Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 31 - Η απόφαση)

Η Κάλιντα έπεσε με δύναμη πίσω, αφήνοντας το σώμα της να κυλήσει στο λείο πάτωμα. Απομάκρυνε τα μαλλιά της μπροστά από το πρόσωπό της και σηκώθηκε αστραπιαία επάνω. Ο βασιλιάς Σιάρλ, προσπαθούσε να την ελέγξει εδώ και λίγη ώρα, μα δεν τον άφηνε να ξυπνήσει τη συνείδηση της Αλιάνας. Και ας την ένιωθε πιο δυνατή μέσα της. Δε θα άφηνε κανένα να της στερήσει αυτό που τόσο καιρό κόπιασε να αποκτήσει. Ο βασιλιάς των Θραχάρ στεκόταν απέναντί της λαχανιασμένος. Ήταν αρκετά καλός και επιδέξιος πολεμιστής. Είχε ακούσει διάφορα για τον λαό τους, για τις ικανότητές τους, μα δεν ήξερε ότι είχαν στην κατοχή τους εκείνο. Έτσι εξηγούνταν η ιδιότητά του.


Ετοιμάστηκε να αντεπιτεθεί, μιας και δεν είχε την πολυτέλεια να τον ξεκάνει. Μετά θα έπρεπε να αντιμετωπίσει υπερβολικά μεγάλο αριθμό εχθρών. Αν και έπρεπε να παραδεχτεί πως της άρεσε αυτή η κόντρα με τον βασιλιά. Ήταν ο πρώτος που κατάφερνε να έρθει ίσα με εκείνη στη δύναμη και την αντοχή. Χαμογέλασε και σήκωσε το βλέμμα της στον βασιλιά. Τα φωτεινά ενδύματά του είχαν φύγει από την αυστηρή τους ευθεία και η πουκαμίσα που κολλούσε επάνω του, άφηνε λίγα στην φαντασία. Τα μάτια της γυάλισαν. Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, έτρεξε καταπάνω του και εκείνος τη μιμήθηκε. Θα του έδινε ένα μάθημα, να μην τα βάζει με εκείνη.

Μα ο Σιάρλ ήταν γρήγορος. Έφερε το κυρτό του στιλέτο στο δεξί του χέρι και έσκισε τον αέρα, κατευθυνόμενο προς το κεφάλι της. Η Κάλιντα έσκυψε και εκεί την περίμενε η αιφνίδια επίθεσή του. Με το αριστερό του χέρι γράπωσε το κεφάλι της και το έκλεισε μέσα στο μπράτσο του, ενώ την έριξε με φόρα πάνω στο λυγισμένο του γόνατο. Εκείνη, άφησε μια πνιχτή ανάσα που αντικαταστάθηκε με ένα δυνατό βήχα. Ο βασιλιάς των Θραχάρ, ακούμπησε τα δάχτυλά του πάνω στους κροτάφους της και την έστειλε μακριά, ξυπνώντας την Αλιάνα.

Συνέχισα να βήχω και κρατήθηκα από το μπράτσο του βασιλιά.

«Α...» κατάφερα να ψελλίσω «Θα μπορούσες... Nα είσαι λιγότερο... Bίαιος».

Ο Σιάρλ γέλασε και με βοήθησε να σταθώ, κρατώντας με ακόμη σφιχτά.

«Ναι, αλλά η Κάλιντα αποδείχθηκε ιδιαίτερα πανούργα και δυνατή. Μα είσαι σε πολύ καλό δρόμο και μπορείς έστω και λίγο να την ελέγχεις. Αν συνεχίσουμε την εξάσκηση, σε λίγες εβδομάδες δεν θα έχει πλέον το πάνω χέρι. Και εσύ θα είσαι πιο δυνατή. Δεν θα πάρει το σώμα σου Αλιάνα» είπε ανάμεσα στις βαθιές του ανάσες. Έπειτα με άφησε για λίγο να ηρεμήσω και στήριξα τα χέρια μου στα γόνατά μου, προσπαθώντας να συνηθίσω τον πόνο στην κοιλιά μου. Τον είδα να βγάζει ένα μπουκαλάκι με το λαμπερό υγρό και να το πίνει μονορούφι.

