Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 34)

"Αν κάποιος ευθύνεται για όλα αυτά, τότε είναι εκείνος που έδωσε στην Κριστίν το μαγικό ξίφος, όχι εσύ!", επανέλαβε ο Άγγελος όταν η Χλόη έμεινε σιωπηλή. Ένας κόμπος είχε δημιουργηθεί στο λαιμό της και δεν έλεγε να φύγει.

Έπιασε μαλακά το πρόσωπό της και ένωσε τα μέτωπά τους, κλείνοντας τα μάτια του. "Σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου. Μην κάνεις σαν την Ιζαμπέλα", ψιθύρισε.

Η κοπέλα προτίμησε να μη μιλήσει, εξάλλου και να ήθελε, αυτός ο αναθεματισμένος κόμπος παρέμενε στο λαιμό της. Ήθελε να ρωτήσει ποια ήταν η Ιζαμπέλα, αλλά καταλάβαινε πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Και τότε θυμήθηκε πως αυτό ήταν το όνομα της πριγκίπισσας του μύθου των Ρόδων. Της καλύτερης φίλης της Κριστίν και μελλοντικής βασίλισσας. Θυμήθηκε ότι είχε διαβάσει κάποτε πως ήταν υπαρκτό πρόσωπο και αγαπητό από το λαό της. Δίκαιη και καλή, μετριόφρων και έξυπνη, πάντα με ένα χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό της. Έτσι την περιέγραφαν.

"Έτσι ήταν, κόρη μου", σχολίασε ο Σμαραγδένιος Δράκος μέσα στο κεφάλι της. "Την αγαπούσε ο απλός λαός, αλλά οι περισσότεροι από τους ευγενείς τη μισούσαν, γαιτί δεν έκανε τα θελήματά τους"

"Άγγελε", αναφώνησε η Χλόη και απομακρύνθηκε, ελαφρώς από το κράτημά του. "Πώς ήταν η πριγκίπισσα Ιζαμπέλα;"

Τα μάτια του φανέρωναν πολλά και ανάμεικτα συναισθήματα. "Ο λαός δεν μπορούσε να ζητήσει καλύτερη πριγκίπισσα. Ήταν γλυκιά, έξυπνη, όμορφη, μορφωμένη, λογική και πάει λέγοντας"

Τα χείλη της κοπέλας σχημάτισαν ένα 'ο'. Συλλογίστηκε πως θα ήταν η ζωή κάποιου που ήταν πρακτικά αθάνατος μέχρι πριν από είκοσι χρόνια. Μία λέξη της ερχόταν στο νου για να το περιγράψει όλο αυτό: πόνος.

"Αλλά αυτό ανήκει στο παρελθόν, πριγκίπισσα. Μη σκοτίζεις το όμορφο κεφαλάκι σου με πράγματα που έχουν τελειώσει προ πολλού", συμπλήρωσε και ένα θλιμμένο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του.

"Με συγχωρείς, αν ήμουν αδιάκριτη ή σου θύμισα γεγονότα που ενδεχομένως να ήθελες να ξεχάσεις", είπε εκείνη.

"Μην ανησυχείς, ωραία κοιμωμένη, όλα είναι μια χαρά"

Με το σμαραγδί της βλέμμα επεξεργάστηκε την έκφρασή του προσώπου του και θα υποστήριζε πως ο νεαρός είχε κοκκινίσει ελαφρώς. "Η έκφρασή σου άλλα λέει, όμως"

"Σαν τι, δηλαδή;", απαίτησε να μάθει εκείνος.

"Θλίψη, πόνος, μελαγχολία", απαρίθμησε η κοκκινομάλλα, κρατώντας το βλέμμα του στο δικό της.

"Τα ίδια που βλέπω κι εγώ σε εσένα. Συν το πείσμα"

"Συν το πείσμα", επανέλαβε η Χλόη και μεταξύ τους έπεσε μία άβολη σιωπή την οποία έσπασε ο Άγγελος.

