Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 32 - Η απάντηση)

Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Δεν έτρεξα από πίσω του και δεν τον σταμάτησα. Απλά τον κοιτούσα όσο απομακρυνόταν και όταν έστριψε και χάθηκε πίσω από τους τοίχους, η καρδιά μου βούλιαξε στη θέση της. Ήμουν εντελώς ηλίθια. Όταν ο Σιάρλ μου ζήτησε να μείνω εδώ, ο Λαχάρ ήταν το πρώτο πρόσωπο που πετάχτηκε στο μυαλό μου. Όλη αυτή την εβδομάδα, τον είχα συνέχεια στο πλάι μου και προσπαθούσε να με γνωρίσει περισσότερο, χωρίς να του δίνω πολλές πληροφορίες για το παρελθόν μου. Αισθανόμουν ευάλωτη και δεν μπορούσα να ανοίξω το χάος μέσα μου και να ρουφήξει μαζί του τον Λαχάρ. Φοβόμουν. Όχι για εμένα. Το είχα συνηθίσει. Φοβόμουν για εκείνον. Και αν τρόμαζε; Και αν δεν ήμουν τόσο ενδιαφέρουσα όσο πίστευε; Και αν τον απομάκρυνα τελείως τώρα; Τον είχα πληγώσει ξανά και αναρωτιόμουν αν ήταν πλέον πολύ αργά.

Προχώρησα προς το δωμάτιό μου και έξι γνώριμες φιγούρες έπεσαν επάνω μου. Τα κορίτσια άρχισαν να τσιρίζουν και να χοροπηδούν χαρούμενες, μα όταν με είδαν, σταμάτησαν και έμειναν να με κοιτάζουν αποχαυνωμένες.

«Τι έγινε;» ρώτησε η Ρίνα γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι και αφήνοντας τα μακριά καστανά της μαλλιά να πέσουν πίσω της, ενώ τα μελί μάτια της έλαμπαν από περιέργεια.

«Τίποτα σημαντικό» ξεφύσησα.

Ήταν σειρά της Σέρι να μιλήσει. Έκατσε πάνω στο κρεβάτι μου και χαμογέλασε, συνεπαίρνοντας και τις άλλες «Ο Λαχάρ, λοιπόν» είπε και τα κορίτσια άφησαν ένα σιγανό επιφώνημα, πριν αρχίσουν να συνομιλούν μεταξύ τους.

«Το ήξερα πως ήταν ο εξωτικός πρίγκιπας!».

«Ε;».

«Αχ, τι καλά!».

Οι χαρούμενες φωνές τους με έκαναν να νιώθω ακόμη πιο άσχημα. Ύψωσα τα χέρια μου ψηλά.

«Ο Λαχάρ δεν έχει να κάνει τίποτα με αυτό, πλέον. Όχι μετά από αυτά που του είπα».

Η Σέρι σηκώθηκε από το κρεβάτι μου και τίναξε τα ξανθά της μαλλιά πίσω από τους ώμους της. Πλησίασε τα υπόλοιπα κορίτσια και τις έκανε στην άκρη, βγαίνοντας μπροστά «Γιατί δεν ξεκινάς να μας λες από την αρχή τι έγινε;».

Την κοίταξα και έπειτα στράφηκα στα κορίτσια που είχαν πλεγμένα τα χέρια τους σαν σε στάση προσευχής, μάτια γουρλωμένα και αυτιά έτοιμα να απορροφήσουν τα πάντα. Μου φαινόταν περίεργο που είχα κάποιον να μιλήσω. Και αυτός ο κάποιος ήταν κορίτσια στην ίδια ηλικία με εμένα. Αυτό ήταν λοιπόν η φιλία; Αυτή έπαιρνε το βάρος που κουβαλούσα μαζί μου;

Είχα ήδη αρχίσει να αλλάζω.

«Ε, λοιπόν δε σε καταλαβαίνω, Αλιάνα» είπε η Σέρι και σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος της.

