ΣΕΛΕΣΤ
Με ξυπνάει ο δυνατός ήχος του ανέμου, καθώς χτυπάει πάνω στα παντζούρια κάνοντάς τα, να κροταλίζουν θυμωμένα. Ανασηκώνω το κεφάλι μου από το μαξιλάρι και κοιτάζω τριγύρω το ήσυχο δωμάτιο. Ταράζομαι, όταν μνήμες από τα όσα συνέβησαν νωρίτερα, με κατακλύζουν από παντού και ψηλαφίζω νευρικά το σώμα μου κάτω από τα σκεπάσματα.
Ο επίδεσμος που έχω τυλιγμένο γύρω από το στήθος μου, για να με κρύβει από τα αδιάκριτα βλέμματα, είναι στη θέση του. Όπως η πουκαμίσα και το παντελόνι μου. Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ δε με άγγιξε. Τα μάγουλά μου κοκκινίζουν από ντροπή και το δέρμα μου ανατριχιάζει στη σκέψη των όσων, θα μπορούσε, να μου κάνει. Παραδέχομαι, ότι φοβήθηκα. Τα χέρια του έκλειναν πάνω μου με τρυφερότητα, αλλά αν το ήθελε, το χάδι του θα μπορούσε, να ήταν βίαιο και σκληρό.
Το ξαφνικό χτύπημα στην πόρτα με αποσυντονίζει και με αγχώνει ταυτόχρονα ξέροντας, ότι θα είναι ο πρίγκιπας ή ο Φόστερ ή ο Μπράιντεν. Δε θα ήθελα, να δω κανέναν τους. Θεωρώ, πως η επίσκεψή τους θα είναι περιττή, εφόσον δεν υπάρχει κάποιο νέο για την Κρήνη ή την απόφαση, να ξεκινήσουμε επιτέλους για το νησί της οικογένειάς μου. Μορφάζοντας αποδοκιμαστικά πέφτω πίσω στα μαξιλάρια και χώνω το κεφάλι μου κάτω από τις κουβέρτες. Ακούω την πόρτα του υπνοδωματίου μου, να ανοίγει και να κλείνει και έπειτα βήματα να με πλησιάζουν.
Η φιγούρα που στέκεται μπροστά μου, δεν ανήκει σε κανέναν άλλον παρά μόνο στον Γκασπάρτν. Τον λοξοκοιτάζω κουλουριάζοντας το σώμα μου σε εμβρυακή στάση. Το βλέμμα του είναι σκοτεινό στο σκυθρωπό του πρόσωπο και τα χέρια του πλεγμένα μπροστά στο στήθος του. Μοιάζει, σαν να θέλει, να πει κάτι αλλά δεν ξέρει τον κατάλληλο τρόπο, για να προφέρει αυτά τα λόγια.
«Τι συμβαίνει; Δε νιώθεις καλά;» με ρωτάει σφιγμένος.
«Μια χαρά είμαι. Απλά βαριέμαι». Απαντάω απότομα. «Καμία αλλαγή στην απόφαση του Μπράιντεν;»
«Τον ενημέρωσα για την επιθυμία σου, να πάμε οι τέσσερίς μας στο νησί, ώστε να μην τραβήξουμε την προσοχή του Άλμπερτ και διαφώνησε. Οι πειρατές του Ρόις βρίσκονται και εκείνοι στο κατόπι μας και θα είναι δύσκολο, να τα βάλουμε ταυτόχρονα με δύο μέτωπα. Από την άλλη ο δούκας θα παραμείνει στο Έστρελ ως το βράδυ. Ας ελπίσουμε, ότι πείστηκε, πως είσαι νεκρή». Με ενημερώνει εν συντομία. Κατσουφιάζω.
«Σιγά μην πείστηκε. Όμως τέλος πάντων. Οπότε ποιο είναι το σχέδιο;» δεν ξέρω, γιατί αξίζει ακόμα, να ρωτάω. Αφού ήδη γνωρίζω την απάντηση. Ο πρίγκιπας δεν αποκρίνεται. «Μερικές φορές σκέφτομαι γιατί τον ακούς. Δεν έχω ιδέα, τι μπορεί, να περνάει από το μυαλό του, αλλά δε νομίζεις, ότι θα γλιτώναμε πολύτιμο χρόνο, αν κάναμε κάτι πιο… ενεργητικό;» ρουθουνίζω ενοχλημένη. «Δεν σε καταλαβαίνω καθόλου».
Γιατί ο πρίγκιπας Γκασπάρντ συμφωνεί σε αυτό με τον Μπράιντεν; Το μυαλό μου πηγαίνει συνέχεια, στο ότι θέλει, να με προστατέψει, όμως αυτό είναι το καθήκον μου. Είναι ο τρίτος στη σειρά διαδοχής για τον θρόνο του Στάρενιθ και εγώ θα γίνω η γυναίκα του. Είναι άνθρωπος με κύρος και αυτό γίνεται ασπίδα σε όποιον θέλει το κακό μου. Τα αδέρφια του μπορεί, να μην τον θέλουν στην οικογένεια αλλά τον χρειάζονται, για να ενεργοποιήσουν την Κρήνη. Και τους δυο μας χρειάζονται. Αν πάρουμε την Κρήνη τώρα ή μετά το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Θα ταξιδέψουμε ως το Στάρενιθ, για να την ενεργοποιήσουμε. Είναι το όπλο μας, για να βγάλουμε από τη μέση των Φρεντέρικο. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γκασπάρντ πάντα.
