Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 14 - Οίστρος ακολασίας)

«Ορίστε, Ιωάννη, το εκζεστόν με την όρνιθα που σου αρέσει, φάε. Εγώ θα καταπιώ λίγο ζωμό της μόνο, αν μπορέσω…»
Τα λιγνά έως κοκαλιάρικα χέρια της Μαρίας Σκλήραινας απίθωσαν μπροστά στον άντρα της στο τραπέζι το βαθύ σκουτέλι με την παχιά κοτόσουπα, που είχε μαγειρέψει η δούλα της στο κακάβι, μιας και η ίδια δεν είχε πια τη δύναμη, και τυλίχτηκε πιο πολύ στο μαφόρι της, παρ’ ο τι ο πύραυνος στη μέση του δωματίου έκαιγε ικανώς, παραγεμισμένος με κάρβουνα.
Ήταν κιόλας αρχή της άνοιξης του 969, ημερολογιακά, αλλά το κρύο ακόμα δεν είχε εγκαταλείψει στο ελάχιστο τα μέρη της Καππαδοκίας.
«Πώς σου φαίνεται;» τον ρώτησε με φωνή ασθενική, ωσάν δειλά, αφού κάθισε απέναντί του, υποχρεωτικά γιατί ένιωσε να ζαλίζεται, βλέποντάς τον να βυθίζει το κοχλιάριο στο σκεύος και να το φέρνει στο στόμα του, κάτω απ’ το πυρρόξανθο μουστάκι και μεταξύ των γενιών που φούντωναν υπέρμετρα στα μάγουλα.
«Καλή είναι» αποκρίθηκε ξερά ο Ιωάννης, και συνέχισε να ρουφάει αργά, σχεδόν ανόρεχτα, με μια έκφραση σκαιή στο άσπρο μούτρο του.
«Τι έχεις, σύζυγε, τόσον καιρό; Γιατί δε στέργεις να σου κάνω μισή ομιλία;» τον ρώτησε ξανά η Μαρία, και το χλομό της αποστεωμένο πρόσωπο έδειξε ακόμα πιο πελιδνό στο φως του κεριού.
«Τι θες να έχω;» μούγκρισε υπόκωφα ο Ιωάννης. «Αυτό που μου ’κανε ο καταραμένος ο θείος μου ήταν αρκετό! Αντί να βρίσκομαι στη θέση του δομέστικου της Ανατολής, κάθομαι εδώ και σαπίζω! Ο άθλιος… Πώς τόλμησε;» πρόσθεσε, μισογυρίζοντας τα νώτα στη Μαρία, και έσφιξε τη γροθιά του δυνατά, φουσκώνοντας τις φλέβες της και μπήγοντας τα νύχια του στο κρέας στο εσωτερικό της.
«Ιωάννη, μην τον βρίζεις… Ήταν άδικη η πράξη του, ναι, αλλά απ’ την άλλη εγώ τι σου φταίω; Όσο κι αν σ’ αδίκησε εκείνος, εγώ είμαι η γυναίκα σου και σε νοιάζομαι, είμαι πλάι σου…»
«Είσαι η γυναίκα μου…» κάγχασε σιγανά ο Ιωάννης, στρεφόμενος προς τα κείνης. «Ποια γυναίκα μου, τι είδους; Γυναίκα στείρα κι άρρωστη τι να την κάνω; Σχεδόν έντεκα χρόνια τώρα, και παιδιά δε μου ’κανες, που να μη δεχόμουν ποτέ το συνοικέσιο των αδελφών σου! Αλλά τι φταίνε αυτοί, δεν ξέρανε πως είσαι άκαρπη… Και τώρα κι αυτή η αρρώστια σου, που σε αποτελειώνει σιγά - σιγά και σε κάνει λείψανο, και σε αχρηστεύει περισσότερο…»
«Μη μου μιλάς έτσι, Ιωάννη, σε παρακαλώ… Μη με πικραίνεις» ψέλλισε η Μαρία, και χαμήλωσε το κάποτε όμορφο και φεγγερό της πρόσωπο, βουρκωμένη. «Μήπως φταίω εγώ και για την αρρώστια μου; Ο Θεός μου την έστειλε, για να με δοκιμάσει… Μα μπορεί να κάνει ακόμη το θαύμα Του, να υπάρχει ελπίδα και να γιατρευτώ…»
Είπε, χωρίς να το πιστεύει, προσπαθώντας να δώσει κουράγιο στον εαυτό της, για να αντέξει. Το ήξερε κατά βάθος πως η ζωή της λίγαινε, και πως δεν υπήρχε περίπτωση να διαφύγει τον θάνατο. Διότι η γλυκιά και ευσεβής Μαρία Σκλήραινα, η άτυχη πρώτη σύζυγος του Ιωάννη του Τσιμισκή, είχε την επάρατο, φυτεμένη κιόλας – τι ειρωνεία! – μες τη μήτρα της…
«Δε μπορείς να γιατρευτείς, ανόητη! Του θανατά είσαι!» φώναξε χλευαστικά ο σύζυγός της. «Και εύχομαι να υπάγεις γρήγορα στον τάφο, να απαλλάξεις τη γη από το βάρος σου, να απαλλαγώ κι εγώ από την παρουσία σου που τίποτα πια δε μου προσφέρει, ούτε και θα με ωφελούσε πουθενά εάν τυχόν ζούσες, μονάχα να ξοδεύω χρήματα στους ιατρούς για να σου λένε πότε θα πεθάνεις!»
Πάγωσε η Μαρία στα σκληρά του λόγια, συσπάστηκε η μορφή της και το καρύδι του λαιμού της δονήθηκε από ένα επιφώνημα λυγμικό, που δε βγήκε ποτέ καθαρό από τα χείλη της. Το σκουλήκι που έτρωγε τη σάρκα της αναδεύτηκε, οι πόνοι της ασθένειάς της ξαφνικά την κατέλαβαν ισχυροί, και μ’ ένα τρέμουλο ασυγκράτητο σηκώθηκε, και τρέκλισε προς την κάμαρά της. Σκόνταψε στα μισά και έπεσε, και η δούλα ήρθε πάραυτα κοντά της ανήσυχη και την έστησε στα πόδια της.
«Καλά είμαι» προσποιήθηκε, με την πνοή κομμένη, και τα μάτια της τα κομμένα έριξαν για πρώτη φορά βλέμμα συγκρατημένου μίσους και οργής στον Ιωάννη.
«Να σε κρίνει ο Θεός για αυτά που μου ’πες απόψε… Εγώ δεν έχω μήτε τη δύναμη, μήτε και τη θέληση» ξεστόμισε, και πλήρως εξαντλημένη σύρθηκε με την υπηρέτρια να την υποβαστάζει ως την κλίνη της, και έπεσε εκεί, χωρίς να καταφέρει στο εξής να εγερθεί ούτε λεπτό ξανά…


Απότοκο της κακόβουλης πονηριάς του έτερου θείου του του Λέοντα Φωκά ήταν η καθαίρεση του Ιωάννη και τα συναισθήματά του τα τωρινά απέναντι στον Νικηφόρο. Ο χάνος της Βουλγαρίας Πέτρος είχε πεθάνει στις 30 Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς, έχοντας υποστεί κρίση επιληψίας από τον καημό του τον τεράστιο για την καταστροφή που υπέστη η χώρα του από τον Σβιατοσλάβ, και ο Νικηφόρος Φωκάς επέτρεψε στον πρωτότοκο γιο του εκλιπόντος, τον πρίγκιπα Βόρι, ο οποίος είχε προσφερθεί μόνος του ως τιμητικός όμηρος μετά την πρώτη επίθεση των Ρώσων, να φύγει στη χώρα του και να καθίσει στον δικαιωματικό θρόνο του. Ωστόσο, ο νεαρός Καλοκύρης, έχοντας παρακινήσει και τον Ρώσο ηγεμόνα με περισσά χρήματα, κατάστρωνε πραξικόπημα εναντίον του αυτοκράτορα και δεσπότη του, τάζοντας του Σβιατοσλάβ να τον βοηθήσει να καταλάβει όχι μόνο τη Βουλγαρία, αλλά και το ίδιο το Βυζάντιο, και έτσι να τον βοηθήσει να σφετεριστεί τον θρόνο. Μόλις μαθεύτηκε λοιπόν αυτό, ο Λέων που ήδη είχε παραστρατήσει αρκετά δεν έχασε ευκαιρία και βάλθηκε να συκοφαντεί τον Ιωάννη στον αδελφό του:
«Ορίστε! Βλέπεις τι σχεδιάζουν πίσω από την πλάτη σου, αδελφέ και βασιλιά μου, οι εχθροί σου; Και αυτός ο ανιψιός μας, τι θαρρείς, που σου έλεγε τότε ότι εσένα ήθελε ο στρατός για αυτοκράτορα και απέρριψε την πρόταση του Βρίγγα; Αμ, δεν τον ξέρεις καλά! Φίδι κολοβό είναι ο Ιωάννης, και πάω στοίχημα το κεφάλι μου το ίδιο, Νικηφόρε, πως συνωμότησε κι αυτός μακρόθεν με τον άθλιο Καλοκύρη για να σε ανατρέψουν!»
