Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 7)

Πώς έφτασα μέχρι εδώ; Όλες μου οι αναμνήσεις, όλη η υποτιθέμενη ζωή μου ήταν απλώς ένα παιχνίδι του μυαλού μου. Φοβάμαι ότι εάν ξυπνήσω τελείως, δε θα είμαι αυτό που νομίζουν όλοι. Φοβάμαι πως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Πολύ φοβάμαι ότι θα χάσω. Τα πράγματα είναι πολύ μπερδεμένα στο μυαλό μου. Οι αναμνήσεις μου μου λένε ότι δεν είμαι πραγματικά ο κακός της υπόθεσης. Αλλά οι αναμνήσεις της Ντόροθη με παρουσιάζουν ως τέρας.
Κοιτάζω την Εχεκράτεια δίπλα μου και μου χαμογελάει. Παρόλο που ξεκουράστηκε πολύ λίγο, το χρώμα στο πρόσωπό της επανήλθε πλήρως. Απίστευτο! Πόση δύναμη και μυστικά έχει μέσα του αυτό το κορίτσι; Κάθε φορά με εκπλήσσει. Έχει τόσες πολλές γνώσεις, αλλά μου κρατάει μυστικά, το νιώθω. Δε μου λέει τα πάντα και αυτό δε με βοηθάει. Άραγε έκανα καλά που την εμπιστεύτηκα; Μου κάνει νόημα να πιάσω το χερούλι της πόρτας για να την ανοίξω.
«Λοιπόν. Χάρηκα που σε γνώρισα. Ήσουν τελικά πολύ καλή σύντροφος στο ταξίδι μου» της λέω ενώ πιάνω με το δεξί μου χέρι το χρυσό και κρύο πόμολο. Η Εχεκράτεια αντί για να απαντήσει βάζει τα γέλια. Την πιάνει νευρικό γέλιο και διπλώνεται στα δύο. Μετά από λίγο, σηκώνει το κεφάλι της και, αφού σκουπίζει τα δάκρυά της, με κοιτάει, χασκογελώντας ακόμη σιγά.
«Νόμιζες ότι θα μπεις μόνος σου; Νόμιζες ότι ήρθα μέχρι εδώ για το τίποτα;» μου λέει ενώ γελάει ακόμα. Την κοιτάζω με απορία.
«Σε παρακαλώ πολύ. Δεν έχω καταφέρει ακόμα να σε ξυπνήσω. Όταν βεβαιωθώ ότι πέτυχα τον στόχο μου, τότε θα έρθει η ώρα να με αποχαιρετήσεις» μου λέει ενώ το βλέμμα της γίνεται ειρωνικό και παιχνιδιάρικο. Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που θέλει να με ξυπνήσει; Είμαι σίγουρος ότι κάτι ξέρει αλλά δε θέλει, ή δεν μπορεί, να μου το πει. Όμως, αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει κανένας άλλος να με βοηθήσει, μονάχα εκείνη. Είναι η μόνη που μπορώ να εμπιστευτώ, έστω και λίγο.
«Ξεροκέφαλη» της λέω. Δεν κρατιέμαι και βάζω τα γέλια με τη σειρά μου. «Πολύ καλά. Κέρδισες και πάλι» της λέω καθώς η αλήθεια είναι πως δε θέλω να την αποχωριστώ.
«Τι έγινε, Μάξι; Μήπως αρχίζεις και με ερωτεύεσαι;» μου λέει με ένα σαρδόνιο χαμόγελο και συνειδητοποιώ ότι άκουσε αυτό που μόλις σκέφτηκα για τον αποχωρισμό μας.
«Σου είπα να το σταματήσεις αυτό!» της λέω φανερά εκνευρισμένος.
«Καλά! Καλά... Δε θα το ξανά κάνω. Άντε τώρα άνοιξε!» μου λέει και βάζει το χέρι μου ξανά πάνω στην πόρτα. Χαμογελάω και μαζί ανοίγουμε την πύλη.
