Crown of Blood (Κεφάλαιο 16)

Σε ένα από τα πολλά δωμάτια του παλατιού, πάνω σ’ ένα στρώμα γεμάτο πούπουλα, τοποθετημένο σε ένα χρυσό σκελετό κρεβατιού, βρίσκεται ξαπλωμένη η Έλενα, έχοντας ακόμα τα μάτια της κλειστά και τα χείλη της ελαφρώς χαμογελαστά. Ο ήλιος δεν είχε πολλή ώρα που ανέτειλε και οι επιστάτες, οι φρουροί, οι υπηρέτριες και οι μάγειρες ήταν ήδη στα πόστα τους, για να έχουν τα πάντα έτοιμα πριν ξυπνήσει ο βασιλιάς και η κρατούμενή του.

Μια μαυροφορεμένη ηλικιωμένη γυναίκα μπαίνει στο δωμάτιο της Έλενας και, αφού ανοίγει τις ολόλευκες κουρτίνες, κατευθύνεται στο πλευρό της για να την ξυπνήσει. 
 
«Ξύπνα, καλή μου, το πρωινό είναι έτοιμο και ο άρχοντας σας περιμένει στην τραπεζαρία να φάτε μαζί» λέει χαμογελώντας και ταυτόχρονα την ακουμπά ελαφρά για να ξυπνήσει. 
 
«Σε πέντε λεπτά θα είμαι κάτω» λέει με δυσκολία η Έλενα καθώς προσπαθεί να ξυπνήσει. 
 
Μετά από περίπου πέντε λεπτά, καταφέρνει να ανοίξει τα μάτια της και να σηκωθεί για να αρχίσει να ντύνεται. Ανοίγει την ντουλάπα της για να διαλέξει ένα φόρεμα, αλλά, πριν προλάβει να πάρει κάποιο, η πόρτα του δωματίου χτυπάει και ένας άντρας με ένα κουτί μπαίνει μέσα.
«Ο βασιλιάς με έστειλε να σας δώσω αυτό το φόρεμα και το κόσμημα για τον λαιμό σας! Επίσης, μου είπε, αν έχετε την καλοσύνη, να τα φορέσετε πριν πάτε στην τραπεζαρία» λέει ο άντρας αφήνοντας το κουτί πάνω στο κρεβάτι και αποχωρώντας.
Πρώτη φορά στη ζωή της Έλενας κάποιος της έκανε δώρο και μάλιστα ένα τόσο ακριβό δώρο. Μέσα στο κουτί υπάρχει ένα γράμμα. Η Έλενα το ανοίγει και διαβάζει:
«Sag in was schneide ich deinen Namen?
In den Himmel?
Der ist zu hoch In die Wolken?
Die sind zu flüchtig In den Baum
der gefällt und verbrannt wird?
Ins Wasser das alles fortschwemmt?
In die Erde die man zertritt
und in der nur die Toten liegen?
Sag in was schneide ich deinen Namen?
In mich und in mich und immer tiefer in mich.
Αν θες να μάθεις τι σημαίνει αυτό που έχω γράψει, θα σε περιμένω στον κήπο. Δε θα είμαι τελικά στο πρωινό σήμερα. Θα σε περιμένω.
Με εκτίμηση, Αλφ».
«Γιατί μου το κάνει αυτό; Τι θέλει από εμένα;» σκέφτεται η Έλενα, καθώς φοράει το λευκό φόρεμα και το χρυσό με μικρά διαμάντια κολιέ που της έστειλε ο Αλφ. Έξω έχει πολύ καλή μέρα. Στην αρχή δε θέλει να πάει στον κήπο, αλλά σκέφτεται ότι το να μείνει μέσα τελικά είναι χειρότερο από αυτό που τη θέλει ο Αλφ. Έτσι, κατεβαίνει στην τραπεζαρία, τρώει όσο πιο αργά μπορεί το πρωινό της και, όταν τελειώνει, κατευθύνεται προς τον κήπο όπου την περιμένει ο Αλφ.
«Ήρθες τελικά» λέει ο Αλφ χαμογελώντας, καθώς η Έλενα πηγαίνει προς αυτόν φορώντας τα ρούχα που της διάλεξε.
«Μοιάζεις με θεά του παραδείσου με αυτά τα ρούχα» της λέει, αφού δεν παίρνει καμία απάντηση.
«Ευχαριστώ!» λέει ντροπαλά η Έλενα. «Θα μου πεις τι σημαίνει αυτό που μου έγραψες το πρωί;» ρωτάει καθώς κάθεται στο λευκό, μαρμάρινο παγκάκι δίπλα στον Αλφ.
«Αφού βιάζεσαι τόσο πολύ… Θα σου πω». Την κοιτάζει στα μάτια και απαγγέλει τη μετάφραση του ποιήματος που της έγραψε:
«Πες πού να χαράξω τʼ όνομά σου;
Στον ουρανό;
Είναι τόσο ψηλά
Στα σύννεφα;
Είναι τόσο φευγαλέα
Στο δέντρο, που κόβεται και καίγεται;
Στο νερό, που παρασύρει τα πάντα;
Στο χώμα, που ποδοπατείται και μέσα του βρίσκονται μόνο οι νεκροί;
Πες πού να χαράξω, τʼ όνομά σου;
Μέσα μου και μέσα μου κι ακόμα πιο βαθιά μέσα μου».
«Κ-αι… α-υτό γ-ιατί το έστειλες σ’ εμένα;» ρωτάει τραυλίζοντας η Έλενα.
«Γιατί μακριά σου δεν μπορώ. Δεν έχω λόγο ύπαρξης αν δε σε δω. Η μέρα μου γίνεται βαθύ σκοτάδι χωρίς την παρουσία σου και η νύχτα μου μεγάλη και ατέλειωτη» λέει και σηκώνεται. Δε την αφήνει να απαντήσει. Γονατίζει και από την τσέπη του βγάζει ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι.
«Θα γίνεις η γυναίκα μου; Θέλω να περάσω όλη την αιωνιότητα μαζί σου και να δημιουργήσω μια οικογένεια που θα είναι ο καρπός του έρωτά μας».
«Συγγνώμη, μου ζητάς να γίνω γυναίκα σου;» ρωτάει έκπληκτη.
«Ναι. Δέχεσαι;» ρωτάει και περιμένει την απάντησή της.
«Δε νιώθω κάτι για εσένα. Όχι, δε θέλω να γίνω η γυναίκα σου ή μήπως να γίνω;» σκέφτεται η Έλενα.
«Ναι, θέλω. Σε έχω ερωτευθεί από τότε που σε είδα!» του λέει με στοργή στη φωνή της και απλώνει το χέρι της, για να της βάλει το δαχτυλίδι ο Αλφ. Μόλις το δαχτυλίδι μπαίνει στο δάχτυλό της, ο βασιλιάς την τραβάει πάνω του και της δίνει ένα τρυφερό φιλί, γεμάτο αγάπη, στο στόμα.

Γιάννης Θεοδωρόπουλος