Έλεγε, έλεγε, και με το λέγε – λέγε δυστυχώς τον πίστεψε ο Νικηφόρος, και μια και δυο, καθαίρεσε τον Ιωάννη από τη θέση και το αξίωμά του, και τον απέπεμψε στα πατρογονικά οικήματα και κτήματα, να ζει εκεί υπό περιορισμό, και έβαλε να τον παρακολουθούν στενά, μην τύχει και αποπειραθεί να εγγίσει την Κωνσταντινούπολη. Παρά λίγο να τον κλείσει και στη φυλακή, όμως επενέβησαν οι σύμβουλοί του και τον απέτρεψαν τελευταία στιγμή από μια τέτοια άκρως ταπεινωτική ενέργεια, που θα επέσυρε αυτόματα τη λαϊκή οργή προς τον Νικηφόρο και θα έκανε τον θρόνο του να σειστεί συθέμελα.
«Θα του δείξω εγώ» μονολογούσε έξαλλος ο Ιωάννης. «Θα τον καταστρέψω… Και θα του αποδείξω ότι οι τερατώδεις κι ανυπόστατες δικαιολογίες με τις οποίες με ξήλωσε μπορούν να γίνουν πραγματικότητα! Έννοια του, κι από τα χέρια μου θα το βρει ο προδότης…»
Στο μεταξύ, έμεινε χήρος, μιας και έσβησε η Μαρία αρχές του Απρίλη, στα τριάντα ένα της, μετά από ραγδαία επιδείνωση της από καιρό χαμένης της υγείας. Στο ψυχομάχημά της, κάλεσε δίπλα της τη μικρή ανιψιά και των δυο τους τη Θεοφανώ, του αδελφού της του Κωνσταντίνου τη μοναχοκόρη και της ξαδέλφης του Ιωάννη της Σοφίας, εννιάχρονο κοράσι πια, αυτήν που είχε ρίξει λάδι στο κεφάλι της η αυτοκράτειρα και της έδωσε το όνομά της. Ήρθε το κοριτσάκι, με τη λύπη ζωγραφισμένη στο προσωπάκι του, γονάτισε πλάι στο κρεβάτι της αγωνίας της θείας της και άπλωσε το χεράκι της στα βρόμικα και ιδρωμένα από την αγωνία καστανοκόκκινα μαλλιά της, που χύνονταν άτακτα στο προσκεφάλι.
«Θεία μου… Θεία Μαρία…»
«Θεοφανώ μου… Ανιψούλα μου…» άρθρωσε με κόπο η ετοιμοθάνατη γυναίκα, και άπλωσε το σκελετωμένο χέρι της στην τρυφερή παρειά της παιδούλας. «Πόσο ηρεμεί η ψυχή μου, να σ’ έχω κοντά μου τώρα που φεύγω!»
«Μη φύγεις, θεία» κλαψούρισε έντονα η μικρή Θεοφανώ. «Μη φύγεις! Σ’ αγαπώ πολύ, δε θέλω να πεθάνεις…»
«Ο τι γράφτηκε για μένα, γράφτηκε, κόρη μου… Αυτές ήταν οι βουλές του Θεού» ψιθύρισε η Μαρία, και χάιδεψε λιγάκι μες στις χούφτες της, αδύναμα, το δεξί χεράκι της μικρής. «Μα εσέ, εσέ που σ’ έχω σαν παιδί μου, Θεοφανώ, που είσαι για με το τέκνο μου που δεν ευτύχησα εγώ να κυοφορήσω και να κρατήσω στην αγκάλη μου, θέλω να σε δω ευτυχισμένη από κει ψηλά που θα ’μαι! Ευχή και κατάρα δίνω λοιπόν στη νονά σου την αυγούστα να σε προικίσει και να σε καλοπαντρέψει, αν, κούφια η ώρα που τ’ ακούει, μοιραστούν ποτέ την ίδια μαύρη τύχη με τη δική μου ο πατέρας σου ή η μάνα σου… Ω, πονώ, πονώ η δόλια, πως πονώ!»
«Θεία μου!» σπάραξε το κοριτσάκι, γέρνοντας στον κόρφο της Μαρίας, κι εκείνη της φίλησε τα μαύρα της μαλλάκια στην κορφή, ενώ από τα μάτια της έσταζαν αργά δυο ρυάκια δάκρυα. Κι ύστερα έπεσε σε βύθος, ώσπου έτσι παρέδωσε το πνεύμα της, και ησύχασε το ταλαιπωρημένο της κορμί απ’ τη φρικτή, μακρόσυρτη οδύνη της ανίατης ασθένειας…
Δε θρήνησε ο Ιωάννης, κι ας είχαν πλαντάξει στο κλάμα η εξαδέλφη κι ο κουνιάδος του κι η ανιψιά του και πενθούσαν θερμά όλοι οι οικείοι τους, που λάτρευαν τη Μαρία· δεν του στοίχιζε καθόλου η απώλεια μιας γυναίκας στείρας, όπως τόσο ωμά και άσπλαχνα της είχε δηλώσει, τη στιγμή μάλιστα που τέτοιο φιλόδοξο και παρακινδυνευμένο σχέδιο γεννιόταν μες τον νου του, να εκδικηθεί τον θείο του τον Νικηφόρο για την ατίμωση που τον έκανε να υποστεί. Στα σαράντα τέσσερα χρόνια του, ήταν και παρέμενε άνδρας άλκιμος και ποθητός με τον δικό του ιδιαίτερο και μυστήριο τρόπο, αφού σε ανάστημα υπολειπόταν, κόλαζαν όμως το δέμας του το στρατιωτικό και τα προσόντα του κι η γλώσσα του ακόμα και θηλυκό γατί στις πολίχνες της Καππαδοκίας, όπου τριγυρνούσε για πιόματα και κυβείες, κι οι μπερμπαντιές του κι οι απιστίες του προς τη μακαρίτισσα δεν είχαν τελειωμό, όχι φυσικά πως τις λογάριαζε ως τέτοιες. Αυτά τα όπλα του γυναικά που κάτεχε άριστα θα χρησιμοποιούσε εν πρώτοις για να πετύχει τον σκοπό τούτο τον ζοφερό που έθεσε ο Τσιμισκής, κι είχε ήδη σκεφτεί το βέλος που θα έβαζε στο τόξο του, ώστε να φτάσει με σιγουριά πολλή το τελικό θήραμά του…


Όπως είπαμε, μετά τον θάνατο του χάνου Πέτρου, ο Νικηφόρος ώθησε τον υιό του τον Βόρι να μεταβεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στη Βουλγαρία και να καθίσει στον θρόνο του πατέρα του. Μόλις λοιπόν έγινε ο Βόρις τσάρος, για να ενισχύσει τους δεσμούς ανάμεσα στην αυτοκρατορία και την ομόθρησκη βουλγαρική ηγεμονία, ο Νικηφόρος τού πρότεινε κηδεστία, στέλνοντας πρεσβεία με τον πατρίκιο Νικηφόρο Ερωτικό και τον επίσκοπο Ευχαΐτων Φιλόθεο. Συμφώνησε ευχαρίστως ο Βόρις, και διέταξε να ετοιμάσουν δύο μικρές του κόρες και να τις φέρουν στο Βυζάντιο, ώστε να αρραβωνιαστούν και να παντρευτούν αργότερα με τους μικρούς βασιλείς, τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο, και ζήτησε με τη σειρά του συμμαχία και βοήθεια από τον Νικηφόρο εναντίον των Ρως. Έφτασαν τα κορίτσια στη Βασιλεύουσα πάνω σε άμαξες φορτωμένες δώρα από τον λαό τους, και τα δέχτηκε στα δώματά της η Θεοφανώ, όχι με πολύ ενθουσιασμό είναι η αλήθεια. «Γλύτωσα την κόρη μου από τους βάρβαρους Γερμανούς, τώρα θα δώσουνε στα αγόρια μου Μυσές;» συλλογίστηκε αρχικά. Βλέποντας ωστόσο τις πριγκιποπούλες από κοντά, πήρε η γνώμη της να αλλάζει. Ήτανε άκρως συμπαθητικά παιδιά εξ όψεως, η μία καστανή με σκούρα μάτια, ως δώδεκα χρόνων το πολύ, και η άλλη ξανθούλα και ροδομάγουλη, όχι πάνω από τα δέκα, κι η καρδιά της νεαρής βασιλομήτορος ένιωσε έναν οίκτο, καθώς τις είδε να στέκουν σοβαρές και αμίλητες, μην τολμώντας στιγμή να την ατενίσουνε κατάματα.
