Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 13 - Ελ Νικφούρ)

Ελ Νικφούρ[1]
Μπορεί ο Νικηφόρος να ’ταν άγαρμπος και μπουνταλάς στα θέματα της κλίνης κι η Θεοφανώ να πέρασε έναν εφιάλτη την πρώτη νύχτα του γάμου τους, η αγάπη του όμως για κείνην και ο έρωτάς του ο γεροντικός ήταν και παρέμεναν αληθινά κι ευγενικά. Και με τη δύναμη αυτών των αισθημάτων του, αμέσως μετά τη σύζευξή τους, της δώρισε άφθονα φορέματα και κοσμήματα, και εκτός αυτού διάλεξε από τα κτήματα της οικογένειάς του στην Καππαδοκία και της χάρισε τα πιο εύφορα και εύκαρπα και εύχυμα στο λατρευτό του όνομά της. Δεν αρκούσαν, ούτε εδύναντο βέβαια, σε καμιά περίπτωση τα υλικά αγαθά για να κάνουν τη νεαρή αυγούστα να αγαπήσει ξαφνικά τον δεύτερο και αναγκαστικό της σύζυγο, ωστόσο προσπάθησε να δείχνει ευγνώμων και να μην τον κακοκαρδίζει, γιατί εκτός από τα χρόνια του και τη μορφή του, τίποτα άλλο στραβό δεν του έβρισκε. Φρόντιζε όμως να αποφεύγει επιμελώς κάθε πιθανότητα δεύτερης απεχθούς συνεύρεσης, όπως ο διάβολος το λιβάνι, αφού έτσι κι αλλιώς η λευκότητα του γάμου είχε μια φορά ακυρωθεί, και ξεφυσούσε με ανακούφιση, οσάκις, μπαίνοντας στο κουβούκλι της, έβρισκε τον Νικηφόρο βαθιά αποκοιμισμένο να ρέγχει, κι αναστέναζε μαζί πικρά, προτού σβήσει το λυχνάρι της…

Ο αυτοκράτορας πλέον στρατηγός διαχείμασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου, σαν να ’χε λησμονήσει μεμιάς όλη του την πρότερη ασκητικότητα και εγκράτεια, διοργάνωνε δείπνους και συμπόσια και παρακολουθούσε θεάματα στον Ιππόδρομο, χωρίς ωστόσο διόλου να παραμελεί να προπονείται σκληρά και συστηματικά για τα έργα του πολέμου. Και όταν πια ο χειμώνας άρχιζε να υποχωρεί για τα καλά, δίνοντας τη θέση του για άλλη μια χρονιά στην άνοιξη, του σωτηρίου έτους 964, ο Νικηφόρος έκρινε πως ήταν ώρα να εκστρατεύσει κατά των Αράβων της Κιλικίας, οργανώνοντας παράλληλα και ναυτική επιδρομή απέναντι στους ομοεθνείς τους στη Σικελία, την αρχηγία των δυνάμεων της οποίας θα ανέθετε στον ανιψιό του τον Μανουήλ, νόθο γιο του Λέοντα Φωκά, και τον δρουγγάριο του στόλου πατρίκιο Νικήτα. Θέλησε ο δομέστικος να τον συντροφεύσει και η Θεοφανώ σε αυτή την επιχείρηση, και όταν εκείνη το άκουσε από το στόμα του, κάθε άλλο παρά χάρηκε:
«Βασιλιά, τι λες; Πώς να αφήσω εγώ, γυναίκα, μάνα και αυτοκράτειρα, το Παλάτι και την Πόλη και να σε συνοδεύω στις λυκοποριές και τις πεδιάδες της Ασίας; Έχω μικρά παιδιά, και όλοι οι υπηρέτες του οίκου μας από τις εντολές μου κρέμονται…»
«Θα σου επιτρέψω να πάρεις τα τέκνα σου μαζί σου, αυγούστα, τα οποία κι εγώ το ξέρεις πολύ καλά ότι αγαπώ και νοιάζομαι… Και τους υιούς σου, και τη θυγατέρα σου, και όσους πιστούς δούλους και δούλες θες κοντά σου να σε θεραπεύουν, και για τη διαχείριση του οίκου μη σκοτίζεσαι…»
Τα ’βαλε κάτω η Θεοφανώ, τα μέτρησε, και κατέληξε ότι πιο συμφέρον της ήταν να ακολουθήσει τον Νικηφόρο, όσο και να μην το ήθελε. Αν έμενε πίσω μόνη της, είχε τον Βασίλειο Λεκαπηνό αλλά και τον Πολύευκτο να καραδοκούν, συν τον κάθε τυχόν επίδοξο συνωμότη που μπορεί να σχεδίαζε να τη βλάψει, οι υποστηρικτές του Βρίγγα δε θα είχαν εξαλειφθεί τελείως από τη Βασιλεύουσα και τα περίχωρά της… Της μπήκε ωστόσο και η υποψία η φαρμακερή, μήπως ο Νικηφόρος δεν την εμπιστευόταν και επέμενε να την έχει μαζί του, για να είναι σίγουρος; Μα σάμπως πάλι γιατί να συνέβαινε αυτό; Εκείνη δεν τον κάλεσε, όταν τα πράγματα σκούρυναν, με τη δική της προτροπή εν μέρει και τις δικές της ευχές δεν ωθήθηκε ως τον θρόνο, και η ίδια δεν του είπε πως δεχόταν να τον παντρευτεί, έχοντας με τεράστιο ψυχικό κόστος ζυγιάσει και σταθμίσει τα πάντα;..
Όπως και να ’χε, πάντως, όταν ξεκίνησε η αυτοκρατορική πομπή από τη Βασιλεύουσα για την Καππαδοκία, όπου ο Νικηφόρος θα συγκέντρωνε τα φουσάτα του, επιβιβάστηκε η Θεοφανώ στην άμαξά της, κρατώντας στο ένα της χέρι τον Βασίλειο που πρόσφατα είχε κλείσει τα έξι και στην αγκαλιά της την Άννα, που μόλις τότε γινόταν ενός έτους και δε μπορούσε να βαδίσει ακόμα. Δίπλα της ακολουθούσε μουτρωμένος κάπως κι ο Κωνσταντίνος, αυτή η ανεξήγητη για την τετράχρονη κοντά ψυχή του προτίμηση που έδειχνε η μητέρα του στον μεγάλο αδελφό του τον έκανε να ζηλεύει, δίχως όμως απ’ την άλλη να γκρινιάζει ανοιχτά ή να επιτίθεται και να αποζητά την προσοχή της. Ο Βασίλειος, ωστόσο, ήταν πάντα καλός και καταδεκτικός με το αδελφάκι του, και η περίσσια αγάπη που έδειχνε η μανούλα του σε κείνον και την Άννα δεν τον έκανε να νιώθει ανώτερος απέναντί του. Αχώριστη από την κυρά της και η πατρικία ζωστή η Ευφροσύνη η Ταρωνίτισσα, μονάχη, αφού οι θυγατέρες της μείνανε φυσικά πλάι στους άντρες τους και στα σπιτικά τους, και η φροντίδα των μικρών βασιλόπουλων έγινε ολότελα και δική της μέριμνα, όσο διήρκησε το ταξίδι, αλλά και όταν πλέον ο Νικηφόρος, περνώντας στην Κιλικία, εγκατέστησε τη νεαρή σύζυγό του με την ακολουθία της στο Δρίζιον, ένα φρούριο γερό, πολιτεία ολόκληρη, για να συνεχίσει από κει και πέρα μόνος του, ως άνδρας και αυτοκράτωρ και πολέμαρχος, τον τραχύ δρόμο της επέλασης.
«Ευφροσύνη, χρειάζομαι τη συνδρομή σου» της είπε μια μέρα, κι ήταν το βλέμμα της ανήσυχο. «Είναι ένα θέμα που απ’ τη μια ντρέπομαι να το ξεστομίσω, από την άλλη όμως δε μπορώ να το χειριστώ μόνη μου…»
«Τι είδους συνδρομή είναι αυτή, κυρά μου; Πες μου, ξέρεις ότι εγώ πάντα σ’ ακούω σαν μάνα, και σ’ ο τι θες θα σε βοηθήσω πρόθυμα…»
«Έχω την εχεμύθειά σου;»
«Αν την έχεις, λέει; Δε θα ’πρεπε καν να το ρωτάς αυτό!» τη μάλωσε τρυφερά η πατρικία. «Μα πες μου τώρα, κόρη μου, πες μου τι σε βασανίζει… Γνοιασμένη πολύ σε θεωρώ και αναστατώνομαι!»
Στέναξε η Θεοφανώ, έτριψε μεταξύ τους δυο στιγμές τα χέρια της αμήχανα, μια ξεσμίγοντας και μια ξανασφαλώντας τα χείλη της. «Ευφροσύνη» μίλησε τέλος, ατενίζοντας κατάματα τη μεγάλη γυναίκα. «Ο Νικηφόρος, την πρώτη νύχτα του γάμου… με άγγιξε…»
«Σε άγγιξε; Δηλαδή… τον πάτησε τον όρκο του, που ’λεγε ότι ο γάμος σας θα έμενε λευκός!»
«Όχι, δεν πάτησε κανέναν όρκο, γιατί δεν τον πήρε και ποτέ του… Φταίω κι εγώ που δεν τον εδέσμευσα, που δεν του ξεκαθάρισα ότι όντως δεν ήθελα τη συνουσία μαζί του, και να οριστικοποιούσα τη λευκότητα του γάμου! Τώρα όμως το κακό έγινε, αν και άπαξ μοναχά, αλλά φοβάμαι μήπως οψέποτε επιθυμήσει ξανά τη σάρκα μου, και άμα δε μπορέσω να τον αποφύγω…»
«Ρίχνε του υπνωτικό, Θεοφανώ μου, νάρδο, παπαρουνόσπορο… Να αποκοιμιέται και να λησμονάει την όποια του επιθυμία να πασπατεύει το κορμάκι σου το αγγελικό, ο γέρο – τράγος, συγχώρα με Θεέ μου! Μ’ αρέσει που το ’παιζε και ασκητής, κοσμοκαλόγερος…»
«Μην τον βρίζεις, Ευφροσύνη, μου φέρεται καλά…»
«Αν σου φερόταν καλά, δε θα σ’ έτρεχε μαζί του και θα σε κλείδωνε στα κάστρα! Αχ, κοριτσάκι μου, πού έμπλεξες; Έχε χάρη που ο Νικηφόρος είναι αποδεκτός και λαοφίλητος και πρόθυμος να σας προστατέψει εσένα και τα παιδιά σου, αλλιώς εσύ άλλο όφελος από αυτόν ως σύζυγο δεν έχεις… Ω και να ζούσε ο ποθητός σου ακόμα, ο Ρωμανός, και θα ’βλεπα την όψη σου καθημερνά να λάμπει!»
«Έτσι έπρεπε να γίνει» αποκρίθηκε με ένα ψέλλισμα σιγανό η Θεοφανώ, που η ενθύμηση του Ρωμανού την είχε αυτομάτως βαριά μελαγχολήσει. «Δε δύναμαι πλέον να αλλάξω τίποτα… Μόνο προσεύχομαι να μη μου φέρουν ποτέ οι ορέξεις του Νικηφόρου καμιά κύηση απρόοπτη, γιατί…»
«Κύηση; Αυτό τρέμεις λοιπόν, κυρά μου; Μα τι δύναμη μπορεί να έχει πια το σπέρμα ενός άντρα αχαμνού, που επιπλέον βαίνει ολοταχώς προς τα γεράματα; Κράτα τον μακριά σου, κι αυτό φθάνει!»
«Δεν ξέρω, μάνα μου, φοβάμαι… Ένας φόβος ανεξήγητος, παράλογος σχεδόν, κι όμως υπαρκτός, κρυμμένος μες στα φυλλοκάρδια μου, να ανασαλεύει… Για τούτο κι εσύ φρόντισε, σε παρακαλώ, να μου τον κατευνάσεις! Ψώνιζε απήγανο, κι ο τι άλλο βοτάνι και φάρμακο και μέσο γιατρικό ξέρεις που να σταματά τη γκαστριά, έχε το να μου το δώσεις, αν ποτέ ο Νικηφόρος…»
«Θα αμαρτήσουμε έτσι, κι εγώ κι εσύ!»
«Ευφροσύνη! Κατανοείς τη σοβαρότητα του πράγματος;; Έχω δυο γιους στεμμένους βασιλείς, διαδόχους νόμιμους του θρόνου, και αρνούμαι κατηγορηματικά να τους εκθέσω σε τέτοιας λογής φοβερό κίνδυνο! Ποιες αμαρτίες λοιπόν μου τσαμπουνίζεις; Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, στην κυριολεξία, να μην υπάρξει η παραμικρή πιθανότητα να με γκαστρώσει εκείνος!»
«Εντάξει, εντάξει, κόρη μου… Θα κάνω ο τι θες εσύ, συ είσαι η αυθέντριά μου και οφείλω να σε υπακούω στα θελήματά σου…»
Καλοκαίρι σωστό ήταν, τον πρώτο καιρό εκείνο που διέμενε η Θεοφανώ με τα παιδάκια της στο Δρίζιον, Ιούλιος μήνας. Οι κάτοικοι του κάστρου, μόλις έμαθαν ότι κόνευε η εικοσιτριάχρονη αυτοκράτειρα στα μέρη τους, αρχίσαν και συνέρρεαν κοντά της, άλλοι απλώς περίεργοι να δουν την εξαίσια, περίφημη ομορφιά της, άλλοι για να της κουβαλήσουνε και δώρα και να της υποβάλουνε τα σέβη τους, άλλοι για να την υπηρετήσουν. Γέμισε το ενδιαίτημά της εσθήτες ποικιλόχρωμες μεταξωτές, σμαραγδοπράσινες, ιώδεις, άλικες, γαλάζιες, κίτρινες, ροδόχροες, και πέπλα και μαφόρια στις ίδιες φανταχτερές αποχρώσεις, που ύφαναν οι λιγοστές μεγαλοκυράδες του Δριζίου με τις δούλες τους και έβαλαν πάνω τους τον ουρανό με τα άστρα από κεντίδια, για χάρη της αυγούστας· στραφτάλισε ο τόπος από τα επίχρυσα και τα επάργυρα βραχιόλια, περιδέραια και σκουλαρίκια που μαστόρεψαν οι χρυσοχόοι και αργυροχόοι, και ποτίστηκε η ατμόσφαιρα γαργαλιστικές μυρωδιές από τα πλούσια φαγιά που ετοίμαζαν καθημερινά για κείνη: ζεστά μοσχοβολιστά ψωμιά και πίτες και πλακούντες, ζυμωμένα με το πρώτο αλεύρι της χρονιάς, όρνιθες μονθυλευτές[2], κρασάτα λαγομαγειρεύματα, μονόκυθρον[3]
«Να μη σου λείψει τίποτα, δέσποινα, σαν να είσαι στο παλάτι σου!» της εξηγούσαν την τόση τους φροντίδα, και η Θεοφανώ δεν πρόφταινε να μοιράζει ευχαριστίες, να κάνει κι αυτή αντιδωρήματα στον κόσμο απ’ τα σεντούκια της, μέχρι να ακροάται τα παράπονα του πιο φτωχού λαού κυρίως και τις διευκολύνσεις που γύρευαν από τον Νικηφόρο, και να υπόσχεται ότι θα του τις μεταβιβάσει χαρτί και καλαμάρι. Ένιωθαν μειονεκτικά οι αγρότες και μικροτεχνίτες του κάστρου που δε μπορούσαν κι αυτοί να προσφέρουν λαμπρά ρεγάλα στη βασίλισσα, όμως ένα ήταν το κοινό τους με τους προύχοντες: σε όσους της φτωχολογιάς ή της αρχοντιάς τής δουλεύανε εθελούσια με κάθε τρόπο, αρκούσε η καλοσύνη που εξέπεμπε διάχυτα, ο καλός ο λόγος που ήτανε πάντοτε στο κοραλλένιο στόμα της, και το χαμόγελο που απλόχερα μοίραζαν τα χείλη της και έκανε τη φεγγοβολή των μελανών ματιών της αξέχαστη σε όποιον την αντίκριζε, άντρα ή γυναίκα, τόσο που φτάσανε να ψιθυρίζουν μεταξύ τους με έκσταση πως τέτοια μορφή θεία δε θα μπορούσε κανείς να την ιστορήσει και να την περιγράψει, ούτε να τη σκαλίσει σε ανάγλυφο και να τη χρωματίσει με την κηρομαστίχη ή να τη συνθέσει πάνω σε ψηφιδωτό… Υπήρξαν βέβαια κι εκεί οι γλώσσες οι κακές, οι φθονερές, που ερευνούν παντού να βρουν το άτιμο και το ψεγάδι, οι οποίες λαλήσανε ότι τα ισόθεα κάλλη της νιότης της Θεοφανούς, που δεν τα χωρούσε ο λογισμός τους και τους υπερέβαινε, ήτανε πλάνα κι αμαρτωλά και προσωπίδα μάγισσας, την οποία χρησιμοποιώντας ξετρέλανε κάποτε τον χαροκόπο βασιλέα Ρωμανό και τώρα, αλίμονο, και τον βασιλέα Νικηφόρο τον Φωκά, γιατί πώς αλλιώς ένας άνδρας του πολέμου, στρατηλάτης, και ασκητής του κόσμου, που τον υμνούσανε οι γενναίοι του απανταχού της Ανατολής, δέχτηκε να ανεβεί στον θρόνο και να περιβληθεί την τρυφηλή πορφύρα, και νυμφεύτηκε μάλιστα αυτήν τη διαβολικά ωραία γυναίκα, αντί να την κλειδαμπαρώσει στο μοναστήρι; Και δυστυχώς πολλοί και αλλού παρόμοια πιστέψανε, και διεφημίσθη περί αυτής ο λόγος, δίχως σε τίποτα να φταίει η Λάκαινα αυγούστα…
«Κυρά μας, θέλω να σου χαρίσω αυτό» την πλησίασε και της είπε μια μέρα ντροπαλά ένα κοριτσάκι ως δέκα χρόνων, μελαχρινούλι και γλυκόθωρο. «Έμαθα πως έχεις θυγατέρα, και σκέφτηκα πως θα ’θελε πολύ ένα παιχνίδι…»
Και φέρνοντας μπροστά τις χουφτίτσες της, αποκάλυψε ένα μικρό πήλινο ομοίωμα ανθρώπου, μια τοσοδούλικη πλαγγόνα.
«Τι όμορφο!» αναφώνησε η Θεοφανώ, βλέποντάς το. «Εσύ το έφτιαξες, μικρή μου; Δε νομίζω…»
«Όχι, βασίλισσα, ο θείος μου που είναι κεραμεύς το έφτιαξε» αποκρίθηκε η παιδούλα και ερυθρίασαν τα μαγουλάκια της, ενώ η ηρωίδα μας περιεργαζόταν το κουκλάκι.
«Σου… σου αρέσει, δέσποινα;»
«Πολύ! Θα το κρατήσω σίγουρα για την Άννα μου… Ο θείος σου είναι δεξιός τεχνίτης!» βεβαίωσε το παιδί με ένα χαμόγελο. «Μα πες μου εσύ, κοράσι μου καλό, ποιο είναι το όνομά σου και ποιοι οι γονείς σου;»
«Αναστασία με λέγουν… Ο πατέρας μου λέγεται Υπάτιος, είναι στρατιώτης και έφυγε να πολεμήσει μαζί με τον βασιλιά Νικηφόρο… Κι η μάνα μου είναι η κυρά Ευμολπία…»
«Αναστασία…» επανέλαβε σχεδόν από μέσα της η Θεοφανώ, μόλις της συστήθηκε η μικρή, και αυτόματα τον εαυτό της θυμήθηκε, έτσι όπως ήταν το κορίτσι που έστεκε ομπρός της μελαχρινό και αδυνατούλικο, όταν μεγάλωνε σ’ ένα φτωχό πανδοχοκαπηλειό της Σπάρτης. «Λες να ’ναι σημάδι από τη Μοίρα;..»
«Αναστασία! Τι κάνεις; Μη ενοχλείς την αυτοκράτειρα!» ακούστηκε μια φωνή, και μια πολύ νέα γυναίκα έτρεξε και έπιασε τη μικρή.
«Συγχώρα, αυγούστα, τούτη την απρέπεια! Η κόρη μου καμιά φορά γίνεται υπέρ το δέον αυθόρμητη, και καταντά αναιδής…»
«Καμιά αναίδεια δε διέκρινα εγώ στη θυγατέρα σου, Ευμολπία, ίσα – ίσα» αντείπε η Θεοφανώ μειδιώντας. «Πήρε μάλιστα την πρωτοβουλία να μου δωρίσει ένα νινίο πήλινο για να παίζει η δική μου κόρη…»
«Τι; Αναστασία, είσαι ανόητη!» κατσάδιασε η μεγάλη Δριζιώτισσα το τέκνο της. «Τι να το κάνει ένα τόσο ευτελές παιγνίδι η βασιλοπούλα Άννα, η κόρη της βασίλισσας; Αχ, θα σου τραβήξω το αυτί να σ’ το ξεριζώσω, μα την Παναγία!»
«Γυναίκα, φτάνει!» την έκοψε με ήπια αυστηρότητα η νεαρή αυτοκράτειρα. «Δε με δυσαρέστησε σε τίποτα η κόρη σου, κάθε άλλο, και το παιγνίδι που μου χάρισε για την Άννα μου διόλου ευτελές δεν είναι, γιατί το έκανε με όλης την καρδιά, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να το κρατήσει για δικό της…»
Και χαμογέλασε με τρυφεράδα στο κοράσι, που από την κατσάδα της μάνας του είχε λουφάξει μουλώνοντας το κεφαλάκι του και παίζοντας τα δαχτυλάκια του νευρόσπαστα, παρέτοιμο να βάλει τα κλάματα κι ας ήταν σε ηλικία πιο προχωρημένη από του νηπίου.
«Έλα, Αναστασία» του μίλησε, σκύβοντας τον λυγερό κορμό της για να ’ρθει στο ύψος του, και της χάιδεψε λίγο τα μαλλάκια, που τα ’χε πλεγμένα σε κοτσίδες. «Μη λυπάσαι, όλα εντάξει… Και σε αντάλλαγμα για το μικρό σου δώρο, θα δώσω στη μητέρα σου κατιτίς για σένα, για τα προικιά σου!»
«Αλήθεια;» στρογγύλεψε τα ματάκια της η Αναστασία.
«Ναι! Κάτι πολύ ωραίο, που σαν γίνεις κοπέλα της παντρειάς και το φοράς, θα τα θαμπώνεις τα παλικάρια και θα τρέχουν να ζητούν το χέρι σου! Σ’ το υπόσχομαι…»
Έμεινε για λίγο άλαλο το κοριτσάκι, εκστατικό σαν μαγεμένο. «Μπορώ… να σε ασπαστώ, αυγούστα;» πρόφερε ύστερα με συστολή πολλή, που έβαφε το προσωπάκι της κατακόκκινο.
«Μπορείς!» καταδέχτηκε η Θεοφανώ απρόσμενα, και άφησε το μάγουλό της να το ψαύσουν απαλά, σαν πεταλούδα που κάθεται για μια απειροελάχιστη στιγμή στον δείκτη του χεριού, τα παιδικά χειλάκια, μα η συγκίνηση που αγροίκησε εντός της ήταν πολύ βαθιά…


Όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, ο Νικηφόρος αλώνιζε την Κιλικία και σκορπούσε στους Άραβες τον τρόμο. Πρώτα είχε επιχειρήσει να καταλάβει την Ταρσό, αυτή τη σπουδαία και πολυάριθμη πόλη με τους δυνατούς μαχητές, που καθώς ήταν άριστα οχυρωμένη με τείχος δυσθεώρητο και εφοδιασμένη από πριν με όλα τα απαραίτητα υλικά αγαθά, επεδείκνυε αντοχή στην πολιορκία του αυτοκράτορα και τον αποκλεισμό που της έκανε. Είχαν άλλωστε και το μεγάλο φυσικό τους όπλο οι Ταρσείς Αγαρηνοί, τον Κύδνο ποταμό, τον οποίο σε περίπτωση που του εφορμούσαν, τον εξέτρεπαν και τον δρομολογούσαν όλον μες την τάφρο του τειχιού, με αποτέλεσμα αυτή να πλημυρίζει νερό μέσα σε μια μονάχα ώρα. Στρατοπέδευσε λοιπόν ο Νικηφόρος και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να παραδώσει την Ταρσό στο λιμό, να την εξασθενήσει, όμως οι εχθροί του, πεποιθότες στην υλική τους εξάρτυση, την οχύρωση και τον ποταμό, διόλου δεν πτοούνταν και δεν έπτυσσαν μπροστά στις ρωμαϊκές φάλαγγες, αλλά αντιθέτως κοκορεύονταν και μεγαλύνονταν και σκύβοντας από τις ντάπιες εξύβριζαν και χλεύαζαν στη λαλιά τους τον καλλίνικο, που δεν ίσχυε να τους κάμψει. Κι αφού είδε και απόειδε εκείνος ότι δεν ήταν η Ταρσός ευάλωτη, και αφού έχασε πολλούς γενναίους του στα ξαφνικά γιουρούσια των απογόνων της παιδίσκης, πήρε απόφαση και μετεστράφη, και προτίμησε ν’ αλώσει τα κοντινά φρούρια στην περιβάλλουσα εξοχή της πόλης, το οποίο και πέτυχε. Τα Άδανα, τα Ανάβαρζα, η Ρωσός, πέσαν’ το ένα μετά το άλλο στα τραχιά του χέρια – άλλωστε η ανατολική μεριά της Κιλικίας, η λεγομένη Πεδιάδα, που τη χωρίζει από την ορεινή και άφυτη δυτική το όρος Καλύκανδρος, είναι τόπος ομαλός και εύφορος, και τα στρατεύματα του Νικηφόρου κινούνταν εύκολα και η λεία που αποκόμισαν ήταν πλουσιότατη – και προελαύνοντας συνεχώς έφθασε ο στρατηγός βασιλιάς τη Μοψουεστία. Στην αρχή, κι εκεί τα βρήκε σκούρα, αφού οι Άραβες αντιμάχονταν σθεναρά τον ρωμαϊκό στρατό, εκτοξεύοντας πυρφόρα βέλη και βαριά λιθάρια, όσο ο Νικηφόρος χτυπούσε με τις ελεπόλεις. Άμα περιέδραμε το λοιπόν ο αυτοκράτορας την πόλη και εξέτασε τους πύργους της και τα θεμέλιά τους, αποφάσισε να μεταχειριστεί ένα στρατήγημα παρόμοιο με αυτό που του απέφερε στους κόλπους του τον Χάνδακα: πρόσταξε δηλαδή τους σκαπανείς του να υποσκάψουνε τα θεμέλια των πύργων, ξεκινώντας από τις όχθες του εγγύς ποταμού Πύραμου, νύχτα για να μην τους πάρουνε χαμπάρι οι βάρβαροι, και να πετάνε το χώμα στο ρεύμα του. Έτσι κλούβιασαν οι πύργοι, και έχασκαν ετοιμόρροποι πάνω στα ξύλα τους, κι όταν την άλλη μέρα βγήκαν οι Αγαρηνοί στις επάλξεις φορώντας τα λευκά τους και τεντώνοντας τις χορδές των τόξων τους άρχισαν να περιγελούν τον Νικηφόρο, την έπαθαν· διέταξε εκείνος να βάλουν φωτιά στα υποστηρίγματα, κι όταν αυτά γρήγορα κατακάηκαν, γκρεμίστηκε όλο το τειχί με βουή μεγάλη, καταπλακώνοντας όσους στέκονταν απάνω του, οι οποίοι έβρισκαν φρικτό θάνατο μες σε ουρλιαχτά, και άλλοι πολλοί συνελήφθησαν αυθωρί αιχμάλωτοι. Στο τέλος, ο Νικηφόρος εισέβαλε στην αθωράκιστη πια Μοψουεστία και την εξανδραπόδισε, καρπώθηκε όλβια λάφυρα, τα καλύτερα από τα οποία ταμίευσε στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, και Δεκέμβρη μήνα πια, που το κρύο δυνάμωνε, υποχώρησε προς την Καππαδοκία και το Δρίζιον, για να ξεχειμωνιάσει, δίνοντας εντολή στους πολεμιστές του να τον συναντήσουν ξανά την άνοιξη, με ανανεωμένο και συντηρημένο τον άβιο και έμβιο εξοπλισμό τους, σπαθιά, σκουτάρια κι άλογα. Ανήγγειλαν στη Θεοφανώ την επιστροφή του, κι εκείνη τον δέχτηκε στο κάστρο, όπου μπήκε θριαμβευτικά ο καλλίνικος, φωτοβόλος από χαρά που την ξανάβλεπε.
«Αυγούστα και κυρά μου!» την προσφώνησε, εκτείνοντας τους βραχίονές του. «Ήρθα και πάλι κοντά σου, τώρα που ετοιμάζεται να γεννηθεί ο Χριστός, και σαν τους εξ Ανατολών Μάγους οίτινες προσήνεγκαν αυτώ τα ακριβά τους δώρα, τον χρυσό, τον λίβανο και τη σμύρνα, σου κομίζω κι εγώ, ποθητή μου, γέρα πολύτιμα εκ της της Μοψουεστίας αλώσεως! Αγαρηνές σκλάβες για τη δούλεψή σου, να τις ορίζεις και να νιώθεις κι εσύ την άμετρη ευφροσύνη της πανσυδί εκνικήσεως των βαρβάρων και απίστων!»
Και έβαλε να σπρώξουν μέσα δυο τρία κορίτσια, παρθένες κόρες, λερές, ρακένδυτες κι αναμαλλιάρες, που κρατούσαν χαμηλά τα μελαμψά τους μούτρα φοβισμένες.
«Όλες δικές σου, βασίλισσα, να τις κάνεις ο τι θες! Απ’ τα περιφανέστερα αραβικά σπίτια της πόλεως, όπως με πληροφόρησαν και επί τούτου τις διάλεξα, που τώρα κείτονται κι αυτά σε ερείπια…»
«Καλοσύνη σου, βασιλιά, μα δε χρειαζόμουν άλλες υπηρέτριες. Έχω ήδη πολλές…»
«Το γνωρίζω πολύ καλά, δέξου τες, όμως, ως δώρο συζυγικό από μένα. Πάντα ένα δούλος παραπάνω είναι κέρδος, πόσο μάλλον τρεις ή τέσσερις, όπως αυτές οι Ισμαηλίτισσες που επιμελώς σου διάλεξα…»