"Ξέρεις", ξεκίνησε και πήγε πιο κοντά της. Έκλεισε διστακτικά την παλάμη της μέσα στη δική του κι εκείνη του έσφιξε το χέρι επιδοκιμαστικά. "Ήθελα να σε ευχαριστήσω"

"Να με ευχαριστήσεις; Για ποιο πράγμα;"

"Με βοήθησες πάρα πολύ αυτές τις μέρες, κι ας μην το είχα καταλάβει μέχρι σήμερα"

Η Χλόη έσμιξε τα φρύδια της και πήγε να μιλήσει, αλλά την πρόλαβε ο Άγγελος. "Με βοήθησες να θυμηθώ πώς είναι να έχεις συναισθήματα, Χλόη. Πώς είναι να νοιάζεσαι για κάποιον, ενώ τα είχα ξεχάσει όλα αυτά! Είχα ξεχάσει πως να είμαι άνθρωπος και πάλι" Έκανε μία παύση για να πάρει ανάσα. "Γι'αυτό σε ευχαριστώ που μπήκες στη ζωή μου"

Η κοπέλα τον κοιτούσε αποσβολωμένη. Αν ήταν λίγο πιο ευαίσθητη και έπαιζαν σε καμία ρομαντική ταινιά, αυτό θα ήταν το σημείο στο οποίο θα έβαζε τα κλάματα και θα έπεφτε στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Αντί αυτού, η Χλόη απλά είπε φωναχτά και τις δικές της σκέψεις. "Ξέρεις, κι εγώ πρέπει να σε ευχαριστήσω", του είπε δειλά.

"Γιατί; Περισσότερο κακό σου έχω κάνει, παρά καλό"

"Πρώτον, χθες ήσουν η μαριονέτα εκείνου του Λούκας, οπότε δε μετράει, και δεύτερον, άφησέ με να τελειώσω, σε παρακαλώ", δήλωσε η Χλόη και ο νεαρός έγνεψε καταφατικά, προτρέποντάς την να συνεχίσει. "Λοιπόν, με την ίδια λογική, κι εγώ θα πρέπει να σε ευχαριστήσω, Άγγελε. Μου θύμισες πώς είναι να σε νοιάζεται και να σε αγαπά κάποιος. Είσαι ο μόνος που έχω αφήσει να δει την αδύναμή μου πλευρά, την οποία προσπαθώ να κρύβω πίσω από το πείσμα μου.
Υποθέτω ότι και οι δύο μάθαμε κάτι καινούριο για εμάς μέσα από όλη αυτή την ιστορία"

Του χαμογέλασε γλυκά κι εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο, κάνοντας την καρδιά της να σκιρτήσει παιχνιδιάρικα και τα μάγουλά της να πάρουν φωτιά. Συνειδητοποίησε πως το λάτρευε αυτό το χαμόγελο, όπως και το σοκολατένιο του βλέμμα.

"Όντως", συμφώνησε ο Άγγελος, "θα έλεγε κανείς πως συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλον με αυτά που λέμε τόση ώρα" του ξέφυγε ένα μικρό γελάκι. "Σαν ένα ρομαντικό δράμα που το αγόρι και το κορίτσι ερωτεύονται στο τέλος, ή καλύτερα, τότε το συνειδητοποιούν"

Η Χλόη δάγκωσε το κάτω χείλος της και τα βλέμματά τους κλείδωσαν για μία στιγμή που τους φάνηκε αιώνας. Τοποθέτησε την παλάμη της στον καναπέ και ανασηκώθηκε ελαφρά. Πλησίασε το πρόσωπό της στο δικό του και του άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλη.
Χωρίς να χάσει ούτε δευτερόλεπτο, ο Άγγελος ανταποκρίθηκε στο φιλί της και πέρασε το ένα του χέρι γύρω από τη μέση της και την τράβηξε κοντά του. Την ένιωσε να χαμογελάει και έκανε και αυτός το ίδιο. Το φιλί τους έγινε πιο έντονο, πιο βαθύ, πιο παθιασμένο. Ήταν το φιλί δύο ψυχών που είχαν βρει το άλλο τους μισό.
Τα μπράτσα της βρισκόταν πλέον γύρω από το λαιμό του, τα δάχτυλά της χάιδευαν απαλά τα μαλλιά του.
Την έσφιξε πιο πολύ πάνω του και η μία του παλάμη μετακινήθηκε στο μάγουλό της.
Αποτραβήχτηκαν όταν είχαν ξεμείνει και οι δύο από αέρα και έπρεπε να πάρουν μία ανάσα για να ηρεμήσουν από την ένταση της στιγμής. Στα πρόσωπά τους ήταν κολλημένα ηλίθια χαμόγελα, τα μάτια τους πετούσαν φωτιές.
Η Χλόη έπεσε πάνω στο νεαρό, αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά κι εκείνος ανταπέδωσε την αγκαλιά, δίνοντάς της ένα απαλό φιλί στο μάγουλο. Και οι δύο ένιωσαν τα σπασμένα κομμάτια τους να μπαίνουν στη θέση τους, ένιωσαν μετά από καιρό να είναι ολόκληροι ξανά. Είχαν βρει το μέρος που ανήκαν πραγματικά.

