Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 18 - Ασράι)

Οι δυο αρσενικοί με έσερναν προς την μεγαλόπρεπη πύλη του βασιλείου τους. Μέχρι να σηκώσω το κεφάλι μου ψηλά, είδα και άλλες νεράιδες, οπλισμένες με διαφόρων ειδών λεπίδες αντί για χέρια, να συνοδεύουν τον Κάιν και τους ιππότες. Ο Λαχάρ βρισκόταν ξαπλωμένος πάνω στο άλογο του ενός και δεν έλεγε να κουνηθεί. Κίνησα προς το μέρος του με την καρδιά μου να σφυροκοπά στο στήθος μου, μα οι φρουροί με επανέφεραν απότομα στη θέση μου.
Πέρασα μπροστά από τον πρίγκιπα και τους ιππότες και ο Κάιν μου έριξε ένα θανατηφόρο βλέμμα πριν στραφεί αλλού. Έπρεπε να του είχα πει ότι είχε προηγηθεί ολόκληρη ιστορία με τις Ασράι. Δεν έπρεπε να του το κρύψω. Μα τώρα δεν ωφελούσε σε τίποτα να τρώγομαι με το παρελθόν και το τι θα μπορούσα να έχω κάνει. Τώρα είναι ανάγκη να δούμε πως θα βγούμε ζωντανοί από αυτό το μπέρδεμα. Πώς θα βγω εγώ ζωντανή. Ο Κάιν και οι ιππότες του θα λειτουργήσουν ως πρεσβεία για την συμμαχία και την τελετή. Προσπάθησα να διακρίνω από πίσω του τον Λαχάρ, μα δεν τα κατάφερα. Η ομίχλη τον είχε αγγίξει και είχε κλέψει το μυαλό του. Δεν είχα ακούσει ποτέ για θεραπεία από κάτι τέτοιο. Όλες οι περιπτώσεις που είχα συναντήσει κατά καιρούς οδηγούνταν στο βέβαιο θάνατο.

Κοίταξα τη πλούσια πύλη του βασιλείου. Όσες φορές είχε πατήσει στα εδάφη των Ασράι, δεν είχα μπει μέσα στο βασίλειο. Πάντα οι φρουροί έπεφταν θύματα στα χέρια μου. Η πύλη ήταν λευκή σαν τον πάγο και είχε την ίδια κρυστάλλινη υφή. Τόσο λεπτή και εύθρυπτη φάνταζε. Τα πάντα πίσω της σχηματίζονταν θαμπά και δεν κατάφερνες να διακρίνεις πολλές λεπτομέρειες. Στο πάνω μέρος της πύλης ορθώνονταν δυο πυργίσκοι με δυο φρουρούς ο καθένας, ενώ κατά μήκος της πύλης, το γαλάζιο τρεχούμενο νερό, σχημάτιζε αυλάκια πάνω της για να καταλήξει σε μια φαρδιά τάφρο. Στη μέση της πύλης, έλαμπε επιβλητικό το έμβλημα των Ασράι. Μια μικρή νεράιδα με μακριά κατάλευκα μαλλιά ως τα πόδια της, η πρώτη βασίλισσα των Ασράι, και με λυγισμένη την πλάτη σαν τόξο να υψώνει στο ένα της χέρι μια καρδιά. Από αυτή έρεε γαλάζιο υγρό που πλημμύριζε το στόμα της νεράιδας και κάλυπτε σα ποτάμι με διακλαδώσεις το άλλο της χέρι στο οποίο κρατούσε το ιερό στιλέτο των νεράιδων. Εκείνο το οποίο πότισαν με το αίμα τους όλοι οι αρχαίοι αρχηγοί για να σφραγίσουν την συμφωνία ειρήνης και εκείνο που τώρα ανήκει στο άγαλμα της βασίλισσας, στην καρδιά του Μαύρου Δάσους.

Η Βασίλισσα Νάιδα με ένα της νεύμα διέταξε τους φρουρούς να ανοίξουν την πύλη και να ρίξουν την κρεμαστή γέφυρα. Εκείνοι χτύπησαν μερικούς σταλακτίτες πάνω από το κεφάλι τους και η πύλη άνοιξε χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, αποκαλύπτοντας ένα τεράστιο απόλυτα λευκό τοπίο που οδηγούσε σε ένα ύψωμα. Οι προσωπικοί μου φρουροί με τράβηξαν, βγάζοντάς με από την ονειροπόληση και συνέχισαν να περπατούν γοργά. Μόλις περάσαμε την πύλη, ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα από την απότομη αλλαγή. Ο αέρας ήταν τόσο κρύος που με δυσκολία μπορούσα να ανασάνω. Ακόμη και τους πνεύμονές μου τους ένιωθα εντελώς παγωμένους και αχρηστεμένους. Παρόλο που φορούσα ζεστά ρούχα, άρχισα να τουρτουρίζω και οι αρσενικές νεράιδες εκατέρωθέν μου γέλασαν.