Ένα εκτυφλωτικό φως μας περικλείει και δροσερός αέρας βγαίνει από μέσα. Παίρνω βαθιά ανάσα και πιάνω το χέρι της για να μην τη χάσω. Το άγνωστο με τρομάζει. Όπως όλους μας νομίζω… Αλλά δεν έχω τίποτα να χάσω. Όλα με οδηγούν προς ένα μονοπάτι και εγώ πρέπει να το ακολουθήσω. Δεν ανήκω εδώ πλέον. Το νιώθω μέσα στο αίμα που κυλάει στις φλέβες μου. Νιώθω διαφορετικός. Δεν έπρεπε εξαρχής να είμαι εδώ. Κάνω το πρώτο βήμα και μπαίνουμε ταυτόχρονα μέσα στην πύλη. Μια δίνη φωτός και ενέργειας με ρουφάει μέσα της. Ένας άλλος κόσμος ξεκλειδώνεται στο μυαλό μου και έτσι ξαφνικά βρίσκομαι σε ένα κενό.
Ναι, σωστά, κενό. Ένα μαύρο χαώδες κενό. Όταν ήμουν μικρός, κοίταζα τα αστέρια και χανόμουν μέσα στο σύμπαν και στα χρώματά του. Σκεφτόμουν όλο αυτό το χάος έξω από τη Γη και τρελαινόμουν στην ιδέα ενός άπειρου αριθμού. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι σε ένα άπειρο κενό. Δεν υπάρχει αέρας… Ούτε ζωή… Ούτε ενέργεια… Τίποτα! υπάρχω μονάχα εγώ και δύο γιγάντιες πύλες. Η μια είναι φτιαγμένη από χαλκό και είναι σκαλισμένη με όλων των ειδών έργα τέχνης. Στην κορυφή είναι το δέντρο της ζωής και στις ρίζες του διαγράφονται χαλκογραφίες από πολέμους μεταξύ ανθρώπων. Μετάξι αγγέλων και δαιμόνων. Είναι απερίγραπτη η ομορφιά του.
Η άλλη πόρτα βρίσκεται ακριβώς από πάνω αλλά είναι χρυσή. Δεν μπορώ να διακρίνω τι είναι σκαλισμένο πάνω της, καθώς βρίσκεται πολύ μακριά. Δεν μπορώ να τη φτάσω, ούτε και να μπω σε αυτή. Η Εχεκράτεια μάλλον βρίσκεται και εκείνη στο ίδιο μέρος, μόνη της. Η χάλκινη πόρτα ανοίγει και στο κέντρο της βλέπω μια πολιτεία. Είναι σαν ένα τεράστιο ερείπιο, σε καφέ, χρυσές, μοβ και κόκκινες αποχρώσεις. Ο ουρανός φαίνεται να είναι στο σούρουπό του και δεν υπάρχει πουθενά δέντρο ή φυτό. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μπαίνω μέσα, και το απόλυτο κενό γεμίζει με τον κόσμο μπροστά μου. Δεν έχει ζέστη. Δεν κάνει κρύο. Δεν υπάρχει αέρας, ούτε νερό τριγύρω. Είναι ένας απαίσιος κόσμος. Δίπλα μου βρίσκεται η Εχεκράτεια πεσμένη στο χώμα. Ανοίγει τα μάτια της και πετάγεται τρομαγμένη όρθια.
«Τα καταφέραμε;» ρωτάει ενώ το βλέμμα της πέφτει πάνω μου. Της χαμογελάω και κουνάω θετικά το κεφάλι μου. Ξαφνικά σοβαρεύει και κοιτάζει γύρω της.
«Τελικά είναι όλα έτσι όπως τα περίμενα». Τι εννοεί; «Εννοώ ότι βρισκόμαστε σε ένα μέρος μεταξύ της ζωής και της μεταθανάτιας ζωής. Δεν υπάρχει πουθενά πραγματική ζωή. Είμαστε στο μεταίχμιο» μου λέει περιμένοντας να καταλάβω τι εννοεί ο ποιητής. Κοιτάει απηυδισμένη τον ουρανό.
«Τι δεν καταλαβαίνεις ακριβώς; Εδώ υπάρχουν ψυχές που είναι φυλακισμένες. Δε συμβαίνει τίποτα εδώ. Οι ψυχές δε ζουν, ούτε και καταλαβαίνουν ότι δε ζουν» μου λέει ενώ σκουπίζεται από το χώμα.
«Και τότε γιατί ήρθαμε εδώ;» τη ρωτάω συνειδητοποιώντας ότι δεν ξέρω καν τι ψάχνω πραγματικά.