Δεν υπάρχει περίπτωση, να μείνω άλλο στην αδράνεια. Δεν ξέρω πως, αλλά θα βρω τον τρόπο και θα φύγω από δω. Αν καταφέρω, να τρυπώσω στο πλοίο του δούκα, εκείνος θα με πάει στο νησί των Κίλμπορν και τότε θα δώσω έναν καλό λόγο στον πρίγκιπα και τον πειρατή να με αναζητήσουν. Ναι… αυτό θα κάνω. Ο Γκασπάρντ κάθεται στην άκρη του κρεβατιού τραβώντας με έξω από τις σκέψεις μου. Αναστενάζω με την οικειότητα, που έχει αναπτυχθεί ανάμεσά μας. Πριν ένα μήνα τον μισούσα για την απόφασή του, να με κάνει γυναίκα του και να πάρει την Κρήνη. Σε αυτό το κομμάτι συνεχίζω, να είμαι κάπως επιφυλακτική, παρόλα αυτά πλέον μου έχει γίνει συνήθεια. Τον νοιάζομαι, σαν να είναι κάποιος πολύ σημαντικός για μένα. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί, αν έχω αρχίσει, να τον αγαπάω και ποτέ δεν είμαι σίγουρη για την απάντηση.
«Σελέστ… τι συμβαίνει;» με ξαναρωτάει. Η φωνή του είναι σιγανή και το βλέμμα του τρυφερό. «Τι σε προβληματίζει;»
«Απλά είμαι φοβισμένη για το αναπόφευκτο μέλλον και όσο αυτό καθυστερεί, τόσο περισσότερο με αγχώνει». Ψιθυρίζω, όμως οι λέξεις σβήνουν στον λαιμό μου, όταν τα χείλη του πρίγκιπα καλύπτουν απαλά τα δικά μου.
Τα κεχριμπαρένια μάτια του βυθίζονται στα δικά μου και μου χαμογελούν γεμάτα καλοσύνη και ηρεμία. Με αγκαλιάζει προστατευτικά, σαν να θέλει, να με κρατήσει μακριά από έναν αόρατο κίνδυνο και τις σκοτεινές σκέψεις μου. Το πρόσωπό του είναι ανήσυχο και κουρασμένο, γεμάτο σκοτούρες, που δε μοιράζεται. Ή δεν θέλει, να μοιραστεί ή απλά δεν με εμπιστεύεται. Σηκώνω το χέρι μου και το περνάω μέσα από τα μακριά, ξανθά μαλλιά του χαμογελώντας αμυδρά. Όταν τον πρωτοείδα στη Μπουργκότζια τη μέρα για την υπογραφή της Συνθήκης, αν κάποιος μου έλεγε, ότι θα καταλήγαμε έτσι, σίγουρα θα τον έλεγα τρελό. Τι άλλαξε από τότε; Από εκείνον τον άντρα που ήταν ψυχρός και κυνικός; Μου έσωσε την ζωή, με οδήγησε με ασφάλεια στο σπίτι μου και με ζήτησε σε γάμο.
«Γιατί με προστατεύεις;» ρωτάω άθελά μου. Μια ερώτηση που του έχω κάνει πολλές φορές και άλλες τόσες στον εαυτό μου.
«Επειδή κάποτε έκανες το ίδιο για μένα». Το βλέμμα του γίνεται θλιμμένο. «Θυμάσαι το θερμοκήπιο στη Μπουργκότζια. Εσύ και ο Μπράιντεν το είχατε επισκεφτεί. Μάλωνα με τα αδέρφια μου εκείνο το βράδυ. Με υπερασπίστηκες, δίχως να με ξέρεις».
«Οπότε είναι ένα χρέος, που ήθελες, να ξεπληρώσεις». Γνέφω κατανοώντας τα λόγια του. Αυτό το αγόρι ήταν ο πρίγκιπας τότε και με θυμόταν έπειτα από τόσο καιρό; «Δεν… δεν μου οφείλεις τίποτα. Δεν είναι ανάγκη να δεσμευτείς μαζί μου γι’ αυτόν τον λόγο».
«Έχω πάρει την απόφασή μου Σελέστ. Θα γίνεις η γυναίκα μου και εγώ ο άντρας σου. Είμαι πρόθυμος, να σε αφήσω στην ησυχία σου, αν αυτό σημαίνει, ότι θα είσαι πιο ασφαλής μακριά μου, αλλά από την άλλη θα σε κρατήσω κοντά μου με κάθε κόστος». Υπόσχεται ακουμπώντας το μέτωπό του στο δικό μου.
Η πόρτα του υπνοδωματίου μου ανοίγει απότομα για άλλη μια φορά και μέσα μπαίνει ο Μπράιντεν. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα στη θέα μας και αποστρέφει βιαστικά το πρόσωπό του σφίγγοντας τα χέρια του σε γροθιές. Ο πρίγκιπας τραβιέται από κοντά μου και τον πλησιάζει.
«Ο δούκας βρίσκεται εδώ. Θέλει, να σου μιλήσει… υποθέτω, να σε πείσει, να φύγεις μαζί του. Θα αποχωρήσει απόψε για το νησί». Τον ενημερώνει βιαστικά και ο Γκασπάρντ γνέφει με δυσφορία. Πριν φύγει μου χαρίζει μια καθησυχαστική ματιά και ένα χαμόγελο, που γαληνεύει την ψυχή μου.
«Μπράιντεν…» λέω και σηκώνομαι, αλλά εκείνος δε γυρίζει προς το μέρος μου. «Μπράιντεν».
«Πάρε αυτό. Είναι δικό σου. Μου το έδωσε η μητέρα σου, πριν πεθάνει». Λέει με ψυχρή φωνή, ανοίγοντας την παλάμη του.
Πιάνω την αλυσίδα και σηκώνω παράξενο περιδέραιο. Είναι φτιαγμένο από γυαλί και στο εσωτερικό του λαμπυρίζει μια κόκκινη μπίλια. Δε θυμάμαι τη μητέρα μου, να το φοράει, ούτε το είχα δει στα κοσμήματά της. Τι είναι;
«Ονομάζεται ματωμένο δάκρυ. Μπορεί, να γιατρέψει κάθε αρρώστια και πληγή, ακόμα και να αναστήσει έναν νεκρό. Δάγκωσε την πέρλα και θα κοροϊδέψεις τον θάνατο».