«Πώς τις λένε;» είχε ενδιαφερθεί να μάθει, ρωτώντας ανθρώπους που ήταν μαζί με τους πρεσβευτές του Νικηφόρου προς τον Βόρι.
«Βελίκα τη μεγάλη, Ράικα τη μικρή[1], δέσποινά μου. Αυθεντικά βουλγαρικά ονόματα γυναικεία…»
«Βελίκα, Ράικα…» αντήχησε μουρμουριστά η Θεοφανώ, για να συνηθίσει τα περίεργα, πρωτάκουστα ονόματα των κοριτσιών. «Μάλιστα… Σημαίνουν μήπως κάτι, όπως πολλά από τα δικά μας;»
«Απ’ όσο ξέρω τη λαλιά των Μυσών, βασίλισσα, το Βελίκα σημαίνει μεγάλη, ένδοξη πες, και το Ράικα ότι φέρνει χαρά, ευτυχία…»
«Ονόματα για πριγκίπισσες» στοχάστηκε κατά μόνας έπειτα η αυγούστα μας, και όσο διάβαιναν οι μέρες κι ο καιρός, όχι μόνο δεν ήταν απόμακρη προς τις θυγατέρες του Βόρι και μέλλουσες νύφες της, αλλά αντιθέτως αύξαινε τις προς αυτές περιποιήσεις της, με την αρωγή φυσικά και της Ευφροσύνης και της Αναστασίας, που έκλεινε πια τα δεκαπέντε κι είχε μεταμορφωθεί σε μια νόστιμη κοπελίτσα. Η Κασσιανή πλέον δε ζούσε κοντά στη μάνα της στην Κωνσταντινούπολη, ο άνδρας της είχε οριστεί θεματικός κριτής ή πραίτορας, δικαστής τουτέστιν, στο θέμα της Σάμου, και πήρε μαζί και την οικογένειά του στη μετοίκησή του, τη σύζυγό του και τα τέσσερα παιδιά τους. Είχε πονέσει πολύ η Ευφροσύνη με αυτόν τον ζωντανό τον χωρισμό του μοναδικού παιδιού που της απέμεινε, μα έκανε καρδιά και παρηγοριόταν με την παρουσία της Θεοφανούς και της ψυχοκόρης της από το Δρίζιον, που την είχε κι αυτήν αγαπήσει θερμά.
«Δηλαδή, κυρά, οι μικρές τώρα θα πάρουνε για άντρες τους τους γιους σου;» την είχε ρωτήσει με αυθόρμητη αθώα έκπληξη η τελευταία την εστεμμένη ψυχομάνα της, στις αρχές που διέμεναν τα κορίτσια στο Παλάτι. «Μα αυτές είναι παιδούλες, και με τα αγόρια σου είναι… ανιψιές τους, μου είπες; Απαπα! Γίνονται αυτά τα πράγματα;»
«Όταν πρόκειται για το συμφέρον δύο βασιλείων, καλή μου Αναστασία, όλα γίνονται, η ηλικία παραγκωνίζεται… Εξάλλου, και για το δεύτερο που είπες, ο τσάρος Βόρισης και ο αδελφός του ο Ρωμανός είναι δεύτερα ξαδέλφια των υγιών μου, δεν είναι απαγορευτικά στενή η συγγένεια» της εξήγησε η Θεοφανώ, προσπαθώντας να δείχνει σοβαρή και αντικειμενική ως ενήλικας και αυτοκράτειρα, όμως μέσα η μητρική της η καρδιά τσιμπούσε.
«Πόσο δίκιο έχει η Αναστασώ μου! Σάμπως παιδιά δεν είναι κι αυτές ακόμα, η Βελίκα και η Ράικα; Τα οποία τα σήκωσαν από τον οίκο του πατέρα τους κι από την αγκαλιά της μάνας τους, αν την έχουν, με το ζόρι ίσως, τα φορτώσανε και τα ’φεραν εδώ, τα καημένα… Σε τι φταίνε, λοιπόν, εάν ο Νικηφόρος και ο πατέρας τους τις βάλανε στη μέση για να εδραιώσουν τη συμμαχία τους; Εδώ παρά λίγο να μπει η Άννα μου, το κοριτσάκι μου το μονάκριβο… Αχ, η μοίρα της γυναίκας, τέτοια είναι, από τα γεννοφάσκια ως τη θανή της!»
Έλεγε με τον νου της η αυγούστα, και βλέποντας και την ψυχοκόρη της να ξεπετιέται και να γυναικώνει, καμάρωνε και έμπαινε συνάμα και σε έγνοιες. «Ανθίζει το λουλούδι… Σε κάνα δυο χρόνια θα πρέπει να κοιτάξω σε ποιον κηπουρό θα το χαρίσω, για να το ποτίζει με σεβασμό, μην τύχει και θελήσει κανείς να το μυρίσει στα κλεφτά» αναλογιζόταν και χαμογελούσε. «Όσο για την Άννα μου, έχουμε χρόνια πολλά μπροστά μας…»
Και έριχνε στοργικά το βλέμμα της στην εξάχρονη πορφυρογέννητη παιδούλα της, που άλλοτε έπαιζε με τις πλαγγόνες της και άλλοτε προσπαθούσε στο πλάι της να αποτυπώσει κάτι από την τέχνη του κεντήματος, αναστενάζοντας ωστόσο. Γιατί θα ήταν ευτυχής η είκοσι οκτώ ετών αυτοκράτειρα, εάν είχε μόνο αυτές τις γλυκιές περισυλλογές να την απασχολούν, όμως δε συνέβαινε έτσι. Η δυσαρέσκεια πολλών κοινωνικών ομάδων, από τον φτωχό λαό έως την πολιτειακή αριστοκρατία, είχε ενταθεί και συσσωρευτεί προς τον Νικηφόρο, ο οποίος έδειχνε να μη νοιάζεται και να μην τον προβληματίζει καθόλου. Και ναι μεν πολλοί που βρίσκονταν πιο πάνω αγανακτούσαν επειδή απλά έχαναν τις βολές τους, και σωστά έπραττε κατά τη γνώμη της που τους αγνοούσε, τα παράπονα του λαού όμως για τις απανωτές εκστρατείες και τους φόρους για να καλυφθούν οι στρατιωτικές δαπάνες, ούτε αυτά ίσχυαν να τον θορυβήσουν, να τον ταρακουνήσουνε λιγάκι, ότι δε γινόταν να είναι μόνο τροπαιούχος στρατηλάτης; Είχε αντιληφθεί κιόλας η Θεοφανώ ότι οι συγγενείς του γέροντα συζύγου της πανηγύριζαν κρυφά τε και φανερά γύρω από τον θρόνο του, ποιος ξέρει τι χάρες ζητώντας του να τους ικανοποιεί, και είχε αρχίσει να φοβάται πως, αν εξέλιπε κάποια στιγμή ο Νικηφόρος, εκείνοι δε θα σέβονταν την απόφασή του να υπερασπιστεί τους γιους της και το κληρονομικό τους δίκαιο στη βασιλεία, και θα στασίαζαν για να επιβάλουνε σ’ αυτή κάποιο μέλος της ευρύτερης οικογένειας – ποιος της εξασφάλιζε άραγε ότι δε δύνονταν να φτάσουν και μέχρις του σημείου να σκοτώσουν τα παιδιά της και την ίδια, για να το καταφέρουν αυτό απρόσκοπτα; Κι αυτές οι τυφλές αγωνίες τη δηλητηρίαζαν, μούδιαζαν τον λογισμό της και την έκαναν να νιώθει ξανά ευάλωτη…


Έτσι περνούσαν οι μήνες, και έφτασε πάλι το φθινόπωρο. Τότε, στα μέσα του Οκτώβρη, ο καίσαρας Βάρδας ο Φωκάς, εσχατόγερος υπερενενηκοντούτις πλέον, ζαρωμένος και καμπουριασμένος, ίδιος Τιθωνός, συναισθανόμενος ότι το τέλος του ήγγιζε, σε μια έκλαμψη σύνεσης κάλεσε κοντά του τον υιό του και βασιλέα και του είπε:
«Νικηφόρε, εμένα ο Θεός μου έστειλε μήνυμα πως σύντομα θα εκζητήσει την ψυχή μου με τους αγγέλους του. Από σένα, όμως, εγώ ζητάω, πριν μπω στον τάφο, να αποκαταστήσεις την αδικία που διέπραξε ο αδελφός σου ο Λέων ενάντια στον Ιωάννη, τον υιό της μεγάλης αδελφής σας και εγγονό δικό μου, και να τον επαναφέρεις στη θέση που του αξίζει, ή έστω σε κάποιαν άλλη ισάξια…»
«Μα πώς θα γίνει αυτό, σεβάσμιε άνθρωπε και πατέρα μου; Δε μπορώ να εμπιστευτώ έναν άνδρα που μπορεί να είχε ανάμειξη σε πλεκτάνη εις βάρος μου, ας είναι και πρώτος ανιψιός μου…»
«Υιέ» του αντιμίλησε με έναν τόνο αυστηρότητας ο Βάρδας. «Ακόμα πιστεύεις τις κακοπροαίρετες ανοησίες που σου αράδιασε ο αδελφός σου; Μα αφού τον βλέπεις σε τι διαφθορά έχει περιπέσει, και θλίβομαι κι εγώ για αυτό! Είμαι απολύτως βέβαιος ότι ο Ιωάννης ουδεμία σχέση είχε με τον σφετεριστή και επίβουλο Καλοκύρη και τον χρηματισθέντα και αδηφάγο Σφενδοσλάβο… Μην αφήσεις λοιπόν την ψυχή μου να τυραννηθεί στον άλλο κόσμο, βλέποντας τον εγγονό μου και ανιψιό σου να ατιμάζεται έτσι, αλλά φέρσου έξυπνα και μακρόθυμα και ανακάλεσε την απόφαση στην οποία σε εξώθησαν οι ελεεινές συκοφαντίες του Λέοντα!»
