ANGELS: The Academy (Κεφάλαιο 9)

Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Είχα προκαλέσει το χειρότερο πράγμα. Είχα δώσει ένα σίγουρο τέλος στην Ακαδημία, αλλά και γενικότερα σε όλο τον κόσμο των αγγέλων. Όλοι θα με μισούσαν για αυτό. Θα γινόμουν η κοπέλα που άθελά της κατέστρεψε τους πάντες. Η κοπέλα που από τότε που πάτησε το πόδι της εδώ δεν έφερε τίποτα άλλο εκτός από την καταστροφή. Όλοι θα πίστευαν ότι όλο αυτό ήταν δικό μου σχέδιο. Έπρεπε να σκεφτώ και να δράσω άμεσα, διότι αν καθυστερούσα ή αν δεν έκανα κάτι είχαμε όλοι χαθεί.
Πού να είχε πάει τώρα; Πως σκέφτεται να δράσει από εδώ και πέρα; Αυτές οι δύο ήταν οι βασικές ερωτήσεις που είχαν γεμίσει το μυαλό μου και δεν το άφηναν να ησυχάσει. Φοβόμουν γιατί δεν ήξερα πώς κάποιος μπορεί να αντιμετωπίσει τον Εωσφόρο μόνος του. Βέβαια και με την βοήθεια κάποιου, αμφιβάλλω αν κατάφερνα ποτέ να τον εξουδετερώσω για τα καλά ή τουλάχιστον να τον στείλω πάλι πίσω στην κόλαση.
Έτρεξα γρήγορα στο δωμάτιό μου και συγκεκριμένα έψαξα για το πώς ο θεός κατάφερε να διώξει τον Εωσφόρο από τον παράδεισο στην κόλαση. Για κακή μου τύχη όμως δεν βρήκα τίποτα. Ήταν σαν να είχαν εξαφανίσει όλα τα βιβλία που έλεγαν για αυτό. Γιατί και κάποια βιβλία που στα περιεχόμενα έβλεπες κάτι σχετικό με αυτό που έψαχνα, μόλις πήγαινες στην σελίδα που έλεγαν τα περιεχόμενα έβλεπες τις σελίδες σχισμένες ή ακόμα ακόμα και κατεστραμμένες ή μουτζουρωμένες. Κάτι έπρεπε να υπάρχει. Δεν γίνεται να μην μπορώ να βρω τίποτα.

Κάποια στιγμή τα μάτια μου άρχισαν να δακρύζουν και αποφάσισα να συνεχίσω μετά να ψάχνω. Μόλις όμως κοίταξα έξω από το μεγάλο παράθυρο του δωματίου μου συνειδητοποίησα ότι έξω είχε νυχτώσει και τότε κατάλαβα ότι δεν είχα πάει σε κανένα μάθημα σήμερα. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν και άρχισα να φοβάμαι. Αν είχαν καταλάβει ότι έλειπα από το μάθημα τότε δεν νομίζω να είχα καλά ξεμπερδέματα και σιγά μην με πίστευε κάνεις αν του έλεγα τον πραγματικό λόγο που έλειπα. Οπότε έπρεπε να σκεφτώ και μια καλή δικαιολογία.

"Λίλεν, Λίλεν...", άρχισε να φωνάζει με μανία και φόβο η Νίνεμ μόλις μπήκε στο δωμάτιο και με είδε. Μόλις έφτασε αρκετά κοντά μου, με έσφιξε στην αγκαλιά της.

"Ήρεμα, Νίνεμ. Ήρεμα...", της είπα και έκανα πιο πίσω, ώστε να με αφήσει από την αγκαλιά της.

"Καλά, δεν έκανα τίποτα. Μην είσαι τόσο απόμακρη, απλώς ανησύχησα που δεν ήρθες στο μάθημα σήμερα", είπε και από τη φωνή της φάνηκε θυμωμένη αλλά και στεναχωρημένη.

"Συγγνώμη, απλώς και εγώ δεν είμαι καλά σήμερα και ξέσπασα σε σένα", είπα και προσπάθησα να δείξω ότι έκανα λάθος. Δεν την συμπαθούσα πολύ την Νίνεμ, αλλά δεν ήθελα να σταματήσει να μου μιλάει, γιατί μόνο με αυτή είχα σχέσεις σε όλο το σχολείο.

"Τέλος πάντων Λίλεν", είπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια χαμογελώντας μου. "Ήρθε ένας καινούριος μαθητής στο σχολείο. Τον λένε Αλέξιους Τίβς και τυχαίνει να είναι στον δικό μας οίκο."

"Α, ναί;", απάντησα κάπως αδιάφορα.

"Ναι, σου λέω. Όπου να ναι θα έρθει στο δωμάτιο. Πήγε πρώτα να υπογράψει κάποια χαρτιά για την μετεγγραφή που πήρε από την Ακαδημία Ρόμπερτ Άνφιους" και μόλις τελείωσε την κουβέντα της, η πόρτα του δωματίου άνοιξε και μέσα μπήκε ο Αλέξιους. Ήταν ένα ψηλό αγόρι με κατάξανθα μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Καθώς έμπαινε στο δωμάτιο και περπατούσε προς έναν καναπέ για να κάτσει, οι ματιές μας διασταυρώθηκαν και τότε, τότε ένιωσα μια σπίθα στην καρδιά μου. Πρώτη φορά ένιωθα έτσι και δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί ή μάλλον μπορούσα. Τον είχα ερωτευθεί. Αυτός με κοίταξε για πολύ λίγο και μετά κάθισε στον καναπέ κρατώντας στο χέρι ένα βιβλίο και χάθηκε στην ανάγνωση, Χωρίς να δίνει σημασία σε τίποτα που κινούταν γύρω του.


Γιάννης Θεοδωρόπουλος