Κάθονταν όλες τριγύρω μου πάνω στο κρεβάτι και με άκουγαν με προσοχή, χωρίς να με διακόπτουν παρά μόνο για να αναστενάξουν κάθε φορά που το όνομα του Λαχάρ και του Κάιν ερχόταν στο στόμα μου. Κοίταξα την κοπέλα και περίμενα υπομονετικά το κήρυγμα που μου ετοίμαζε.

«Έχεις έναν πολύ καλό άντρα που προσπαθεί να σε προσεγγίσει και να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, σε στήριξε από την αρχή. Εξαίρεσε την γνωριμία σας, αν και εκεί θα έπεφτα ξερή μπροστά του. Ήταν δίπλα σου στα πάντα και ήταν εκεί για να σε προστατέψει. Τον έσωσες, σου έκανε μια μικρή εξομολόγηση και τον απέρριψες όχι μία φορά, αλλά πολλές και συνεχόμενες. Παρόλα αυτά συνέχιζε και σε κυνηγούσε και τώρα του λες ότι θα μείνεις εδώ;».

Όλες κούνησαν το κεφάλι τους πέρα δώθε, αποδοκιμαστικά.

«Έ! Δεν άκουσε καμιά σας τα προηγούμενα;» φώναξα. Ένιωθα ότι με αδικούσαν.

«Τα: Είμαι κατεστραμμένη και φοβάμαι το χάος μου;» είπε κοροϊδευτικά η Ρίνα, προσπαθώντας να μιμηθεί τη φωνή μου.

Τα κορίτσια έσκασαν στα γέλια και το λόγο πήρε η Μέλιαν:

«Εμένα μου φαίνεται πως φοβάσαι να αφεθείς, Αλιάνα» ξεκίνησε να λέει και κούνησα το κεφάλι μου. Με κάρφωσε με τα πράσινα μάτια της και σταμάτησα να γνέφω «Όχι επειδή φοβάσαι τον εαυτό σου. Αλλά επειδή είσαι τόσο καιρό μόνη σου και φοβάσαι την προδοσία. Την προδοσία του εαυτού σου που θα στηριχθεί πάνω σε ένα άλλο άτομο. Το ότι θα αγαπήσεις κάποιον τόσο πολύ που θα φοβάσαι να απομακρυνθείς από δίπλα του. Και δεν θες να στηρίζεσαι σε άλλους, για τίποτα. Ο εγωισμός σου δεν σε αφήνει να δεις αυτό που έχεις μπροστά σου. Κανείς μας δεν είναι τέλειος. Μα μην αυτοκαταστρέφεσαι. Κάνεις κακό σε εσένα και σε εκείνον».

Τα λόγια της βούλιαξαν μέσα μου και γλιστρούσαν στην κινούμενη άμμο που αποκαλούσα καρδιά. Όλα αυτά που έλεγε έβγαζαν νόημα και δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω. Είχε δίκιο σε όλα. Τόσο καιρό έκανα την σκληρή και απομάκρυνα τους ανθρώπους από δίπλα μου. Δεν έδωσα μια ευκαιρία σε κανένα. Δεν ήθελα να ασχοληθώ με το συναισθηματικό δέσιμο με κάποιον άλλο. Είδα τι έγινε με την οικογένειά μου.

«Είναι τόσο δύσκολο. Γιατί;» έθαψα το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια μου και άφησα μια μακρά εκπνοή.

«Φυσικά και είναι δύσκολο, Αλιάνα. Μα πρέπει να αρχίσεις να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους και πάνω από όλα, τον εαυτό σου. Αφέσου στα μικρά και πιο γλυκά πράγματα. Νιώσε τη ζωή σου. Δεν έχει χαθεί τίποτε ακόμη. Ναι, ο Λαχάρ θα είναι σίγουρα στενοχωρημένος και θυμωμένος μαζί σου. Αυτό δε σημαίνει ότι σταμάτησε να νιώθει κάποια πράγματα για εσένα» απάντησε η Ρίνα.

