Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 11)

Κρατάω στα χέρια μου το δόρυ, που με θαμπώνει με την ενέργειά του μόνο που το κοιτάω, και η Εχεκράτεια έχει ένα ίδιο! Μα πώς γίνεται αυτό; Νόμιζα πως αυτό ήταν το αγγελικό μου όπλο, όπως στα οράματά μου. Πώς γίνεται ένα φωτισμένο κορίτσι να έχει τέτοια δύναμη; Το μυαλό μου μπερδεύεται και δε βλέπω την κοκκινομάλλα που έρχεται κατά πάνω μου με μεγάλη ταχύτητα.

Πάει να με χτυπήσει κατακούτελα με το δόρυ της και βάζω στη μέση το δικό μου για να την αποκρούσω. Ένα τεράστιο κύμα ενέργειας διώχνει μακριά τον έναν από τον άλλον. Αυτή η δύναμη με τρομάζει, αλλά δεν έχω άλλη επιλογή από το να συνεχίσω, καθώς έρχεται πάλι κατά πάνω μου.

Προσποιείται ότι πάει να κάνει την ίδια κίνηση -εγώ πιάνομαι στη φάκα- και πάω πάλι να αμυνθώ. Αντί αυτού όμως με κλωτσάει στα πόδια και πέφτω κάτω με την πλάτη. Μορφάζω από τον πόνο. Τώρα έχει την ευκαιρία να με χτυπήσει ξανά. Αλλά δεν το κάνει. Στέκεται μπροστά μου και μου χαμογελάει.

«Τι έγινε; Μόνο αυτό ξέρεις να κάνεις;» μου φωνάζει, προκαλώντας με να σηκωθώ για να συνεχίσουμε.

Τα πόδια μου με πονάνε τρομερά, αλλά η αδρεναλίνη μέσα στο αίμα μου με βοηθάει να συνεχίσω τη μάχη. Βλέπω την Εχεκράτεια να στριφογυρίζει το δόρυ της τόσο γρήγορα που δεν την προλαβαίνω. Το πρώτο χτύπημα έρχεται, και μετά άλλο ένα, και ένα ακόμη... Συνεχίζει να με χτυπάει ξανά και ξανά. Δεν μπορώ να βρω κάποιο αδύναμο σημείο ή έστω μια στιγμή για να πράξω κάτι άλλο εκτός από άμυνα. Σε κάθε μας σύγκρουση τα όπλα μας βγάζουν έναν τρομερό ήχο και σπίθες βγαίνουν. Μέχρι που όλα σταματάνε. Ξαφνικά το δόρυ μου σπάει και ο χρόνος για μια στιγμή νιώθω πως σταματάει. Κάτι μέσα μου σπάει και ένας τρομερός πόνος εμφανίζεται στη μέση του στήθους μου.

Τρόμος και έκπληξη καθρεπτίζονται στα μάτια μου και πέφτω ξανά κάτω ηττημένος. Μορφάζω από τον πόνο στο στέρνο μου και δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Ποια είναι, τέλος πάντων; Γιατί τα κάνει όλα αυτά; Δεν την αναγνωρίζω! Μάλλον δεν την ήξερα ποτέ... Τα μάτια μου είναι θολά και βλέπω τη σκιά της να έρχεται από πάνω μου. Τι μου έκανε; Τα αυτιά μου βουίζουν και τα πόδια μου δε με υπακούν. Ένα γέλιο βγαίνει από μέσα της, ενώ με κοιτάζει στο χώμα ακίνητο. Δεν μπορώ να κουνηθώ και ο πόνος δε λέει να φύγει από το σώμα μου. Τα μάτια της φαίνονται σατανικά και τα χείλη της έχουν ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Αυτή δεν είναι η Εχεκράτεια που αγάπησα... Τα χέρια της σηκώνονται και με μια απότομη κίνηση καρφώνει το δόρυ της μέσα στην καρδιά μου. Όλα γύρω μου σβήνουν… Και εγώ… Εγώ… Χάνομαι…

Ανοίγω τα μάτια μου και πετάγομαι από το σημείο που είμαι ξαπλωμένος, ιδρωμένος και λαχανιασμένος. Κοιτάζω τα χέρια, τα πόδια και ψάχνω το στήθος μου στο σημείο που πριν από λίγες στιγμές η Εχεκράτεια έμπηξε το δόρυ της. Αλλά τίποτα. Δεν πονάω. Δεν υπάρχει πληγή ή έστω αίμα. Δεν υπάρχει τίποτα. Κοιτάζω γύρω μου και εντοπίζω δίπλα μου την Εχεκράτεια να με κοιτάζει κατατρομαγμένη.