«Νικηφόρε, πότε θα γυρίσουμε στην Κωνσταντινούπολη;» τον ρώτησε το ίδιο βράδυ, βουρτσίζοντας την κόμη της, αφού οι σκλαβοπούλες οι θυγατέρες της Άγαρ από τη Μοψουεστία, για να εμπεδώσουν πιότερο την ταπείνωση και την πτώση τους, διατάχθηκαν να πλύνουν και να λούσουν τον κατακτητή τους, ο οποίος ντυμένος τώρα έναν σκέτο μάλλινο χιτώνα για τον ύπνο είχε μπει στην κάμαρη.
«Όχι σύντομα, πάντως, Θεοφανώ. Σκοπεύω να περάσω τον χειμώνα εδώ στο Δρίζιον, μαζί σου, και την άνοιξη να επιχειρήσω πάλι εναντίον της Ταρσού, για να νιώθουν οι βάρβαροι την απειλή κοντά τους» της αποκρίθηκε, προς δυσάρεστη έκπληξή της. Ήταν σκασμένος με αυτή του την αποτυχία ο Φωκάς κι ας μην το έδειχνε, το θεωρούσε ατιμία αυτός, που καταγόταν από τόσο ένδοξο στρατιωτικό γένος και είχε διατελέσει και αρχιστράτηγος της Ανατολής και δομέστικος των σχολών και τώρα πια ήταν ο αυτοκράτορας, να μη μπορεί να αλώσει μια βαρβαρική πόλη... Όχι, δε θα εγκατέλειπε την πολεμική προσπάθεια, ο χειμών θα παρερχόταν ταχέως, και το έαρ…
«Γιατί μου το κάνεις αυτό;» αναστέναξε παραπονεμένα η Θεοφανώ, βαρυμένη. «Δε με σκέφτεσαι καθόλου; Πώς θα ζήσω εδώ σ’ ένα φρούριο στη μέση της Ασίας, επ’ αόριστον, ως λέγεις, μαζί με τα παιδιά μου κιόλας; Κι αυτά γκρινιάζουν, στεναχωριούνται, θέλουν να γυρίσουν πίσω… Δε λέω, έχω και εδώ όλες σχεδόν τις ανέσεις κι όλοι οι υπηρέτες μου, μα και οι κάτοικοι του Δριζίου, φροντίζουν να μη μου λείπει τίποτα και να νιώθω σαν στο σπίτι μου, όμως δεν είναι το Παλάτι το κάστρο, δεν είναι η Βασιλεύουσα το Δρίζιον… Γιατί δε μ’ άφηνες πίσω εξαρχής;»
«Κάνε υπομονή, κυρά μου... Αυτό μονάχα σου ζητώ» μίλησε ήρεμα ο Νικηφόρος. «Και θα δεις, όλα θα πάνε καλά, με τη βοήθεια του Θεού, θα πέσει κι η Ταρσός στα χέρια ημών των Ρωμαίων, και θα γυρίσουμε στην Πόλη εγώ βασιλιάς θριαμβευτής και εσύ τιμημένη αυγούστα πλάι μου, και στα πόδια σου θα αραδιάσω τα πιο ωραία και ταιριαστά λάφυρα!»
Λέγοντας αυτά, την είχε πλησιάσει, και με τις χούφτες του αγκάλιασε τους ώμους της. Το κεφάλι του έγειρε πάνω στο δικό της, και οι μυκτήρες του οσφραίνονταν παραλυμένοι το άρωμα των μεταξένιων της μαλλιών.
«Ω, σε θέλω…» της ψιθύρισε, κι η Θεοφανώ ξεροκατάπιε, γυρεύοντας διέξοδο. Δεν ήθελε να ξαναπάθει τα ίδια με την πρώτη εκείνη νύχτα που υπήρξε γυναίκα του, νόμιζε για λίγο ότι λυτρώθηκε από αυτόν τον φόβο κι αυτή την πιθανότητα, να όμως που τώρα δα ο Νικηφόρος την ακουμπούσε με διαθέσεις σαρκικές, και δεν ήθελε, δεν ήθελε να τον αφήσει…
«Έλα στην κλίνη… Μη με απαρνιέσαι…» την παρακαλούσε, έχοντας σφίξει το κορμί της μες τα μπράτσα του, κι έτσι ποθοφλόγιστος για τη νεαρή του σύνευνη όντας ο «ελ Νικφούρ», ο χλομός θάνατος των Αράβων, έμοιαζε να έχει αποβάλει μεμιάς τα πενήντα δύο του σκυφτά και αρειτραφή έτη και να έχει μεταβληθεί σε ευσταλή και ηδονολάτρη νεανία.
«Είναι Σαρανταήμερο…» ψέλλισε η Θεοφανώ, σε μια ανίσχυρη κίνηση αντίδρασης και αντίστασης, εννοώντας βέβαια τη νηστεία των Χριστουγέννων, μήπως έτσι κεντρίσει τη θρησκευτικότητα του Νικηφόρου και αποδιώξει την επιθυμία του.
«Ουδέν μοι μέλει… Κι αν είναι για τα κάλλη σου, κυρά, ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ και εμός ας με ρίψει εις την κάμινον του πυρός την καιομένην του ασεβούς Ναβουχοδονόσορος, και ας μη διαλείπει να θρέφει τη φλόγα με πίσσα, νάφθα και στυππίο, και να ανεβαίνει αυτή επί πήχεις τεσσαράκοντα εννέα και πλέον πέριξ μου, και να μην κατεβαίνει άγγελος Κυρίου να ποιήσει δρόσος εν μέσω της καμίνου, όπως στους τρεις οσίους παίδες, αλλά να με καταφλέγει και να με απανθρακώνει ο δικός σου έρως!»
«Εντάξει λοιπόν» αποφάνθηκε μ’ έναν κρυφό στεναγμό η νεαρή αυγούστα, βλέποντάς τον ανυποχώρητο. «Θα σου δοθώ, βασιλιά… Αλλά κάνε μου μια χάρη: άσε με να απεκδυθώ μονάχη την εσθήτα μου…»
Υποχώρησε λίγο ο Νικηφόρος, αφήνοντάς την απ’ τα χέρια του, και η Θεοφανώ σηκώθηκε από το σκαμνί της, έβγαλε το φόρεμα και τα μεσοφόρια της, και γύρισε προς το μέρος του, έχοντας μείνει με την περιστηθίδα γύρω απ’ τους μαστούς και το φεμινάλιο στα λαγόνια της. Κρύωνε, κοτοπούλιαζε το δέρμα της το απαλό, μα δεν κούμπωσε τα μπράτσα γύρω από το σώμα της να αναζητήσει ζεστασιά. Σαν κουρμπάνι και σαν δούλα αδύναμη και υπάκουη, έχοντας αποβάλει κάθε συναίσθημα, παρέδωσε την ύπαρξή της στις χερούκλες του Νικηφόρου, ο οποίος την αγκάλιασε σπιλώνοντας το πρόσωπο και τον λαιμό της με μια παρωδία φιλιών, κι έτσι την έσυρε μαλακά ως το κρεβάτι, την πλάγιασε, ήρθε από πάνω της και ενώθηκε μαζί της όπως – όπως, με γρουξίματα ηδονής. Βαστούσε εκείνη το βλέμμα της αλλού, στο ταβάνι, τα χέρια της στο πλάι αμέτοχα και τον λογισμό της αδρανή, να μην το βάζει τι υπέμενε η κτήτοράς του και σαλέψει. Μόλις όμως ο στρατηλάτης χόρτασε τη μείξη και αποκοιμήθηκε, η Σπαρτιάτισσα αντιθέτως εγέρθηκε, και ακροποδητί πήγε, πήρε μια χοάνη νερό ανακατεμένο με βότανα, βούτηξε μέσα της ένα σφουγγάρι να μουλιάσει καλά – καλά και έπειτα βάλθηκε να τρίβει με μανία τα απόκρυφά της, να φύγει και να διαλυθεί το βδέλυγμα, και όταν όλη η δύναμή της σώθηκε, την πήρανε ποτάμι πια τα δάκρυα. Αυτό που φοβόταν και αηδίαζε δεν είχε αργήσει να ξανασυμβεί, και καταριόταν τον εαυτό της που του το επέτρεψε…