***

Δευτέρα 26 Ιουνίου, 20:00
Ημέρα έκτη.

Έσβησε το μάτι της κουζίνας και τράβηξε την κατσαρόλα με τη σούπα από αυτό. Έβγαλε δύο πιάτα από το ντουλάπι πάνω απ'το κεφάλι της και δύο κουτάλια. Τα γέμισε με μία γενναιόδωρη ποσότητα αχνιστής κοτόσουπας και τα τοποθέτησε σε δύο μικρούς ξεχωριστούς δίσκους μαζί με δύο ποτήρια νερό.

"Ηλιάνα!", φώναξε τη φίλη της που βρισκόταν στο σαλόνι, "μπορείς να έρθεις να με βοηθήσεις με τους δίσκους, σε παρακαλώ πολύ;"

"Έρχομαιι!", φώναξε η Ηλιάνα και πήγε να βοηθήσει τη Μυρτώ. Πήρε στα χέρια της έναν από τους δίσκους και κατευθύνθηκε προσεκτικά προς το σαλόνι του διαμερίσματος του Κρίστοφερ.
Στους δύο καναπέδες ξάπλωναν τα αγόρια, ο καθένας με ένα τηλεχειριστήριο από την παιχνιδοκονσόλα στα χέρια και τα μάτια τους κολλημένα στην οθόνη της τηλεόρασης.

"Αγόρια!", αναφώνησε η κοπέλα με τα γυαλιά. "Αφήστε το παιχνίδι για λίγο, σας φέραμε φαγητό"

"Μισό λεπτό, είμαστε σε κρίσιμο σημείο", δήλωσε ο Κρίστοφερ χωρίς να την κοιτάξει.

"Θα κρυώσει η κοτόσουπα"

"Είστε σοβαρές; Σούπα μέσα στο κατακαλόκαιρο;", της αντιγύρισε ο Μαξ.

"Αν δε θες, μην την τρως, Μαξ!", επιτέθηκε η Μυρτώ. "Αλλά δεν έχει άλλο φαγητό"

"Μπορούμε πάντα να παραγγείλουμε"

"Ξέχνα το!", δήλωσε κοφτά. "Είστε τραυματισμένοι!"

"Τραυματισμένοι, όχι άρρωστοι, Μυρτώ μου!", απάντησε ο νεαρός με τα πράσινα μάτια.

"Μυρτώ, δες τους αχάριστους, βγάζουν και γλώσσα!", έκανε η Ηλιάνα. "Δε φτάνει που μπήκαμε στον κόπο να τους μαγειρέψουμε, οι κύριοι δεν το εκτιμάνε κιόλας αυτό!"

"Δεν είναι ότι δεν το εκτιμάμε, ηλιαχτίδα μου-"

"Απλά είστε ιδιότροποι", τον διέκοψε εκείνη.

Ο Μαξ πήγε να απαντήσει καταλλήλως, αλλά τον πρόλαβε ο Κρίστοφερ. "Εντάξει, νικήσατε, θα φάμε τη σούπα που φτιάξατε με πολύ αγάπη για εμάς", υποχώρησε και έκανε παύση το παιχνίδι. Άφησε το μαύρο τηλεχειριστήριο της κονσόλας δίπλα του και ανακάθισε με κόπο, μορφάζοντας από τον πόνο. Του Μαξ του ξέφυγε ένα γελάκι, το οποίο φρόντισε να το καλύψει βήχοντας. Κέρδισε ένα δολοφονικό βλέμμα από τον φίλο του και φόρεσε το πιο αθώο του χαμόγελο. "Να δω εσύ πως θα καθίσεις που είσαι σε χειρότερη κατάσταση από εμένα, Μαξ"

Ο βήχας του Μαξ τού κόπηκε μαχαίρι. "Ρουά ματ", είπε απλά.

Στο μεταξύ η Μυρτώ είχε καθίσει δίπλα στο αγόρι της και είχε πάρει στα χέρια της το πιάτο με την κοτόσουπα. Γέμισε το κουτάλι με σούπα και έκανε νόημα στον Κρίστοφερ να ανοίξει το στόμα του.

"Είσαι σίγουρη πως δεν καίει;"

"Ναι"

"Μπορείς να το φυσήξεις;", την ικέτεψε, όπως ένα τρίχρονο θα ικέτευε τη μητέρα του με ένα αγγελικό χαμόγελο κολλημένο στη φάτσα του.