«Μαξ, είσαι καλά;» με ρωτάει καθώς πιάνει το κεφάλι μου προσεκτικά και προσπαθεί να με στηρίξει για να σηκωθώ. Τι γίνεται; Τώρα βλέπω το όμορφο πρόσωπο της Εχεκράτειας και όχι μια αιμοδιψή σκύλα, όπως πριν λίγο. Την κοιτάζω άναυδος και δεν ξέρω τι μου συμβαίνει.

«Μαξ, ανησυχώ...» μου λέει και πιάνει το πρόσωπό μου για να δει τα μάτια μου.

«Δεν ξέρω... Τι συνέβη;» καταφέρνω τελικά να της πω.

«Όταν πάλευες με τον Nebula κατάφερες να σηκώσεις το αγγελικό σου όπλο. Ήμουν τόσο χαρούμενη όταν το είδα! Αλλά μετά κάτι έπαθες. Παραλίγο να σκοτώσεις τον Nebula και μόλις υποχώρησε και ήρθε κοντά μου, σε είδα να πέφτεις κάτω. Προσπαθώ να σε επαναφέρω εδώ και μερικά λεπτά» μου λέει και μου δείχνει τον Nebula που με κοιτάζει, ενώ κρύβεται πίσω από το αφεντικό του.

Δηλαδή τι ήταν αυτό που είδα; Δεν ήταν ανάμνηση. Δεν ήταν το μέλλον. Δεν κατάλαβα πότε ξεκίνησε. Αλλά γιατί να δω κάτι τέτοιο; Μήπως η απότομη αλλαγή είχε επιπτώσεις; Μήπως κουράστηκα πολύ και ήταν όλα ένα όνειρο; Δεν ξέρω τι να πιστέψω.

«Μαξ; Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει η κοκκινομάλλα και συνειδητοποιώ ότι τόση ώρα την κοιτάζω επίμονα. Τα μάτια της κλείνουν εξεταστικά.

«Είδες κάτι» μου λέει και πάει να πιάσει το χέρι μου. Ξέρω τι θέλει να κάνει. Θέλει να δει τι είδα για να το ερμηνεύσει. Αλλά δεν την αφήνω να κοιτάξει. Πιάνει το χέρι μου αλλά δεν μπορεί να δει τίποτα. Το πρόσωπό της σοβαρεύει.

«Συγγνώμη. Εγώ ήθελα μονάχα να βοηθήσω» μου λέει και αφήνει ελεύθερο τον καρπό μου απαλά. Μου γυρίζει την πλάτη και σκύβει πάνω από τον φίλο της. Τον παίρνει αγκαλιά και του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Εκείνος τη γλύφει και εξαφανίζεται.

«Πάμε πίσω να ξεκουραστείς; Έχεις ξοδέψει πολλή ενέργεια σήμερα» μου χαμογελάει και προχωράει μπροστά μου.

Περπατάμε αρκετή ώρα για να φτάσουμε στο σπίτι που έχουμε βρει καταφύγιο και κανείς μας δε μιλάει. Εκείνη κοιτάει ευθεία και εγώ το πάτωμα. Γυρνάει το κεφάλι της και με κοιτάζει. Μου χαμογελάει γλυκά και νιώθω τα μάτια της να με ακολουθούν για πολλή ώρα.

«Τι;» της λέω τελικά μετά από λίγο.

«Τα πήγες περίφημα σήμερα» με επαινεί και σταματάω να περπατάω. Τι εννοεί; Λιποθύμησα! Είναι αυτό καλά;

«Εννοώ ότι τράβηξες το όπλο σου. Δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω ακριβώς, αλλά το δόρυ σου είναι το πιο ισχυρό όπλο ενός αγγέλου. Και εσύ με τόση λίγη δύναμη κατάφερες να το βγάλεις στην επιφάνεια! Είμαι περήφανη για εσένα» μου λέει και με παίρνει μια γρήγορη, αμήχανη αγκαλιά.