Ένας από τους στρατιώτες των Βυζαντινών που σκοτώθηκε από μπαμπέσικη έφοδο των Αράβων στην άτυχη πρώτη πολιορκία της Ταρσού ήταν και ο Υπάτιος, ο πατέρας της μικρής Αναστασίας. Λυπήθηκε κι η Θεοφανώ πολύ για τούτη την απώλεια και το ορφάνεμα του κοριτσιού, γιατί το είχε βάλει στην καρδιά της, μα και για τη μάνα της την Ευμολπία που απέμεινε χήρα με πέντε παιδιά. Έτσι, αφότου πέρασε κάπως το βαρύ το πένθος για την οικογένεια, κάλεσε μια μέρα κοντά της τη Δριζιώτισσα και της μίλησε:
«Ευμολπία, τα σκέφτηκα και τα ζύγισα καλά όσα θα σου πω, και θέλω εξαρχής να σε ειδοποιήσω ότι δεν έχω σκοπό να σε θίξω ως μητέρα και χηρευμένη γυναίκα. Τον ξέρω τον καημό σου, είχα κι εγώ μεγάλο πόνο, σαν έχασα τον πρώτο μου τον άντρα, τον βασιλέα Ρωμανό, κι έμεινα με δυο νήπια αγόρια κι ένα νιογέννητο μωρό κοράσιο στον κόρφο μου… Αλλά εγώ ήμουν και είμαι βασίλισσα, ενώ εσύ φτωχιά, άνθρωπος της βιοπάλης, και με τα πέντε τέκνα που πρέπει να μεγαλώσεις μόνη σου φοβάμαι ότι γρήγορα δε θα μπορέσεις άλλο να κρατήσεις το στρατιωτόπι του συζύγου σου, να το καλλιεργείς και να βγάζεις το ψωμάκι σου. Θα σε πνίξουνε τα χρέη, και θα αναγκαστείς να το πουλήσεις σε κανέναν Δυνατό έναντι πινακίου φακής και να γίνεις υποτελής του, εσύ και τα παιδιά σου…»
«Θα δουλέψω, αυγούστα, θα δουλέψω σκληρά και θα το συντηρήσω το χωράφι που μου άφησε ο Υπάτιος! Το κεφάλι και τα χέρια ας μου κόψουν, ας με σκοτώσουν κιόλας, μα δούλη κανενός αρχόντου δε θα γίνω, ούτε και τα καημένα τα σπλάχνα μου!»
«Επειδή εκτιμώ το ήθος σου και το φρόνημά σου, γυναίκα, θα μεριμνήσω να σου δοθούν χρήματα αρκετά, έτσι ώστε να καλύπτεις τα έξοδά σου πιο εύκολα και να πληρώνεις τα χρέη και τους φόρους σου. Μπορώ να σ’ ελαφρύνω όμως και στην ανατροφή των τέκνων σου…»
«Πώς δηλαδή θα με ελαφρύνεις, δέσποινα; Καλά τα λεφτά που μου υπόσχεσαι, και σε ευχαριστώ χίλιες φορές ταπεινά για τη γενναιοδωρία και τη μεγαλοψυχία σου, μα το άλλο…»
«Μπορώ να πάρω ένα σου παιδί κοντά μου και να το αναθρέψω εγώ σαν δικό μου, να το ’χω ψυχοπαίδι… Την Αναστασία λόγου χάριν, που είναι η πιο μεγάλη…»
«Μου ζητάς δηλαδή… να σου πουλήσω την κόρη μου;» έκανε η Ευμολπία αμυντικά. «Μπορεί να είσαι διαφεντεύτρα, αυγούστα Θεοφανώ, αλλά κι εγώ δεν είμαι σκουλήκι! Μάνα είμαι και τα πονώ τα βλαστάρια μου όλα, τους καρπούς της κοιλιάς μου!»
«Όχι, μη με παρεξηγείς, χριστιανή! Δε σου ζητώ να μου πουλήσεις τη θυγατέρα σου… Σου λέω απλώς να σκεφτείς το ενδεχόμενο να την υιοθετήσω εγώ με κάποιον τρόπο, και να της προσφέρω μια τύχη καλύτερη στο πλάι μου! Κι αυτό, να ξέρεις, θα το κάνω από αγάπη, σε σένα μα και στο πρωτότοκο αυτό και καλό και χαριτόβρυτο παιδί σου, που ήδη το πονώ σαν να ’τανε δική μου γέννα… Και κράτα εσύ σιμά σου τους τρεις σου υγιούς, που θα σου χρειαστούν τα χέρια τους σαν γίνουν παλικάρια, και το θυγάτριό σου το στερνό, να το προικίσεις και να το καλοπαντρέψεις, και μην το στείλεις ποτέ σε μοναστήρι σκοτεινό και άραχλο, σε εξορκίζω! Όσο για την Αναστασώ σου, αν δεχθείς και μου την εμπιστευτείς, σου ορκίζομαι στο όνομα του Θεού και της Παναγίας ότι θα την έχω υπό στη σκέπη μου, και όταν έρθει με το καλό η ώρα της, θα της βρω το πιο έμορφο και άξιο αρχοντόπουλο της Πόλης και θα την παντρέψω, δίνοντάς της τη φερνή που της πρέπει…»
«Άσε με να το συλλογιστώ, αυγούστα, και να σου απαντήσω…» μουρμούρισε εκείνη, και κάνοντας μια υπόκλιση έφυγε. Δεν πέρασε ωστόσο πολύς καιρός, ως δυο ή τρεις μονάχα μήνες, και μιαν ημέρα μόνη της ήρθε μαζί με την Αναστασία, με βήματα δειλά, σαν αναποφάσιστα, και την παρέδωσε στην ευθύνη της.
«Ελπίζω να μη σε πίεσα για αυτή την πράξη, γυναίκα, και να είναι η απόφαση δική σου» είπε η Θεοφανώ, μόλις της το ανακοίνωσε. «Θα έχω φοβερές τύψεις, εάν μείνω με την εντύπωση ότι χώρισα ένα παιδί απ’ τη μητέρα του με το έτσι θέλω, γιατί είμαι η αυτοκράτειρα…»
«Καθόλου τύψεις μην έχεις, μεγαλειοτάτη. Την κόρη μου σου την προσφέρω σαν να την είχα τάξει στην Εκκλησία, να τη θρέφεις και να την προστατεύεις κάτω από τα χρυσά σου χέρια, και να της δώσεις αυτά που εγώ η φτωχή και ταπεινή σου δούλη δε μπορώ να της παρέχω…»
Τα έλεγε αυτά η Ευμολπία με σκυμμένο τον αυχένα και τις παλάμες σταυρωτές, ρίχνοντας ματιές τρυφερές όλο λαχτάρα και κρυφό πόνο με τους κανθούς των οφθαλμών της στο κοριτσάκι της. Και εξεπλάγη, όταν η Θεοφανώ την προσέγγισε και, παίρνοντας στις χούφτες της τις λείες τη δεξιά της χείρα την ξεπετσιασμένη απ’ τις δουλειές, την ασπάστηκε με σέβας.
«Κυρά μου, τι ποιείς;» διαμαρτυρήθηκε, όπως ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στον Χριστό, όταν ήρθε να βαπτιστεί στον Ιορδάνη. «Εγώ θα έπρεπε να σου φιλώ το χέρι, όχι εσύ το εδικό μου!»
«Άφησέ τα αυτά τώρα» τη διέκοψε χαμογελαστή, παίζοντας τον ρόλο του Κυρίου. «Εσύ είσαι η μάνα που γέννησε αυτό το καλό παιδί, το οποίο αναθέτεις στην πρόνοιά μου, και δε θα πάψεις ποτέ να είσαι! Εγώ είμαι απλά ανάδοχός του, και καθώς γνωρίζω και αισθάνομαι ότι η θυσία σου είναι μεγάλη, ετούτο σε αγιάζει και σε καθοσιώνει μπρος στα μάτια μου… Να είσαι ευλογημένη, Ευμολπία, και η θυγατέρα σου έχε τη βεβαιότητα ότι βρίσκεται στα καλύτερα χέρια!»
«Την έχω, αυγούστα Θεοφανώ!» αποκρίθηκε συγκινημένη η νεαρή γυναίκα. «Σε σένα εναποθέτω τις ελπίδες μου, και σου εμπιστεύομαι το παιδί μου σαν να το αφιέρωνα στην Υπεραγία Θεοτόκο, τη μητέρα όλων εμάς των χριστιανών…»
Η εντεκάχρονη σχεδόν Αναστασία, με το που αποχώρησε η μάνα της, γεμίζοντας τη με φιλιά και χάδια στο μετωπάκι και τα μαγουλάκια της, έστεκε απέναντι από τη Θεοφανώ σαν αγαλματίδιο, μην τολμώντας να σηκώσει ούτε τα ματάκια της. Κατάλαβε εκείνη τον ψυχισμό της, με το μητρικό της ένστικτο, και την αγκάλιασε γλυκά.
«Αναστασία μου, κοίτα με» την προέτρεψε, πιάνοντας με τα ακροδάχτυλα το σαγονάκι της, ότι είδε το βλέμμα της θολό. «Μη στεναχωριέσαι, εγώ θα σε φροντίσω από δω και πέρα…»
«Μου λείπει ήδη η μανούλα μου» άρθρωσε η μικρή, και της ξέφυγε ένα αναφιλητό.
«Το ξέρω… Και μπορείς να σου λείπει όσο θέλεις κι όποτε θέλεις, αλήθεια! Όμως εγώ θα κάνω τα πάντα για να σου αναπληρώσω την απουσία της έστω και στο ελάχιστο, κι ας μη με δεις ποτέ σου έστω κι ως θετή μητέρα…»
Τότε η Αναστασία, ποιος ξέρει από ποιαν ανάγκη κινημένη, τύλιξε αυθόρμητα τα χεράκια της γύρω από τη μέση της Θεοφανούς και φώλιασε το κεφαλάκι της το μαυρόμαλλο στον ώμο της τον δεξιό απάνω, ως εκεί που έφτανε το ανάστημά της. Και έμειναν έτσι αγκαλιασμένες για κάμποση ώρα, η αυγούστα των Ρωμαίων και η μόλις φτιαγμένη ψυχοκόρη της, το τέκνο του πληβείου ζεύγους της Καππαδοκίας, και ζεσταθήκαν οι καρδιές τους, θεμελιώνοντας έναν δεσμό ισάξιο παιδιού και μάνας κατά σάρκα…