«Εξάλλου τον έχεις δει πως σε κοιτάζει;» σημείωσε η Μέλιαν και όλες έγνεψαν αφήνοντας άλλον ένα αναστεναγμό λατρείας «Ή πως το σώμα του ακολουθεί τις κινήσεις σου, σα να χορεύει δίπλα σου; Σου αφήνει τον χώρο που θες και δεν σε πιέζει για τίποτε. Ξέρει τις δυνάμεις σου και ταιριάζει τις δικές του με εσένα».

Αμέσως γύρισαν όλες να με κοιτάξουν και ένα κύμα ευφορίας με συνεπήρε, βάφοντας τα μάγουλά μου κόκκινα. Εκείνες χαμογέλασαν και άλλες άφησαν μικρά γελάκια να πηγαινοέρχονται μεταξύ τους.

«Νομίζω πως πρέπει πρώτα να μιλήσεις με τον βασιλιά Σιάρλ και να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα» δήλωσε η Σέρι.

Έγνεψα καταφατικά.

«Θα πάω αύριο το πρωί να του μιλήσω κατευθείαν».

Σαν να περίμεναν την απάντησή μου, χτύπησαν όλες μαζί το κρεβάτι και μου επιτέθηκαν.

«Τώρα θα πας! Θα σε πλύνουμε και θα πας να του πεις την αλήθεια. Μετά έχει σειρά ο Λαχάρ!».

Βρισκόμουν έξω από την πόρτα του βασιλιά των Θραχάρ και θα ορκιζόμουν πως δεν είχα νιώσει πιο αμήχανα ποτέ στη ζωή μου. Μετά από τέσσερα χτυπήματα, άκουσα την βαθιά φωνή του:

«Περάστε».

Μπήκα δειλά στο δωμάτιο που είχα επισκεφθεί την πρώτη μέρα μου εδώ και τον είδα να κάθεται πίσω από το μεγάλο γραφείο και να μελετά ορισμένα χαρτιά. Σήκωσε το βλέμμα του και ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο καρφώθηκε στα χείλη του «Συγγνώμη για την ώρα» απολογήθηκα, πιάνοντας την μέση μου και νιώθοντας το δέρμα του κορσέ από κάτω μου να γλιστρά κάτω από τα ιδρωμένα μου χέρια. Έπιασα τις άκρες των μανικιών της πουκαμίσας μου και ξερόβηξα.

Ο βασιλιάς Σιάρλ είχε σηκωθεί όρθιος και ήρθε να σταθεί ακριβώς μπροστά μου. Έσκυψε λίγο το κεφάλι του και περίμενε χαμογελαστός.

«Σκέφτηκα την πρόταση που μου έκανες... Που μου κάνατε το πρωί».

Εκείνος σταύρωσε τα χέρια του, προσδίδοντας μια αυστηρή σοβαρότητα στο παρουσιαστικό του, αλλά το χαμόγελο δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το πρόσωπό του. Αντιθέτως, έγινε πιο πλατύ.

«Και;» ρώτησε σιγανά και η φωνή με χάιδεψε, κάνοντάς με να τα χάσω λίγο.

«Και, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Είναι περίπλοκο, μα δεν μπορώ να μείνω εδώ».

Ο βασιλιάς Σιάρλ γέλασε και έλυσε τα χέρια του. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα υπέροχα μαλλιά του και γύρισε ξανά στη θέση του, πίσω από το γραφείο, σέρνοντας τα ακροδάχτυλά του στην άκρη του γραφείου.

«Καλώς. Θα τα πούμε με την ανατολή του ηλίου» είπε ξερά.

Ανοιγόκλεισα το μάτι μου, τόσο γρήγορα και τόσες φορές που νόμιζα ότι τρεμόπαιζε ο πολυέλαιος.

«Αυτό ήταν; Αυτό σημαίνει πως όλα είναι εντάξει;».

«Απορρίπτεις την πρόταση ενός βασιλιά και νομίζεις πως ξεμπέρδεψες; Θα πρέπει να παλέψεις για να φύγεις, Αλιάνα» ο βασιλιάς κάγχασε και έφερε τα χέρια του κάτω από το πιγούνι του, στηρίζοντας τα πάνω στο βαρύ γραφείο.