«Μπράιντεν… κοίταξέ με. Τι συνέβη; Γιατί είσαι…»
«Επειδή βλέπω τα σημάδια Σελέστ». Τι! Ποια σημάδια; «Σε άγγιξε; Σε έκανε δική του; Δεν το πιστεύω, ότι του δόθηκες».
«Και εσένα τι σε νοιάζει;» δεν καταλαβαίνω, ποιος είναι το πρόβλημά του. Αν αποφάσισα, να χάσω την τιμή μου με τον πρίγκιπα, το έκανα, γιατί θεώρησα, πως αυτό είναι το καλύτερο για μένα. «Ο πρίγκιπας θα με κάνει δική του κάποια στιγμή. Το πότε δεν έχει σημασία».
«Έχει! Μπορώ, να σε σώσω από αυτόν. Ζήτησέ το μου και θα σε πάρω μακριά του. Θα φροντίσω, ώστε να μην μπορέσει, να σε αγγίξει». Παράλογα λόγια βγαίνουν από το στόμα του. «Τον θέλεις;»
«Θέλω, να καθαρίσω το όνομα της οικογένειάς μου. Να αποδώσω δικαιοσύνη και να εκδικηθώ για τον θάνατό τους. Θέλω, να καταστρέψω τον πρίγκιπα Φρεντέρικο και τα σχέδιά του για την ενεργοποίηση της Κρήνη. Το θέμα του πρίγκιπα Γκασπάρντ θα περιμένει προς το παρόν». Δεν καταλαβαίνω τα κίνητρά του. «Μπράιντεν είσαι φίλος μου. Πρόσεχες για καιρό την Κρήνη για χάρη της οικογένειάς μου και δεν ξέρεις, πόσο ευγνώμων είμαι. Όμως… η καρδιά μου δεν είναι δική μου, για να σου τη δώσω».
«Μάλιστα». Σφίγγει τα χείλη του απογοητευμένος. «Μείνε στο δωμάτιό σου, ώσπου να είναι ασφαλές». Με διατάζει και αποχωρεί χτυπώντας πίσω του την πόρτα.
Ναι καλά. Αν νομίζουν, πως θα καθίσω και θα περιμένω το περίφημο σχέδιο του Μπράιντεν, να μπει σε εφαρμογή, είναι πολύ γελασμένοι. Αυτό που με απογοητεύει περισσότερο απ’ όλα, είναι η στάση του πρίγκιπα στις ιδέες του. Όσα πράγματα που γνωρίζω γι’ αυτόν, μιλάνε για την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη του απέναντι στον λαό του, την πονηριά και εξυπνάδα του καθώς και την διπλωματικότητά του. Όμως δεν βλέπω καμία εξυπνάδα σε όλο αυτό. Δεν… δεν καταλαβαίνω το γιατί. Σηκώνω τα μάτια μου στον ουρανό και αναστενάζω. Ποτέ μου δεν ζήτησα βοήθεια από τους προγόνους μου. Πάντα πίστευα, ότι δεν είναι συνετό οι ζωντανοί, να ενοχλούν τους νεκρούς με τα προβλήματά τους, παρόλα αυτά… χρειάζομαι όσο τίποτα άλλο μια βοήθεια.
«Μητέρα… αν με ακούς, πες μου, τι να κάνω;» την ικετεύω σφίγγοντας στην γροθιά μου το περιδέραιό της.
Πρέπει, να φύγω. Αν ο δούκας αποχωρήσει το βράδυ, όπως είπε, θα μπορούσα, να ξεφύγω με το πλοίο του. Πολύ ριψοκίνδυνο αλλά θα είναι κάτι από το τίποτα. Αν με πιάσει ο Χάμελιν δε θα με σκοτώσει. Όχι ώσπου να ανοίξω τη σπηλιά για λογαριασμό του πρίγκιπα Φρεντέρικο. Αγχωμένη περνάω τα δάχτυλά μου μέσα από τα κοντά μου μαλλιά και ξεφυσάω προσπαθώντας, να σκεφτώ ένα ικανοποιητικό σχέδιο διαφυγής από την έπαυλη.
Στρέφομαι προς το παράθυρο και το ανοίγω βγάζοντας το κεφάλι μου έξω. Το απόγευμα είναι σκοτεινό και παγωμένο ενώ μια δυσάρεστη υγρασία καλύπτει τα πάντα. Η πυκνή ομίχλη με δυσκολεύει, να δω κάτι πέρα από το φωτεινό στεφάνι των πυρσών στην αυλή. Η συνομιλία των στρατιωτών και τα ρουθουνίσματα των αλόγων πλημμυρίζουν τ’ αυτιά μου. Ο Μπράιντεν δεν έχει στρατιώτες μόνο πειρατές, που περιπολούν στην πόλη υπό τις διαταγές του. Οπότε υποθέτω, πως ανήκουν στον δούκα Χάμελιν. Παίρνοντας βαθιά ανάσα κρεμώ τα πόδια μου έξω και πηδάω πάνω στο γείσο του αψιδωτού παραθύρου από κάτω. Το δυνατό τράνταγμα με κάνει, να χάσω την ισορροπία μου και πέφτω κάτω χτυπώντας τα γόνατά μου. Να πάρει! Δαγκώνω τα χείλη μου, για να μη φωνάξω από τον πόνο και βογκάω παλεύοντας, να σταθώ στα πόδια μου.
Οι στρατιώτες του δούκα στρέφονται προς το μέρος μου και με κοιτάζουν στενεύοντας τα μάτια τους. Τινάζομαι αμέσως όρθια και υποκλίνομαι, όταν ένας από εκείνους έρχεται προς το μέρος μου.
