Να κοίτα μπροστά να κοιτά πίσω από το μπροστά. Τη ρώτησα:
"Αν συναντήσεις το Θεό, τι θα τον ρωτήσεις;"
Κάθησε ακίνητη.
Κάθεται ακίνητη.
Θα κάθεται ακίνητη.
Θα κάθεται ακίνητη.
Είδα μία βρεγμένη κούκλα, ντυμένη με ένα κόκκινο πανωφόρι.
Να κολυμπά στην άμμο, πάνω απο τη γη, μέσα της.
Τη ρώτησα:
"Αν συναντήσεις το Θεό, τι θα τον ρωτήσεις;"
Κολύμπησε.
Κολυμπάει.
Θα κολυμπάει.
Θα κολυμπάει.
Είδα μία κούκλα να γελά, κοιτώντας τη φωτιά.
Τη ρώτησα:
"Αν συναντήσεις το Θεό, τι θα τον ρωτήσεις;"
Γέλασε.
Γελά.
Θα γελά.
Θα γελά.
Είδα πολλές κούκλες χωρίς κουκλόσπιτα, στο δρόμο να περπατάνε γυμνές.
Να φεύγουν από το σπίτι, δίχως σπίτι να έχουν.
Τις ρώτησα:
"Αν συναντήσετε το Θεό, τι θα τον ρωτήσετε;"
Περπάτησαν.
Περπατάνε.
Θα περπατούν.
Θα περπατούν.
Είδα τον κουκλοποιό να φτιάχνει κούκλες, με σάρκα από νεκρά παιδιά.
Με ρούχα πλεγμένα από σκισμένα όνειρα.
Με παπουτσάκια δεμένα χειροπόδαρα.
Με μάτια από δάκρυα φτιαγμένα.
Τον ρώτησα:
"Αν συναντήσεις το Θεό, τι θα τον ρωτήσεις;"
Έφτιαξε κι άλλες κούκλες.
Φτιάχνει κι άλλες κούκλες.
Θα φτιάξει κι άλλες κούκλες.
Θα φτιάξει κι άλλες κούκλες.
Είδα και το θεό να κοιτά να σωπαίνει να γελά να περπατά να φτιάχνει κούκλες.
Ρώτησα:
"Αν συναντήσεις τις κούκλες, τι θα τις ρωτήσεις;"
Και ο θεός, έπαψε να υπάρχει.
Μιχάλης Θεοδωράκης