Summer Solstice (Κεφάλαιο 30)

ΓΚΑΣΠΑΡΝΤ

Ξυπνάω πριν ακόμα χαράξει. Βάζω τα παπούτσια μου και διπλώνω τον υπνόσακό μου κοιτάζοντας ανήσυχος τον σκοτεινό δίσκο του ηλίου, που ανατέλλει μακριά στον ορίζοντα. Ο Μπράιντεν απέναντί μου χασμουριέται, καθώς κοιτάζει την πυξίδα του και έπειτα το βουνό, που πρέπει, να ανέβουμε, για να βρούμε τη σπηλιά. Η Σελέστ θα βρίσκεται ήδη κάπου εκεί πάνω και πολύ φοβάμαι, ότι δε θα είναι μόνη. Δε μου πήρε πολύ χρόνο, για να ανακαλύψω, ότι το είχε σκάσει, όμως δεν ήμουν αρκετά γρήγορος, για να την εμποδίσω, να το σκάσει από το Έστρελ, ούτε τον Χάμελιν από το να την αρπάξει. Θυμώνω με τον εαυτό, που φέρθηκα τόσο απερίσκεπτα απέναντί της και την υποτίμησα, εφόσον γνωρίζω για τον ατίθασο χαρακτήρα της. Ελπίζω, να είναι καλά και σώα. Ο Χάμελιν θα πληρώσει γι’ αυτό.

Το πρόσωπο του Μπράιντεν είναι βλοσυρό και γραμμές αυλακώνουν το μέτωπό του κάνοντάς τον να μοιάζει θυμωμένος. Πολύ περισσότερο απ’ όσο είναι. Δεν ξέρω, αν είναι θυμωμένος με την Σελέστ, που τον παράκουσε ή με τον κίνδυνο που μπορεί, να διατρέχει στα χέρια του Χάμελιν, ενώ εμείς δεν μπορούμε, να κάνουμε τίποτα, για να τη βοηθήσουμε στην παρούσα φάση.

Όταν φτάσαμε στο νησί των Κίλμπορν, το μόνο που βρήκαμε, ήταν κάρβουνα και στάχτη. Δεν είχε μείνει τίποτα από την ζωή, που υπήρχε κάποτε εδώ. Οι πειρατές κατέστρεψαν τα πάντα στον διάβα τους. Βρήκα τον Άλμπερτ με κομμένο τον λαιμό στο κρεβάτι του και τους περισσότερους φρουρούς του σφαγμένους. Όσοι έχουν απομείνει ζωντανοί, είναι αιχμάλωτοι των πειρατών ή κρύβονται, για να γλιτώσουν τις ζωές τους. Βέβαια εμείς δε βρισκόμαστε σε καλύτερη θέση. Το πλοίο του Μπράιντεν είχε μεγάλο βύθισμα και έπρεπε, να το παρατήσουμε άρον άρον στα ανοιχτά. Οι ναύτες θα φροντίσουν, να τραβήξουν τους περισσότερους πειρατές μακριά και ελπίζω, να είναι αρκετοί, διότι με το ζόρι μια ντουζίνα άνθρωποι θα τα βγάλουν πέρα με ένα ολόκληρο πλήρωμα.

Οι ναύτες που μας έχουν ακολουθήσει είναι οι καλύτεροι κυνηγοί και πιο πιστοί στρατιώτες του Μπράιντεν και κατά τα λεγόμενά τους έχουν αντιμετωπίσει αμέτρητες φορές τον πειρατή Ρόις και τους δικούς του. Μπορεί στη θάλασσα να είναι ο χειρότερος εφιάλτης κάθε πλεούμενου, στη στεριά δεν είναι παρά ένας δειλός, που θα σε χτυπήσει πισώπλατα, αντί να σε αντιμετωπίσει κατά μέτωπο. Αν τον στριμώξουμε και τον υποτάξουμε θα έχουμε το πάνω χέρι και εκείνος θα αντιμετωπίσει την δικαιοσύνη. Θα φροντίσω προσωπικά, να κρεμαστεί για τα εγκλήματά του.