«Τι κάνεις εκεί μικρέ;» με ρωτάει αγγίζοντας τη λαβή του ξίφους του. Λες και θα μπορούσα, να του κάνω οτιδήποτε. Ξεροκαταπίνω.
«Πηγαίνω σπίτι μου κύριε. Ο άρχοντάς μου με έδιωξε γι’ απόψε». Αποκρίνομαι έχοντας το κεφάλι μου χαμηλωμένο.
«Εντάξει δίνε του από δω». Με διατάζει.
Με ένα αδιάφορο νεύμα κάνει στην άκρη επιτρέποντάς μου, να περάσω και χαλαρώνει την έκφρασή του του προσώπου του. Ανοίγω το βήμα μου και απομακρύνομαι ήρεμα όσο πιο μακριά μπορώ. Έπειτα αρχίζω, να τρέχω κατά μήκος του δρόμου και δε σταματώ, να τρέχω, ώσπου να φτάσω στην αγορά του Έστρελ. Πιάνω τα γόνατά μου και ξεφυσάω λαχανιασμένη. Λίγο έμεινε ακόμα. Βλέπω το πλοίο του Χάμελιν, όμως πως θα επιβιβαστώ; Ο μόνος τρόπος για να πάω ως εκεί, είναι με βάρκα και σίγουρα η αδικαιολόγητη παρουσία μου στη Γητεύτρα θα στοιχίσει το κεφάλι μου. Ποδοβολητά αλόγων ακούγονται από τον δρόμο προς την έπαυλη του Μπράιντεν και τέσσερις καβαλάρηδες εμφανίζονται εμπρός μου. Πηδάω ξαφνιασμένη στο πλάι και ξεφεύγω έγκαιρα από το ποδοπάτημα των οπλών τους πέφτοντας στο έδαφος. Το σαγόνι και οι παλάμες μου γδέρνονται, ενώ σκόνη μπαίνει στο στόμα και τα μάτια μου.
Ένας από τους καβαλάρηδες γυρίζει πίσω και φέρνει το άλογό του κοντά μου κυκλώνοντάς με. Σηκώνω το βλέμμα μου ως το πρόσωπό του, όμως το σκοτάδι δε μου επιτρέπει, να τον δω καθαρά. Οπισθοχωρώ προς τα πίσω θέλοντας, να του ξεφύγω. Οι κινήσεις μου είναι κουρασμένες και νευρικές, ώσπου το οπτικό μου πεδίο γεμίζει ένα γυαλιστερό ξίφος και η φιγούρα του Χάμελιν. Ο πανικός με καταβάλλει και μια αδύναμη κραυγή ξεφεύγει από τον λαιμό μου. Η νύχτα είναι πυκνή και δύσκολα έχω επίγνωση του περιβάλλοντος γύρω μου κάνοντας το βήμα μου ασταθές και αβέβαιο. Απελπισμένη στην προσπάθειά μου να του ξεφύγω, το πόδι μου σκαλώνει κάπου και με ακινητοποιεί στο έδαφος. Ο μεταλλικός ήχος που σπάει την ησυχία της νύχτας, δεν είναι όμοιος με τίποτα, απ’ όσους έχω ακούσει ως τώρα και εκεί που ελπίζω, ότι δε θα συμβεί, η παγίδα που ενεργοποίησα κλείνει ερμητικά κλείνοντας τον μηρό μου μέσα στη δυνατή, σιδερένια της δαγκάνα. Τα δόντια της χώνονται στο κρέας του ποδιού μου κομματιάζοντας σάρκα και μυς.
Το κεφάλι μου πέφτει προς τα πίσω και εγώ φωνάζω από τον πόνο, ώσπου να καταφέρω, να σωπάσω τον εαυτό μου κλείνοντας το στόμα μου με τις παλάμες μου. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου, ενώ ένα τρέμουλο ταλανίζει το κορμί μου. Ο άγνωστος καβαλάρης κάνει ακόμα έναν κύκλο γύρω μου, πριν ξεπεζέψει και γονατίσει στο πλάι μου αποκαλύπτοντάς μου το πρόσωπό του. Ο δούκας χαμογελάει, σαν να το διασκεδάζει και χτυπάει με τα δάχτυλά του την παγίδα. Οι στρατιώτες του τον πλησιάζουν αμέσως. Οι πυρσοί που κρατούν στα χέρια τους, ρίχνουν αρκετό φως, για να αποκαλύψουν την ταυτότητά μου και να φανερώσουν την αξιολύπητη κατάστασή μου. Τα δάχτυλά μου μάταια πασχίζουν, να με ελευθερώσουν από την παγίδα. Το αίμα τα κάνει, να γλιστρούν.
«Ω, Σελέστ. Κάθε φορά που σε βλέπω, έχεις προβλήματα. Ίσως θα πρέπει, να κάτσεις ήσυχη για μια φορά. Έτσι για αλλαγή». Με κοροϊδεύει και πιάνει το πόδι μου. «Το ήξερα, πως δεν ήσουν νεκρή. Το θέατρο του πρίγκιπα Γκασπάρντ δε ήταν καθόλου πειστικό».
Ο πόνος που με διαπερνάει σαν αστραπή, με κάνει, να ουρλιάξω. Ο δούκας κλείνει το στόμα μου με την γαντοφορεμένη παλάμη του και αρπάζει τα μαλλιά μου σφίγγοντάς τα στην γροθιά του. Τι πρόκειται, να μου κάνει τώρα, που με έχει; Το βλέμμα του είναι παγωμένο και υπεροπτικό. Σηκώνει το ξίφος του και με την λαβή του με χτυπάει με δύναμη στο πρόσωπο ζαλίζοντάς με. Μορφάζω από τον πόνο, ώσπου ένα ακόμα χτύπημα συνοδεύει το πρώτο και με στέλνει κατευθείαν στο απόλυτο σκοτάδι.