"Τι κάνω η έρημη για την αγάπη", μουρμούρισε η κοπέλα με τα γκρι μάτια, αναστενάζοντας και φύσηξε τη σούπα στο κουτάλι. "Εντάξει, τώρα πασά μου;"

"Ναι"

"Εμένα δε θα με ταΐσεις σουπίτσα όπως κάνει η Μυρτώ στον Κρις;", παραπονέθηκε ο Μαξ, γυρίζοντας προς την Ηλιάνα, η οποία καθόταν στην πολυθρόνα, με το βλέμμα της οπουδήποτε αλλού εκτός από το ζευγαράκι.

"Χεράκια έχεις, Κερτς", του αντιγύρισε.

"Ναι, αλλά είμαι τραυματισμένος, βρε ηλιαχτίδα μου!"

"Στον εγκέφαλο απ'ότι φαίνεται, με μόνιμη βλάβη", του απάντησε με ένα διαβολικό χαμόγελο.

Εκείνος τοποθέτησε την παλάμη του πάνω στην καρδιά του και πήρε μία θιγμένη έκφραση. "Τώρα με πληγώνεις... Βλέπεις τα υγρά μου μάτια; Αυτά είναι τα δάκρυα της θλίψης!"

"Ποια δάκρυα της θλίψης, μωρέ; Μόνο κόκκινα είναι τα μάτια σου από τις πολλές ώρες που παίζατε αυτό το παιχνίδι στην τηλεόραση!"

"Ψέματα! Τα μάτια μου είναι κόκκινα από τα δάκρυα που έριξα για σένα", της αποκρίθηκε και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του.

"Εσύ αδικήθηκες παιδί μου, ηθοποιός έπρεπε να να ήσουν και όχι εκδικητής"

"Αυτά είναι τα πραγματικά μου συναισθήματα κι εσύ τα πλήγωσες!", είπε με δραματικό τόνο και έφερε την αναστροφή της παλάμης του στο μέτωπό του, κλείνοντας ταυτόχρονα τα γαλανά του μάτια.

"Σιγά εσύ, Δον Ζουάν! Πες μας πως θίξαμε και τον ανδρισμό σου να τα δω όλα!"

"Ω, μα τον έθιξες! Και μαζί με αυτόν και την υπερηφάνεια μου!"

"Τι έκανα, Θεέ μου, για να το αξίζω όλο αυτό;", αναρωτήθηκε φωναχτά η κοπέλα και έστρεψε τη ματιά της προς το ταβάνι.

"Με έκανες να κλάψω!"

"Τραυματίας, αλλά η γλώσσα σου ροδάνι πάει!", αναφώνησε η Ηλιάνα.

"Ε, εκείνο το σημείο παρέμεινε αλώβητο, όπως και κάποιο άλλο", αποκρίθηκε ο Μαξ και πήρε μία πονηρή έκφραση.

"Πρόσεξε μην πάθει τίποτα τώρα!"

"Με απειλείς, Ηλιάνα;"

"Ω ναι", απάντησε εκείνη και προσποιήθηκε πως τα νύχια της ήταν το πιο ενδιαφέρον πράγμα σε όλο το δωμάτιο. "Αν αυτό σε κάνει να σταματήσεις την πάρλα και να φας επιτέλους το φαγητό σου"

"Θα το φάω μόνο αν με ταΐσεις"

Τον αγριοκοίταξε και ύψωσε το ένα της φρύδι. "Τότε μείνε νηστικός"

"Δηλαδή θα με αφήσεις να λιμοκτονήσω;"

"Δε μου καίγεται καρφί", απάντησε, δίνοντας έμφαση σε κάθε της λέξη.

"Καλά, αυτά να τα λες όταν θα σε βάλω κάτω και-"

"ΜΑΞ!", φώναξε η Μυρτώ. "Θα φας τη σούπα σου, αδερφούλη μου, πριν σου φορέσω το πιάτο κολάρο;"

Ο Μαξ μαζεύτηκε έντρομος στη γωνίτσα του, ενώ ο Κρίστοφερ προσπαθούσε με δυσκολία να συγκρατήσει το γέλιο του. "Μάλιστα, στρατηγέ μου", ψέλλισε και ανακάθισε. Μόρφασε από τον πόνο, αλλά τελικά τα κατάφερε.

"Πονάς πολύ, Μαξ;", τον ρώτησε η Ηλιάνα με γνήσιο ενδιαφέρον κι εκείνος έγνεψε αρνητικά.