Η ανάσα μου πιάστηκε και το βλέμμα μου στένεψε.

«Δηλαδή;»

«Δηλαδή, σε προκαλώ σε μονομαχία, αύριο με την πρώτη αχτίδα. Αν νικήσω, μένεις. Αν νικήσεις, φεύγεις».

Και έτσι ακριβώς έγινε. Μόλις λάλησε ο πετεινός βρέθηκα στην μικρή αρένα με ένα σπαθί στο χέρι και τέσσερις μάρτυρες σε κάθε πλευρά. Δυο από την δικιά μου και άλλοι δυο από τη μεριά του Βασιλιά. Τα κορίτσια είχαν έρθει μαζί μου για να με εμψυχώσουν και να μπορέσουν να δώσουν όλες τις λεπτομέρειες στις υπόλοιπες που μας περίμεναν απέξω. Ήταν αγουροξυπνημένες, μα δεν μπορούσαν να το χάσουν αυτό.

Ο βασιλιάς Σιάρλ ετοιμάστηκε και πήρε στάση επίθεσης. Έβγαλε ένα μπουκαλάκι με το νερό και ηλιόπετρα και το ήπιε όλο, πετώντας το φιαλίδιο στην άκρη. Ώστε έτσι είχε σκοπό να μονομαχήσει. Όχι ότι ήταν άδικο. Είχα και εγώ την Κάλιντα.

«Ας ξεκινήσουμε».

Δεν είχα προλάβει να κρατήσω γερά το σπαθί μου, όταν έφτασε ακριβώς μπροστά μου μέσα σε δυο χτύπους. Μόλις που πρόλαβα να σκύψω για να αποφύγω το χτύπημα του σπαθιού του. Μαθημένη στον τρόπο που πολεμούσε, ξέφυγα και από τη γονατιά που μου προετοίμαζε. Γλίστρησα στο πλάι και χτυπώντας τον στην μέση με την λαβή του σπαθιού μου και στριφογύρισα έχοντας στην ευθεία μου την πλάτη του. Γύρισε αστραπιαία και έγειρε το κεφάλι του στο πλάι χαμογελώντας. Έκανε μια στροφή το σπαθί του με το χέρι του και το έφερε μπροστά του, υψωμένο διαγώνια. Περίμενε δικιά μου κίνηση.

Αρχίσαμε να ταξιδεύουμε σε κύκλο, χαράσσοντας μια κυνηγετική αύρα επάνω μας. Η Κάλιντα μέσα μου γουργούριζε. Το βλέμμα μου γυάλισε και μια παράξενη ορμή με κατέλαβε. Τράβηξα την καλύπτρα από το μάτι μου και την στιγμή που εκείνη ακούμπησε το χώμα της αρένας, έτρεξα καταπάνω στον Σιάρλ. Εκείνος είχε μείνει έκπληκτος, αλλά δεν άφησε τον εαυτό του να μείνει ακίνητος.

Η Κάλιντα δεν είχε βγει έξω. Δεν με είχε καταλάβει. Τώρα την έλεγχα εγώ. Εκείνη γέλασε μέσα μου και μου έδωσε λίγη από τη δύναμή της. Την στιγμή που τα σπαθιά μας συγκρούστηκαν και ο ήχος του σίδερου αντήχησε δυνατά, έσυρα το δικό μου προς τα χέρια του Σιάρλ, πάνω στην αιχμή του δικού του σπαθιού. Εκείνος, πλατάγισε την γλώσσα του και το άφησε να πέσει στο χώμα. Πέταξα το σπαθί στο άλλο μου χέρι και το άφησα στο λαιμό του, ενώ την ίδια στιγμή με το δεξί μου, έβγαλα ένα στιλέτο από το θηκάρι της τσέπης του κορσέ μου και το έφερα στην κοιλιά του.