Ενόσω ξεχειμώνιαζαν στον Δρίζιον, αναγγέλθηκε στον Νικηφόρο και η πανωλεθρία του στόλου του στη Σικελία, μαζί κι ο θάνατος του ανιψιού του του Μανουήλ. Ο άπειρος νέος ηγήτορας, βλέπεις, ενώ αρχικά σημείωσε σπουδαίες νίκες καταλαμβάνοντας εξ εφόδου τις Συρακούσες και την Ιμέρα και εξωθώντας στην παράδοση τους Λεοντίνους και το Ταυρομένιο, ύστερα έκανε το λάθος να μην οχυρώσει τις κατειλημμένες πόλεις και να αποκλείσει την ύπαιθρο, πράγμα που θα ανάγκαζε τους Άραβες σε συνθηκολόγηση, αλλά να τους καταδιώξει μέχρι τελικής πτώσεως, η οποία τελικά δεν ήταν των εχθρών, μα δική του. Γιατί οι άνδρες του σκορπίστηκαν μέσα στα δύσβατα ρουμάνια και τους βραχότοπους, κι οι Αγαρηνοί που ελλόχευαν τους έστησαν ενέδρα κι άρχισαν να τους πετσοκόβουν, κι οι Ρωμαίοι υποχώρησαν αλαλιασμένοι. Εκεί σκοτώθηκε κι ο Μανουήλ Φωκάς, και όσοι εταίροι του ζήσανε σκλαβώθηκαν, κι οι βάρβαροι ροβόλησαν μέχρι το λιμάνι που αγκυροβολούσαν οι δρόμωνες και οι τριήρεις των Βυζαντινών, επιτέθηκαν και τις κατέλαβαν. Πάνω στον πανικό και στη σφαγή, αιχμαλωτίστηκε μαζί με άλλους πολλούς κι ο έτερος αρχηγός της εκστρατείας, ο πατρίκιος Νικήτας, και εστάλη σιδηροδέσμιος στον εμίρη της Αφρικής. Τρέμανε, θρηνούσαν και οδύρονταν οι λιγοστοί επιβιώσαντες που κατόρθωσαν να ξεφύγουν και να φτάσουν στον βασιλιά για να του πουν τα κακά μαντάτα, κι ο Νικηφόρος πόνεσε και μαύρισε η καρδιά του για τα φρικτά γεγονότα και την απώλεια τόσων πολλών και αξιών παλικαριών. Ωστόσο, τούτη η ήττα τον πείσμωσε κιόλας τον καλλίνικο, ενέτεινε τα γυμνάσια του στρατού του και επέβλεπε ακόμα πιο σχολαστικά τη συντήρηση των πολεμικών εξαρτημάτων, και άμα ήρι αρχομένω, έχοντας συνάξει σαράντα χιλιάδες άνδρες, πορεύτηκε κατά της πολυπόθητης Ταρσού. Δύσκολη ήταν η πορεία, και θρυλείται μάλιστα πως, καθώς διάβαινε η στρατιά μία βαθιά και κακοτράχαλη χαράδρα, ένας στρατιώτης του Νικηφόρου έγινε ρίψασπις, κι ο βασιλέας τον εγκάλεσε με αυστηρότητα πολλή και θυμό και διέταξε τον λοχαγό του να τον φραγγελώσει, να τον ρινοκοπήσει και να τον διαπομπεύσει στο στρατόπεδο προς παραδειγματισμό όλων. Ο αξιωματικός ωστόσο δεν το έκανε, και τις ποινές που όρισε ο Νικηφόρος για τον στρατιώτη τις υπέστη ο ίδιος. Γιατί έτσι ήταν ο Φωκάς, στρατηγός ικανός και φοβερός, σπλαχνικός σαν πατέρας αλλά και σκληρός όταν έπρεπε και ακριβοδίκαιος, και το όνομά του ήθελε να το τρέμουν οι εχθροί και να το προφέρουνε με δέος και σεβασμό οι ομοεθνείς και συμμαχητές και φίλοι…
Τούτη τη φορά ο Νικηφόρος, αφού οχυρώθηκε, εφάρμοσε στην εύφορη περίχωρο της Ταρσού την τακτική της καμένης γης, η οποία και του έφερε σύντομα θετικά αποτελέσματα, μαζί με τη στιβαρή παράταξη του στρατού του μπρος στα τείχη και τις συνεχείς βολές και την ανδρεία εφόρμηση του πιο αξιόμαχου κέρατος, στην οποία διακρίθηκε ο Ιωάννης ο Τσιμισκής. Έτσι, οι Άραβες της Ταρσού, ενώ πρώτα ξεμυτούσαν με θάρρος πολύ και ορδινιάζονταν για πόλεμο, κι ας μην είχαν ανάλογη των Ρωμαίων παρασκευή, μετά από αυτή την επέλαση χώθηκαν για τα καλά στο κάστρο τους, και γρήγορα η πείνα τους κατάντησε σκέλεθρα και τους έκανε να κάμψουνε το γόνυ μπρος στο στρατιωτικό δαιμόνιο του αυτοκράτορα των χριστιανών, κι ο στόλος των ομοεθνών τους που πήγε να καταπλεύσει για βοήθεια τίποτα δεν κατάφερε, μονάχα απωθήθηκε και τον έπνιξε αργότερα η θύελλα. Κι ο Νικηφόρος, αφού συνθηκολόγησαν, τους είπε να αδειάσουν την πόλη και να φύγουν προς όπου ήθελε ο καθένας, μονάχα με το ιμάτιο που φορούσαν, και αμέσως μόλις και το τελευταίο σαρακήνικο ποδάρι διάβηκε την πύλη της, εισήλθε πια ο ίδιος έφιππος στην Ταρσό, μάζεψε όλους τους μαλαματένιους λιθόστικτους σταυρούς που είχαν καρπωθεί οι οπαδοί του προφήτη Μωάμεθ από τις επιδρομές τους, και μαζί με τις βαριές χάλκινες θύρες των δύο κάστρων, Ταρσού και Μοψουεστίας, συν πολλά άλλα λάφυρα, τους επέδειξε στον ευσεβή λαό, όταν γύρισε στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 965, και τους αφιέρωσε στον ναό της του Θεού Σοφίας, ότι με τη βοήθεια του λαβάρου του Σταυρού είχε πετύχει κι αυτή τη μεγαλειώδη νίκη. Ελευθερώθηκε κι η Κύπρος τον αυτό χρόνο από δυνάμεις ρωμαϊκές υπό τον Νικήτα Χαλκούτζη, και αναπλήρωσε διπλά και τριπλά ο βασιλέας για την καταστροφή στη Σικελία και την πρώτη του αποτυχία στην Ταρσό…


Ανακουφίστηκε αφάνταστα η Θεοφανώ μόλις ξαναβρέθηκε στα γνώριμα δώματα του Παλατιού και στο κουβούκλι της. Οι αγαπημένες της θεράπαινες, οι κόρες της Ευφροσύνης, την υποδέχτηκαν με χαρά πολλή και την περιποιήθηκαν, κι αυτήν και την ψυχοκόρη της την Αναστασία.
«Κυρά μου, τι γλυκό, φρόνιμο και όμορφο παιδί πήρες υπό την προστασία σου! Σαν κόρη μου θα την έχω κι εγώ, ή σαν μικρή μας αδελφή!» είπε η Κασσιανή ενθουσιασμένη και συγκινημένη από τη μορφή και την ιστορία του κοριτσιού, και μια και δυο βάλθηκε να της διώξει τη ντροπή και να την κάνει να αισθανθεί οικεία στο νέο της περιβάλλον.
«Πράγματι, βασίλισσά μου! Ο Θεός σε φώτισε εσένα και τη μητέρα της παιδούλας για αυτή την πράξη… Θα γίνει σαν αληθινή πριγκίπισσα η Αναστασία, και θα είναι περιζήτητη στους νέους της αρχοντολογιάς όταν ανθίσει!» επηύξησε και η Αγνή χαμογελώντας πλατιά, η οποία ήτανε λεχώνα, μιας και είχε γεννήσει πρόσφατα τη δική της θυγατέρα. Και το μικρό κορίτσι από το Δρίζιον, με την αγάπη και τη φροντίδα που της έδειξαν τόσο η αυγούστα Θεοφανώ η ψυχομάνα της, όσο και η σεβαστή κυρά Ευφροσύνη και οι κόρες της, σύντομα εγκλιματίστηκε στο Παλάτι, και δεν της φαινόταν περίεργο πια να φορά μεταξωτά ιμάτια, ούτε να κάνει μπάνιο δυο και τρεις φορές την εβδομάδα, ούτε το να τρώει φαγητά χορταστικά και αρτυμένα, μα ούτε κι έκλαιγε πια καθόλου τις νύχτες στο στρωματάκι της, νοσταλγώντας το σπίτι της το πατρικό, τη μάνα, τον πατέρα και τα αδέλφια της…
Κυλούσαν ήσυχα οι πρώτες μέρες της επιστροφής στη Βασιλεύουσα, ωστόσο ένα περιστατικό που έβαψε με μελανή κηλίδα τη βασιλεία του Νικηφόρου ήρθε να αναστατώσει την ηρεμία. Έφτασαν πρεσβευτές των Βουλγάρων, και απαιτούσαν τους φόρους που υπέβαλαν καθ’ έτος οι Ρωμαίοι στον χάνο τους, σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες – βασίλευε τότε στη χώρα τους ο Πέτρος, που είχε νυμφευτεί την εγγονή του Ρωμανού Λεκαπηνού, τη Μαρία. Οργίστηκε υπέρμετρα ο Νικηφόρος ακούγοντας αυτά τα πράγματα, πολύ πιο πάνω από το φυσικό του, «δεινά Ῥωμαίοις περιέστηκεν», λένε ότι αναφώνησε, «να πληρώνουν φόρους σε έθνος σκυθικό και μιαρό και πενιχρό δίκην ανδραπόδων, όταν έχουν εξοντώσει με τα όπλα τους εχθρούς τους!», και γυρίζοντας στον πατέρα του τον Βάρδα, που ήταν παρών στην ακρόαση: «Τι φόρους θέλουν να εισπράξουν από τους Ρωμαίους οι Μυσοί; Μήπως τάχα με γέννησες δούλο και μου διαφεύγει, και πρέπει εγώ ο σεβάσμιος βασιλέας των Ρωμαίων να είμαι φόρου υποτελής σε αυτό το άθλιο γένος;» Ύστερα, διέταξε να μαστιγώσουν ανελέητα τους Βούλγαρους πρεσβευτές, και τους απέπεμψε τέλος με την εξής υποτιμητική και ταπεινωτική απειλή: «πηγαίνετε να πείτε στον σκυτοτρώκτη και διφθερία άρχοντά σας ότι ο πανίσχυρος και τεράστιος αυτοκράτορας των Ρωμαίων θα εκστρατεύσει στη χώρα σας και θα σου αποδώσει τους φόρους στο ακέραιο, για να μάθει, τρίδουλος ὢν ἐκ προγόνων, να προσφωνεί δεσπότες του τους ηγεμόνες των Ρωμαίων και να μην τους αιτεί φόρους ωσάν να ήταν δούλοι…»
«Δεν έπρεπε, βασιλιά, να φερθείς έτσι στους πρέσβεις των Μυσών, και ας ένιωσες ότι σε ταπεινώνουν!» τον επέπληξε με θάρρος η Θεοφανώ το ίδιο βράδυ της επεισοδιακής συγκυρίας, την ώρα που ήταν να πλαγιάσουν, όταν της τα μετέφερε. «Οι πρέσβεις είναι πρόσωπα ιερά, και οφείλουμε να τους τιμούμε και να τους αποδίδουμε όσα μας αιτούνται… Εξάλλου, η καταβολή των φόρων στους Βουλγάρους θεσπίστηκε για την καλή μας γειτονία, απ’ όσα ξέρω! Γιατί ετοιμάζεσαι να ανοίξεις πόλεμο εσύ μαζί τους;»
«Αυτό τους αξίζει, αυγούστα… Δε θα ανεχτώ εγώ, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Φωκάς, που κατατρόπωσα τους Άραβες της Κιλικίας σε όλα τους τα φρούρια και την ύπαιθρο, να με εκβιάζουν οι άπλυτοι και τρισάθλιοι Μυσοί!» γρύλισε εκείνος, σφίγγοντας τις γροθιές του. «Και αν η νωθρή κυβέρνηση του μακαρίτη του άντρα σου του Ρωμανού τους έστελνε δώρα, τους πλήρωνε τους φόρους και τους κατεύναζε, επειδή η εξαδέλφη του ήταν γυναίκα του αρχηγού τους, όμως δε θα γίνει το ίδιο και με μένα! Θα τους περάσω διά πυρός και σιδήρου, και τότε…»
«Ξεφεύγεις, Νικηφόρε!» αντέσκοψε με εκνευρισμό η νεαρή αυτοκράτειρα. «Σου απαγορεύω να λοιδορείς τον Ρωμανό, τον πρώτο μου σύζυγο και πατέρα των παιδιών μου, έστω και νεκρό… Μην ξεχνάς για ποιο λόγο σε παντρεύτηκα!»
«Εντάξει… Εντάξει, καλή μου, έχεις δίκιο» μαλάκωσε αύθις ο καλλίνικος, κι έπιασε τρυφερά το χέρι της. «Δεν είναι πρέπον να βγάζω την έντασή μου πάνω σου… Εσύ είσαι φτιαγμένη για άλλα πράγματα…»
Και τέντωσε ελαφρά τον λαιμό του, θέλοντας να τη φιλήσει ερωτικά στην παρειά.
«Όχι απόψε» τον απέτρεψε κοφτά η Θεοφανώ. «Με τυραννάει πονοκέφαλος, και δυνάμωσε μετά από όσα μου ’πες…»
Την πίστεψε προς στιγμήν ο Νικηφόρος, και την άφησε. Έγειρε στο δεξί πλευρό της ξεφυσώντας, με χίλιους λογισμούς, που σιγά – σιγά της κάνανε το χατίρι και μερέψανε. Θα την είχε πάρει ήδη ο ύπνος λίγη ώρα ή και κάμποση, όταν ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να πασπατεύει ξεδιάντροπα τα οπίσθιά της, ενώ ένα άλλο καβαλούσε τη λεκάνη της και γλιστρούσε προς τον αφαλό της και πιο κάτω, ψάχνοντας να βρει το εφηβαίο της, και κάτι σκληρό που έμοιαζε με μόριο ανδρικό σε στύση πίεζε τον πρωκτό της. Γύρισε απότομα, και στο ημίφως της λυχνίας αντίκρισε έντρομη τον γεροντομπασμένο σύζυγό της, ξαναμμένο το τριχωτό του μούτρο και τα μάτια του φλογισμένα, ίδιος με αρχαίο τραγόμορφο Σάτυρο κι όχι πια με γενναίο Ηρακλή σε σώμα αχαμνό, και το αγκομαχητό του που έβγαινε σαν ξερατό φωτιάς δράκου τής βρόμισε το πρόσωπο. Ανεξέλεγκτα, σήκωσε την παλάμη της και τον χαστούκισε με δύναμη, και με ένα σάλτο πήδηξε στο πάτωμα σπαρταρώντας από θυμό ολόκληρη.
«Όχι, Νικηφόρε! Όχι, δε θα σ’ αφήσω να μου το ξανακάνεις αυτό!» φώναξε, κι εκείνος, απορημένος ακόμα και με τη σιαγόνα πονεμένη από τον κόλαφο, μια την κοιτούσε και μια όχι. «Δε θέλω να μ’ αγγίζεις, τ’ ακούς; Καθόλου! Σε σιχαίνομαι, ασχημόγερε, σε σιχαίνομαι... Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που δέχτηκα να σε παντρευτώ, για να με προστατέψεις, καθώς έλεγες! Μα φαίνεται πως άλλο δεν είχες στο νου σου παρά το να με κουτουπώνεις, δίχως τη θέλησή μου… Σ’ ανέχτηκα δυο φορές στο κορμί μου, με πόνεσες τη μια και δε σ’ ένοιαξε, την άλλη ταπεινώθηκα για χάρη σου σαν να ’μουν δούλα, μα όχι πια, φτάνει! Σκύθη, σάτυρε, παχύδερμο ανθρωπάριο, που να μην έσωνα να σ’ έκανα ποτέ μου σύζυγο! Έξω από την κλίνη μου, μην τολμήσεις να ξαναπλαγιάσεις δίπλα μου!»
Με ηφαίστειο έμοιαζε τούτη την ώρα η Θεοφανώ, που εξερράγη απεγνωσμένη, και η λάβα που εξήμεσαν τα λόγια της τσουρούφλισε τον Νικηφόρο. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, όπου είχε μείνει ακίνητος κι αλάλητος να δέχεται στα ώτα του τις μαχαιριές της γλώσσας της, και με βήματα αργά και βαριά αποχώρησε, μη μπορώντας καν να ψελλίσει αίτηση συγχώρεσης εκ μέρους της, γιατί ήξερε και συναισθάνθηκε μέσα του βαθιά πως ήταν φταίχτης. Τι δουλειά είχε αυτός να διεκδικεί τη σάρκα της νεαρής γυναίκας με τόση λύσσα, ποιος πειρασμός και διάολος τον έβαζε να εκτείνει ηδονικά τη χείρα του στα μέλη της και ερέθιζε τον ανδρισμό του που είχε ορκιστεί να διατηρεί σε ύπνωση; Οι Ερινύες του επιτέθηκαν, τον κύκλωσαν κύνες ωσεί πολλοί, και τελικά, για να τις διώξει και να τιμωρήσει τον εαυτό του, αποφάσισε και μετέφερε τη στρατιωτική του βιοτή μες το παλάτι: αποτραβήχτηκε σ’ έναν κοιτωνίσκο, και εκεί πλάγιαζε στο εξής τις νύχτες, αφού έλιωνε τις αρθρώσεις των γονάτων του ενώπιον των εικόνων του Χριστού και της Παναγίας σε προσευχές και παρακλήσεις για να τύχει τον ιλασμό της αμαρτωλότητάς του, πάνω σε δορά πάνθηρα και έναν κοκκινοβαφή σάκο, σκεπασμένος μονάχα με τον χιτώνα του και το ράσο του ασκητή θείου του…