Ανεβήκαμε αργά και καρτερικά το ύψωμα και όταν φτάσαμε στην κορυφή του, σταθήκαμε λίγο περιμένοντας τη Βασίλισσα να μας συναντήσει, δίνοντάς μου άπλετο χρόνο να θαυμάσω το τοπίο. Ήταν ένας τεράστιος κατάλευκος κάμπος γεμάτος διάσπαρτα γαλάζια, κοντά σχετικά, σπιτάκια, με σταγονόσχημες σκεπές. Στο κέντρο αυτής της αταξίας βρισκόταν ένα τετράγωνο σιντριβάνι που από κάθε πλευρά του ξεκινούσαν λευκά, χαλικόστρωτα δρομάκια και μπλέκονταν ανάμεσα στα σπίτια, αφήνοντας λεπτές διακλαδώσεις μπροστά από τις εισόδους των οικιών. Όλα φαίνονταν τόσο φωτεινά. Μου έκανε εντύπωση μιας και ήξερα ότι τις Αράι ο ήλιος τις σκοτώνει. Κοίταξα τον ουρανό και αντίκρισα ένα τεράστιο γυάλινο θόλο από γαλαζωπό πάγο. Αυτός δεν άφηνε το φως του ήλιου να αγγίξει το δέρμα τους. Κατά κάποιο τρόπο προστάτευε τις νεράιδες προσφέροντας ένα παρόμοιο κρύο φως. Γύρισα πάλι προς τα κάτω. Από παντού ξεφύτρωναν δεντράκια και θάμνοι που άντεχαν στο κρύο, μα ήταν καλυμμένα σε μεγάλο τους σημείο από τον πάγο. Νεαρές νεράιδες πετούσαν γύρω-γύρω στην πόλη τους και έπαιζαν η μια με την άλλη. Ακριβώς πίσω από τα σπίτια, πάνω σε ένα παχύ λόφο, βρισκόταν το κρυστάλλινο κάστρο της Βασίλισσας, το οποίο το περικύκλωνε μια άλλη τάφρος. Μόλις μας έφτασε η Βασίλισσα, χτύπησε τα φτερά της και άρχισε να μιλά σε μια παράξενη γλώσσα. Αν ήταν γλώσσα. Γιατί στα αυτιά μου έφτανε μια γάργαρη μελωδία από απαλούς στη γλώσσα ήχους. Το χτύπημα των φτερών της μου θύμισε τον Χάρου. Τον είχα στείλει να πετά πάνω από το Μαύρο Δάσος και αν τυχόν συναντούσαμε δυσκολίες να παραμείνει σε επιφυλακή και να περιμένει σήμα μου. Του είχα εμπιστοσύνη να περάσει απαρατήρητος στο βασίλειο και άντεχε το κρύο για να επιζήσει. Όλο και κάποιο άνοιγμα θα έβρισκε.

Όταν η Βασίλισσα Νάιδα σταμάτησε να μιλά, είχε μαζέψει από κάτω μας έναν ολόκληρο στρατό από Ασράι. Μας κοιτούσαν παραξενεμένες, αλλά όλες υποκλίθηκαν μόλις η Βασίλισσά τους σήκωσε το χέρι της. Για να το στρέψει αμέσως μετά προς εμένα. Οι φρουροί με ανάγκασαν να πέσω στα γόνατα, πιέζοντας τα μπράτσα μου δυνατά και πατώντας τους ώμους μου προς τα κάτω. Σύριξα από τον ελαφρύ πόνο του πληγωμένου μου ώμου και σχεδόν μύρισα το αίμα της ανοιχτής πλέον πληγής.

«Λαέ της ιερής φυλής των Νεράιδων. Λαέ των περήφανων προγόνων. Λαέ των Ασράι! Σήμερα έχω την χαρά να σας ανακοινώσω πως βρέθηκε η δολοφόνος του είδους μας και την έχω εδώ μπροστά μου!» αναφώνησε η Βασίλισσα και αμέσως όλος ο κάμπος ξέσπασε σε ζητωκραυγές και ιαχές νίκης. Δεν έλειψαν και τα μουγκρητά θυμού και απόγνωσης.