Πραγματικά χαίρεται για εμένα. Αλλά μέσα στη χαρά της νιώθω μια λύπη. Τη νιώθω ευγενική απέναντί μου. Ό,τι και εάν ήταν αυτό που είδα πριν, είμαι σίγουρος πια ότι δεν ήταν η Εχεκράτεια. Εγώ είμαι αυτός που την πλήγωσε, αλλά φαίνεται ότι με συγχώρεσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Σχεδόν πάντα, είναι πολύ εκφραστική και ενεργητική, αλλά κάτι κρύβεται βαθιά μέσα της. Μπορώ πλέον να δω τη σπασμένη αύρα της. Μπορώ να δω ότι κάποιος ή κάτι την έφθειρε. Ό,τι και αν ήταν αυτό, ακόμα την κυνηγάει. Όπου και να πάει, κουβαλάει ένα βάρος, όσο και εάν προσπαθεί να γελάσει για να δείξει το αντίθετο. Όλα αυτά μου έρχονται στο μυαλό χωρίς να τα επεξεργαστώ από μόνος μου. Νιώθω ό,τι νιώθει, αλλά δε με αφήνει να κοιτάξω πιο βαθιά. Είναι ταυτόχρονα αμυντική και ανασφαλής. Άραγε τι πραγματικά θέλει αυτό το κορίτσι;

Φτάνουμε επιτέλους στο καταφύγιο και, πριν μπούμε μέσα, η Εχεκράτεια με σταματάει απότομα. Μου κάνει νόημα με το χέρι της να κάνω ησυχία και βγάζει τα παπούτσια της. Ακολουθώ τις κινήσεις της. Σηκώνει τα μανίκια της και τα μπατζάκια του παντελονιού της και παίρνει στα χέρια της μια μεγάλη κανάτα γεμάτη με καθαρό νερό. Καθαρίζει τα άκρα της και σταυρώνει το μέτωπό της, πριν γυρίσει προς το μέρος μου. Σταυρώνει το μέτωπό μου και ρίχνει νερό στα χέρια και στα πόδια μου. Μια μαγική ενέργεια με περιτριγυρίζει και νιώθω καθαρός και ήρεμος. Ο Nebula εμφανίζεται πίσω μας, αλλά δε μας πλησιάζει περισσότερο. Στο σημείο που βρισκόταν πριν το κενό για «παράθυρο», υπάρχουν πλέον μερικές μεγάλες πέτρες. Κοιτάζω γύρω μου περίεργος, αλλά δε νιώθω κάτι άσχημο και έτσι ακολουθώ τα βήματα της κοκκινομάλλας. Καθώς βρέχει τα χέρια και τα πόδια μου, ψιθυρίζει λόγια που δεν μπορώ να ακούσω καθαρά.

«Είναι τελετή εξαγνισμού. Διώχνει κάθε άλλη ενέργεια από πάνω μας. Εάν θέλουμε να πετύχει το κόλπο μου με τη συγχώνευση ενεργειών, πρέπει πρώτα να είμαστε καθαροί από κάθε τι άλλο. Βγάλε την μπλούζα σου» μου λέει και την κοιτάζω ξαφνιασμένος. Κάνει νευρικά μια κίνηση με το χέρι της και κάπως εκνευρισμένος βγάζω την μπλούζα μου. Τη βρέχει και συνεχίζει τους ψαλμούς.

«Μόλις στεγνώσει θα μπορείς να τη βάλεις ξανά. Πέρνα μέσα και περίμενέ με» μου λέει και ακολουθώ τις οδηγίες της.

Μπαίνω μέσα και σκοτάδι υπάρχει σε όλο το δωμάτιο. Μόλις η πόρτα κλείνει πίσω μου, ακούω το νερό να χύνεται όλο μαζί με ορμή κάτω και μετά από λίγο η Εχεκράτεια μπαίνει μέσα. Πριν κλείσει ξανά την πόρτα, προλαβαίνω να δω ότι τα μαλλιά της είναι μούσκεμα. Κρατάει την μπλούζα μου, η οποία είναι ήδη στεγνή, και μου τη δίνει ευλαβικά στα χέρια. Είναι τόσο ζεστή. Δεν μπορώ να δω τίποτα. Ακούω μόνο τα βήματά της μέσα στον χώρο. Την ακούω που μεταφέρει διαφορά αντικείμενα και ένα σπίρτο ανάβει. Από τη φλόγα του φωτίζεται απότομα όλο το δωμάτιο. Ένα τόσο μικρό σπίρτο είναι αρκετό για να βάλει φως μέσα στο σκοτάδι.