«Για να βρούμε την πύλη που θα μας πάει στον επόμενο κόσμο! Για τι άλλο; Τώρα είμαστε στη μέση, στην πρώτη πύλη. Πρέπει να βρούμε τη δεύτερη». Μα η δεύτερη πύλη ήταν μπροστά μας, πάνω από αυτή την πύλη. Δεν την είδε;
«Τι εννοείς;» με κοιτάει με ένα μεγάλο ερωτηματικό στα μάτια της.
«Πρώτα από όλα σταμάτα να διαβάζεις το μυαλό μου» είπα και ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Είδα τη χρυσή πύλη πάνω από τη χάλκινη πριν από λίγο» συνέχισα.
«Ποια χρυσή; Ποια χάλκινη;» με ρωτάει ενώ αρχίζει να σκέφτεται κάτι.
«Εσύ… Δεν τις είδες;» τη ρωτάω αργά, αφήνοντάς την να ολοκληρώσει τις σκέψεις της.
«Δεν το πιστεύω ότι η πύλη ήταν μπροστά σου και ήρθες εδώ!» μου λέει ενώ με αρπάζει από τον γιακά και με ταρακουνάει.
«Τι κάνεις; Είσαι τρελή;» είναι η δεύτερη φορά που λέω τρελή αυτή την κοπέλα. Μήπως τελικά έχει λίγο τρέλα μέσα της; «Αν θες να ξέρεις, δεν μπορούσα να μπω. Ήταν πολύ ψηλά και για να φτάσω χρειαζόμουν σκάλα ή....»
«Φτερά...» με συμπληρώνει ενώ συνεχίζει να σκέφτεται. Πολύ θα ήθελα να διαβάζω και εγώ το μυαλό της, για να καταλαβαίνω τι περνάει από εκεί μέσα τέλος πάντων!
«Και να το διάβαζες δε θα καταλάβαινες πολλά» συμπληρώνει στις σκέψεις μου.
«Σου είπα σταμάτα!»
«Καλά. Καλά. Κάνε ησυχία τώρα» με διακόπτει πριν καν τελειώσω την πρότασή μου.
«Πρέπει να βρούμε ξανά την πύλη και να πάμε στη χρυσή αυτή τη φορά» μου λέει ενώ κατευθύνεται απότομα προς την πόλη.
«Και πώς ακριβώς θα δεις εσύ την πύλη που πριν από λίγο δεν ήξερες καν πού είναι; Ο μόνος λόγος που το έμαθες, είμαι εγώ. Εγώ την είδα!» της λέω και την ακούω να μουρμουρίζει εκνευρισμένη ενώ την ακολουθώ.
«Δεν ξέρω. Αλλά θα βρω τη λύση. Το δύσκολο κομμάτι δεν είναι αυτό. Το δύσκολο κομμάτι είναι ο χρόνος» Τι εννοεί πάλι; Έχουμε χρόνο. Περνάει λίγη ώρα και απλώς περπατάμε γρήγορα προς κάτι μικρά σπίτια.
«Μπορώ να κάνω δύο ερωτήσεις;» της λέω ειρωνικά. Έπρεπε να τα είχε εξηγήσει μόνη της. Αλλά μάλλον μόνο για εμένα ήταν δεδομένο κάτι τέτοιο.
«Αν δεν είναι χαζές και επιτρέπεται να σου απαντήσω ναι. Αλλιώς κράτα τες για τον γυρισμό» Τι έχει πάθει; Ξεφυσώ αλλά επειδή θέλω να μάθω πρέπει να ρωτήσω.
«Τι εννοούσες πριν ότι το πρόβλημα είναι ο χρόνος;» της λέω ενώ προχωράω λίγο πιο γρήγορα για να έρθω κοντά της.
«Εννοώ ότι εδώ δεν υπάρχει χρόνος και δεν ξέρω σε πόσο καιρό θα ξανά δούμε την πύλη. Μπορεί να είναι στα επόμενα «λεπτά», μπορεί όμως να νιώσεις ότι έχει περάσει αιώνας». Έχει δίκιο. Παρόλο που έχει περάσει τόση ώρα, ο ουρανός είναι ακόμα στο σούρουπο. Δεν αλλάζει τίποτα. Εμείς μπορεί να νιώθουμε χρόνο, γιατί τον έχουμε δημιουργήσει. Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, τουλάχιστον όχι εδώ.