Η Βασίλισσα των Ασράι σήκωσε πάλι το χέρι της, σταματώντας οποιαδήποτε συνομιλία και ψίθυρο, για να καταφέρει να συνεχίσει:

«Όπως αρμόζει λοιπόν στον τίμιο λαό μας, η δολοφόνος θα κριθεί και θα δικαστεί, όπως έπρεπε να έχει ήδη γίνει στο Βασίλειο της Σεβέλ. Μα εδώ καταπατά τα δικά μας εδάφη η αμαρτωλή αυτή ψυχή και θα αφήσω πάνω σας την τιμωρία της. Θα κατέβουμε ετούτη την πλαγιά και θα ακούσω από το δικό σας στόμα, την απόφαση για την εγκληματία!».

Και κάπως έτσι ξεκίνησε η κάθοδος μας. Μόλις φτάσαμε στο ίσιωμα, οι νεράιδες στέκονταν η μια δίπλα στην άλλη και μας πετούσαν διάφορες φράσεις που πιο πολύ με όμορφο τραγούδι έμοιαζαν. Οι απόψεις διέφεραν. Το καταλάβαινα από τους ανόμοιους ήχους. Μα οι περισσότεροι ταίριαζαν και δεν ήξερα ποιο ήταν το αποτέλεσμα. Οι νεράιδες δεν ήταν γνωστές για τις εκτελέσεις τους, μα για τα βασανιστήριά τους. Μπορεί να ήταν φαινομενικά αθώες, μα στην ψυχή ήταν σιχαμένα όντα. Όταν φτάσαμε στο σιντριβάνι οι μελωδίες ήταν ίδιες. Όλες. Δε ξέφευγε καμία από τον ηχητικό ταίριασμα της άλλης.

Η Βασίλισσα Νάιδα γύρισε σε εμένα και με ένα τεράστιο χαμόγελο μου ανακοίνωσε την ποινή μου.

«Στην αρένα!» δήλωσε και όλες οι νεράιδες φώναξαν ευχαριστημένες.

Μετά την απόφαση των Ασράι, ο Κάιν πλησίασε γρήγορα τη Βασίλισσα για να την πείσει να αλλάξει άποψη και να με αφήσει ελεύθερη γιατί το μέλλον όλων κρεμόταν από πάνω μου. Η Νάιδα απάντησε ως εξής:

«Αν βγει ζωντανή από την Αρένα, θα σε ακούσω πρίγκιπα».

Και αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσα και είδα. Δηλαδή σχεδόν το τελευταίο, γιατί μια πέτρα έκανε βουτιά στον αέρα και με χτύπησε κατακούτελα. Μετά όλα μαύρισαν.

Ξύπνησα μέσα σε ένα ιδιαίτερα φανταχτερό κελί. Πώς κατάλαβα ότι ήταν κελί. Επειδή με το που άνοιξα τα μάτια μου ήρθα αντιμέτωπη με τα γυαλιστερά, λεία, παγωμένα κάγκελα που δεν φαίνονταν εύκολα στο σπάσιμο. Σηκώθηκα όπως όπως και ακούμπησα το κούτελό μου. Ποιος αναθεματισμένος πέταξε την πέτρα; Ένα μικρό καρούμπαλο είχε σχηματιστεί και στήριξα το ζεστό εκείνο σημείο στα κάγκελα. Η πολυπόθητη ανακούφιση δεν άργησα να έρθει.

«Μπα, μπα! Παίδες! Για κοιτάξτε ποια μας ήρθε!» ακούστηκε μια βραχνή φωνή. Η πιο σιχαμένη που είχα ακούσει και ήξερα σε ποιον ακριβώς ανήκε. Σήκωσα το βλέμμα μου επάνω για να αντικρίσω στην απέναντι ακριβώς πλευρά τον Ματωμένο Τζακ. Τον πιο σιχαμένο πειρατή που είχε την ατυχία κάθε βασίλειο να γνωρίσει και το κάθε μπουντρούμι να φιλοξενήσει. Πώς στο καλό έφτασε ως εδώ; Κόλλησε το πρόσωπό του στα κρύα κάγκελα και μαζί με κάνα δυο άλλους πειρατές του πληρώματός του με κοιτούσαν και χαμογελούσαν πλατιά. Ήθελα να ξεράσω και μόνο που έβλεπα τα πρόσωπά τους, τώρα με ανάγκαζαν να υποστώ και το μαρτύριο των σάπιων εναπομεινάντων δοντιών.