Ηλιάνα Κλεφτάκη
Με ξυπνάει ο δυνατός ήχος του ανέμου, καθώς χτυπάει πάνω στα παντζούρια κάνοντάς τα, να κροταλίζουν θυμωμένα. Ανασηκώνω το κεφάλι μου από το μαξιλάρι και κοιτάζω τριγύρω το ήσυχο δωμάτιο. Ταράζομαι, όταν μνήμες από τα όσα συνέβησαν νωρίτερα, με κατακλύζουν από παντού και ψηλαφίζω νευρικά το σώμα μου κάτω από τα σκεπάσματα.
Ο επίδεσμος που έχω τυλιγμένο γύρω από το στήθος μου, για να με κρύβει από τα αδιάκριτα βλέμματα, είναι στη θέση του. Όπως η πουκαμίσα και το παντελόνι μου. Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ δε με άγγιξε. Τα μάγουλά μου κοκκινίζουν από ντροπή και το δέρμα μου ανατριχιάζει στη σκέψη των όσων, θα μπορούσε, να μου κάνει. Παραδέχομαι, ότι φοβήθηκα. Τα χέρια του έκλειναν πάνω μου με τρυφερότητα, αλλά αν το ήθελε, το χάδι του θα μπορούσε, να ήταν βίαιο και σκληρό.
Το ξαφνικό χτύπημα στην πόρτα με αποσυντονίζει και με αγχώνει ταυτόχρονα ξέροντας, ότι θα είναι ο πρίγκιπας ή ο Φόστερ ή ο Μπράιντεν. Δε θα ήθελα, να δω κανέναν τους. Θεωρώ, πως η επίσκεψή τους θα είναι περιττή, εφόσον δεν υπάρχει κάποιο νέο για την Κρήνη ή την απόφαση, να ξεκινήσουμε επιτέλους για το νησί της οικογένειάς μου. Μορφάζοντας αποδοκιμαστικά πέφτω πίσω στα μαξιλάρια και χώνω το κεφάλι μου κάτω από τις κουβέρτες. Ακούω την πόρτα του υπνοδωματίου μου, να ανοίγει και να κλείνει και έπειτα βήματα να με πλησιάζουν.
Η φιγούρα που στέκεται μπροστά μου, δεν ανήκει σε κανέναν άλλον παρά μόνο στον Γκασπάρτν. Τον λοξοκοιτάζω κουλουριάζοντας το σώμα μου σε εμβρυακή στάση. Το βλέμμα του είναι σκοτεινό στο σκυθρωπό του πρόσωπο και τα χέρια του πλεγμένα μπροστά στο στήθος του. Μοιάζει, σαν να θέλει, να πει κάτι αλλά δεν ξέρει τον κατάλληλο τρόπο, για να προφέρει αυτά τα λόγια.
«Τι συμβαίνει; Δε νιώθεις καλά;» με ρωτάει σφιγμένος.
«Μια χαρά είμαι. Απλά βαριέμαι». Απαντάω απότομα. «Καμία αλλαγή στην απόφαση του Μπράιντεν;»
«Τον ενημέρωσα για την επιθυμία σου, να πάμε οι τέσσερίς μας στο νησί, ώστε να μην τραβήξουμε την προσοχή του Άλμπερτ και διαφώνησε. Οι πειρατές του Ρόις βρίσκονται και εκείνοι στο κατόπι μας και θα είναι δύσκολο, να τα βάλουμε ταυτόχρονα με δύο μέτωπα. Από την άλλη ο δούκας θα παραμείνει στο Έστρελ ως το βράδυ. Ας ελπίσουμε, ότι πείστηκε, πως είσαι νεκρή». Με ενημερώνει εν συντομία. Κατσουφιάζω.
«Σιγά μην πείστηκε. Όμως τέλος πάντων. Οπότε ποιο είναι το σχέδιο;» δεν ξέρω, γιατί αξίζει ακόμα, να ρωτάω. Αφού ήδη γνωρίζω την απάντηση. Ο πρίγκιπας δεν αποκρίνεται. «Μερικές φορές σκέφτομαι γιατί τον ακούς. Δεν έχω ιδέα, τι μπορεί, να περνάει από το μυαλό του, αλλά δε νομίζεις, ότι θα γλιτώναμε πολύτιμο χρόνο, αν κάναμε κάτι πιο… ενεργητικό;» ρουθουνίζω ενοχλημένη. «Δεν σε καταλαβαίνω καθόλου».
Γιατί ο πρίγκιπας Γκασπάρντ συμφωνεί σε αυτό με τον Μπράιντεν; Το μυαλό μου πηγαίνει συνέχεια, στο ότι θέλει, να με προστατέψει, όμως αυτό είναι το καθήκον μου. Είναι ο τρίτος στη σειρά διαδοχής για τον θρόνο του Στάρενιθ και εγώ θα γίνω η γυναίκα του. Είναι άνθρωπος με κύρος και αυτό γίνεται ασπίδα σε όποιον θέλει το κακό μου. Τα αδέρφια του μπορεί, να μην τον θέλουν στην οικογένεια αλλά τον χρειάζονται, για να ενεργοποιήσουν την Κρήνη. Και τους δυο μας χρειάζονται. Αν πάρουμε την Κρήνη τώρα ή μετά το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Θα ταξιδέψουμε ως το Στάρενιθ, για να την ενεργοποιήσουμε. Είναι το όπλο μας, για να βγάλουμε από τη μέση των Φρεντέρικο. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γκασπάρντ πάντα.