Ο Σιάρλ παραδόθηκε και άρχισε να γελά δυνατά, ενώ ο τρανταχτός ήχος του με ξάφνιασε. Έκανε λίγα βήματα πίσω λαχανιασμένος και άφησα την ανάσα που κρατούσα τόση ώρα για να ταιριάξω με τις δικές του ακανόνιστες αναπνοές. Κατέβασα το σπαθί και το στιλέτο και τον κοίταξα. Παραήταν εύκολο να τον νικήσω. Με είχε αφήσει να κερδίσω αυτή τη μάχη. Και σα να κατάλαβε τις σκέψεις μου κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Είσαι ελεύθερη»

Η Ρίνα και η Σέρι πίσω μου τσίριζαν και χαχάνιζαν, μα τις διέκοψε το απότομο άνοιγμα της πόρτας. Γυρίσαμε όλοι να κοιτάξουμε τον εισβολέα και αντικρίσαμε τον Λαχάρ, με λυτά τα μακριά μαλλιά του και τα ρούχα του πρόχειρα φορεμένα. Είχε τρέξει ως εδώ. Μόλις τον είδα, το στομάχι μου δέθηκε κόμπος και το μόνο που ήθελα ήταν να τον πιάσω και να του πω τα πάντα.

«Έμαθα...» άρχισε να λέει κοφτά «Κορίτσια... Εσύ... Μονομαχία... Σιάρλ» κρατήθηκε από το κούφωμα της πόρτας και κατάπιε προσπαθώντας να πάρει ανάσα την ίδια στιγμή, προκαλώντας ένα στιγμιαίο πνίξιμο. Άρχισε να βήχει.

«Βγες έξω» διέταξα.

Ξεροκατάπιε και σήκωσε το κεφάλι του ψηλά παραξενεμένος και πληγωμένος ταυτόχρονα.

«Είπα, βγες έξω!».

Έσφιξε το σαγόνι του και έσπρωξε τον εαυτό του μακριά από την πόρτα, φεύγοντας. Γύρισα στον βασιλιά που με κοιτούσε με τα φρύδια ανασηκωμένα, ενώ τα κορίτσια είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό. Έδωσα το σπαθί μου στον Σιάρλ, έβαλα το στιλέτο στη θέση του και έτρεξα προς τον έξοδο. Μόλις βγήκα έξω με περίμεναν οι υπόλοιπες που είχαν ακούσει τα πάντα και ήταν έτοιμες να με δολοφονήσουν. Τις ηρέμησα και κοίταξα αριστερά και δεξιά για να δω προς τα που είχε πάει ο Λαχάρ. Έστριψα αριστερά και τον είδα να προχωρά αργά-αργά, δοκιμάζοντας να φτιάξει τα ρούχα του.

Ανάγκασα τα πόδια μου να πάνε πιο γρήγορα και τα βήματά μου ακούγονταν δυνατά πίσω του. Η φαρδιά του πλάτη κινούνταν σταθερή και τον έκανε να φαντάζει τόσο σοβαρό και υπερόπτη. Τα μακριά λευκόξανθα μαλλιά του, έφταναν ως τη μέση της πλάτης και την αγκάλιαζαν σαν μικρά, απαλά κύματα. Τα αργά του βήματα, ο τρόπος που περπατούσε έμοιαζε μοναδικός και λίγο αυστηρός. Πώς δεν τα είχα παρατηρήσει όλα ως τώρα;

Ο Λαχάρ άκουσε τα βήματά μου και έστρεψε τον κορμό του προς εμένα. Άφησε αμέσως την πουκαμίσα του ελεύθερη να τυλίγει το γεροδεμένο του κορμί και ετοιμάστηκε να πει κάτι. Μα δεν πρόλαβε. Στάθηκα μπροστά του και πιάνοντας τον από τον γιακά του, τον έσυρα ως τον τοίχο, όπου και τον πέταξα, ώστε η πλάτη του να βρίσκει εκεί αντίσταση.