Μπαίνουμε βαθιά μέση στην πόλη. Ησυχία παντού. Άνθρωποι βρίσκονται στα μπαλκόνια τους και κοιτάνε το τίποτα ή περπατάνε στους δρόμους αργά χωρίς προορισμό. Είναι μια πόλη ζωντανών νεκρών. Δε μιλάνε, δεν κάνουν κάτι συγκεκριμένο. Δε ζουν… Είναι ανατριχιαστικό. Όσο πιο πολλούς ανθρώπους βλέπω, με αυτό το νεκρό βλέμμα, τόσο πιο πολύ χαίρομαι που δεν έβαλα την Ντόροθη εδώ μέσα. Γιατί εμείς δεν είμαστε έτσι; Γιατί νιώθουμε και έχουμε ακόμα μυαλό στο κεφάλι μας; Οι ερωτήσεις μου δεν αργούν να απαντηθούν. Ενώ περνάμε μπροστά από μια κυρία και τον γιο της, τους βλέπουμε να μιλούν μεταξύ τους. Σταματώ και κατευθύνομαι προς το μέρος τους.
«Μαμά! Ένας ζωντανός!» φωνάζει ο μικρός και με δείχνει με το δάχτυλό του. Η γυναίκα πετάγεται πάνω και μπαίνει μπροστά από τον μικρό προστατευτικά.
«Δεν είναι ζωντανός... Φύγε! Δεν έχουμε πεθάνει ακόμα εμείς!» μου λέει η γυναίκα απειλητικά και η Εχεκράτεια με τραβάει μακριά τους. Μα τι έγινε;
«Όσοι βρίσκονται εδώ για πολύ καιρό, και δεν έχουν έρθει από τον κόσμο των νεκρών, τρελαίνονται σταδιακά. Λογικό δεν είναι; Τα ζόμπι που βλέπεις είναι πράγματι νεκροί. Αυτοί είναι άνθρωποι που βρήκαν την πύλη και ήρθαν να σωθούν. Αλλά τελικά βρήκαν χειρότερη μοίρα» Αν ισχύει αυτό, τότε γιατί η Μαρία ήθελε να φέρω εδώ την Ντόροθη;
«Η άλλη ερώτηση που είχες;» με ρωτάει ενώ συνεχίζει και με τραβάει μακριά. Α ναι! Η δεύτερη ερώτηση!
«Τι ακριβώς ψάχνουμε; Εννοώ πώς θα ξυπνήσω ακριβώς;» τη ρωτάω και, χωρίς να με κοιτάξει, κάνει μια κίνηση στον αέρα σαν να πιάνει κάτι.
«Ο κεραυνός του Δία» μου λέει και συνειδητοποιώ ότι κάνει αναπαράσταση ενός αγάλματος του Διός στην Ελλάδα.
«Τι εννοείς; Του γνωστού Δία; Του αρχαίου θεού;» τη ρωτάω και τη σταματάω. Θέλω να με κοιτάξει. Κουνάει θετικά το κεφάλι της σαν να είναι τελείως φυσιολογικά όσα λέει.
«Τα μαγικά είναι τόσο πολλά και ισχυρά που δεν μπορώ να κάνω πολλά. Ο κεραυνός του Δία είναι το πιο ισχυρό όπλο που φυλάσσεται στο σύμπαν. Εάν έρθεις σε επαφή μαζί του, κάθε είδος μαγείας που υπήρξε ποτέ θα φύγει από πάνω σου» μου εξηγεί και σταματάει. Νιώθω πως ήθελε να συνεχίσει, αλλά πίεσε τον εαυτό της να συγκρατηθεί.
«Και πού ακριβώς θα βρούμε αυτόν τον κεραυνό;»
«Μα στη γη των αγγέλων φυσικά. Όλα τα εκλεκτά όπλα και οι φωτισμένοι άνθρωποι πάνε εκεί» μου λέει και δείχνει τον ουρανό. Φοβάμαι ότι πράγματι είναι τρελή τελικά.
«Κοίτα εάν με θεωρείς τρελή γύρνα πίσω στη Γη και ξέχνα και πάλι ποιος πραγματικά είσαι. Εγώ έφτασα μέχρι εδώ και θα βρω την άκρη» μου λέει και αρχίζει και τρέχει περιμένοντας να την ακολουθήσω.
«Εντάξει! Θα σε ακολουθήσω! Αλλά πώς θα πάμε στη χρυσή πύλη;» φωνάζω ενώ τρέχουμε διασχίζοντας την πόλη.
«Δε θα πάμε εμείς στην πύλη! Η πύλη θα έρθει σε εμάς! Τρέξε!»


Παρασκευή Γκύζη