Το σκέφτηκε από δω ο Νικηφόρος, το μελέτησε από κει, και τελικά παραδέχτηκε ότι είχε δίκιο ο πατέρας του. Έστειλε λοιπόν επιστολή με μαντατοφόρο του στον Ιωάννη στο θέμα των Αρμενιακών, όπου διέτριβε, παραγγέλνοντάς του να έρθει σύντομα στην Κωνσταντινούπολη, και μόλις εκείνος κατέφθασε και μπήκε στην αίθουσα του θρόνου, τον υποδέχτηκε καλοδιάθετα, και μ’ αυτόν τον τρόπο του μίλησε:
«Ιωάννη, ανιψιέ μου, καλώς όρισες! Ενώπιος ενωπίω, σου ζητώ συγγνώμη για την απρεπή και βαθιά προσβλητική μου κίνηση εναντίον σου, εις ην προέβην πειθόμενος άνευ λογικής σκέψεως ταις δυσφημίαις του θείου σου του Λέοντος για το πρόσωπό σου… Και ζητώντας σου να με συγχωρέσεις, σου ανακοινώνω παράλληλα ότι θα σου παραχωρήσω ενδιαίτημα εντός της επικράτειας της Πόλεως, το οποίο μέχρι να γίνει, μπορείς να διαμείνεις εδώ στα ανάκτορα, και μαζί το αξίωμα του λογοθέτου του δρόμου, ως αποζημίωση και επανόρθωση…»
«Περασμένα, ξεχασμένα, βασιλιά και θείε μου… Και σ’ ευχαριστώ πολύ ειλικρινά για τη μεταμέλεια που έδειξες, και για την άδεια που μου δίνεις να εγκατασταθώ στη Βυζαντίδα αλλά και για το αξίωμα που μου εγχειρίζεις» αποκρίθηκε μειλίχιος ο Ιωάννης, και με την άκρη των γλαυκών σπινθηροβόλων ματιών του κέντριζε τη γυναικεία φιγούρα που καθόταν στο διπλανό θρονί. Το σώμα της και η θωριά της ήταν ο τι έπρεπε, για να του χαρίσουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου…
«Αλίμονο, ανιψιέ, εάν δε σε τιμούσα! Όταν μπορέσεις, πέρνα σε παρακαλώ κι από του πάππου σου το διαμέρισμα, θα χαρεί να σ’ αντικρίσει. Αυτός άλλωστε με παρότρυνε με τη σοφία που τον διακρίνει να μεταμεληθώ και να σε δικαιώσω, διότι αισθάνθηκε πως είναι πια στα τελευταία του…»
Η Θεοφανώ, με το που είχε δει τον Ιωάννη να μπαίνει στην αίθουσα, ταράχτηκε. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που τον αντάμωνε· τον είχε ξαναδεί προ τεσσάρων ετών, σε ένα από τα δείπνα που οργάνωσε ο Νικηφόρος για να τιμήσει τους επιφανείς συμπολεμιστές του στην εκστρατεία κατά των Αράβων της Κιλικίας και όλο του το αυτοκρατορικό επιτελείο. Τότε είχε περιφρονήσει, θυμάται, τον άνδρα, για τον οποίο έλεγαν ότι είχε φήμη μεγάλου γυναικοκατακτητή εκτός από του απίστευτα επιδέξιου στρατιώτη (διαφημιζόταν ότι μπορούσε να πηδήξει πάνω από τέσσερις επιβήτορες στη σειρά σαν να ’παιζε τη μακριά γαϊδούρα και να καβαλικέψει με άνεση τον τέταρτο, ή ότι έριχνε με το τόξο και περνούσε το βέλος με ακρίβεια μέσα απ’ την οπή ενός δαχτυλιδιού): τι ερωτική ορμή και γοητεία μπορεί να φώλιαζε σ’ ένα σώμα μισή μερίδα; Όμως τώρα, ανεξήγητα τελείως και ανερμήνευτα, ένα τίναγμα στα στήθη, μία σπίθα δολερή…
Βιάστηκε να απομακρυνθεί και να επιστρέψει στον γυναικωνίτη, όταν, καθώς βάδιζε στον μακρύ διάδρομο, ένιωσε έναν άλλο ώμο να αγγίζει ξυστά το αριστερό μπράτσο της. Στράφηκε ξαφνιασμένη, και σε απόσταση μισής αναπνοής μπροστά της ήρθε αντιμέτωπη μ’ εκείνον.
«Τιμή και χαρά μου να σε συναντώ ξανά, αυγούστα» είπε, προσποιούμενος την τυχαιότητα της κίνησής του, και η στιβαρή αρρενωπή φωνή του ήχησε μυστήρια στα αυτιά της Θεοφανώς, παρά το ουδέτερο περιεχόμενο του εκφωνήματός του, σαν να ενείχε λαγνεία, αίνιγμα και απειλή μαζί…
«Και δική μου, άρχοντα Ιωάννη» πρόφερε μόνη η γλώσσα της, ασυναίσθητα, και ύστερα τα πόδια της βημάτισαν ηθελημένα μακριά του. Μειδίασε σαρδόνια ο Τσιμισκής, δαγκώνοντας το κάτω χείλος, και έτριψε τους ρόζους στις παλάμες του. Η μετάνοια του θείου του τού είχε λύσει άπαξ ήδη τα χέρια, και τώρα ο υποφώσκων πόθος για το άτομό του κι η ανάγκη για την ηδονή της σάρκας που ανίχνευε στο βλέμμα και στην αύρα της Λάκαινας, με το ένστικτο του πολύπειρου ναυμάχου του θηλυκού κόλπου, του τα έλυνε δυο φορές, και θα γινόταν αυτή το καλύτερο όχημα για να πάρει την εκδίκηση που γύρευε, με τόκο μάλιστα, αφού είχε πιάσει τον σφυγμό των δυσαρεστημένων με τον Νικηφόρο και έβλεπε ότι η εύνοιά τους κατευθυνόταν πλέον προς τον ίδιο…


Όλη την υπόλοιπη μέρα, δίχως να το θέλει, κλωθογύριζε στης Θεοφανούς τον νου ο Ιωάννης, εκείνο το ξυστό του πέρασμα από δίπλα της, το βλέμμα του το έντονο και τα λόγια του με τη μυστήρια χροιά. Τι είχε πάθει άραγε και τη μαγνήτισε τόσο, τι την τράβαγε απάνω του; Νέος πολύ δεν ήταν, δεκάξι χρόνια την περνούσε, το μπόι του λειψό, και σαν θωριά αλεπούς της φάνταζε το κοκκινοτρίχικο πρόσωπό του και τα τσακίρικα μάτια του που σπίθιζαν πονηρά, και το ένστικτό της την προειδοποιούσε ότι δε θα είχε καλό σκοπό για κείνη, αν την πλησίαζε. Όμως ο επίβουλος καταστροφέας Πόθος και η ραδιούργα Μοίρα έσπρωχναν ήδη με τα αόρατα ωστικά τους κύματα την όμορφη αυγούστα στον καλοπλεγμένο τους ιστό, μπολιάζοντας ύπουλα στο αίμα της, στα σπλάχνα, στα οστά της, στα κύτταρά της όλα, την έλξη την ακαταμάχητη και το σαρκικό το πάθος το πηρωτικό για τον αδίστακτο Αρμένιο Τυδέα…
Κατειλημμένη από τις σκέψεις της αυτές, είχε βγει το ίδιο βράδυ σ’ έναν εξώστη του Παλατιού να πάρει αέρα, μήπως ησυχάσει τηρώντας τον ουρανό και τη φεγγοβολή των άστρων και έρθει ο ύπνος να τις ρίξει στη λήθη. Δεν ήταν κρύα η νύχτα, και στάθηκε ευχάριστα πίσω από το μαρμάρινο παραπέτασμα, έγειρε λίγο τον κορμό της στηρίζοντας τους αγκώνες απάνω του, και σφάλισε απαλά τα βλέφαρά της…
…Ο Ιωάννης την είχε ακολουθήσει αθόρυβος, απ’ τη στιγμή που την είδε να εξέρχεται του δωματίου της. Χαμογέλασε με ικανοποίηση, όταν την εντόπισε, και προχωρώντας την προσφώνησε:
«Αυγούστα…»
…Άκουσε τη λαλιά του η Θεοφανώ, και μισογύρισε δειλά το κεφάλι της, χωρίς να μετακινηθεί. Και αντικρίζοντάς τον, ξεροκατάπιε, απέστρεψε ξανά το βλέμμα και πήρε να σφίγγει νευρικά τα δάχτυλά της στην απόληξη του περβαζιού του γερού μαρμάρινου τεμαχίου με τα λαξευτά ανάγλυφα σχέδια, που τείχιζε τον εξώστη και προφύλασσε τον κάθε ιστάμενο εκεί από την κίνδυνο της πτώσης.