«Μα τι τιμή να πατώ τα ίδια εδάφη με την άκρως εξευτελιστική σας Εξοχότητα!» είπα όσο πιο χαρούμενα μπορούσα.

Το χαμόγελο χάθηκε από τα χείλη τους μονομιάς και ο καπετάνιος των άχρηστων άρχισε να κοπανά τα κάγκελα με δύναμη και στο τέλος έφτυσε προς το μέρος μου:

«Σιχαμένη!».

Έκανα λίγο πίσω για να μη με πετύχει το μίασμα και στερέωσα την πλάτη μου στον γυαλισμένο τοίχο. Όπου και να γυρνούσα δεν έβλεπα τίποτα παρά μόνο μια θαμπάδα. Το σίγουρο ήταν ότι βρισκόμασταν αρκετά ψηλά.

Ξεφύσησα και προσπάθησα να αγνοήσω τον χαμό που έκαναν οι πειρατές. Που ήταν οι φρουροί να τους βάλουν στη θέση τους; Ταυτόχρονα, δεν είχα τι να κάνω από το να προσμένω την ώρα που θα έβγαινα από εδώ μέσα. Δυστυχώς δεν μπορούσα να το σκάσω μιας και αυτό θα ήταν ό, τι χειρότερο για τον Κάιν και για όλους μας. Αν θέλαμε να επιζήσουμε από την Κάλιντα, έπρεπε να ακολουθήσω τους νόμους των Ασράι. Κοινώς, βαριόμουν.

«Λοιπόν; Πώς τα καταφέρατε και καταλήξατε εδώ;» ρώτησα τον Ματωμένο Τζακ.

Ο παχουλός πειρατής, ρεύτηκε και οι άλλοι δύο πειρατές γέλασαν. Έξυσε λίγο την τεράστια κοιλιά του και έκατσε πιο άνετα στο έδαφος.

«Θα σου κάνω την χάρη να σου πω! Αφού κατάλαβα, καθυστερημένα, ότι μια τιποτένια κλέφτρα μου πήρε το πουγκί με τα λεφτά μου, αποφάσισα να σε δώσω στο παλάτι και να πάρω ορισμένο από το ποσό, επειδή σε κάρφωσα. Άκουσα ότι ήταν το κάτι άλλο, εκείνο το κυνήγι που εξαπέλυσαν» άρχισε να λέει και ένιωσα το αίμα μου να βράζει. Αυτό το απόβρασμα ήταν ο λόγος που έτρεχα συνέχεια τον τελευταίο καιρό και δεν μπορούσα να ηρεμήσω; Έσφιξα τα δόντια μου. Βέβαια θα έπρεπε να τον ευχαριστώ κατά κάποιο τρόπο, γιατί αν δεν ήταν εκείνος, τώρα δε θα γνώριζα τίποτε για την Κάλιντα και το ότι μπορώ να χωρίσω την ψυχή της από το κορμί μου. Και πάλι όμως με τσάτισε ο ηλίθιος.

«Κάτι που μετάνιωσα λίγο, μιας και η μια νεράιδα δεν ήταν αρκετή για τον σκοπό που την ήθελα και έτσι έπρεπε να πάρω και άλλες. Εσύ ήσουν φυλακισμένη στο παλάτι και εγώ είχα μείνει να βγάλω το φίδι από την τρύπα. Κίνησα λοιπόν, μαζί με τους γενναίους μου άντρες να βρούμε και άλλες Ασράι. Οι οδηγίες που είχαμε για το βασίλειο, δε μας προϊδέασαν για τίποτα σαν και αυτό. Βρήκαμε τις νεράιδες, αλλά ποιος να μας το έλεγε ότι ήξεραν και μπορούσαν να αμυνθούν; Μας έπιασαν και μας πέταξαν εδώ μέσα, να περιμένουμε την ποινή μας».

«Ήξερα ότι δε σου έκοβε πειρατή, αλλά δεν γνώριζα ότι ήσουν τόσο βλάκας. Ποιός πλησιάζει έτσι απλά τις νεράιδες;» αναρωτήθηκα στο τέλος της ιστορίας του.

«Εδώ, δεν μπορείς να μιλήσεις εσύ μικρή μου. Στην ίδια μοίρα είμαστε».

Έστρεψα το κεφάλι μου, ώστε να έχω μια πιο καθαρή εικόνα του προσώπου του, κάτι που μετάνιωσα αμέσως.

«Δε θα είσαι μόνη σου στην αρένα».


Ella Sarlot