Το ’πε και το ’κανε ο Νικηφόρος, πάντως, ότι θα κινηθεί εναντίον των Βουλγάρων, στις αρχές του επόμενου έτους, και θα τους είχε πολεμήσει και υποδουλώσει, αν δεν έβλεπε ότι θα του έφερνε σοβαρό πρόσκομμα η γεωμορφολογία της βουλγαρικής ενδοχώρας, η οποία και στο παρελθόν είχε αποτελέσει ολετήρα για τον στρατό του Βυζαντίου. Γιατί ήτανε ο τόπος όλο πυκνά δάση και σπήλαια και γκρεμούς και έλη και βάλτους, και αν οι γενναίοι του προχωρούσαν εκεί μέσα ασύντακτοι, σίγουρα θα πέφτανε σφαγάρια στα χέρια των αντιπάλων. Αφότου κατέλαβε λοιπόν μερικά μονάχα φρούρια, αποχώρησε, προτιμώντας να αφιερώσει το υπόλοιπο 966 σε εκστρατεία κατά των Αράβων της Συρίας, ενώ για την αντιμετώπιση των γειτόνων υιοθέτησε το πονηρό τέχνασμα «ο εχθρός του εχθρού μου, φίλος μου». Μήνυσε δηλαδή στον γιο του πρωτεύοντα, ήτοι διοικητή, της σπουδαίας βυζαντινής αποικίας Χερσώνας, τον νεαρό πατρίκιο Καλοκύρη, να πάει να βρει στο Κίεβο τον Σβιατοσλάβ, τον ηγεμόνα των Ρώσων και γιο της βασίλισσας Όλγας, και να τον πείσει με αντάλλαγμα δεκαπέντε κεντηνάρια χρυσού να επιτεθεί στους Βούλγαρους. Δέχθηκε μετά χαράς ο Καλοκύρης, και ο Νικηφόρος, ήσυχος και βέβαιος ότι θα πετύχαινε η μηχανή του, μάζεψε τους άνδρες του για άλλη μια φορά και εξέδραμε προς τη συριακή Αντιόχεια, την καλουμένη και του Ορόντη ή Μεγάλη Αντιόχεια. Και όντως ήταν μεγάλη η πόλη, σε εξοπλισμό και απαραίτητα υλικά αγαθά, και δείχνοντας πεποίθηση στη δύναμή της αρνείτο πεισματικά να συνθηκολογήσει ειρηνικά με τον αυτοκράτορα. Κατάλαβε εκείνος ότι δεν ήταν ακόμα η ώρα, και ότι με τα κατάλληλα και πολυδοκιμασμένα μέσα ο πανδαμάτωρ χρόνος θα παρέδιδε την Αντιόχεια σαν ώριμο φρούτο, και αλλάζοντας δρόμο εισχώρησε στην Παλαιστίνη και κυρίευσε πρώτη την Έδεσσα της Συρίας, ύστερα το Μέμπετζε ή Ιεράπολη, την Τρίπολη και την Άκκρα. Στην Έδεσσα βρήκε και το περίφημο κεραμίδι με τη μορφή του Θεανθρώπου και το ασφάλισε σε μαλαματένια και αδαμάντινη θήκη, για να το αφιερώσει τελικά στη Νέα Εκκλησία της Θεοτόκου, όταν γύρισε στο Βυζάντιο. Το δε σπαθί του Μωάμεθ, που επίσης αποκόμισε μεταξύ των λαφύρων του, το έστειλε πεσκέσι στον αμηρά της Καρχηδόνας, απαιτώντας να του ελευθερώσει τον πατρίκιο Νικήτα και όλους τους άλλους Ρωμαίους αιχμάλωτους της Σικελίας που είχανε πέσει στα χέρια του, κι αφού το πέτυχε, έστησε πάνδημη χαρά ο Νικηφόρος για την επιστροφή τους στην πατρίδα.
Στο μεταξύ, όσο έλειπε, τον Ιούνιο εκείνο, στη Βασιλεύουσα και τα περίχωρά της είχε πλακώσει σφοδρή νεροποντή, που φόβισε τους ανθρώπους τόσο, ώστε να νομίζουν ότι ζούσαν δεύτερο κατακλυσμό του Νώε. Μεσημέρι Παρασκευής άνοιξαν οι ουρανοί, και επί τρεις ώρες τα ασταμάτητα όμβρια ύδατα που έδερναν τη γη πλημμύρισαν τις εμβολούς της Επτάλοφης και έπληξαν από τα χαμόσπιτα των κατώτερων στρωμάτων μέχρι τα μέγαρα και τις επαύλεις των ανώτερων, πνίγοντας ανθρώπους πολλούς και ζώα και προκαλώντας οιμωγές και θρήνους. Θυμόταν και η Θεοφανώ την ώρα εκείνη της θεομηνίας να κάθεται στο κουβούκλι της, την Ευφροσύνη να πηγαινοέρχεται σαν παραλοϊσμένη λιβανίζοντας τις εικόνες και κάνοντας σταυρούς και μετάνοιες, και τη μικρή της Άννα να έχει ζαρώσει στην αγκάλη της.
«Φοβάμαι, μανούλα» ψέλλισε με την τρίχρονη φωνίτσα της. «Θα πνιγούμε; Θα πεθάνουμε;»
«Μην τρέμεις, Άννα μου, εμείς είμαστε ασφαλείς… Σώπασε, άστρο μου αυγινό!» την καθησύχασε η εικοσιπεντάχρονη μητέρα της, η αυγούστα, χαϊδεύοντάς της τα μαλλάκια που ήταν κορακάτα στη βαφή σαν τα δικά της. Το ίδιο δείλι, μετά που βγήκε η ίριδα και καταλάγιασε η πλάση, φάνηκε στα ανάκτορα και ο Θεόδωρος, βαριά βαλαντωμένος. Έπεσε στα γόνατα της πεθεράς του της Ευφροσύνης κι έκλαιγε σαν παιδί, και δεν άργησε να μάθει κι η Θεοφανώ την τραγωδία του: οι χείμαρροι των νερών είχανε παρασύρει και πνίξει την Αγνή, που το αποφράδες εκείνο μεσημέρι βρισκότανε στο σπίτι τους πλάι στον μικρό Δημήτριο και το κοριτσάκι της το βρέφος, την Ειρήνη. Προσπάθησε ο άντρας της να τη σώσει, τσαλαβούτησε στα ορμητικά νερά και πάλεψε, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να βρει το σώμα της νεκρό και μπλαβιασμένο, που η υδροβολή το είχε σύρει ως ένα στενορύμι δυο στάδια μακριά…
«Τι τη θέλω τώρα πια τη ζωή, μητέρα, αφού χάθηκε έτσι η κόρη σου και κυρά μου, η Αγνή μου, το φως των οφθαλμών μου; Δεν έπαιρνα καλύτερα μαχαίρι να σφαγώ!» θρηνούσε ο νεαρός άρχοντας, και μεμφόταν τον Θεό και τη μοίρα απαρηγόρητος.
«Κουράγιο, παλικάρι μου! Κουράγιο, υγιέ μου, που μετά τον Ανδρόνικο εσένα είχα στην καρδιά μου για παιδί μου αρσενικό!» τον ψύχωνε η Ευφροσύνη, βράχος σωστός, κι ας κλαίγανε τα μάτια της πικρά με τούτη τη νέα συμφορά της φαμελιάς της. «Βάλε το μαχαίρι στο θηκάρι του, για χάρη των παιδιών σου, που είναι μικρά πολύ και θέλουν τον πατέρα τους… Ωχ, Αγνή μου, ωχ, κοράσι μου, ποιος δαίμονας ζήλεψε τα νιάτα και την ομορφιά σου, θυγατέρα, και σ’ έπεψε κοντά στον αδελφό σου τον δόλιο, ποτίζοντας τη μάνα σου, εμένανε την καψερή, διπλό φαρμάκι!»
«Αυθέντη Βρανά, θάρσει!» του παράγγελνε και η Θεοφανώ, μέσα από τη φωνή της που έτρεμε από τους λυγμούς που τη συντάραξαν. «Ξέρεις πόσο αγαπούσα τη γυναίκα σου, την πιστή μου τη θεράπαινα, και εγώ, και επειδή είσαι ο άνδρας της και γαμπρός της κυράς Ευφροσύνης, αλλά και για την αγάπη που είχε σε σένα ο Ρωμανός, θα κάνω από τώρα και στο εξής ο, τι θες για να σε βοηθήσω! Ακόμα και σύζυγο θα φροντίσω να σου βρω, εάν ποτέ αποφασίσεις να νυμφευθείς ξανά…»
«Αυγούστα, πώς μιλάς έτσι; Δεν άλλαξαν λοιπόν τα ήθη σου, απ’ όταν σε γνώρισε καπηλοπούλα ο Ρωμανός;» της επιτέθηκε ο Θεόδωρος, μες τη θλίψη του. «Η Αγνή μου ανασαίνει ακόμα, κι εσύ λογαριάζεις ότι θα κάνω ποτέ δεύτερο γάμο; Όχι, καλύτερα χίλιες φορές να ενδυθώ το ράσο, να φύγω εκ του κόσμου!»
«Κι εγώ ως δέσποινά σου σε διατάζω να μην το κάνεις ποτέ αυτό, Θεόδωρε!» του αντιγύρισε, παρακάμπτοντας την προσβολή που δέχτηκε απ’ τα χείλη του. «Μην εγκαταλείψεις ποτέ τα τέκνα σου στο έλεος του Θεού! Και αν νιώσεις ότι οι φροντίδες της πεθεράς σου και της γυναικαδέλφης σου της Κασσιανής δεν αρκούν για να τα στηρίξουν, και αν αισθανθείς τη μοναξιά της χηρείας σου βαριά και ασήκωτη, εδώ θα είμαι εγώ, η σύζυγος κάποτε του αδικοχαμένου επιστήθιου φίλου σου και αυτοκράτειρα, να σε καθοδηγήσω στην εκλογή μιας σεμνής γυναίκας για να μοιραστείς το λοιπό του βίου σου… Μη λησμονείς πως κι εγώ είμαι χήρα, και βρέθηκα ίσως σε θέση δυσμενέστερη από σένα, αναγκαζόμενη ως βασίλισσα να παντρευτώ τον Νικηφόρο που δεν είχε ούτε δείγμα από το κάλλος και τον χαρακτήρα του Ρωμανού, για τον οποίο είχα αισθήματα ειλικρινή, εάν ακόμα αμφιβάλλεις…»
Σκοτείνιασαν μπρος στο βλέμμα του Θεόδωρου τα μαύρα μάτια της Αυγούστας, και ένιωσε για πρώτη φορά και κατανόησε με αυτά τα λόγια της ότι ο γάμος της ο δεύτερος δεν ήταν μια στεγνή και ηθελημένη προδοσία στη μνήμη του βασιλέα φίλου του, όπως είχε νομίσει στην αρχή με κάποιο θυμό, για να εξυπηρετηθεί η πολιτική ανάγκη, αλλά μια υπέρτατη θυσία εκ μέρους της, για να διατηρήσει τα κεκτημένα της. Και με αυτή τη συναίσθηση, άλλο πια δε λάλησε, μονάχα έκλινε τον αυχένα ενώπιόν της, τυπικά μαζί μα και ουσιαστικά, με την παραδοχή ότι μπροστά του είχε μια πολύ πιο τίμια γυναίκα απ’ όσο νόμιζε, και δυνατή και έξυπνη και άτυχη…
Για να γυρίσει όμως η αφήγησή μας όθεν λοξοδρόμησε, ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως υποδέχτηκε τον Νικηφόρο αμφίθυμος όταν γύρισε από την εκστρατεία του στη Συρία. Από τη μια χαιρόταν που ο βασιλιάς τους κατατρόπωνε τους Άραβες, από την άλλη οι απανωτές πολεμικές εξορμήσεις και οι φόροι που εξήγγελλε κάθε τόσο για να αυξήσει τα κρατικά έσοδα υπέρ του στρατού του είχαν αρχίσει ήδη να κουράζουν. Είχε και στο ενεργητικό του μια πράξη που τον είχε αμαυρώσει στα μάτια των υπηκόων του, διότι, μόλις επέστρεψε από τα βουλγαρικά εδάφη, σε μέρα ιπποδρομιών έβγαλε στον εύριπο τους στρατιώτες και τους σωματοφύλακές του και παρατάσσοντάς τους σε δύο φάλαγγες τους πρόσταξε να επιδοθούν σε μια εικονική μάχη ενώπιον του αμάθητου και άμαχου όχλου, ο οποίος θεωρώντας τα γινόμενα τόσο πολύ τρομοκρατήθηκε, που άρχισε να εγκαταλείπει άρον – άρον τις κερκίδες του Ιπποδρόμου και να τρέχει πανικόβλητος, και μες στον συνωστισμό πολλοί ποδοπατήθηκαν και πέθαναν οικτρά. Σαν να μην έφτανε αυτό, ήταν και ο αδελφός του ο Λέων, που αφότου έγινε κουροπαλάτης, μεταλλάχτηκε σ’ έναν ράθυμο, βολεμένο και πονηρό αστό, που βρήκε την ευκαιρία να κερδοσκοπήσει εις βάρος των υπηκόων του αδελφού του και να τους οδηγήσει σε σιτοδεία, αγοράζοντας το σιτάρι φθηνά και πουλώντας το πανάκριβα, και φυσικά τσέπωνε ο ίδιος τη διαφορά. Τόσο πολύ αγανάκτησαν κάποιοι, μάλιστα, ώστε να αρχίσουν να ψιθυρίζουν ότι ο βασιλιάς και ο αδελφός του είχανε στήσει συμμορία για να βασανίζουν τον λαό και να ωφελούν τα πουγγιά τα δικά τους και των παρατρεχάμενών τους. Ο Νικηφόρος, ωστόσο, που καμιά ανάμειξη δεν είχε σ’ αυτό στην πραγματικότητα, λυπήθηκε και οργίστηκε πολύ όταν το έμαθε, έψεξε τον Λέοντα επανειλημμένα, απείλησε να παραβλέψει τον δεσμό του αίματος που τους ένωνε και να τον τιμωρήσει σκληρά, μα του κάκου. Ήδη η λαϊκή οργή είχε ξεσπάσει και στο πρόσωπό του, μετά από μια σοβαρή αψιμαχία μεταξύ Αρμενίων στρατιωτών, οι οποίοι είχαν πάρει υπερβολικό θάρρος μετά την ανάρρηση του ομοεθνούς τους Νικηφόρου, και κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, η οποία κατέληξε σε τραυματισμούς των δεύτερων από τους πρώτους. Την εορτή της Αναλήψεως του 967, συγκεκριμένα, συνέβη αυτό, ενώ μετείχε στην καθιερωμένη λιτανεία στην Πηγή, λίγο έξω από τα τείχη, και καθώς επέστρεφε προς εσπέραν στο Παλάτι ο Νικηφόρος, πλήθος λαού αγριεμένου τον πήρε στο κατόπι, λούζοντάς τον με άπειρες βρισιές, κινώντας τις γροθιές τους στον αέρα και τολμώντας ακόμα να πιάσουν στις χούφτες τους κοπριές και ακαθαρσίες από τον δρόμο και να τις πετούν στο άλογό του. Εκείνος δεν τάχυνε τον καλπασμό του, διάβαινε με προσωπείο ήρεμο, ξέροντας ποιος ήταν και ότι η οργή δε θα ωφελούσε σε τίποτα. Μια λέξη όμως που ακούστηκε να την επαναλαμβάνουν πολλά στόματα τον κέντρισε άσχημα:
«Τύραννε!»
Προσπάθησε να μη δώσει σημασία, έδωσε μάλιστα διαταγή να συλληφθεί και να καεί ζωντανή προς παραδειγματισμό στο προάστιο Ονωράτα ή Αναράτες μια γυναίκα που μαζί με την κορούλα της τον πετροβολούσαν από τη στέγη του σπιτιού τους. Βλέποντας όλα αυτά, κάποιοι καλοθελητές που είχαν θιγεί από άλλα μέτρα του Νικηφόρου, όπως την απαγόρευση του περαιτέρω πλουτισμού εκκλησιών και μοναστηριών και τη διακοπή παροχής σολεμνίων σε κληρικούς και συγκλητικούς, έσπευσαν να διαδώσουν ότι ο βασιλιάς θα σκοτωνόταν απ’ τους ομοεθνείς του. «Δε βλέπετε τι κάνει ο τύραννος, σύντομα θα γυρίσει στο κεφάλι του» έλεγαν, και δεν άργησαν αυτά να φτάσουν στα αυτιά του στρατηγού αυτοκράτορα, ο οποίος αν και οξύνους ήταν και προληπτικός, σε συνδυασμό με τη βαθιά του θεοσέβεια. Για πρώτη φορά φοβήθηκε για τη ζωή του, και ρίγος ψυχρό ανησυχίας του διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά. Δίχως να λείψει ώρα, αποφάσισε να περιτειχίσει το ανάκτορο, και προσέλαβε χτίστες και λατόμους να μπουν στη δούλεψή του και να προχωράνε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
«Υψώνει τείχη ο τύραννος, να κλειστεί μέσα!» κινούσαν κάποιοι τις κεφαλές τους κι έλεγαν, και μια μέρα που βγήκε ο Νικηφόρος να επιβλέψει τις εργασίες, άκουσε μια φωνή, σαν λάλημα προφήτη:
«Χτίζεις εσύ, βασιλιά, μα κι αν φτάσεις ως τον ουρανό, τίποτα δε θα κατορθώσεις! Η πόλη είναι ευάλωτη, και θα παρθεί από μέσα…»
Κι αγροίκησε στα σωθικά του ταραχή κι οδύνη, και φαρμακώθηκε ο ύπνος του και συννέφιασε ο λογισμός του, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει τι στην ευχή μπορεί να εννοούσε η ρήση…
Η Θεοφανώ δεν άργησε να τα αντιληφθεί όλα αυτά, και είχε αρχίσει να δυσανασχετεί και να ανησυχεί κάπου – κάπου. Εάν ο Νικηφόρος γινόταν δυσάρεστος στον λαό από τόσο νωρίς, για πόσον καιρό θα μπορούσε να τον θεωρεί προστάτη ικανό και ισχυρό για τα τέκνα της κυρίως; Για κείνη δεν ετίθετο λόγος, η συμβίωσή της μαζί του ήταν πλέον πιο αναγκαστική και ανιαρή από ποτέ, ειδικά απ’ όταν θυμήθηκε ξανά τον ασκητισμό και τη μιζέρια του, αφού τον έδιωξε απ’ το συζυγικό κρεβάτι μετά την απόπειρά του να τη βατέψει, ενώ δεν ήθελε, και της είχε κόψει και τα όποια δώρα της έκανε στην αρχή. Τελευταίως μάλιστα είχε συμβεί και μια σκηνή μεταξύ τους που την είχε ψυχράνει ακόμα περισσότερο απέναντί του.
«Τα χρυσά και αργυρά σκεύη πρέπει να απομακρυνθούν από το Παλάτι» σχολίασε, μιαν ημέρα που Κύριος οίδε πως έτυχε να συμφάγουν στο αριστήριο. «Είναι πολυτέλεια περιττή…»
«Ορίστε;» έκανε μ’ έναν μορφασμό έκπληξης η εικοσιεξάχρονη αυγούστα, αφήνοντας το κοχλιάριό της, που κατέληγε σε περίτεχνους ρόδακες, στο βαθύ πινάκιο. «Τι λέγεις, βασιλιά; Είσαι με τα καλά σου; Τα σκεύη αυτά είναι διάσημα και αντιπροσωπευτικά της εξουσίας μας!»
«Ακριβώς επειδή είμαι με τα καλά μου, αγαπητή, το λέγω αυτό» της αποκρίθηκε ήρεμος ο Νικηφόρος – έτσι τη φώναζε αφ’ ης στιγμής εγκατέλειψε την κλίνη και κοιμόταν χάμαι, όπως καλούσαν κληρικοί και λαϊκοί ορφανές κοπέλες με τις οποίες ζούσαν ως συνείσακτοι, δηλαδή τις προστάτευαν, δίχως όμως υποτίθεται να συνάπτουν μαζί τους σαρκική σχέση. «Ουδέν ωφελούν τω βασιλεί τα εκ χρυσού και αργύρου κοχλιάρια και περόνια και πινάκια και ποτήρια, δια να λαμβάνει την τροφή αυτού, και δη ουδέν πρέπουν σε άνακτα ευσεβή και ανατεθραμμένο εκ νεότητός του εν στρατιωτικοίς γυμνασίοις! Είναι προσβολή προς το Θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου, όστις εδίδαξε την ταπεινοφροσύνη, και του οποίου ο βασιλεύς είναι εικών και εκλεκτός επί της γης…»
«Παραληρείς, Νικηφόρε… Σταμάτα, σε παρακαλώ, γιατί τα λόγια σου με σκοτίζουν και μου κόβουνε την όρεξη!»
«Δε σταματώ! Θα τα καταργήσω, και στη θέση τους θα βάλω πήλινα και χάλκινα, να τρώει και ο εαυτός μου ταπεινά σαν τον Χριστό και σαν τους στρατιώτες μου…»
«Α, φτάνει πια! Δεν αντέχω άλλο τις μωρίες σου!» ξέσπασε η Θεοφανώ, χτυπώντας τους κόμπους των δαχτύλων του ενός χεριού της στο τραπέζι. «Αν θες λοιπόν να τρως σε πήλινα σκεύη και με ξύλινα κουτάλια, κάνε το, και κάλεσε και τους φίλους σου τους μοναχούς που τόσο νοιάζεσαι και αγαπάς να τους παραθέσεις τράπεζα με βραστά λάχανα, ελιές και όσπρια! Εγώ όμως θα συνεχίσω να απολαμβάνω το καλό φαγητό μου στα χρυσά και αργυρά και εφυαλωμένα, γιατί είμαι η αυτοκράτειρα, και δε σκοπεύω να ζω σαν πληβεία επειδή εσύ έχεις τις ιδεοληψίες σου και τη γεροντική σου μαλάκυνση[4]
Και οργισμένη, γύρισε την πλάτη στον Νικηφόρο και αποχώρησε με νευρικούς διασκελισμούς, και θρόιζε έντονα το μετάξι της εσθήτας της, κάνοντας αντίθεση με τα δικά του απλά λινά ιμάτια, σαν να ήθελε να του το υπογραμμίσει και με αυτόν τον τρόπο ότι δεν είχε θέση με τα πενήντα πέντε χρόνια του στη γυναικεία και βασιλική ζωή της. Αναστέναξε κρυφά κι εκείνος, στη σκέψη ότι δε μπορούσε να έχει ούτε σπιθαμή πια από το κορμί της που τόσο είχε ποθήσει, ούτε καν κομμάτι απ’ την ψυχή της, αλλά αμέσως θυμήθηκε τα λόγια της προσευχής, «τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον, και παν γεώδες και υλικόν ημών φρόνημα κοίμησον», και άλλαξε ρότα εθελούσια ο νους του…