Η Εχεκράτεια ανάβει κάτι, λογικά λιβάνι, το οποίο μυρίζει τόσο όμορφα. Δεν έχω ξαναμυρίσει κάτι τέτοιο ποτέ μου. Έρχεται από πάνω μου και δημιουργεί έναν κύκλο με τον καπνό που έρχεται μέσα από το μικρό δοχείο. Περνάει όλο το σπίτι τοίχο τοίχο και τελικά αφήνει το λιβάνι στο κέντρο του δωματίου. Κάθεται κάτω σταυροπόδι και ανοίγει τα χέρια της. Δε βλέπω λεπτομέρειες πάρα μόνο ακούω, καθώς το μόνο φως έρχεται μέσα από το φρέσκο-αναμμένο κάρβουνο. Πάλι ψιθυρίζει και ξαφνικά το δωμάτιο φωτίζεται. Δύο λευκά κεριά ανάβουν αριστερά και δεξιά της και λάμπουν μέσα στο μαύρο δωμάτιο.

Τώρα βλέπω καθαρά. Η Εχεκράτεια είναι καθιστή με το σώμα της γυρισμένο προς το μέρος μου. Κάθομαι στο κρεβάτι και την παρατηρώ. Τα μάτια της είναι κλειστά και ψέλνει χωρίς να σταματάει καθόλου. Τι είδους μαγεία είναι αυτή; Ακούω τον Nebula από έξω να ουρλιάζει με την όμορφη φωνή του και το γυρνάω προς την Εχεκράτεια έκπληκτος. Κάνει κάτι που δεν περίμενα. Δεν ψέλνει ακριβώς, δε λέει απλά λόγια, τραγουδάει. Δεν ξέρω τι ακριβώς. Δεν είναι ξόρκια. Δεν είναι μαγεία. Τραγουδάει ύμνους προς κάποια οντότητα. Μόλις καταλαβαίνω τι ακούω τόση ώρα, η τρίχα μου τεντώνεται και μουδιάζω ολόκληρος. Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, αλλά ανατριχιάζω. Κάτι μέσα μου χτυπάει και νιώθω πανέμορφα. Ηρεμώ και τα μάτια μου κλείνουν. Η Εχεκράτεια σταματάει να ψέλνει.

«Εάν θες να ξεκουραστείς κάνε το. Θα μου είναι πιο εύκολο εάν είσαι ήρεμος» μου λέει και συνεχίζει να τραγουδάει.

Δεν της απαντάω. Γυρίζω το κορμί μου και ξαπλώνω. Είμαι έτσι τοποθετημένος, ώστε να την κοιτάζω. Στο φως των κεριών φαίνεται τόσο όμορφη. Η φωνή της με ταξιδεύει και ταυτόχρονα με νανουρίζει. Το πρόσωπό της είναι γαλήνιο, σχεδόν αγγελικό και τα μαλλιά της. Για μια στιγμή. Τα μαλλιά της είναι ακόμα μούσκεμα και μια μικρή λιμνούλα από νερό έχει δημιουργηθεί γύρω της. Αλλά δεν τη νοιάζει. Δε φαίνεται να ενοχλείται. Μια τούφα από τα μαλλιά της, που έπεσε μπροστά από τα μάτια της, κουνιέται συνέχεια, καθώς ανασαίνει. Δεν παίρνω τα μάτια μου από πάνω της. Έχω πολύ καιρό να νιώσω τόσο ήρεμος. Δεν μπορώ να θυμηθώ από πότε. Η έρημός μου μπροστά σε αυτό που νιώθω αυτή τη στιγμή δεν είναι τίποτα. Ο Nebula βρίσκεται σαν φρουρός έξω από το καταφύγιο και σαν πιστός σύντροφος της Εχεκράτειας ακολουθεί τις οδηγίες της.

Το μυαλό μου ηρεμεί και όλοι οι φόβοι και οι απορίες μου χάνονται. Δε με βασανίζουν πια. Μακάρι να έμενα εδώ για πάντα. Μακάρι αυτή η στιγμή να κρατούσε για πάντα. Πόσα ακόμα μυστικά έχει μέσα της; Τελικά ποιος είναι ο άγγελος; Τα μάτια μου κλείνουν και δεν μπορώ πλέον να την κοιτάζω. Όσο και εάν θέλω να την παρακολουθήσω, οι αισθήσεις μου δε με αφήνουν…

Και έτσι κοιμάμαι ήρεμος μετά από πολύ καιρό…

Και έτσι ένα ακόμα όνειρο ξεκινά…




Παρασκευή Γκύζη