Αν μου το έλεγε κανείς δεν θα το πίστευα, μα να που το είδα. Το βράδυ της γαμήλιας τελετής, ο βασιλιάς μας είχε εξηγήσει τον πυρήνα της δύναμης αυτής. Μας οδήγησε στο πιο βαθύ μέρος του κάστρου, κάτω από το υπόγειο με την υγρή ατμόσφαιρά. Μπήκαμε σε ένα διάδρομο και αφού τον διασχίσαμε όλο καταλήξαμε σε μια τεράστια αίθουσα, γεμάτη από ένα έντονο και τόσο λαμπερό φως που σε ανάγκαζε να κλείσεις για λίγο τα μάτια και να βάλεις το χέρι σου μπροστά, κάνοντας ίσκιο. Πάνω σε μια βάση, στεκόταν η πιο μεγάλη ηλιόπετρα που είχα δει στη ζωή μου. Δίπλα της, σε όλους τους τοίχους, υπήρχαν καρφωμένες άλλες, πιο μικρές αλλά εξίσου φωτεινές. Το σχήμα της ήταν εντελώς ακανόνιστο και το φως της σχεδόν σε έκαιγε, ενώ η θαμπάδα της δεν άφηνε πολλά πράγματα να διακρίνεις. Διάφορες αξίνες υπήρχαν παρατημένες μπροστά της.

«Οι ηλιόπετρες, είναι υλικό και είδος που εμείς μπορούμε και εξάγουμε σε όλους τους λαούς και τα μονοπάτια του Μαύρου Δάσους. Ήδη από την αρχαιότητα, λατρευόταν ως ο λίθος που έδιωχνε τα κακά πνεύματα και έλεγχε κάποια πιο δυνατά, χωρίς να τα αφήνει να πλησιάζουν τον προστατευόμενο» εξήγησε, κοιτάζοντας εμένα.

Για αυτό ένιωθα την Κάλιντα πιο αδύναμη μέσα μου. Είχα βγάλει την καλύπτρα και κοιτούσα τα δυο μου χέρια και το χώρο γύρω μου, μη μπορώντας να το πιστέψω. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κανονικά και ήμουν κύρια του εαυτού μου. Ασυναίσθητα άφησα ένα χαμόγελο να ανέβει στα χείλη μου. Γύρισα στο πλάι και είδα τον Λαχάρ να με περιεργάζεται. Δεν χρειαζόταν να μου χαμογελάσει για να καταλάβω ότι χαιρόταν για εμένα. Ακόμη και εγώ είχα αρχίσει να είμαι πιο αισιόδοξη για το μέλλον. Ξαφνικά, μου δόθηκε η ευκαιρία για να κρατήσω τα ηνία της ζωής μου.

Ο βασιλιάς έβγαλε από το τσεπάκι της παντελόνας του ένα λεπτό φιαλίδιο γεμάτο λαμπερό νερό. Το κούνησε λιγάκι και ύστερα το άφησε να ηρεμήσει. Στο κάτω μέρος του φιαλιδίου, άρχισε να κάθεται ένα παχύ λευκό στρώμα σκόνης.

«Θρυμματισμένη ηλιόπετρα αναμειγμένη με νερό από το πηγάδι που αντλούμε νερό, φερμένο από τις πηγές των βουνών μας. Πίνοντας αυτό…» συνέχισε βγάζοντας το φελλό από το φιαλίδιο και πίνοντας όλο το υγρό «Mπορούμε και έχουμε κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες. Δεν είναι τυχαίο που είμαστε οι πιο φημισμένοι πολεμιστές των τεσσάρων φυλών».