Τον Ιούνιο εκείνο του 968, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς δέχθηκε επίσκεψη πρεσβείας του επισκόπου της Κρεμόνας Λιουτπράνδου, εκ μέρους του βασιλιά των Γερμανών Όθωνος Β΄. Ο τελευταίος, μετά την ενθρόνισή του το 962, και προβάλλοντας ως αξίωση και λάβαρό του το regnum italicum, την κυριαρχία επί της Ιταλίας, φιλοδοξούσε να προσαρτήσει στην… «Αγία Γερμανική Αυτοκρατορία» τις κατωιταλικές κτήσεις της Ρωμανίας, με στόχο να τεθεί υπό τον έλεγχο του βασιλείου των Γερμανών όλη η ιταλική χερσόνησος – φιλοδοξία να συνεχίσει αυτό που έμεινε ημιτελές μετά τον θάνατο του Καρλομάγνου και την κατάτμηση της «περιουσίας» στους διαδόχους του, θα μπορούσε να πει κανείς με βεβαιότητα. Εκμεταλλευόμενος λοιπόν ο Όθων προσωπικές έριδες των παπών με ηγεμονίσκους, αλλά και την αποτυχία των όπλων του Βυζαντίου στη Σικελία, είχε κατορθώσει να υποτάξει την κεντρική και βόρεια Ιταλία, και τώρα πίεζε ασφυκτικά τα εδάφη που ανήκαν στην αυτοκρατορία. Ο Νικηφόρος, έχοντας αντιληφθεί τον κίνδυνο, είχε ήδη προσπαθήσει να έλθει σε διαπραγματεύσεις μαζί του, ωστόσο ο Γερμανός ρήγας (ποτέ δεν καταδέχθηκαν οι «ημέτεροι» να τον φωνάξουν βασιλέα) εκείνο τον Μάρτιο πολιόρκησε ήδη το Μπάρι ή Βάριν, όπως έλεγαν οι Ρωμιοί το σπουδαίο λιμάνι αυτό της Ιταλίας, και αφού απέτυχε, προσέφυγε στην πρεσβεία αυτή προς τον Φωκά δια του Λιουτπράνδου. Ο στρατηγός κάλεσε πρώτη φορά σε ακρόαση τον επίσκοπο ανήμερα το πρωί της Πεντηκοστής, την 7η Ιουνίου, έχοντας στα πόδια του θρόνου του καθισμένους δεξιά και αριστερά τους βαφτισιμιούς του και συμβασιλείς, δέκα χρόνων πια ο Βασίλειος, οκτώ ο Κωνσταντίνος. Και το θέαμά του πρέπει να ευθύμησε ιδιαίτερα τα αγόρια, γιατί αργότερα την ίδια μέρα διηγούνταν με έξαψη και γέλια στη Θεοφανώ:
«Μανούλα, τι αστείος που ήταν αυτός ο Λιου… Λιουπάνδος! Χοντρός, με μια καράφλα να στη μέση του κεφαλιού του και μόνο λίγα μαλλιά γύρω – γύρω σαν κορδόνι! Και τα ράσα του, βρόμικα και σκονισμένα…»
Η αλήθεια ήταν πως και ο ίδιος ο Νικηφόρος γελοίο βρήκε τον επίσκοπο, και άλλο τόσο γελοία, παράφρονα, εξοργιστικά και ατιμωτικά για την αυτοκρατορία τα αιτήματα με τα οποία τον προμήθευσε ο κύριός του ο Όθων για να επιτύχει συμμαχία. Εξαρχής, άλλωστε, ήθελε να δείξει στον Λιουτπράνδο και τη συνοδεία του ποιος ήταν και θα ήταν πάντα ο αφέντης της Κάτω Ιταλίας και της οικουμένης όλης, και φρόντισε επιμελώς να μη μεριμνήσει διόλου για τη στέγαση και την εστίασή τους σύμφωνα με τα ισχύοντα πρωτόκολλα, και όταν άκουσε και τι του γύρευαν για χάρη του Όθωνα, μόνο που δεν τους πέταξε με τις κλοτσιές από την Κωνσταντινούπολη, να φτάσουν κολυμπώντας πίσω στη χώρα τους.
«Ακούς εκεί, οι βάρβαροι και ασεβείς και μιαροί!» μονολογούσε με λύσσα ενώπιον της Θεοφανώς. «Προτείνει, λέει, αυτός ο τρελόπαπας, να δώσω τη θυγατέρα του αυτοκράτορος Ρωμανού και της αυγούστης Θεοφανούς για νύφη στον υιό του Όθωνα! Απίστευτο πράγμα ακούω[5]… Την κόρη σου τουτέστιν, αγαπητή, την Άννα, ην εγέννησας εν τη Πορφύρα… Μια πορφυρογέννητη πριγκίπισσα στους βάρβαρους; Ποτέ! Και εγώ του απάντησα πως, αν θέλουνε να πάρουνε τέτοιο κεφάλαιο από μας, αξιούμεν και ημείς να μας παραδώσουν όσα δικαιωματικά μας ανήκουν, εκτός από τα μέρη στην Απουλία και την Καλαβρία και τη Σικελία, τη Ρώμη την παλαιά και τη Ραβέννα και όλη την Ιταλία, κι έφυγε με την ουρά στα σκέλια από μπροστά μου ο πονηρός φραγκοκαλόγερος!»
«Και καλά του είπες, βασιλιά!» επικρότησε η Θεοφανώ. «Δε θα έδινα ούτε εγώ την Άννα μου για νύφη στους Γερμανούς! Εκτός από πορφυρογέννητη, είναι μικρό παιδί, πέντε ετών μονάχα…»
«Σωστό απολύτως και αυτό… Χαίρομαι που συμφωνούμε σε κάτι τουλάχιστον, αυγούστα, έστω και από διαφορετικές οπτικές» αποκρίθηκε ο Νικηφόρος, και σαν να υπομειδίασε το σκοτισμένο μούτρο του. «Εγώ με όπλο την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια του δεσπότου των Ρωμαίων, εσύ με εφόδιο τη σύνεση και το φίλτρο σου ως μητέρα και βασίλισσα…»
Μετά την 22α Ιουνίου, κι αφού είχε ποικιλοτρόπως χλευάσει αγέρωχα την αλαζονεία του Όθωνα και αποστομώσει τον απεσταλμένο του, με αποτέλεσμα ο συγχυσμένος και πλήρως απογοητευμένος Λιουτπράνδος να συντάξει επιστρέφοντας στην πατρίδα του τη Λομβαρδία μία άκρως συκοφαντική και δυσφημιστική αναφορά για τον αυτοκράτορα των Γραικών και το Βυζάντιο συλλήβδην, λατινιστί relatio, εκκίνησε ο πενήντα έξι ετών πλέον Νικηφόρος για άλλη μια εκστρατεία εναντίον των Αράβων της Συρίας, νιώθοντας το φρόνημά του ανανεωμένο και ακμαίος σωματικά σαν τριαντάρης μετά την άτεγκτη συμπεριφορά που επέδειξε απέναντι στις αξιώσεις των Γερμανών. Αυτή τη φορά, ο αυτοκράτορας κατέλαβε ακόμα μια πλειάδα σημαντικών πόλεων και φρουρίων, το Χαλέπι, την Έμεσα, την Καισάρεια, του παραδόθηκε η Λαοδίκεια, και κατόπιν επέστρεψε πάλι έξω απ’ τα τείχη της Αντιόχειας. Ήταν φθινόπωρο όμως προχωρημένο ήδη, Νοέμβρης μήνας, και οι πολλές βροχές που έπεσαν γέμισαν το έδαφος λασπουριά, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται ο στρατός στις μετακινήσεις του. Έτσι, ο Νικηφόρος, αφού τα ζύγιασε καλά, παρότρυνε τους άνδρες του να χτίσουν ένα πέτρινο οχυρό αντίκρυ στην πόλη, επί του όρους Κιγίλ Νταγ ή Μαύρου, στο οποίο, όταν ολοκληρώθηκε, κατέλιπε πεντακόσιους ιππείς και χίλιους πεζούς, με μια γερή εφεδρεία από τροφές, επικεφαλής τον ταξίαρχο και φίλο του Μιχαήλ Βούρτζη και τον στρατοπεδάρχη Πέτρο, και την εντολή να μην αφήσουν στιγμή την Αντιόχεια σε ηρεμία, ώσπου να κινηθεί ξανά προς εκπόρθησή της, κι ο ίδιος ήρθε ξανά πίσω στην Κωνσταντινούπολη για να ησυχάσει. Δύσκολη αποδείχτηκε εκείνη η χρονιά, πολύ δύσκολη, γιατί και ο Όθων, πληροφορούμενος την κατάληξη των πρεσβειών του επισκόπου Κρεμόνας, συνέχισε να επιτίθεται, και ο Νικηφόρος έπρεπε να ενισχύει διαρκώς τις βυζαντινές φρουρές στα εδάφη της δικαιοδοσίας του. Θετικό ωστόσο για τα σχέδιά του ήταν ότι τον ίδιο Αύγουστο είχε διαβεί τον Δούναβη και εισβάλει στη Βουλγαρία και ο Σβιατοσλάβ, πεπεισμένος στα κελεύσματα του Καλοκύρη, και δηώνοντας τη χώρα αποδυνάμωσε τόσο πολύ τους Βούλγαρους, ώστε πλέον δε μπορούσαν, προσωρινά τουλάχιστον, να παραστούν απειλή για την αυτοκρατορία, και θα είχε αποτελειώσει το έργο του, αν δεν του προέκυπτε επιδρομή των Πετσενέγγων. Ουδέν καλόν αμιγές κακού, όμως, κατ’ αντιστροφή της παροιμίας, διότι ο Καλοκύρης προέβη σε μια πράξη ύπουλη, που παρά λίγο να στοίχιζε ακριβά στον Νικηφόρο – ή μάλλον, του κόστισε τελικά, με τρόπο έμμεσο και όχημα τη λοιδορία, τον ολέθριο θυμό και φθόνο που γεννούν το μίσος και την τυφλή εκδικητικότητα, ικανή να ποδοπατήσει ωμά ακόμη και τους ιερούς και θέσφατους δεσμούς της συγγένειας…




