Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 22)

Η ιστορία της Εχεκράτειας.
Πριν από είκοσι δύο χρόνια, γεννήθηκε στην πανέμορφη Ελλάδα ένα μωρό, που από την πρώτη στιγμή θάμπωσε τους πάντες με την ομορφιά της. Την ονόμασαν Φαίδρα, που σημαίνει φωτισμένη. Οι γονείς της την αγαπούσαν πολύ, αλλά καθώς το κοριτσάκι μεγάλωνε, άρχισε να λέει πράγματα, που δεν άρεσαν και τόσο πολύ στους ανθρώπους γύρω της. Μιλούσε για σκιές και για κακά πλασματάκια που κυκλοφορούσαν μέσα στο σπίτι τους και στους δρόμους. Την έτρεξαν στους γιατρούς, αλλά δεν μπόρεσαν να βγάλουν κάποια άκρη. Η μικρή ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί της. Ένιωθε πάντα μόνη της.
Όταν ήταν μόλις επτά χρονών, ένας δαίμονας εμφανίστηκε στο δωμάτιό της και κάθισε δίπλα στο κρεβάτι της. Την κοίταξε με ένα τεράστιο χαμόγελο και της χάιδεψε τα μαλλιά. Η μικρή τρόμαξε τόσο πολύ που έβαλε τα κλάματα και δεν μπορούσε να κοιμηθεί για μέρες. Τα νεύρα της μητέρας της κλονίστηκαν, δεν άντεχαν αυτή την κατάσταση. Οι μέρες περνούσαν και η μητέρα της γινόταν όλο και πιο επιθετική. Της φώναζε και κάποια στιγμή ξεκίνησε να τη χτυπάει. Η μικρή τότε αποφάσισε να κρατήσει το στόμα της κλειστό για πάντα. Δεν ξαναείπε τίποτα. Όμως οι φωνές και η βία δε σταμάτησαν. Οι γονείς της συνέχεια τσακώνονταν και συνήθως η μητέρα της ξεσπούσε πάνω της.
Στην ηλικία των δώδεκα ετών, λίγες μέρες πριν γίνει δεκατρία, όλα γύρω της διαλύθηκαν και άρχισε να βλέπει εικόνες που δεν είχε ξαναδεί. Είδε έναν λύκο να μπαίνει μπροστά από το αμάξι στο οποίο επέβαινε εκείνη και οι γονείς της. Μετά είδε αίμα παντού και τους γονείς της νεκρούς. Και έτσι ακριβώς συνέβη… Τρομαγμένη πήγε τρέχοντας στη μαμά της, αλλά εκείνη το μόνο που έκανε είναι να την ταρακουνήσει και να την πει τρελή. Τα δάχτυλα της μητέρας έμειναν για μέρες πάνω στο σώμα του παιδιού στο σημείο που την έσφιξε.

Ένα πρωί καθώς πήγαιναν με το αμάξι σε κάποιον γιατρό, μια κραυγή λύκου ακούστηκε στον αέρα. Την επόμενη στιγμή, το ατύχημα έγινε. Το κορίτσι άνοιξε τα μάτια του ζαλισμένο και είδε τους γονείς της νεκρούς. Κάποιος την τραβούσε από το φορεματάκι της, για να τη βγάλει έξω από το αμάξι. Μόλις έφτασε κάποια μέτρα μακριά, το αμάξι μπροστά της εξερράγη και τότε η μικρή έκλεισε ξανά τα μάτια της.

Η Φαίδρα ξύπνησε μέσα σε μια καλύβα, στη μέση του πουθενά. Το κορίτσι σοκαρισμένο άρχισε να ψάχνει τους γονείς της. Αλλά δεν υπήρχαν πουθενά. Έβαλε τα κλάματα και τότε μια γυναίκα εμφανίστηκε μπροστά της. Ήταν μια πανέμορφη ώριμη γυναίκα, περίπου τριάντα ετών, με τατουάζ ζωγραφισμένα παντού πάνω της. Τη γυναίκα ακούμπησε στοργικά το κεφαλάκι της και τη χάιδεψε.

«Μην κλαις, μικρέ μου άγγελε. Πάει, πέρασε. Τώρα είσαι εδώ μαζί μου. Κανείς δε θα σε πειράξει ξανά» της είπε και το παιδί την κοίταξε με την ελπίδα ζωγραφισμένη στα μάτια της, με δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά της. Η μικρή Φαίδρα ρούφηξε τη μύτη της.

«Έτσι μπράβο. Δε χρειάζεται να φοβάσαι μαζί μου» της είπε και το κοριτσάκι ένιωσε τη μητρική αγάπη στο χάιδεμά της και μετά από λίγο ηρέμησε.