Ο Κάιν άκουγε πολύ προσεκτικά τον βασιλιά, όπως όλοι μας «Τώρα, αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που δεν θέλετε να ξέρουν άλλοι για τον λαό σας. Όχι τόσο η παρουσία γυναικών εδώ μέσα. Και μπορώ να πω ότι συμφωνώ απόλυτα με αυτή την απόφαση. Δεν θα θέλαμε και άλλοι να μάθουν για την ύπαρξη αυτής της κατάστασης. Ποιος θα φανταζόταν ότι η ηλιόπετρα μπορεί να αποδειχθεί ένα ικανό όπλο» είχε σταυρώσει τα χέρια του μπροστά από το στήθος του.

«Σε συγκεκριμένες ποσότητες και με συγκεκριμένο νερό, επίσης μετρημένο με προσοχή, πρίγκιπα. Τώρα καταλαβαίνετε γιατί σας έβαλα να δεθείτε με τον ιερό μας όρκο. Δεν μπορείτε να μιλήσετε σε άλλους για αυτό, ακόμη και αν σας ξεφύγει άθελά σας».

«Αρκετά έξυπνο και αποτελεσματικό».

Ο βασιλιάς των Θραχάρ χαμογέλασε και υποκλίθηκε ελαφρώς. Ύστερα γύρισε σε εμένα:

«Και γι' αυτό θα ήθελα να βοηθήσω την Αλιάνα με τον πνεύμα που κατοικεί μέσα της. Θα μπορούσαμε να αποφύγουμε πολλά προβλήματα και επιπλοκές κατά τη διάρκεια της τελετής. Το τελευταίο που θέλουμε είναι να αφήσουμε την πύλη των πνευμάτων ανοιχτή. Τι λες κι εσύ, Αλιάνα; Η άποψή σου όποια και αν είναι, θα την ακούσω και θα την σεβαστώ. Όλοι μας θα το κάνουμε».

Μου δινόταν μια τεράστια ευκαιρία. Πώς μπορούσα να την προσπεράσω, όταν αφορούσε όχι μόνο εμένα, πλέον, αλλά όλους. Δεν ήθελα να προκαλέσω την καταστροφή κανενός, ειδικά απορρίπτοντας κάτι τέτοιο. Ήθελα να ελέγχω την Κάλιντα και να μην την αφήσω να κυνηγήσει το στόχο της ή να τον φτάσει. Ήθελα να έχω μια φυσιολογική ζωή, μακριά από τα προβλήματα που μου προκάλεσε.

«Φυσικά και θέλω την βοήθειά σας».

Και κάπως έτσι βρεθήκαμε την επόμενη μέρα από τα ξημερώματα να παλεύουμε εναλλάξ, εγώ, η Κάλιντα και ο βασιλιάς Σιάρλ. Από τότε πέρασε μια εβδομάδα και είχα αρχίσει να παίρνω τον έλεγχο του σώματός μου πιο συχνά από πριν. Ο βασιλιάς ήθελε να μείνουμε λίγο ακόμα, ώσπου να τα καταφέρω και μόνη μου, χωρίς τη βοήθειά του.

Μπήκα στην αίθουσα που εξασκούμουν για να βρω τον βασιλιά να στηρίζεται πάνω στον τελευταίο πεσσό που χώριζε το δωμάτιο σε δυο κλίτη. Ακόμη δεν μπορούσα να συνηθίσω την απουσία παραθύρων. Μόνο μια σειρά από σχετικά μεγάλους φωταγωγούς διέτρεχε όλη την αίθουσα και παρείχε το απαιτούμενο φως. Στο απέναντι κλίτος, βρίσκονταν στόχοι για βέλη και πιο μπροστά από αυτούς, στα μισά περίπου της απόστασης, υπήρχαν κούκλες στο φυσικό μέγεθος, φτιαγμένες από ανθεκτικό υλικό, ώστε να αντέχουν στα γερά και δυνατά χτυπήματα. Ο χώρος που στεκόμασταν εμείς έσπαγε στη μέση του για να οδηγήσουν λίγα λεπτά σκαλοπάτια σε ένα επίπεδο πιο κάτω, σε μια χωμάτινη μικρή αρένα πάλης. Προχώρησα προς το μέρος του όσο πιο σιγανά μπορούσα, δοκιμάζοντας να τον αιφνιδιάσω.