«Αχ, αυτό το κορίτσι αν το πιάσω στα χέρια μου, θα του δώσω ένα βρωμόξυλο, που θα το θυμάται για όλη της ζωή». Σχολιάζει πικαρισμένος ο Μπράιντεν και με κοιτάζει πλάγια. «Και εσύ δεν πρόκειται, να με σταματήσεις».

«Δεν το είχα σκοπό. Άσε, που μου πέρασε από το μυαλό, να σε βοηθήσω κιόλας. Αλλά πρώτα να την βρούμε». Αποκρίνομαι με ένα αβέβαιο χαμόγελο, να προσπαθεί, να φτιάξει τη διάθεσή μου. Ανησυχώ για εκείνη. «Θα πάω, να την βρω τώρα. Μόνος μου θα περάσω απαρατήρητος».

«Ναι και θα καταφέρεις, να σκοτωθείς. Εξάλλου δεν γνωρίζεις καν την ακριβή τοποθεσία της σπηλιάς, ούτε που έχει την Σελέστ ο Χάμελιν». Με σταματά ο Φόστερ. «Οι πιθανότητες να επιτύχουμε, δεν είναι με το μέρος μας στην παρούσα φάση και καλύτερα, να μην δρούμε βιαστικά».

«Έχω όσες πληροφορίες χρειάζομαι, για να την βρω. Θα πάω μόνος και εσείς θα με βοηθήσετε, να ξεγλιστρήσω. Οι στρατιώτες που είναι αιχμάλωτοι στην άλλη πλευρά της παραλίας, θα μου χρωστούσαν μεγάλη χάρη, αν έσωζα τα κεφάλια τους. Και αργά ή γρήγορα θα πρέπει, να αντιμετωπίσουμε αυτούς τους βρωμοπειρατές».

«Τέλος πάντων. Θα ακολουθήσουμε το σχέδιό σου αυτή τη φορά, μιας και εγώ δεν έχω τίποτα καλύτερο, να προτείνω». Γρυλίζει εκνευρισμένος ο Μπράιντεν και κλείνει την πυξίδα του. «Θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα για σένα, αλλά φρόντισε, να φέρεις πίσω την Σελέστ σώα. Αλλιώς εγώ ο ίδιος θα φροντίσω, να μην ξαναγυρίσεις στην πατρίδα σου».

Η απειλή του με θυμώνει και υπό άλλες περιστάσεις, θα τον αντιμετώπιζα ανάλογα με τη θέση του, όμως τώρα δεν είναι ούτε ο τόπος, ούτε και ο χρόνος για να το κάνω. Η ασφάλεια της Σελέστ και η Κρήνη του Σύμπαντος προέχουν οποιασδήποτε διαφωνίας και αποκατάσταση της αξιοπρέπειας. Αρκούμαι μόνο, στο να του ανταποδώσω ένα γρύλισμα και έπειτα φορτώνοντας το σακίδιό μου στην πλάτη, ξεκινάω μόνος για το δάσος.

Ο ήλιος δεν τολμά, να τα βάλει με τη σκοτεινιά, που κυριαρχεί ολόγυρα και με το ζόρι καταφέρνω, να δω το οτιδήποτε. Η πυκνή υγρασία νοτίζει τα φύλλα και κάνει την ατμόσφαιρα βαριά δυσκολεύοντας την ανάβασή μου στο βουνό. Θα μπορούσα, να χρησιμοποιήσω έναν πυρσό, για να διευκολύνω τα μάτια μου, όμως με τόσους πειρατές τριγύρω, δεν θέλω, να το διακινδυνεύσω. Αυτό το δάσος το είχα διαβεί αρκετές φορές σαν παιδί και ως έφηβος. Η μητέρα μου ερχόταν στο ναό, να προσευχηθεί και πάντοτε με έπαιρνε μαζί της, όμως ποτέ δε με άφηνε, να περάσω το κατώφλι του. Αν το έκανα, θα πέθαινα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα, τι εννοούσε, ώσπου έμαθα για το ποιος είμαι και για το ποια είναι η Σελέστ Κίλμπορν.