«Γιατί δε μου μιλάς; Δε με συμπαθείς, δε με καταδέχεσαι;» τη ρώτησε τώρα απανωτά ο Ιωάννης, και ολοένα την πλησίαζε, αργά σαν το λιοντάρι που βολιδοσκοπεί τη λεία του. Κι άμα πια μηδένισε την απόσταση, εφάρμοσε τις παλάμες του ακριβώς στην καμπύλη που σχημάτιζε η μέση της με τον υπόλοιπο κορμό, ανοίγοντας ως πρέπει στη γυναικεία φύση για να ενωθεί με τους γοφούς, παραμέρισε λίγο τα εβένινα μαλλιά της που χύνονταν μισόλυτα και ακούμπησε το πιγούνι του στον ώμο της ψηλά, δίπλα στη βάση του λαιμού της, συρίζοντας με ψίθυρο βραχνό, εμφορούμενο από πειστικότατη θεατρική λαγνεία:
«Είσαι πανέμορφη, με σκλάβωσες… Σε θέλω, Θεοφανώ, σε πόθησα, και δέξου με… Άσε με να σου δώσω αυτά που δε μπορεί ο γέρο – Νικηφόρος…»
Τα χείλη του τόλμησαν να πιπιλίσουνε το δέρμα της, και ανατρίχιασε, και η πνοή της έγινε κοφτή, και παραλύσανε για μια στιγμή αλλόκοτα τα μέλη της. Μα σαν η μία του παλάμη πήγε να συρθεί προς τα μπροστά και να ανέβει απ’ την άνω της κοιλιά στο στήθος, ξέφυγε με ένα πνιχτό άναρθρο ήχο το δολερό του αγκάλιασμα που έμοιαζε του φιδιού και έτρεξε μακριά του. Δεν πτοήθηκε ωστόσο ο Ιωάννης, παρά έχοντας την αυτοπεποίθησή του στο ακέριο ότι ο σκοπός του θα πετύχαινε οπωσδήποτε, μειδίασε ξανά με νόημα, τρίβοντας το γένι του που είχε έρθει σε επαφή με τη σάρκα της.
«Να μη με λένε Ιωάννη Κουρκούα Τσιμισκή, αν δεν τη ρίξω στο κρεβάτι και δεν την κάνω να μοιχεύσει μαζί μου» μονολόγησε. «Με πεθυμά, το βλέπω, με ορέγεται κι ας κάνει την παρθένα, γιατί είναι στερημένη, και θα ’ναι εύκολο θαρρώ, πολύ εύκολο…»
Πάλι ξημέρωσε και μεσημέριασε και βράδιασε, κι η Θεοφανώ ήταν ανάστατη ολόκληρη από αυτή την πολιορκία του, την τόσο σύντομη αλλά τόσο στενή και τολμηρή. Σε κανέναν φυσικά δεν το ομολόγησε, ούτε καν στην Ευφροσύνη, και προσποιήθηκε απλώς ότι μάλλον περίμενε τα έμμηνα και για αυτό ήταν η διάθεσή της περίεργη, κι αναρωτιόταν συνάμα για ποιο λόγο της φουρτούνιαζε τα σωθικά αυτό το άγγιγμα του Τσιμισκή. Δεν ήταν σαν το γλυκό χάδι και το αγαπησιάρικο φιλί του Ρωμανού, που θυμόταν πως την πύρωνε όμορφα και τη λαμπάδιαζε για χάρη του, κάνοντας να ανοίγουν μονομιάς διάπλατα οι πόροι του κορμιού της, έτοιμοι να ρουφήξουν απνευστί το νέκταρ του έρωτα, να ποτιστούν και να θραφούν· τούτο δω έμοιαζε επιθετικό, αν το συνδύαζε κανείς και με τα λόγια του, βίαιο, χάδι και φιλί υστερόβουλο με το οποίο σκοπό είχε μονάχα να δρέψει το σύκο της, και όμως της αφύπνιζε επικίνδυνα την ξεραμένη σάρκα…
Με τέτοιους λογισμούς γεμάτη, πέρασε η μέρα της, και τώρα η νέα αυτοκράτειρα ξεντυνόταν να πλαγιάσει, να βρει ανάπαυση από κείνους. Την πήρε μάτι ο Ιωάννης από τη μισάνοιχτη θύρα του κουβουκλίου της, και ανενδοίαστα έσπρωξε το χρυσό πόμολο και εισήλθε, ή καλύτερα εισέβαλε – επιμελέστατος και μεθοδικός καθώς ήταν, άλλωστε, καθ’ ον χρόνο ο Νικηφόρος του επέτρεπε να μένει στα ανάκτορα, διερευνούσε για να μάθει απ’ έξω όλα τα κατατόπια, όλες τις γωνιές τους, να μην του μείνει δωμάτιο για δωμάτιο, πέρασμα για πέρασμα και κλίμακα για κλίμακα που να μην την έχει εντυπώσει στο πολυμήχανο μυαλό του…
«Έτσι θα ήταν η θεά Αφροδίτη των Ελλήνων…» είπε τώρα, εισβάλλοντας στο κουβούκλι της Θεοφανώς, που το σώμα της διαγραφόταν σαν γλυπτό κάτω απ’ τον λεπτό νυχτικό χιτώνα της.
«Κι εγώ είμαι ο Άρης…» συμπλήρωσε, και ζύγωσε πιο μέσα. Η Θεοφανώ είχε παγώσει μια στιγμή στην αρχή, έχοντας γυρισμένα τα νώτα της, αλλά αμέσως στράφηκε προς το μέρος του, τρέμοντας σιγά, κι όχι από το κρύο.
«Τι θέλεις, Ιωάννη; Πώς μπαίνεις έτσι στο κουβούκλι μου;» του πέταξε αμυντικά.
«Τίποτα… Μονάχα εσένα…» αποκρίθηκε εκείνος, και έχοντας έρθει πια απέναντί της λύγισε το δεξί χέρι του και έσυρε τον δείκτη και τον μέσο του στα χείλη και το κατωσάγονό της.
«Εγώ δε σε θέλω… Γιατί μ’ ενοχλείς;» ψέλλισε, μα ήταν τόσο αδύναμα τα λόγια της, σαν του παιδιού που προσπαθεί να μπαλώσει τη ζημιά του, ενώ το πιάνει η μητέρα του στα πράσα, και δε γινόταν να τα υπολογίσει φυσικά ο αποφασισμένος και πανούργος Ιωάννης.
«Με θέλεις, αυγούστα… Μην το αρνείσαι» την αντέκοψε, κι η ανάσα του έκαιγε το πρόσωπό της.
