε να κρατήσει την έκφραση του προσώπου της ουδέτερη. Από τη στιγμή που δεν είχε προλάβει να του πει τα νέα, πώς στο καλό αυτός γνώριζε για την τοποθεσία του Μαύρου Ρόδου;
Βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε και με ένα σύννεφο πράσινου καπνού για αντιπερισπασμό και αφού είχε καταφέρει σπάσει το ξόρκι που περιόριζε τη δύναμη των λέξεων, έφυγε από εκεί κακήν κακώς.
Πήδηξε στην επόμενη ταράτσα και προσγειώθηκε με τα πέλματα και στη συνέχεια το γύρισε σε κυλίσθηση. Πήρε φόρα και συνέχισε στην επόμενη πολυκατοικία, αλλά αντί για την ταράτσα, γαντζώθηκε από τα κάγκελα ενός μπαλκονιού του προηγούμενου ορόφου. Με ένα άλμα βρέθηκε στο παρακάτω μπαλκόνι της πολυκατοικίας από την οποία είχε πάρει φόρα και με ένα ακόμα στα κάγκελα του τρίτου ορόφου. Στο επόμενο λεπτό κρεμόταν από το μπαλκόνι του δευτέρου και ύστερα του πρώτου, ώσπου τελικά βρέθηκε στο έδαφος. Συνέχισε να τρέχει, κάθε τόσο αποφεύγοντας τις επιθέσεις του Άγγελου και παγίδες που είχε στήσει. Το ξίφος του έσκισε τον αέρα δίπλα από το αυτί της, κόβοντας και μία τούφα από τα μακριά κόκκινα μαλλιά της. Η κοπέλα σταμάτησε απότομα και ο Άγγελος βρέθηκε μπροστά της να της κλείνει το δρόμο. Χτύπησε το πόδι του στο έδαφος και ένας τοίχος υψώθηκε πίσω από τη Χλόη. Εκείνη έβρισε χαμηλόφωνα και έσφιξε τις γροθιές της. Η έκφρασή της σκλήρυνε, κατανοώντας πως δεν είχε άλλη επιλογή από το να χρησιμοποιήσει τον Σμαραγδένιο Δράκο. Μέσα της αναρωτήθηκε αν θα της έφτανε η ενέργεια ή αν θα έπεφτε κατάκοπη στη βρώμικη άσφαλτο.

"Αν ενεργοποιήσεις τη δύναμή μου στο μέγιστο, θα αντέξεις για είκοσι λεπτά το πολύ", δήλωσε το γιγαντιαίο ερπετό.

"Ας είναι", απάντησε η κοπέλα και άφησε τη γνώριμη πράσινη αύρα να την τυλίξει. "Θες να παίξουμε; Ας το κάνουμε, λοιπόν!"

Στο πρόσωπο του νεαρού σχηματίστηκε ένα μειδίαμα ικανοποίησης. "Επιτέλους φανέρωσες τον πραγματικό σου εαυτό!", σχολίασε και της επιτέθηκε σαν αστραπή.

Για τα επόμενη είκοσι λεπτά, το λευκό συγκρουόταν με το πράσινο, με τους δύο αντιπάλους να τα δίνουν όλα σε έναν θανατηφόρο χορό. Η Χλόη ένιωθε πως από στιγμή σε στιγμή θα σωριαζόταν στο έδαφος. Δεν είχε άλλη ενέργεια, ήταν απίστευτα κουρασμένη, με μελανιές και πληγές σε όλη την έκταση του κορμιού της. Η αρχηγός της καλύτερης ομάδας του Μαύρου Ρόδου, δεν υπήρχε πλέον. Σε μία προσπάθεια να αμυνθεί από το χτύπημα του Άγγελου, το ξίφος του χτύπησε το χέρι της, με αποτέλεσμα το σπαθί της να βρεθεί στον αέρα.

"Ρουά ματ", δήλωσε εκείνος και μετακίνησε την ασημένια λεπίδα του ξίφους του στο λαιμό της Χλόης. "Τώρα φέρε το Μαύρο Ρόδο"

"Δεν. Το. Έχω. Εγώ!"

Πλέον την είχε στριμώξει σε τοίχο και η κοπέλα δεν είχε καθόλου ενέργεια. Μετά βίας στεκόταν στα πόδια της.

"Θα γινόσουν καλή ηθοποιός. Κρίμα, όμως, που αυτά δεν πιάνουν σε μένα"

Τα δάχτυλά του έκλεισαν γύρω από το λαιμό της, φράζοντας σχεδόν την τραχεία της και σύντομα η Χλόη δεν πατούσε στο έδαφος.
Ενστικτωδώς τοποθέτησε τις παλάμες της πάνω στο χέρι του, αλλά δεν κατάφερε να κάνει τίποτα.