Λίνα Δώρου



[1] Η ονομασία που έδωσαν στον Νικηφόρο Φωκά οι Άραβες

[2] Κοτόπουλο (κότα) σε μαρινάδα από κρασί ή ξύδι και καρυκεύματα, παραγεμισμένο με αμύγδαλα και άλλα, βρασμένο σε κρασί

[3] Φαγητό από διάφορα παστά ή και φρέσκα ψάρια, μαζί με κομμάτια διάφορων τυριών, αβγά και λάχανο, μέσα σε λάδι, με πιπέρι και σκόρδα. Το συνήθιζαν οι πλούσιοι για βραδινό.

[4] Με την αυστηρά ιατρική έννοια του όρου για τη νευρολογική εγκεφαλική ασθένεια των γηρατειών, για να μην κατηγορηθεί η γράφουσα ότι χρησιμοποιεί υβρεολόγιο…

[5] Φράση που έμεινε στη δυτική ιστοριογραφία με το λατινικό της μετάφρασμα, incredibile audio! Ειπώθηκε προφανώς από τον Νικηφόρο ενώπιον του Λιουτπράνδου, πιθανόν όταν ο δεύτερος αποκάλεσε τον κύριό του αυτοκράτορα και πρόβαλε τις αξιώσεις του για την Ιταλία, ωστόσο εδώ χάριν της μυθιστορηματικής πλοκής χρησιμοποιείται έτσι.