Δεν υπάρχει περίπτωση, να μείνω άλλο στην αδράνεια. Δεν ξέρω πως, αλλά θα βρω τον τρόπο και θα φύγω από δω. Αν καταφέρω, να τρυπώσω στο πλοίο του δούκα, εκείνος θα με πάει στο νησί των Κίλμπορν και τότε θα δώσω έναν καλό λόγο στον πρίγκιπα και τον πειρατή να με αναζητήσουν. Ναι… αυτό θα κάνω. Ο Γκασπάρντ κάθεται στην άκρη του κρεβατιού τραβώντας με έξω από τις σκέψεις μου. Αναστενάζω με την οικειότητα, που έχει αναπτυχθεί ανάμεσά μας. Πριν ένα μήνα τον μισούσα για την απόφασή του, να με κάνει γυναίκα του και να πάρει την Κρήνη. Σε αυτό το κομμάτι συνεχίζω, να είμαι κάπως επιφυλακτική, παρόλα αυτά πλέον μου έχει γίνει συνήθεια. Τον νοιάζομαι, σαν να είναι κάποιος πολύ σημαντικός για μένα. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί, αν έχω αρχίσει, να τον αγαπάω και ποτέ δεν είμαι σίγουρη για την απάντηση.
«Σελέστ… τι συμβαίνει;» με ξαναρωτάει. Η φωνή του είναι σιγανή και το βλέμμα του τρυφερό. «Τι σε προβληματίζει;»
«Απλά είμαι φοβισμένη για το αναπόφευκτο μέλλον και όσο αυτό καθυστερεί, τόσο περισσότερο με αγχώνει». Ψιθυρίζω, όμως οι λέξεις σβήνουν στον λαιμό μου, όταν τα χείλη του πρίγκιπα καλύπτουν απαλά τα δικά μου.
Τα κεχριμπαρένια μάτια του βυθίζονται στα δικά μου και μου χαμογελούν γεμάτα καλοσύνη και ηρεμία. Με αγκαλιάζει προστατευτικά, σαν να θέλει, να με κρατήσει μακριά από έναν αόρατο κίνδυνο και τις σκοτεινές σκέψεις μου. Το πρόσωπό του είναι ανήσυχο και κουρασμένο, γεμάτο σκοτούρες, που δε μοιράζεται. Ή δεν θέλει, να μοιραστεί ή απλά δεν με εμπιστεύεται. Σηκώνω το χέρι μου και το περνάω μέσα από τα μακριά, ξανθά μαλλιά του χαμογελώντας αμυδρά. Όταν τον πρωτοείδα στη Μπουργκότζια τη μέρα για την υπογραφή της Συνθήκης, αν κάποιος μου έλεγε, ότι θα καταλήγαμε έτσι, σίγουρα θα τον έλεγα τρελό. Τι άλλαξε από τότε; Από εκείνον τον άντρα που ήταν ψυχρός και κυνικός; Μου έσωσε την ζωή, με οδήγησε με ασφάλεια στο σπίτι μου και με ζήτησε σε γάμο.
«Γιατί με προστατεύεις;» ρωτάω άθελά μου. Μια ερώτηση που του έχω κάνει πολλές φορές και άλλες τόσες στον εαυτό μου.
«Επειδή κάποτε έκανες το ίδιο για μένα». Το βλέμμα του γίνεται θλιμμένο. «Θυμάσαι το θερμοκήπιο στη Μπουργκότζια. Εσύ και ο Μπράιντεν το είχατε επισκεφτεί. Μάλωνα με τα αδέρφια μου εκείνο το βράδυ. Με υπερασπίστηκες, δίχως να με ξέρεις».
«Οπότε είναι ένα χρέος, που ήθελες, να ξεπληρώσεις». Γνέφω κατανοώντας τα λόγια του. Αυτό το αγόρι ήταν ο πρίγκιπας τότε και με θυμόταν έπειτα από τόσο καιρό; «Δεν… δεν μου οφείλεις τίποτα. Δεν είναι ανάγκη να δεσμευτείς μαζί μου γι’ αυτόν τον λόγο».
«Έχω πάρει την απόφασή μου Σελέστ. Θα γίνεις η γυναίκα μου και εγώ ο άντρας σου. Είμαι πρόθυμος, να σε αφήσω στην ησυχία σου, αν αυτό σημαίνει, ότι θα είσαι πιο ασφαλής μακριά μου, αλλά από την άλλη θα σε κρατήσω κοντά μου με κάθε κόστος». Υπόσχεται ακουμπώντας το μέτωπό του στο δικό μου.
Η πόρτα του υπνοδωματίου μου ανοίγει απότομα για άλλη μια φορά και μέσα μπαίνει ο Μπράιντεν. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα στη θέα μας και αποστρέφει βιαστικά το πρόσωπό του σφίγγοντας τα χέρια του σε γροθιές. Ο πρίγκιπας τραβιέται από κοντά μου και τον πλησιάζει.
«Ο δούκας βρίσκεται εδώ. Θέλει, να σου μιλήσει… υποθέτω, να σε πείσει, να φύγεις μαζί του. Θα αποχωρήσει απόψε για το νησί». Τον ενημερώνει βιαστικά και ο Γκασπάρντ γνέφει με δυσφορία. Πριν φύγει μου χαρίζει μια καθησυχαστική ματιά και ένα χαμόγελο, που γαληνεύει την ψυχή μου.
«Μπράιντεν…» λέω και σηκώνομαι, αλλά εκείνος δε γυρίζει προς το μέρος μου. «Μπράιντεν».
«Πάρε αυτό. Είναι δικό σου. Μου το έδωσε η μητέρα σου, πριν πεθάνει». Λέει με ψυχρή φωνή, ανοίγοντας την παλάμη του.
Πιάνω την αλυσίδα και σηκώνω παράξενο περιδέραιο. Είναι φτιαγμένο από γυαλί και στο εσωτερικό του λαμπυρίζει μια κόκκινη μπίλια. Δε θυμάμαι τη μητέρα μου, να το φοράει, ούτε το είχα δει στα κοσμήματά της. Τι είναι;
«Ονομάζεται ματωμένο δάκρυ. Μπορεί, να γιατρέψει κάθε αρρώστια και πληγή, ακόμα και να αναστήσει έναν νεκρό. Δάγκωσε την πέρλα και θα κοροϊδέψεις τον θάνατο».