"Τό-τε θα σ'το πω αλλιώς: δεν υ-υπάρχει περίπτωση να σ'το δώ-σω!", ψέλλισε με δυσκολία και στα μάτια της υπήρχε μία φωτιά που έκαιγε. Το κράτημα του Άγγελου έσφιξε στο λαιμό της, έχοντας ως αποτέλεσμα να της κόβει την ανάσα.

Ξαφνικά, ο αριστερός πήχης του χεριού της κοπέλας έβγαλε μία απόκοσμη λάμψη και ο νεαρός με τα καστανά μάτια εκτοξεύθηκε στην άλλη άκρη του μικρού δρόμου. Η Χλόη έπεσε στην άσφαλτο, βήχοντας ανεξέλεγκτα και προσπαθώντας να ανακτήσει την αναπνοή της. Πλέον, το τατουάζ που στόλιζε το χέρι της δεν υπήρχε και αντί αυτού, η λάμψη που είχε εμφανιστεί πρωτύτερα, ήταν τώρα μπροστά της και άλλαζε μορφή.

"Βρε, βρε, βρε", αναφώνησε η λάμψη, η οποία είχε πάρει μία γυναικεία μορφή. "Για δες τι έχουμε εδώ"

Ήταν ψηλή και λιγνή, με λευκό δέρμα σαν το χιόνι και μαλλιά μαύρα, μακριά και ίσια. Είχε έντονα ζυγωματικά, μικρή μύτη, κόκκινα χείλη σαν ώριμα κεράσια και μαύρα αμυγδαλωτά μάτια. "Ο Άντζελο!"

Την καλλίγραμμη σιλουέτα της την τόνιζε στα σωστά μέρη ένα κολλητό μαύρο φόρεμα με τιράντες και της έφτανε μέχρι το γόνατο. Ένα σκίσιμο ξεκινούσε από το δεξί της γόνατο και έφτανε μέχρι το μηρό της, ενώ το μπούστο της το στόλιζε μαύρη δαντέλα.

"Επιτέλους, φανερώθηκες, Κριστίν!", κάγχασε ο Άγγελος.

Κριστίν; Αναρωτήθηκε η κοκκινομάλλα. Έτσι δεν έλεγαν την κοπέλα που ήταν η πρώτη κάτοχος του Μαύρου Ρόδου;

"Βλέπεις, βαρέθηκα δύο χρόνια στα παρασκήνια", απάντησε μειλίχια η κοπέλα και γύρισε να κοιτάξει τη Χλόη. "Γεια σου, μικρή. Ήσουν η τέλεια κρυψώνα για μένα"

Η τέλεια κρυψώνα; Το Μαύρο Ρόδο είναι άνθρωπος; Σκέφτηκε η κοπέλα.

"Εσύ είσαι το Μαύρο Ρόδο..."

Ένα γελάκι ξέφυγε από την Κριστίν. "Εμ, ποιος άλλος; Κι εκείνος ο νεαρός από εκεί είναι το Λευκό Ρόδο"

"Ορίστε;", έκανε σαστισμένη η κοκκινομάλλα και ξαφνικά όλα έβγαζαν νόημα.

"Δεν της το είπες, Άντζελο;"

Σιωπή.

"Θα το πάρω ως όχι"

Η Χλόη προσπάθησε να σηκωθεί στα πόδια της, στηριζόμενη στον τοίχο, με το βλέμμα της να μην ξεκολλάει από το νεαρό με τα καστανά μάτια. Και τότε πρόσεξε το ρούνο που είχε στο μπράτσο του και γούρλωσε τα μάτια της. "Δράκε, χρειάζομαι τη βοήθειά σου!"

"Δεν έχεις την ενέργεια να σφραγίσεις το Μαύρο Ρόδο"

"Δε θέλω να κάνω αυτό! Να απενεργοποιήσω το ρούνο από τον Άγγελο θέλω!", δήλωσε εκείνη.

"Λες ψέματα!"

"Γιατί να πω ψέματα;", απόρησε η μαυρομάλλα. "Δε με ωφελεί πουθενά"

Χρησιμοποιώντας την τελευταία σταγόνα της ενέργειάς της, η Χλόη αφαίρεσε το ρούνο από τον Άγγελο. Τα γόνατά της λύγισαν και χτύπησαν στην άσφαλτο.


Ξανθίππη Γιωτοπούλου