«Ξέρεις μου θυμίζεις την γυναίκα μου. Τόσο αθόρυβα έμπαινε και εκείνη στο δωμάτιο» είπε ύστερα από λίγο και γύρισε προς το μέρος μου.

«Ναι, αλλά δεν έχει νόημα αν με κατάλαβες».

Ο Σιάρλ γέλασε και ήρθε κοντά μου.

«Δεν ήξερα ότι είσαι παντρεμένος. Δεν είδα πουθενά τη σύζυγό σου» ξεφούρνισα δίχως να το σκεφτώ και εκείνος κοκάλωσε για μια στιγμή.

«Ήμουν παντρεμένος. Μάλιστα είχα αποκτήσει και ένα γιο, μα δεν κατάφερε κανένας από τους δυο τους να επιζήσει. Οι επιπλοκές στη δύσκολη γέννα της δεν βοήθησαν ιδιαίτερα και έτσι τους έχασα μέσα σε ένα μόλις βράδυ» μου αποκάλυψε και ένα πέπλο θλίψης πέρασε από πάνω του, καλύπτοντας τον εντελώς.

«Δεν το ήξερα» ψιθύρισα «Συγγνώμη αν σε έφερα σε δύσκολη θέση. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Απλά, τότε στην τελετή, σε είχα δει πως κρατούσες το μωρό στα χέρια σου. Δεν ήταν κάτι καινούριο για σένα».

«Δεν πειράζει. Έγινε αρκετά χρόνια πριν. Δεν πονάει τόσο πλέον» ο Σιάρλ χαμογέλασε για λίγο.

Κούνησα το κεφάλι μου και ετοιμάστηκα να γυρίσω στην μικρή αρένα, μα το χέρι του που κρατούσε τον καρπό μου, δεν με άφησε.

«Θα σε πείραζε αν μιλούσαμε λίγο ακόμα;» τα μάτια του αναζητούσαν μια προσωρινή ζεστασιά και εκλιπαρούσαν για λίγο χρόνο συζήτησης. Ταίριαζαν με τα δικά μου. Εκείνα τα μάτια που ζητιάνευαν για κάποιον άνθρωπο να μου σταθεί και να μην φύγει μακριά μου φοβισμένος πριν με χτυπήσει και με κατηγορήσει για μάγισσα. Το γνώριζα το συναίσθημα της μοναξιάς και της στενοχώριας. Καλύτερα από τον καθένα.

Έγνεψα καταφατικά.

«Μπορώ να μείνω»

Βγήκα από την αίθουσα ιδρωμένη και τόσο κουρασμένη που ακόμη αναρωτιόμουν πως κατάφερνα να περπατήσω. Ο Λαχάρ περίμενε στο πλάι της πόρτας την έξοδό μου για να μου πετάξει ένα μικρό βαμβακερό ύφασμα. Το έπιασα στον αέρα και το κοίταξα. Ύστερα στράφηκα σε εκείνον.

«Ευχαριστώ» είπα σφουγγίζοντας τον ιδρώτα μου. Η πετσέτα κουβαλούσε την μυρωδιά κρίνων και παρείχε μια ευχάριστη φρέσκια ανάσα. Πήρα το δρόμο του γυρισμού και ο Λαχάρ δεν άργησε να με ακολουθήσει.