«Μπράιντεν… κοίταξέ με. Τι συνέβη; Γιατί είσαι…»
«Επειδή βλέπω τα σημάδια Σελέστ». Τι! Ποια σημάδια; «Σε άγγιξε; Σε έκανε δική του; Δεν το πιστεύω, ότι του δόθηκες».
«Και εσένα τι σε νοιάζει;» δεν καταλαβαίνω, ποιος είναι το πρόβλημά του. Αν αποφάσισα, να χάσω την τιμή μου με τον πρίγκιπα, το έκανα, γιατί θεώρησα, πως αυτό είναι το καλύτερο για μένα. «Ο πρίγκιπας θα με κάνει δική του κάποια στιγμή. Το πότε δεν έχει σημασία».
«Έχει! Μπορώ, να σε σώσω από αυτόν. Ζήτησέ το μου και θα σε πάρω μακριά του. Θα φροντίσω, ώστε να μην μπορέσει, να σε αγγίξει». Παράλογα λόγια βγαίνουν από το στόμα του. «Τον θέλεις;»
«Θέλω, να καθαρίσω το όνομα της οικογένειάς μου. Να αποδώσω δικαιοσύνη και να εκδικηθώ για τον θάνατό τους. Θέλω, να καταστρέψω τον πρίγκιπα Φρεντέρικο και τα σχέδιά του για την ενεργοποίηση της Κρήνη. Το θέμα του πρίγκιπα Γκασπάρντ θα περιμένει προς το παρόν». Δεν καταλαβαίνω τα κίνητρά του. «Μπράιντεν είσαι φίλος μου. Πρόσεχες για καιρό την Κρήνη για χάρη της οικογένειάς μου και δεν ξέρεις, πόσο ευγνώμων είμαι. Όμως… η καρδιά μου δεν είναι δική μου, για να σου τη δώσω».
«Μάλιστα». Σφίγγει τα χείλη του απογοητευμένος. «Μείνε στο δωμάτιό σου, ώσπου να είναι ασφαλές». Με διατάζει και αποχωρεί χτυπώντας πίσω του την πόρτα.
Ναι καλά. Αν νομίζουν, πως θα καθίσω και θα περιμένω το περίφημο σχέδιο του Μπράιντεν, να μπει σε εφαρμογή, είναι πολύ γελασμένοι. Αυτό που με απογοητεύει περισσότερο απ’ όλα, είναι η στάση του πρίγκιπα στις ιδέες του. Όσα πράγματα που γνωρίζω γι’ αυτόν, μιλάνε για την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη του απέναντι στον λαό του, την πονηριά και εξυπνάδα του καθώς και την διπλωματικότητά του. Όμως δεν βλέπω καμία εξυπνάδα σε όλο αυτό. Δεν… δεν καταλαβαίνω το γιατί. Σηκώνω τα μάτια μου στον ουρανό και αναστενάζω. Ποτέ μου δεν ζήτησα βοήθεια από τους προγόνους μου. Πάντα πίστευα, ότι δεν είναι συνετό οι ζωντανοί, να ενοχλούν τους νεκρούς με τα προβλήματά τους, παρόλα αυτά… χρειάζομαι όσο τίποτα άλλο μια βοήθεια.
«Μητέρα… αν με ακούς, πες μου, τι να κάνω;» την ικετεύω σφίγγοντας στην γροθιά μου το περιδέραιό της.
Πρέπει, να φύγω. Αν ο δούκας αποχωρήσει το βράδυ, όπως είπε, θα μπορούσα, να ξεφύγω με το πλοίο του. Πολύ ριψοκίνδυνο αλλά θα είναι κάτι από το τίποτα. Αν με πιάσει ο Χάμελιν δε θα με σκοτώσει. Όχι ώσπου να ανοίξω τη σπηλιά για λογαριασμό του πρίγκιπα Φρεντέρικο. Αγχωμένη περνάω τα δάχτυλά μου μέσα από τα κοντά μου μαλλιά και ξεφυσάω προσπαθώντας, να σκεφτώ ένα ικανοποιητικό σχέδιο διαφυγής από την έπαυλη.
Στρέφομαι προς το παράθυρο και το ανοίγω βγάζοντας το κεφάλι μου έξω. Το απόγευμα είναι σκοτεινό και παγωμένο ενώ μια δυσάρεστη υγρασία καλύπτει τα πάντα. Η πυκνή ομίχλη με δυσκολεύει, να δω κάτι πέρα από το φωτεινό στεφάνι των πυρσών στην αυλή. Η συνομιλία των στρατιωτών και τα ρουθουνίσματα των αλόγων πλημμυρίζουν τ’ αυτιά μου. Ο Μπράιντεν δεν έχει στρατιώτες μόνο πειρατές, που περιπολούν στην πόλη υπό τις διαταγές του. Οπότε υποθέτω, πως ανήκουν στον δούκα Χάμελιν. Παίρνοντας βαθιά ανάσα κρεμώ τα πόδια μου έξω και πηδάω πάνω στο γείσο του αψιδωτού παραθύρου από κάτω. Το δυνατό τράνταγμα με κάνει, να χάσω την ισορροπία μου και πέφτω κάτω χτυπώντας τα γόνατά μου. Να πάρει! Δαγκώνω τα χείλη μου, για να μη φωνάξω από τον πόνο και βογκάω παλεύοντας, να σταθώ στα πόδια μου.
Οι στρατιώτες του δούκα στρέφονται προς το μέρος μου και με κοιτάζουν στενεύοντας τα μάτια τους. Τινάζομαι αμέσως όρθια και υποκλίνομαι, όταν ένας από εκείνους έρχεται προς το μέρος μου.