«Όχι…» έκανε να πει ξανά η Θεοφανώ, όμως η γλώσσα της πνίγηκε βίαια κι η αναπνοή της όλη κόπηκε, όταν το χέρι του Ιωάννη απλώθηκε και πάνω από το ρούχο γλίστρησε ανάμεσα στα σκέλια της και πήρε να ψηλαφεί αδιάντροπα, μαυλιστικά το αιδοίο της. Μαζί με την υγρή έκκριση που ένιωσε σύντομα να κυλά από εκείνο, απέρρευσε και κάθε λογική αναστολή απ’ το μυαλό της, κάθε δύναμη απωθητική από το σώμα της, και μονάχα έναν σπασμό σαν λόξυγκα, άηχο, ανάδιναν τα σωθικά της και ξέφευγε από το στόμα της, που είχε σκαλώσει μισάνοιχτο ως απόρροια του σοκ της πρωτόγονης ζωώδους ηδονής.
«Σ’ αρέσει, ε;» μούγκρισε ερεθισμένος ο Ιωάννης. «Σ’ αρέσει, αυγούστα; Θες κι απ’ το άλλο, ε; Το θες, με θες τρελά, το βλέπω!»
«Μη… Άσε με…» ήταν οι ξέπνοες κι απογυμνωμένες από το νόημα και την ισχύ τους πλήρως προστακτικές της Θεοφανούς που συνόδευσαν το ψυχομαχητό της κάθε της αντίστασης, διανοητικής και σωματικής, κι έπειτα παραδόθηκε στη σεξουαλική επέλαση του Ιωάννη, που την άρπαξε στα μπράτσα του, χούφτωσε τα οπίσθιά της και έκανε έφοδο στα χείλη και στον λαιμό της, πριν τη γυμνώσει εν ριπή οφθαλμού από τον χιτώνα, της σκίσει τον στηθόδεσμο και το εσώρουχο, πετάξει και τα δικά του ρούχα κάτω στο πάτωμα και τη ρίξει ανάσκελα στην κλίνη, όπου συνέχισε γλείφοντας και βυζαίνοντας τις ορθωμένες ρώγες τους και όλο τον όγκο μαζί των μαστών της, και κατρακυλώντας ασταμάτητος μέχρι τον αφαλό και το υπογάστριό της, φροντίζοντας να της κρατά διεγερμένο το σημείο. Κι όταν πια ένιωσε τον καυλό του ικανά μεγεθυμένο και πέπειρο για να ολοκληρώσει την ξέφρενη συνουσία, εμβόλισε μ’ αυτόν γαυριασμένος τον κόλπο της, κάνοντας την να βογκήξει άγρια σαν ζώο θηλυκό που το βατεύει αρσενικό, και μπαινόβγαινε αγκομαχώντας, με όλη τη δύναμη των στρατιωτικών λαγόνων του, ώσπου ένιωσε το φορτίο του να αδειάζει καυτό. Κι αφού ξεθύμανε, τραβήχτηκε, έχοντας αφήσει τη Θεοφανώ στο στρώμα ξέπνοη, χαμένη, κεραυνόπληκτη από τον σφοδρό πόλεμο της σάρκας που την έσυρε ο Ιωάννης και τον οργασμό τον απότομο στο οποίο τον έφερε, χωρίς να προλάβει να συνειδητοποιήσει τίποτα, μιας κι είχε να τον ζήσει απ’ όταν έσμιγε με τον Ρωμανό, και αυτός εδώ καμιά σχέση δεν είχε με τη γλυκιά ζεστή κορύφωση του έρωτα που εκείνος της έκανε, με όλη την ουσία της λέξης...
«Θα σου ξανάρθω, αυγούστα» της δήλωσε, ρουφώντας τα στεγνωμένα χείλη της, αφού φόρεσε τον χιτώνα και τον μανδύα του. «Το ξέρω ότι σ’ άρεσε το δώρο μου, και θα σ’ το δίνω πιο συχνά… Τα σέβη μου!»
Και γέλασε μέσα του κοροϊδευτικά, προσφέροντάς της δήθεν μια υπόκλιση προτού εγκαταλείψει το δωμάτιο, ενώ η Θεοφανώ έμεινε μόνη της, ξαπλωμένη πάντα στο κρεβάτι, να πασχίζει να συνέλθει και να μη μπορεί. Αντικειμενικά είχε απατήσει τον Νικηφόρο, είχε μοιχεύσει, μα τι απάτη και μοιχεία μπορούσε να σταθεί ως όρος σ’ έναν γάμο που δεν ήταν γάμος, μ’ έναν γεροντομπασμένο και ασκητή σύζυγο τον οποίο δεν ήθελε και δεν αγαπούσε διόλου, και στην κλίνη της είχε προσφέρει μονάχα αηδία και πόνο, τις δυο φορές που έσωσε να την αγγίξει; Αλλά όχι μόνο του Νικηφόρου η οικτρή αγαρμποσύνη και η αποστροφή της προς αυτόν, μα και του Ρωμανού η τρυφερότητα κι η φλόγα, που ανέλαμψαν για μια στιγμή κι αντιπαρατέθηκαν με την τωρινή εμπειρία, ανίσχυρα πια όντα ως μνήμες, γρήγορα σβηστήκαν, και τα κατάπιε η δίνη του τυφώνα Ιωάννη, κατάπινε μαζί και όλο το είναι της Θεοφανώς και την έσερνε ολοταχώς προς τον γκρεμό, χωρίς εκείνη να το γνωρίζει ούτε να το βλέπει ή να το ψυχανεμίζεται, τίποτα άλλο χωρίς να σκέφτεται και να νιώθει, παρά μόνο τον ανδρισμό του μέσα της και την ώρα που αυτό θα συνέβαινε… Κι αφού επί πολλές νύχτες όργωσε εκείνος τον αγρό της, τρυπώνοντας κρυφά στο Παλάτι, όταν πλέον θεώρησε ότι την είχε πλανέψει και καθυποτάξει και ναρκώσει αρκετά, με το να της πουλάει δωρεάν και συστηματικά αυτό που είχε στερηθεί, της το ξεφούρνισε, δίχως πολλές περιστροφές:
«Θεοφανώ, τι θα ’λεγες να ξεφορτωθείς μια και καλή τον θείο μου τον Νικηφόρο, και να τον αντικαταστήσεις με εμένα; Έτσι κι αλλιώς, σου απέδειξα ότι μπορώ να σου παρέχω όλα όσα χρειάζεσαι…»
Το είπε αυτό, έχοντας στηρίξει το βάρος του πλευρού του στον αγκώνα του και μαλάσσοντας τα στήθια της πάνω από την κουβέρτα, με ένα ύφος σαν να της πρότεινε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, αν και αυτό που εννοούσε ήταν τρομερό, και εξεπλάγη εκείνη και απόρησε:
«Τι;»
«Αυτό που άκουσες… Σου δίνω την ευκαιρία να απαλλαγείς από τον γέρο, που τίποτα πια δεν έχει να σου προσφέρει ούτε ως βασιλιάς, ο κόσμος τον μισεί…»
«Τι θες να πεις, Ιωάννη;» ψέλλισε, φοβούμενη ότι θα άκουγε κάτι φρικτό. «Με ποιον τρόπο να απαλλαγώ;»
«Πολύ απλά και εύκολα… Θα βρω ανθρώπους να ’ναι πρόθυμοι, να τον μισούν τόσο πολύ που να μη θέλουν πια να τον βλέπουνε στα μάτια τους, και όλοι μαζί θα οργανώσουμε τη δολοφονία του!» κάγχασε ο Τσιμισκής, και η Θεοφανώ πάγωσε, αδυνατώντας να συλλάβει το ανόσιο ρήμα που τόσο στυγνά είχε εξαπολύσει η γλώσσα του εραστή.
«Να τον σκοτώσεις;» τραύλισε. «Μα πώς; Είσαι ανιψιός του…»
«Ήμουνα… Μετά απ’ ο τι μου ’κανε, δεν του είμαι πια τίποτα! Κι εσύ γιατί δειλιάζεις άραγε; Σ’ έπιασε ξάφνου ο πόνος για τον γέρο – Φωκά, που είναι και δεν είναι άνδρας σου;» την ειρωνεύτηκε. «Έλα μαζί μας, βοήθησέ με να τον ξεκάνουμε, και θα σ’ ανταμείψω πλούσια!»
«Ο Νικηφόρος είναι καλός, προστάτεψε τα παιδιά μου… Μπορεί να μην τον στέργω, αλλά δε μπορώ να συνεργήσω για να του αφαιρέσεις τη ζωή!»
«Θες να εξακολουθήσεις να είσαι βασίλισσα και μάνα, Θεοφανώ; Να έχεις τον θρόνο σου και τα παιδιά σου πλάι σου;» τη ρώτησε, μαγκώνοντας το πιγούνι της μεταξύ αντίχειρα και δείκτη.