Η κραυγή πόνου που σκίζει την ησυχία του δάσους με επαναφέρει βάναυσα στην πραγματικότητα και αποδιώχνει αυτές τις ανόητες σκέψεις από το μυαλό μου. Σελέστ! Χώνοντας τα χέρια μου στο χώμα και αρπάζοντας την πυκνή βλάστηση, που φυτρώνει κοντά στο έδαφος σκαρφαλώνω όσο πιο γρήγορα μπορώ από τον συντομότερο δρόμο για το ναό. Ώσπου να φτάσω στην κορυφή, τα δάχτυλά μου έχουν ματώσει από τα σπασμένα μου νύχια και η αναπνοή μου βγαίνει τραχιά και με δυσκολία κάνοντας του πνεύμονές μου, να έχουν πάρει φωτιά.

Τους βλέπω και δεν μπορώ, να κρύψω την έκπληξή μου στην επιθετικότητα της Σελέστ προς τον Χάμελιν. Η Σελέστ κραδαίνει ένα στιλέτο στο χέρι της και έχει καταφέρει μερικά κοψίματα στα μπράτσα του δούκα, όμως είναι πληγωμένη. Το πόδι της είναι μπανταρισμένο και φαίνεται άσχημα. Από την άλλη ο δούκας δεν φαίνεται, να ανησυχεί για την συμπεριφορά της. Αντίθετα μοιάζει, σαν να το διασκεδάζει. Πιάνει το χέρι της και το στρίβει οδηγώντας την επίθεσή της στο κενό. Η Σελέστ μουγκρίζει από τον πόνο και πέφτει στα γόνατα εξαντλημένη. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει λαχανιασμένο και η ανάσα της δημιουργεί συννεφάκια λευκού καπνού, καθώς ξεφεύγει από τα μισάνοιχτα χείλη της.

Ελευθερώνω το πιστόλι από την ζώνη μου και σημαδεύω τον δούκα πασχίζοντας, να κρύψω την κούραση μου πίσω από μια ανέκφραστη μάσκα. Με το που με βλέπει ο Χάμελιν αρπάζει την Σελέστ από τα μαλλιά και το μαχαίρι από το χέρι της και ακουμπάει την λεπίδα του στον λαιμό της.

«Α… επιτέλους εμφανιστήκατε. Γενικότερα είμαι κατά της βίας των γυναικών, όμως στην περίπτωσή της ίσως κάνω μια εξαίρεση». Σαρκάζει. «Ξέρετε τώρα, για τον χρόνο που με αφήσατε, να περιμένω. Αλλά δεν είναι κάτι προσωπικό».

«Άφησέ την, να φύγει». Τον διατάζω και εκείνος χαμογελάει στραβά σφίγγοντάς την πάνω του.

Η Σελέστ κλείνει τα μάτια της από τον πόνο στη θέα μου και βογκάει. Κοιτάζοντάς την κατά πρόσωπο, διακρίνω, πως έχει πολύ περισσότερες αμυχές στο αλαβάστρινο δέρμα της, απ’ όσες διέκρινα στην αρχή. Ο επίδεσμος που σφίγγει τον μηρό της, είναι βουτηγμένος στο αίμα και το μοναδικό συμπέρασμα, που βγάζω, είναι, πως ο δούκας το ευχαριστήθηκε, όσο την βασάνιζε.

«Καλά ναι. Όμως πρώτα… θα με βοηθήσετε, να πάρω την Κρήνη. Ο αδερφός σας έχει περιμένει πολύ, δε νομίζετε;» το αρρωστημένο γέλιο του με εξοργίζει. «Λοιπόν μετά από εσάς».

Το μαχαίρι γδέρνει τον λαιμό της Σελέστ αφήνοντας μια άλικη γραμμή ως ενθύμιο πίσω του. Ρίχνω μια ανήσυχη ματιά προς το Ναό και κάνω μερικά βήματα προς τα εκεί, προσπαθώντας να σκεφτώ κάτι γρήγορα. Στις φλέβες μου κυλάει αίμα Άρκρεθ. Αν τολμήσω, να πατήσω το πόδι μου εκεί μέσα, το πιθανότερο είναι, να πεθάνω. Δεν έχω πρόβλημα, να θυσιαστώ για την Σελέστ, αλλά γνωρίζω, ότι μόλις ο Φρεντέρικο πάρει αυτό, που θέλει, θα την σκοτώσει έτσι και αλλιώς. Πλησιάζω την πόρτα και περνάω το κατώφλι της χωρίς, να συμβεί τίποτα απρόοπτο. Το μόνο που νιώθω, είναι το ξαφνικό τσίμπημα του φόβου στην ραχοκοκαλιά μου και το κάψιμο στη μύτη μου από τους τόνους σκόνης, που καλύπτουν τα πάντα.