"Αυτό δεν είναι τίποτα, ηλιαχτίδα μου, μην ανησυχείς"

"Πώς τίποτα! Εσύ δεν μπορείς να κουνηθείς!", του αντιγύρισε. "Άσε με να σε βοηθήσω"

Πήρε το πιάτο στα χέρια της και κάθισε δίπλα του και όταν δεν τον έβλεπε ο Μαξ έκλεισε το μάτι στον Κρίστοφερ, ο οποίος λύθηκε στα γέλια. Η Ηλιάνα τον κοίταξε εκνευρισμένη και του πάσσαρε το πιάτο. "Γαϊδούρι!", μουρμούρισε, καταλαβαίνοντας πως την είχε κοροϊδέψει για να κάνει το θέλημά του.

"Προτιμώ τον όρο 'ημίονος', ακούγεται πιο κομψό", αποκρίθηκε και της χαμογέλασε.

Η Ηλιάνα δε μίλησε, απλά έμεινε να τον κοιτάει θυμωμένη.

"Ω, έλα βρε Ηλιάνα μου, το ξέρω πως καταβάθος μ'αγαπάς!", παραπονέθηκε και της τσίμπησε το μάγουλο.

"Πιάσε πάτο, καλύτερα! Και σταμάτα να μου τσιμπάς τα μάγουλα!"

Εκείνος, όμως έκανε πως δεν την άκουσε και συνέχισε. "Το ξέρω πως είμαι η αδυναμία σου!"

"Δεν είσαι!"

"Είμαι!"

"Καλά, ό,τι πεις, Μαξ", του αντιγύρισε εκνευρισμένη και ο νεαρός γέλασε ελαφρά.

"Αφού το ξέρεις ότι μου αρέσει να σε πειράζω, βρε κουτό", της ανακάτωσε τα μαλλιά με την παλάμη του και η κοπέλα σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της, κάνοντας σαν πεντάχρονο. Μόνο καπνούς δεν έβγαζε από τα αυτιά της.

"Μου χαλάς τα μαλλιά", είπε αργόσυρτα.

Εκείνος άφησε το πιάτο πίσω στο χαμηλό τραπέζι και άνοιξε τα χέρια του όσο πιο πολύ του επέτρεπαν τα τραύματά του. "Έλα 'δω, μικρό"

Η κοπέλα τον κοίταξε καχύποπτα.

"Έλα να σε αγκαλιάσω. Δε θα κάνω τίποτα, άλλο, αλήθεια!"

"Καλά", μουρμούρισε η Ηλιάνα και χώθηκε προσεκτικά στην αρκουδίσια αγκαλιά του Μαξ κι εκείνος στερέωσε το πιγούνι του στο κεφάλι της.

"Ώρες ώρες απορώ πως και δεν είναι ακόμα ζευγάρι", αναρωτήθηκε ο Κρίστοφερ φωναχτά.

"Κι εγώ την ίδια απορία έχω", συμφώνησε η Μυρτώ.

"Να σας υπενθυμίσω πως έχω τον Ζικ;", έκανε η Ηλιάνα, χωρίς να κουνηθεί από το κράτημα του νεαρού με τα γαλανά μάτια. "Και πως είμαστε πολύ αγαπημένοι;"

"Ναι, ναι, το γνωρίζουμε αυτό", είπε η φίλη της.

"Απλά εγώ είμαι ο παράνομος δεσμός της", δήλωσε περιπαιχτικά ο Μαξ και άφησε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της Ηλιάνας.

"Η Σόνια τα γνωρίζει αυτά, Μαξ; Ή να της τα πω εγώ; Να μην σπαταλάει άδικα το χρόνο της η κοπέλα μαζί σου, αφού έχεις σχέση", είπε ο Κρίστοφερ και ο νεαρός τον κάρφωσε με το βλέμμα του.

"Ποια είναι η Σόνια, Μαξ;", ρώτησαν ταυτόχρονα τα δύο κορίτσια.

Ο νεαρός αναστέναξε, κατανοώντας πως αν ήθελε τόσο τη σωματική, όσο και την ψυχική του υγεία, έπρεπε να τους τα πει όλα. Αλλιώς δε θα τον άφηναν σε χλωρό κλαρί. Κι έτσι τους τα είπε, ξεκινώντας από τη μέρα που πήγε στην καφετέρια όπου δούλευε η Σόνια.
Ξανθίππη Γιωτοπούλου