Η Φαίδρα ένιωσε οικειότητα, λες και την ήξερε από πάντα, λες και αυτή ήταν η αληθινή της οικογένεια. Η γυναίκα της είπε να τη φωνάζει Mater, δηλαδή μητέρα. Οι δυο τους πέρασαν χρόνια μαζί, χρόνια γεμάτα εξάσκηση και μαγεία. Η Mater έμαθε στο μικρό κορίτσι πως να δημιουργεί και να αξιοποιεί τις δυνάμεις της. Της έμαθε ότι είναι ξεχωριστή. Το χάρισμα των οραμάτων ήταν πολύ σπάνιο και όμορφο. Η Mater της εξήγησε πως όταν ήταν εκείνη μικρή, είχε μια γυναίκα που την καθοδηγούσε σε αυτόν τον κόσμο. Κάθε φωτισμένο παιδί είχε έναν προστάτη. Η Mater είχε για προστάτη μια άγγελο που την έλεγαν Spero… Η Φαίδρα δεν είχε. Και έτσι προστάτης της έγινε η Mater.

Στα δέκατα πέμπτα γενέθλια της κοπέλας, η Mater της εκμυστηρεύτηκε για την αποστολή της σε αυτόν τον κόσμο. Και έτσι γεννήθηκα εγώ, η Εχεκράτεια!

Η Mater μου είπε ότι είμαι γεννημένη να ηγούμαι ανάμεσα στους κόσμους, για αυτό μου έδωσε το συγκεκριμένο φωτισμένο όνομα. Τότε μου μίλησε πραγματικά για τον εαυτό της. Πριν χιλιάδες χρόνια, γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της Ελλάδας, ως φωτισμένο παιδί μιας ιέρειας του Διός. Εξαιτίας των χαρισμάτων της, τη διάλεξε μια πολύ ισχυρή αρχάγγελος για να την καθοδηγεί και να την προστατεύει. Ήταν για αυτή μητέρα και δασκάλα. Της έμαθε την τέχνη του τόξου. Της έμαθε την ιδιότητα της ίασης και της μαντικής. Της έμαθε πώς να εκμεταλλεύεται το φως μέσα της και έπειτα εκείνη τα δίδαξε και σε εμένα.

Η αρχάγγελος όμως παγιδεύτηκε και δεν επέστρεψε ποτέ ξανά. Η Mater την έψαχνε, την αναζητούσε για χρόνια. Πώς όμως δε γέρασε; Χρησιμοποίησε τις θεραπευτικές της ικανότητες φυσικά! Μαζί με τη βοήθεια των μαγικών τατουάζ της, έμεινε όσο χρειάστηκε πάνω στη Γη για να βρει που ήταν φυλακισμένη η Spero. Μετά από αιώνες τη βρήκε. Ήθελε να την ελευθερώσει αλλά δεν μπορούσε να το κάνει έτσι απλά. Για να ελευθερώσει την προστάτη της, έπρεπε να ξοδέψει μέχρι και την τελευταία στάλα ενέργειάς της. Τόσο πολύ την αγαπούσε. Τότε βρήκε εμένα. Μου έμαθε όλα αυτά τα πανέμορφα πράγματα και με έκανε μαθήτριά της, για να περπατήσω στο μονοπάτι που εκείνη χάραξε. Όμως και εγώ αγαπούσα πολύ τη Mater. Μετά από την αποκάλυψη της ζωής της, μου μίλησε και για τη δική μου μοίρα. Μου εξήγησε ότι υπάρχει ένας άγγελος, πιο δυνατός από όλους, κρυμμένος ανάμεσά μας. Μου εξήγησε για τα δύο δοχεία και μου είπε τι έπρεπε να κάνω μόλις εκείνη έφευγε από τη ζωή. Η Mater πήγε τελικά να βρει την αγαπημένη της δασκάλα. Για να καταστρέψει τους μαγικούς ρούνους χρειάστηκε να δώσει τη ζωή της. Πέθανε μπροστά στα μάτια μου, αφήνοντας την τελευταία της πνοή, μετά από χιλιάδες χρόνια, για την αγάπη της προς τη δασκάλα της.

Εγώ ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Σε παρακολουθούσα από τα δεκαπέντε μου. Εκείνη την περίοδο, ήρθε εξ’ ουρανού η τέλεια ευκαιρία, καθώς το πρώτο δοχείο σου ήταν έτοιμο να πεθάνει λόγω ηλικίας. Ήταν ογδόντα επτά ετών. Για ογδόντα επτά χρόνια είχε μέσα του ένα μικρό ποσοστό των δυνάμεών σου. Η ενέργεια ήταν έτοιμη να μεταφερθεί σε άλλο σώμα, σε ένα σώμα που η ίδια θα διάλεγε σε όλο τον κόσμο. Εκείνη την περίοδο, η Μαρία ήταν έγκυος. Την είχα πλησιάσει πολλές φορές και με είχε αναγνωρίσει ως φωτισμένο παιδί και έτσι μου φερόταν πολύ φιλικά. Αλλά δεν κατάλαβε ποτέ τι έκανα πραγματικά κοντά της. Την ανάγκασα να γεννήσει πρόωρα. Και δέσμευσα την Ντόροθη με την ενέργειά σου. Ένα αδύναμο, θνητό παιδί. Ό,τι πρέπει για να σπάσει εύκολα. Ήμουν πάλι εκεί. Στο μαιευτήριο. Κλείδωσα την ενέργεια μέσα στο μωρό για να μην μπορεί να φύγει όταν η capsula θα είναι έτοιμη να σπάσει... Μη σκεφτείς ότι εγώ την σκότωσα, σε παρακαλώ. Ήταν άρρωστη από έμβρυο. Εξαιτίας της ενέργειάς σου κατάφερε να ζήσει έστω για αυτά τα επτά περίπου χρόνια.