«Θέλω…»
«Τότε, λοιπόν, άσε τους ανόητους ενδοιασμούς και συντάξου μαζί μου! Ο Νικηφόρος αργά ή γρήγορα θα το χάσει το κεφάλι του, πληθαίνουν οι αντίπαλοί του… Μα αν το χάσει από μένα, που τόσο πολύ σε θέλω και σε ποθώ, και γίνεις στην ενέργεια αυτή συμβοηθός μου, εσύ τίποτα κακό δε θα πάθεις, απεναντίας θα εξακολουθείς να βασιλεύεις πλάι μου, γιατί θα σε νυμφευτώ το δίχως άλλο, εάν βεβαίως συγκατανεύσεις και συνεργήσεις, ως αντίδωρο για την πιστή αφοσίωσή σου, εφόσον έρθουν όλα δεξιά και αναλάβω εγώ πια τα ρωμαϊκά σκήπτρα…»
«Με εκβιάζεις δηλαδή;» μουρμούρισε η Θεοφανώ. «Για αυτό χώθηκες στο κρεβάτι μου;»
«Καθόλου» ένευσε ο Ιωάννης αρνητικά με το κεφάλι του πέρα δώθε, με περισσή τέχνη. «Σου προτείνω την πιο λογική και συμφέρουσα λύση, τον πιο ομαλό δρόμο… Αν είσαι έξυπνη γυναίκα, θα το αντιληφθείς σύντομα και θα με ακολουθήσεις, ειδάλλως…»
«Ειδάλλως τι;»
«Ειδάλλως, μπορεί να βρεθείς σε πολύ άσχημη θέση, κι εσύ και τα παιδιά σου… Και δεν το θες αυτό, έτσι δεν είναι;»
«Όχι… Όχι, δεν το θέλω…»
«Ωραία, χαίρομαι που είσαι συνετή, αγάπη μου» κατέληξε μελιστάλαχτος, νιώθοντας μυστική αφάνταστη ικανοποίηση που το σχέδιό του για την υποταγή της πήγαινε ρολόι, και τη φίλησε για καμουφλάζ στο στόμα παρατεταμένα, κάτι που η Θεοφανώ δέχτηκε απρόθυμα.
«Όταν μαζευτούν αρκετοί, θα σου στείλω διαδοχικά τους άνδρες που συμφωνούν να με υποστηρίξουν στο Παλάτι, βάζοντάς τους από επιλεγμένες διόδους» της ανακοίνωσε ο Ιωάννης, αφού ντύθηκε. «Θα τους έχω μάθει ένα συνθηματικό, που θα το πω και σε σένα εν καιρώ. Να τους υπαντήσεις πρόθυμη, με τρόπο, και να μεριμνήσεις να τους κρύψεις καλά, σε ασφαλές σημείο. Από το χέρι σου εξαρτώνται όλα, αυγούστα…»
Την τελευταία φράση του τη σχημάτισε με πολύ νόημα, και από κείνη τη στιγμή ησυχία δεν άφησαν τη Θεοφανώ να βρει τα λόγια του. Αναθυμότανε διαρκώς όσα της παρήγγειλε, και το μυαλό και η ψυχή της βυθίζονταν σε δίλημμα ζοφερό, απαίσιο. Πώς ήταν δυνατόν να συνεργήσει στη δολοφονία του Νικηφόρου, να βάψει τα χέρια της με το αίμα ενός ανθρώπου, και δη του συζύγου της, χώρια που στην πράξη σύζυγο δεν τον είχε, επειδή τη στρίμωχνε ο Τσιμισκής; Και πάλι όμως, έτσι καθώς εξελίσσονταν τα πράγματα τριγύρω της, ο Ιωάννης φαινόταν τώρα να είναι η μόνη λύση που θα της παρείχε εξασφάλιση για όσα πάσχιζε να διαφυλάττει, και για των οποίων ακριβώς την ανάγκη υπεράσπισης έξι χρόνια πριν είχε προβεί στον άχαρο γάμο με τον θείο του… Το κοίταζε από δω, το μελέταγε από κει, το γύριζε νυχθημερόν στον λογισμό της, και μια λυπότανε τον Νικηφόρο κι ήταν έτοιμη να τον υπερασπιστεί με κάθε κόστος, μα την άλλη γυρνούσε τούμπα η γνώμη της, και πίστευε ακράδαντα τις υποσχέσεις του Ιωάννη και ποθούσε να τον έχει πλάι της, έστω και μ’ αυτό το σκληρό τίμημα. Και ενώ αμφιταλαντευότανε και πελαγοδρομούσε κι απελπιζόταν, μια φήμη ήρθε να λειτουργήσει ως καταλύτης στο με ποιανού το μέρος τελικά θα πήγαινε. Διαδόθηκε λοιπόν και έφτασε στα αυτιά της ότι ο Νικηφόρος σκόπευε να ευνουχίσει τα αγόρια της τα βασιλόπουλα, ώστε να μην είναι ικανά να γίνουν πλέον αυτοκράτορες, και τη χτύπησε έκπληξη κακή, και την κατέλαβε θυμός τρανός ενάντιά του.
«Ω, Νικηφόρε! Έτσι ξεπληρώνεις άρα την εμπιστοσύνη που σου έδειξα, βάζοντάς σε πλάι μου ως σύζυγο και υποτιθέμενο προστάτη δικό μου και τούτων των ανήλικων;» αναρωτήθηκε μονάχη της, και από κείνη την ώρα κάθε ίχνος οίκτου που θα την έκανε να πάρει το μέρος του σχεδόν εξανεμίστηκε. Αυτό που δεν έμαθε, βέβαια, ήταν ότι αυτά τα διέσπειραν οι εχθροί του αυτοκράτορα, ώστε να συμβάλουν στη μία ώρα αρχύτερα εξόντωσή του, και μες τη θολούρα της δε μπόρεσε να σκεφτεί πιο ψύχραιμα και να αντικρούσει το περιεχόμενο της φήμης, με το λογικό αντεπιχείρημα ότι εκείνος αποκλείεται να είχε τέτοια υποχθόνια σχέδια για τους γιους της και βαφτισιμιούς του, τους οποίους είχε δείξει φανερά ότι νοιαζόταν απόλυτα…


Εκείνος ο Νοέμβριος αποδείχτηκε μήνας δυσοίωνος για τον Νικηφόρο. Αφού πρώτα απεβίωσε ο πατέρας του ο Βάρδας, τον οποίο έθαψε με τιμές κοντά στον οίκο του στον λιμένα της Σοφίας, τον επισκέφτηκε απρόοπτα ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ο μοναχός φίλος του τον οποίο είχε βοηθήσει να στήσει την πρώτη μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους άμα τη ανόδω του στον θρόνο, και του επέδωσε μια παράξενη, σκοτεινή επιστολή: «Βασιλιά, σ’ εμένα το σκουλήκι αποκαλύφθηκε από τον Θεό ότι θα μεταστείς από αυτή τη ζωή τρεις μήνες μετά τον παρελθόντα Σεπτέμβριο»… Να διαβάσει τέτοια λόγια, ταράχτηκε βαθιά ο καλλίνικος, και η προληπτικότητά του χτύπησε κόκκινο. Αύξησε την καταπόνηση του σώματός του, και δεν έβγαινε πια σχεδόν καθόλου από τον κοιτωνίσκο όπου κοιμόταν πάνω στη δορά της πάρδαλης, ακόμη και των Αχράντων Μυστηρίων εκεί μετελάμβανε, καλώντας ιδιαιτέρως έναν ιερέα. Ήλθε κατόπιν και η είδηση της άλωσης της Αντιόχειας, από τον στρατοπεδάρχη Πέτρο και τον ταξίαρχο Μιχαήλ Βούρτζη, οι οποίοι τη νύχτα της 27ης προς 28ης Οκτωβρίου σκαρφάλωσαν με σκάλες στα τείχη της πόλης, πήδηξαν μέσα, κατέσφαξαν τη φρουρά των Αγαρηνών πιάνοντάς τους κυριολεκτικά στον ύπνο, την πυρπόλησαν και κατέβαλαν σύντομα τους κατοίκους της. Αντί, όμως, ο βασιλιάς να χαρεί, όπως θα ήταν λογικό, επηρεασμένος από μια άλλη φήμη που κυκλοφόρησε, ότι αν η Αντιόχεια έπεφτε, θα πέθαινε κι ο ίδιος γρήγορα, η οποία φήμη είχε επαυξήσει πάρα πολύ τον φόβο για τη ζωή του, θύμωσε και τρόμαξε μαζί.