«Τι κάνεις εκεί μικρέ;» με ρωτάει αγγίζοντας τη λαβή του ξίφους του. Λες και θα μπορούσα, να του κάνω οτιδήποτε. Ξεροκαταπίνω.
«Πηγαίνω σπίτι μου κύριε. Ο άρχοντάς μου με έδιωξε γι’ απόψε». Αποκρίνομαι έχοντας το κεφάλι μου χαμηλωμένο.
«Εντάξει δίνε του από δω». Με διατάζει.
Με ένα αδιάφορο νεύμα κάνει στην άκρη επιτρέποντάς μου, να περάσω και χαλαρώνει την έκφρασή του του προσώπου του. Ανοίγω το βήμα μου και απομακρύνομαι ήρεμα όσο πιο μακριά μπορώ. Έπειτα αρχίζω, να τρέχω κατά μήκος του δρόμου και δε σταματώ, να τρέχω, ώσπου να φτάσω στην αγορά του Έστρελ. Πιάνω τα γόνατά μου και ξεφυσάω λαχανιασμένη. Λίγο έμεινε ακόμα. Βλέπω το πλοίο του Χάμελιν, όμως πως θα επιβιβαστώ; Ο μόνος τρόπος για να πάω ως εκεί, είναι με βάρκα και σίγουρα η αδικαιολόγητη παρουσία μου στη Γητεύτρα θα στοιχίσει το κεφάλι μου. Ποδοβολητά αλόγων ακούγονται από τον δρόμο προς την έπαυλη του Μπράιντεν και τέσσερις καβαλάρηδες εμφανίζονται εμπρός μου. Πηδάω ξαφνιασμένη στο πλάι και ξεφεύγω έγκαιρα από το ποδοπάτημα των οπλών τους πέφτοντας στο έδαφος. Το σαγόνι και οι παλάμες μου γδέρνονται, ενώ σκόνη μπαίνει στο στόμα και τα μάτια μου.
Ένας από τους καβαλάρηδες γυρίζει πίσω και φέρνει το άλογό του κοντά μου κυκλώνοντάς με. Σηκώνω το βλέμμα μου ως το πρόσωπό του, όμως το σκοτάδι δε μου επιτρέπει, να τον δω καθαρά. Οπισθοχωρώ προς τα πίσω θέλοντας, να του ξεφύγω. Οι κινήσεις μου είναι κουρασμένες και νευρικές, ώσπου το οπτικό μου πεδίο γεμίζει ένα γυαλιστερό ξίφος και η φιγούρα του Χάμελιν. Ο πανικός με καταβάλλει και μια αδύναμη κραυγή ξεφεύγει από τον λαιμό μου. Η νύχτα είναι πυκνή και δύσκολα έχω επίγνωση του περιβάλλοντος γύρω μου κάνοντας το βήμα μου ασταθές και αβέβαιο. Απελπισμένη στην προσπάθειά μου να του ξεφύγω, το πόδι μου σκαλώνει κάπου και με ακινητοποιεί στο έδαφος. Ο μεταλλικός ήχος που σπάει την ησυχία της νύχτας, δεν είναι όμοιος με τίποτα, απ’ όσους έχω ακούσει ως τώρα και εκεί που ελπίζω, ότι δε θα συμβεί, η παγίδα που ενεργοποίησα κλείνει ερμητικά κλείνοντας τον μηρό μου μέσα στη δυνατή, σιδερένια της δαγκάνα. Τα δόντια της χώνονται στο κρέας του ποδιού μου κομματιάζοντας σάρκα και μυς.
Το κεφάλι μου πέφτει προς τα πίσω και εγώ φωνάζω από τον πόνο, ώσπου να καταφέρω, να σωπάσω τον εαυτό μου κλείνοντας το στόμα μου με τις παλάμες μου. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου, ενώ ένα τρέμουλο ταλανίζει το κορμί μου. Ο άγνωστος καβαλάρης κάνει ακόμα έναν κύκλο γύρω μου, πριν ξεπεζέψει και γονατίσει στο πλάι μου αποκαλύπτοντάς μου το πρόσωπό του. Ο δούκας χαμογελάει, σαν να το διασκεδάζει και χτυπάει με τα δάχτυλά του την παγίδα. Οι στρατιώτες του τον πλησιάζουν αμέσως. Οι πυρσοί που κρατούν στα χέρια τους, ρίχνουν αρκετό φως, για να αποκαλύψουν την ταυτότητά μου και να φανερώσουν την αξιολύπητη κατάστασή μου. Τα δάχτυλά μου μάταια πασχίζουν, να με ελευθερώσουν από την παγίδα. Το αίμα τα κάνει, να γλιστρούν.
«Ω, Σελέστ. Κάθε φορά που σε βλέπω, έχεις προβλήματα. Ίσως θα πρέπει, να κάτσεις ήσυχη για μια φορά. Έτσι για αλλαγή». Με κοροϊδεύει και πιάνει το πόδι μου. «Το ήξερα, πως δεν ήσουν νεκρή. Το θέατρο του πρίγκιπα Γκασπάρντ δε ήταν καθόλου πειστικό».
Ο πόνος που με διαπερνάει σαν αστραπή, με κάνει, να ουρλιάξω. Ο δούκας κλείνει το στόμα μου με την γαντοφορεμένη παλάμη του και αρπάζει τα μαλλιά μου σφίγγοντάς τα στην γροθιά του. Τι πρόκειται, να μου κάνει τώρα, που με έχει; Το βλέμμα του είναι παγωμένο και υπεροπτικό. Σηκώνει το ξίφος του και με την λαβή του με χτυπάει με δύναμη στο πρόσωπο ζαλίζοντάς με. Μορφάζω από τον πόνο, ώσπου ένα ακόμα χτύπημα συνοδεύει το πρώτο και με στέλνει κατευθείαν στο απόλυτο σκοτάδι.
Ηλιάνα Κλεφτάκη