Στα δεκαοχτώ μου, έσπασε το δεύτερο δοχείο σου, ένας παππούς στην Κίνα. Έζησε μέχρι τα εκατόν τριάντα εννέα χρόνια, φωτισμένος και δυνατός, καθώς είχε σχεδόν τα τρία τέταρτα των δυνάμεων ενός αγγέλου. Όταν το δοχείο έσπασε, ανάγκασα την ενέργεια να μπει μέσα μου. Από τότε ξεκίνησα να πεθαίνω... Το σώμα μου με τιμωρούσε κάθε μέρα που το πίεζα τόσο πολύ. Χρησιμοποιούσα μαγεία, για να φέρω σε καταστολή τις δυνάμεις μέσα μου. Για αυτό είναι έτσι το σώμα μου, παρά το νεαρό της ηλικίας μου. Σκοπός της ζωής μου έγινε να ξυπνήσω τον άγγελο που φυλάκισαν στη Γη και να ελευθερώσω, την κατάλληλη στιγμή, την αρχάγγελο Spero. Δεν ήξερα να κάνω τίποτα άλλο. Δεν έμαθα να έχω αδυναμίες ή να αγαπάω. Δημιουργήθηκα για να βοηθήσω στη σωτηρία ή την καταστροφή του κόσμου. Μέσα από τα οράματά σου είδα τι συνέβη στη Spero και τότε ήμουν σίγουρη ότι ήρθα για να κάνω το σωστό, πως όλα αυτά γίνονταν για καλό. Όταν η Ντόροθη ξεκίνησε να πεθαίνει, η ενέργεια δεν μπορούσε να πάει πουθενά αλλού, πάρα μόνο πίσω στον ιδιοκτήτη της, καθώς την είχα δεσμεύσει χρόνια πριν... Τότε έγινες αντιληπτός από τους δαίμονες, γιατί έπαιρνες σιγά σιγά τη δύναμή σου πίσω και ξεκίνησαν να σε καταδιώκουν για να σε σκοτώσουν. Είσαι η μεγαλύτερή τους απειλή.

Το ξέρω είναι πολλά, αλλά σε παρακαλώ πολύ, μη φανείς αδύναμος τώρα. Μετά από τόσους αιώνες, ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις. Σου είχα πει ότι εμείς γράφουμε τη μοίρα μας. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Η μοίρα έρχεται και είναι στο χέρι μας εάν θα τη δεχτούμε ή θα διαλέξουμε κάτι άλλο. Εγώ επέλεξα να το κάνω. Το χρωστάω στη Mater. Εκείνη με λύτρωσε και δε θα αφήσω όλοι οι κόποι και οι θυσίες της να πάνε χαμένοι.

Πήραμε την αστραπή. Τώρα πρέπει να ελευθερώσω την αρχάγγελο. Και μετά... Μετά θα πρέπει να σου δώσω πίσω τη δύναμή σου. Θα τη χρειαστείς για αυτό που έπεται. Ήρθε η ώρα. Θα είσαι πάλι μαζί με την αγαπημένη σου και θα φέρετε την ισορροπία στον κόσμο. Ξέρω τι σκέφτεσαι. Ότι η Spero είναι δαίμονας. Δεν μπορεί να κάνει κάτι. Εάν της δώσω πίσω το φως που έχασε, θα μπορέσει να γίνει πάλι όπως πριν. Για αυτό χρειαζόμαστε την αστραπή.

Συγγνώμη που στα λέω όλα αυτά, αλλά ήρθε το τέλος. Δεν πρέπει να αργήσουμε. Σε μερικές ώρες ξημερώνει και οι Αρχάγγελοι θα μας επισκεφτούν. Θα σε αναγνωρίσουν και θα σε σκοτώσουν. Ό,τι είναι να κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε τώρα…

Κράτα μου το χέρι. Δεν μπορώ να σε μεταφέρω, αλλά μπορώ έστω να σου δείξω... Μπορώ να σου δείξω πώς θα απελευθερωθεί η μεγάλη αρχηγός και δασκάλα του Απολλώνιου τάγματος!

Παρασκευή Γκύζη