«Δεν τους έδωσα τέτοιες οδηγίες! Πήραν άσχημη πρωτοβουλία, εκθέτοντας το στράτευμα σε κίνδυνο, εν τη απουσία μου, οι αβέλτεροι!» έψεξε τους αρχηγούς της νίκης, και μες την τρικυμία του κρανίου του προέβη σε μια αψυχολόγητη ενέργεια, διατάζοντας να υποβαθμιστεί και ν’ αντικατασταθεί πάραυτα ο πάλαι ποτέ έμπιστός του Βούρτζης[2]. Φυσικά, αυτό εξόργισε τον έμπειρο αξιωματικό, και του προξένησε μίσος για τον στρατηγό και αυτοκράτορα, στον οποίο υπήρξε αφοσιωμένος.
«Ο άθλιος! Ξέπεσε πλέον, η εξουσία τον διέφθειρε και τον αποτρέλανε!» μούγκριζε, έχοντας ανακληθεί ήδη στην Πόλη, πριν προλάβει να αποτελειώσει την επισκευή και ενίσχυση των τειχών της Αντιόχειας, και το ψηλό γεροδεμένο του ανάστημα σειόταν ολόκληρο. «Τώρα θέλω κι εγώ όσο τίποτε άλλο να τον δω να πέφτει, να πάρω την εκδίκησή μου, στο πλευρό του Ιωάννη!»
Είπε, κι έφερε έναν γύρο στο δωμάτιο, σταυρώνοντας τις παλάμες στη βάση της σπονδυλικής του στήλης. Βρισκόντουσαν σ’ ένα μικρό σπίτι στο Πέραν, που ο Ιωάννης το είχε καταστήσει αρχηγείο της συνωμοσίας, και ανέμεναν την άφιξή του, μαζί με έναν άλλο στρατιωτικό που θα έπαιζε επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο.
«Εσύ τι λες, Λέοντα Πεδιάσιμε Βαλάντη;» στράφηκε έπειτα σε αυτόν τον έτερο σύντροφο. «Δεν του αξίζει μια τέτοια τιμωρία και πτώση; Ο Ιωάννης είμαι βέβαιος ότι, μόλις φορέσει τα βασιλικά πέδιλα και στεφθεί αυτοκράτορας, θα διορθώσει όλα τα ατοπήματα του θείου του, και θα αποκαταστήσει και εμάς τους φίλους του όπως μας πρέπει!»
«Λέω πως έχεις δίκιο, φίλτατε Μιχαήλ, άλλωστε εάν δεν πίστευα το ίδιο, δε θα συμμετείχα στο σχέδιό του» απάντησε ο Βαλάντης. «Ένα πράγμα με κάνει να θαυμάζω ακόμα ωστόσο… Πώς ο Ιωάννης συνέλαβε τέτοια μηχανή εναντίον του ίδιου του του θείου;»
«Ο Ιωάννης αδικήθηκε κατάφωρα από τον Νικηφόρο, φίλε Λέων, οργίστηκε… Και σε αυτές τις περιπτώσεις, το αίμα γίνεται εύκολα νερό, αν θέλει» επιχειρηματολόγησε ο Βούρτζης, σκύβοντας πάνω από το τραπέζι και θωρώντας τον με βλοσυρή σοβαρότητα. «Εγώ πάντως είμαι μαζί του, προσκυνώ την τόλμη και την καπατσοσύνη του, που την έχει αποδείξει κάμποσες φορές, και συντάσσομαι ανενδοίαστα στο πλευρό του για αυτή την επιχείρηση!»
Στο μεταξύ, ο Ιωάννης συνέχιζε τις ερωτικές επισκέψεις στη Θεοφανώ, μετά από μια μικρή διακοπή για να την ωθήσει στο να συναινέσει ευκολότερα, καθώς υπολόγιζε. Μάλιστα, άμα έλαβε κι από τα χείλη της τη βεβαίωση ότι θα τον ακολουθούσε, αύξησε και τη συχνότητα και την ένταση των επισκέψεων αυτών. Κι ύστερα από κάθε ακόλαστη μείξη, στην οποία η νεαρή αυτοκράτειρα παραδινόταν σαν να την περικύκλωνε η φωτιά και να μην έκανε καμιά προσπάθεια να ξεφύγει, μπλεγμένη πια για τα καλά στο τεχνουργικά υφασμένο δίχτυ του συνωμότη εραστή της, της αποκάλυπτε βήμα – βήμα και το όλο σχέδιο, ακροθιγώς βέβαια για να μην υπάρξει καμία περίπτωση να τρομοκρατηθεί, να κλωτσήσει και να τους τα χαλάσει, ανταμείβοντάς την συνάμα πλούσια, καθώς της υποσχέθηκε, για την πρώτη αυτή συμβολή της να κρύβει επιμελώς τους υποτακτικούς του…
«Θέλω να ρίξεις στάχτη στα μάτια του γέρου… Μετά απ’ όσα διαδόθηκαν ότι όπου να ’ναι θα πεθάνει, είμαι σίγουρος ότι αναθεωρεί και για την απόφασή του να με φέρει στην Κωνσταντινούπολη και να μου επιτρέψει να έρχομαι όποτε θέλω στα ανάκτορα, και δε μας συμφέρει αυτό» της υπαγόρευσε μια νύχτα, και το αλεπουδίσιο ένστικτό του είχε συλλάβει απίστευτα την πραγματικότητα της διάθεσης του θείου του. «Πες του ότι τάχα μια αρχόντισσα είναι ερωτευμένη μαζί μου και επιθυμεί να με παντρευτεί, ώστε να φανεί ότι αποδέχομαι όντως όσα μου ’δωσε και είμαι διατεθειμένος να ζήσω φρόνιμα» πρόσθεσε, και αυτά μετέφερε η Θεοφανώ στον Νικηφόρο, νιώθοντας μέσα της να την τσιγκλά ίδιο σουβλί η ενοχή.
«Ούτε ένα χρόνο δεν έχει που χήρεψε απ’ την πρώτη του γυναίκα, τη Μαρία Σκλήραινα» μουρμούρισε εκείνος, όταν το άκουσε. «Πώς θα ξαναπαντρευτεί;»
«Δεν είναι ανάγκη να συναφθεί τόσο άμεσα γάμος, βασιλιά μου» του εξήγησε, και ίδρωναν τα δέκα χεροδάχτυλά της όπως τα είχε κουμπώσει μεταξύ τους. «Να ρωτήσουμε πρώτα τον Ιωάννη εάν επιθυμεί κι αυτός τη σύζευξη με την ευγενική αυθέντρια, και αν πει το ναι, να το διευθετήσουμε αφότου συμπληρωθεί ο ενιαυτός από τον θάνατο της άτυχης Μαρίας…»
«Καλώς» αποφάνθηκε ξερά ο Νικηφόρος, και άλλο λόγο στο εξής δεν έκανε για το θέμα, κάτι που ανακούφισε τη Θεοφανώ. Και ο Ιωάννης όλο ερχόταν στο κλινάρι της, είχανε μπει οι ψυχρές νύχτες των αρχών του Δεκεμβρίου τώρα, επέλαυνε ο χειμώνας, καθώς ο Ήλιος διάβαινε τον αστερισμό του Τοξότη, και την έσπρωχνε όλο και βαθύτερα με τα καυτά του και φαρμακερά αγκαλιάσματα στη ζεματιστή πυρά της απωλείας της…
«Τη νύχτα της Παρασκευής 10 προς το Σάββατο 11, λοιπόν, του μήνα… Έτσι, αγάπη μου;» τη ρώτησε απόψε, ότι είχε τελειώσει την ερωτική πράξη, βρισκόμενος ακόμη από πάνω της.
«Ναι, ναι, τότε» ψέλλισε, και επανέλαβε μηχανικά, σαν μικρός μαθητής που αντέγραφε υπάκουα την τιμωρία του δασκάλου του στην κερωμένη πινακίδα: «Τη νύχτα της Παρασκευής 10 προς το Σάββατο 11 του μήνα…»

Λίνα Δώρου



[1] Οι δύο κόρες του Βόρι Β΄ της Βουλγαρίας που μνηστεύτηκαν τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο παραδίδονται στην ιστοριογραφία ανώνυμες και χωρίς κανένα στοιχείο για την ηλικία τους. Οι επιλογές συνεπώς των ονομάτων και των ηλικιών είναι αποκλειστικά δικές μου για το μυθιστόρημα.

[2] Για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά της πλοκής, διαλέγω να ακολουθήσω τη σχετική αφήγηση του Ιωάννη Σκυλίτζη στη Σύνοψη Ιστοριών, ενώ ο πιστότερος και κοντινότερος στα γεγονότα Λέων Διάκονος στην Ιστορία του παραδίδει ότι ο Νικηφόρος «χάρηκε και ανέπεμψε ευχαριστίες στον Θεό» για τ
ην κατάληψη της Αντιόχειας.