Περπατούσε δίπλα μου και μου έριχνε κλεφτές ματιές που έπιανα με την άκρη του ελεύθερου οφθαλμού μου. Προχωρούσα αφηρημένη, με την συζήτηση που έκανα με τον βασιλιά Σιάρλ να θολώνει το μυαλό μου. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος και αρκετά ταλαιπωρημένος. Μετά το θάνατο της συζύγου του, παραδόθηκε ολοκληρωτικά στην διοίκηση του λαού και των περιοχών υπό την κατοχή του, χωρίς να αφήνει την καρδιά του ελεύθερη. Ο θάνατος των πιο αγαπημένων του προσώπων είχε γεμίσει την ψυχή του με πόνο και θλίψη, δάκρυα που ποτέ δεν κατάφερε να αφήσει ελεύθερα γιατί δεν ήθελε να φανεί αδύναμος. Αν έκλαιγε, θα έσπαγε και δεν θα κατάφερνε να σηκωθεί ξανά. Είχε αφήσει πίσω κάθε τι που μπορούσε να ερωτευτεί, μα δεν κατάφερε να απομονώσει την αγάπη που κάποτε ένιωθε και ήθελε να χαρίσει. Με είχε κοιτάξει στα μάτια και με είχε ρωτήσει αν τον καταλάβαινα. Πώς να μην τον καταλάβαινα; Βρισκόμουν στην ίδια κατάσταση, αλλά είχα αρχίσει να σκέφτομαι διαφορετικά τις τελευταίες εβδομάδες, εξαιτίας ενός ατόμου που έφερνε τα πάνω κάτω, κάθε μέρα που τον έβλεπα. Ακόμη δεν είχα δώσει όνομα σε αυτά τα συναισθήματα, μα δεν μπορούσε να ξεγελάσω τον εαυτό μου πλέον. Τότε γιατί περίμενα ακόμα; Γιατί είχα απαντήσει έτσι;

Σταμάτησα απότομα να περπατώ και ο Λαχάρ το έκανε λίγο πιο μετά. Γύρισε το σώμα του στην κατεύθυνσή μου, μα δεν κατάφερε να βρει το βλέμμα μου. Το είχα καρφωμένο στο πάτωμα.

«Αλιάνα, τι έπαθες;» με ρώτησε ανήσυχος και ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους μου, σκύβοντας ελάχιστα, προσπαθώντας να με κοιτάξει. Σήκωσα το κεφάλι μου και χάθηκα μέσα στα μάτια του και τη θέρμη που έστελνε το κορμί του στο δικό μου. Ψέλλισα κάτι ακατανόητο.

«Τι;» αναρωτήθηκε μπερδεμένος.

«Ο Σιάρλ... Μου ζήτησε μετά το τέλος όλων, να μείνω εδώ. Μαζί του» απάντησα ξεψυχισμένη.

«Και....και τι είπες;» ο Λαχάρ έκανε λίγα βήματα πίσω και πήρε τα χέρια του από πάνω μου σα να φοβόταν μην κολλήσει τίποτα.

«Θα το σκεφτώ».

«Θα σκεφτείς τι θα απαντήσεις ή θα σκεφτείς να μείνεις;».

Ξεροκατάπια και κάτι με τσίμπησε στην καρδιά και ένας κόμπος έδεσε το στομάχι μου όταν είδα το πληγωμένο του ύφος. Γιατί δεν είχα αρνηθεί; Γιατί δεν του έλεγα αυτό που ήθελα να του πω; Γιατί το έκανα πιο δύσκολο απ' ότι ήταν; Μα για μένα φαινόταν πιο εύκολο να κινήσω τη γη και τον ουρανό, παρά να παραδεχτώ....

«Θα σκεφτώ την επιλογή να μείνω» αποκρίθηκα «Αυτό απάντησα».

Ο Λαχάρ γέλασε. Μάλλον κάγχασε. Ύστερα άρχισε να γελά νευρικά. Πέρασε το ένα του χέρι μέσα από τα μαλλιά του και κατέληξε στην κοτσίδα του. Κοίταξε τον τοίχο στο πλάι και ξεφύσησε:

«Οπότε, πήρα και εγώ την απάντησή μου».

«Λαχάρ, όχι. Περίμενε» έκανα ένα βήμα μπροστά και άπλωσα το χέρι μου σε εκείνον, αφήνοντάς το μετέωρο.