Ο ναός είναι πολύ μεγαλύτερος εσωτερικά απ’ ότι εξωτερικά και χοντρές, κόκκινες κολόνες στηρίζουν την ξύλινη οροφή. Αγάλματα θεοτήτων στολίζουν τις προεξοχές κατά μήκος των τοίχων, ενώ στο κέντρο του ναού υπάρχει μια γρανιτένια, γυναικεία μορφή. Στα χέρια της κρατάει ένα ξύλινο μπολ γεμάτο νερό, όπου οι πιστοί ρίχνουν κέρματα, για να πραγματοποιηθούν οι ευχές και οι προσευχές τους. Βέβαια τώρα δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο μέσα και αναρωτιέμαι, αν οι θεοί τιμωρήσουν κάποτε αυτούς, που τόλμησαν, να βεβηλώσουν έναν τέτοιον χώρο. Απλώνω το χέρι μου και με την άκρη του στιλέτου μου τρυπάω στο δάχτυλό μου επιτρέποντας σε μια γενναιόδωρη, χοντρή σταγόνα, να πέσει και να ταράξει την επιφάνεια του νερού, ώσπου να διαλυθεί. Ο Χάμελιν γέρνει την Σελέστ έπειτα, για να στάξει τις δικές της σταγόνες και μετά την ξανατραβάει κοντά του.

Η γη αρχίζει, να τρέμει και ένα βουνό σκόνης σηκώνεται, όταν η πόρτα στο βάθος του ναού ανοίγει αποκαλύπτοντας μια βραχώδη στοά. Στο τέλος της ένα αμυδρό φως τρεμοπαίζει. Σαν κάτι γυαλιστερό, να ανακλάται στο φως του πρωινού. Πλησιάζω προς τα εκεί και με ένα σφίξιμο στο στομάχι βρίσκω την Κρήνη του Σύμπαντος φυλακισμένη μέσα σε ένα γυάλινο κουτί. Είναι μικρότερη απ’ όσο περίμενα. Τόσο ώστε να χωράει στη μια μου παλάμη και μοιάζει με τη Ζυγαριά της Δικαιοσύνης. Το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη, δε έχει, να κάνει με τίποτα απ’ όσα έχω δει στη ζωή μου. Γυαλιστερό και λαμπερό σαν ακατέργαστο διαμάντι, επενδυμένο με γυαλί και άλλους πολύτιμους λίθους. Παρόλα αυτά φαίνεται εύθραυστη και κάτι που σίγουρα, δεν πρέπει, να περαστεί ως ασήμαντο.

«Και τώρα τι;» ρωτάει ανυπόμονα ο Χάμελιν ρίχνοντας το βάρος του νευρικά πότε στο ένα και πότε στο άλλο πόδι. «Δε θα την βγάλουμε έξω;»

«Όχι αν δεν την χρησιμοποιήσουμε. Δεν ξέρω, τι επίδραση θα έχει σε εμάς, αν δεν ενεργοποιηθεί. Δε θα ήθελες, να πεθάνεις, σωστά;» τον κοροϊδεύω.

Είμαι σίγουρος, ότι τίποτα δεν πρόκειται, να συμβεί, αν την βγάλουμε έξω από την προσθήκη της, αλλά δε θα διακινδύνευα, να πάθαινε το οτιδήποτε η Κρήνη στην παρούσα μορφή της. Οπότε το μόνο που μένει τώρα, είναι, να την πάμε με ασφάλεια στο Στάρενιθ. Την παίρνω στην αγκαλιά μου και στρέφομαι προς την έξοδο του ναού, όμως όταν πατάω το πόδι μου στον περίβολο, μια έκρηξη συγκλονίζει το βουνό γκρεμίζοντάς μας στην αγριεμένη θάλασσα.


Ηλιάνα Κλεφτάκη