«Αλιάνα, μου είπες να φύγω και το έκανα...» άρχισε να λέει, μα τον διέκοψα, πέφτοντας επάνω του και σφραγίζοντας τα χείλη μου με τα δικά του, τραβώντας τον προς τα εμένα, ώστε να ταιριάζει το ύψος μου. Δε θα τον άφηνα να φύγει ξανά. Τα κορίτσια μου είχαν ανοίξει τα μάτια και εγώ είχα βαρεθεί να φοβάμαι. Ήθελα να προχωρήσω. Ήθελα να αλλάξω. Και ήθελα τον Λαχάρ μαζί μου. Στο διάολο όλα τα άλλα.

Κύρτωσα την πλάτη μου και έφερα τον κορμό μου κολλητά πάνω στο κορμί του. Ύστερα από λίγο τον άφησα ελεύθερο, χωρίς να πάρω τα χέρια μου από τον γιακά του. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο, τόσο με περιέργεια, όσο με έκπληξη και προσμονή. Όταν ηρεμήσαμε, έπιασε τα χέρια μου και κύλησε τα ακροδάχτυλα του απαλά πάνω στην ευθεία τους, φτάνοντας στους ώμους μου που τον οδήγησαν στην πλάτη μου και έπειτα χαμηλά, στην μέση μου. Με τράβηξε απότομα κολλώντας με πάνω του ξανά και ένιωσα την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια από την απίστευτη ζεστασιά που την περιέλαβε. Τα πρόσωπά μας ήθελαν ελάχιστα εκατοστά για να ακουμπήσουν και οι ανάσες μας ήδη έπαιζαν το παιχνίδι τους, αγκαλιάζοντας τα πρόσωπά μας με την θέρμη τους.

«Δε θα μείνω εδώ» ψέλλισα, προσπαθώντας να ηρεμήσω τους χτύπους της καρδιά μου, μα μου φαινόταν αδιανόητο. Ακόμα και αφύσικο.

«Ενδιαφέρον...» είπε σιγανά και έσκυψε να φιλήσει το μάγουλό μου, ξεκινώντας να αφήνει καυτά μονοπάτια πάνω του, καταλήγοντας στη γραμμή του πιγουνιού μου.

Έκλεισα τα μάτια μου και έσφιξα πιο γερά το γιακά του, φέρνοντάς τον πιο κοντά μου. Άκουσα ένα χαμηλό γελάκι που έκανε και εμένα να χαμογελάσω. Έγειρα πάνω στα απαλά φιλιά του.

«Για αυτό μονομαχούσαμε» είπα σχεδόν ξεψυχισμένα.

Ο Λαχάρ άφησε την αρχή του λαιμού μου ελεύθερη και αμέσως μετάνιωσα τα λόγια μου μιας και τον ανάγκασαν να σταματήσει. Με κοίταξε μέσα στα μάτια και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν φορούσα ακόμα την καλύπτρα μου. Πήγα να το καλύψω φοβισμένη, αλλά ο Λαχάρ σταμάτησε το χέρι μου στον αέρα. Το έφερε στα χείλη του και φίλησε την ανάστροφη της παλάμης μου γλυκά, χωρίς να σπάσει το βλέμμα μας. «Δε θα μείνεις εδώ» επανέλαβε τα λόγια μου σα να ήθελε να σιγουρευτεί. Έφερε το χέρι μου πίσω από το λαιμό του και άγγιξα μαγεμένη τα μαλλιά του. Το άλλο μου χέρι χάθηκε και εκείνο μέσα στο λευκόξανθο χείμαρρο και τράβηξα το κεφάλι του ελαφρώς προς τα εμένα, εισβάλλοντας στον αέρα του. Τα μάτια του έφυγαν από τα δικά μου και ακολούθησαν τα χείλη μου.

«Θα μείνω μαζί σου. Μπορείς να δεχτείς αυτό για τώρα;» ρώτησα ψιθυριστά, φοβούμενη μην ακούσει άλλος το μυστικό μας διάλογο. Δεν ήθελα άλλα αυτιά να γνωρίζουν τα λόγια μας.

«Για τώρα» απάντησε και έκλεισε την απόσταση μεταξύ μας, χαρίζοντας μου ένα τρυφερό φιλί.
 
Ella Sarlot