«Να περιμένω τι, Αλιάνα; Τόσες μέρες σε κυνηγάω και προσπαθώ να σου μιλήσω για ό,τι έγινε μεταξύ μας στο βασίλειο των Ασράι. Όλη την εβδομάδα δέχομαι την ίδια άρνηση από εσένα. Τώρα καταλαβαίνω το γιατί».

«Λαχάρ δεν είναι έτσι!» φώναξα γυρνώντας τον προς τα εμένα, πριν προλάβει να φύγει.

Τίναξε το χέρι μου μακριά και ύψωσε τα χέρια του ψηλά για ελάχιστους χτύπους, πριν πιάσει το πρόσωπό μου απαλά.

«Τότε εξήγησε μου» με παρακάλεσε.

Πήρα μερικές βαθιές ανάσες για να καταλήξουν όλες στην απόλυτη σιωπή. Δεν έβγαινε καμιά λέξη από το στόμα μου. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Πώς μπορούσα να του εξηγήσω; Γιατί κοκάλωνα τώρα; Γιατί δεν μπορούσα να μιλήσω με εκείνον, χωρίς να προσπαθώ να σκεφτώ πολλές φορές τα λόγια μου, χωρίς να μετράω πόσες αναπνοές έχανα όταν πλησίαζε τόσο κοντά μου, χωρίς να χρειάζεται να τον βλέπω για να νιώθω ασφάλεια, χωρίς να νιώθω μοναξιά όταν δεν είναι εκεί, χωρίς να μην μπορώ να συγκεντρώνομαι όταν δεν τον έχω δίπλα μου να με καθοδηγεί με ένα νεύμα, ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα.

Πότε πρόλαβε και τρύπωσε εκεί που δεν άφηνα κανένα να πλησιάσει; Ανάθεμα σε, Αλιάνα, μίλα!

Ο Λαχάρ έκλεισε τα μάτια του και με άφησε, κάνοντας λίγα βήματα πίσω. Έπειτα τα άνοιξε ξανά και με κοίταξε με εκείνα που με παρατηρούσε την πρώτη φορά που με είδε, μέσα στο κελί. Τα κενά, άδεια μάτια που αντίκριζαν την Κάλιντα.

«Απλά δώσε μου λίγο χρόνο» ψιθύρισα.

«Χρόνο; Είχες άπλετο χρόνο, Αλιάνα. Αλλά διάλεξες ένα διαφορετικό άτομο να τον σπαταλήσεις. Τι νομίζεις; Ότι είσαι τόσο αδύναμη που δεν μπορείς να ελέγξεις ήδη την Κάλιντα μόνη σου; Ότι δεν μπορείς να κρατήσεις τον εαυτό σου όπως ακριβώς είναι χωρίς εκείνη να σε καταλάβει; Δεν είσαι αβοήθητη, Αλιάνα. Αλλά ούτε και ανόητη για να μην το καταλαβαίνεις αυτό. Εθελοτυφλείς μπροστά στις πραγματικές σου ικανότητες. Μπορείς να προσφέρεις τόσα πολλά και να καταφέρεις τόσα πράγματα που θα μας άφηναν άφωνους. Αρκεί να το θέλεις. Αλλά ποιος είμαι εγώ που θα σου πει ποια είσαι» δήλωσε και η φωνή του χρωματίστηκε από την πίκρα που βασίλευε μέσα μου.

«Λαχάρ...»

Σήκωσε το χέρι του για να μου κάνει νόημα να σταματήσω.

«Δεν πειράζει, Αλιάνα. Εύχομαι τουλάχιστον να είσαι χαρούμενη με αυτή σου την απόφαση. Δεν μπορώ να σε περιμένω άλλο, ούτε να συνεχίζω να τρέχω από πίσω σου. Δεν είμαι τόσο ηλίθιος. Προσπάθησα όσο με έπαιρνε».

Και χωρίς να προσθέσει τίποτα άλλο, γύρισε και έφυγε επιταχύνοντας το βήμα του, δίχως να κοιτάξει πίσω του δεύτερη φορά.
 
Ella Sarlot