Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 7)

Κίρα

Θα τον καταστρέψεις.

Τα λόγια της Ντεσμέρα τριγύριζαν στο μυαλό της. Καθόταν στο κρεβάτι, με την πλάτη της να στηρίζεται στα μαξιλάρια, προσπαθώντας να αποφασίσει τι θα έκανε μετά. Δεν μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι της. Οι Ντρόγκομιρ ήταν αποφασισμένοι να ολοκληρώσουν τη Θυσία. Κατά πάσα πιθανότητα εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή την έψαχναν. Πού θα μπορούσε να πάει;

Ελάχιστες φορές είχε βγει έξω από το κάστρο -δεν της το επέτρεπαν, για την προστασία της- και ακόμα και τότε δεν είχε απομακρυνθεί πολύ. Τράβηξε τα γόνατά της κοντά στο στήθος της και τύλιξε τα χέρια της γύρω τους. Τι θα έκανε;

Ο Ντέβαν εμφανίστηκε στην πόρτα, μη τολμώντας να μπει μέσα στο δωμάτιο. Σήκωσε οργισμένη το βλέμμα της για να τον κοιτάξει.

«Φύγε» του είπε απότομα. Το τελευταίο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να δει έναν Ντρόγκομιρ. Εκείνοι έφταιγαν για όλα, για όλο τον πόνο και τη μοναξιά της.

«Ήθελα να δω αν είσαι καλά».

«Αν είμαι καλά;» Γέλασε πικρά. «Όχι, δεν είμαι καλά και δεν ξέρω αν θα ξαναείμαι ποτέ καλά. Η οικογένειά σου το φρόντισε».

Έκανε ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο. «Κίρα, αν ήξερα τι σκόπευε να κάνει ο πατέρας μου...»

«Τι θα έκανες;» τον διέκοψε. «Θα είχες τρέξει να τους βοηθήσεις;»

Ο Ντέβαν σταμάτησε απότομα λες και τον είχε χαστουκίσει.

«Αυτό που λες είναι άδικο».

«Άδικο;» σχεδόν ούρλιαξε με αγανάκτηση. «Θα σου πω εγώ τι είναι άδικο. Άδικο είναι να μεγαλώνεις ορφανή, επειδή οι Ντρόγκομιρ δολοφόνησαν ολόκληρη την οικογένειά σου. Άδικο είναι να μην έχεις γνωρίσει το χάδι της μητέρας σου ή την αγκαλιά του πατέρα σου. Να ζεις κλεισμένη σε ένα κάστρο επειδή είσαι η επόμενη Θυσία. Ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο είχες επαφή, εκτός από τους υπηρέτες, να έχει σταλεί με σκοπό να σε σκοτώσει κι εσύ...» Τα λόγια σχημάτισαν έναν κόμπο στον λαιμό της. Κι εσύ σαν ανόητη να τον ερωτευτείς. Πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Μη μου μιλάς για αδικίες, Ντέβαν, γιατί κανείς δεν έχει αδικηθεί όσο εγώ».

«Μιλάς λες και εγώ είχα ποτέ επιλογή» της είπε. Θυμός τρύπωσε μέσα στη φωνή του. Θυμός και μια δόση αγανάκτησης.

«Σου είπα να φύγεις».

«Όχι, δε φεύγω» Πήγε προς το μέρος της. «Ποτέ δε ζήτησα τίποτα από όλα αυτά. Μια μέρα ο πατέρας μου ήρθε και μου είπε: «Έχεις ένα χρέος απέναντι σε αυτή την οικογένεια, πρέπει να σκοτώσεις εκείνη την κοπέλα». Και θα το έκανα, παρόλο που ήξερα πως ήταν λάθος, θα το έκανα, επειδή τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από την οικογένεια».

Τα μάτια της έκαιγαν ακούγοντάς τον να λέει αυτά τα λόγια. Γιατί δεν μπορούσε απλά να φύγει και να την αφήσει ήσυχη;

Πήγε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι.

«Εκείνη την πρώτη νύχτα, είχα έρθει για να κάνω αυτό που διέταξε ο πατέρας μου. Δεν ήξερα τι θα συναντούσα, ο πατέρας μου και ο θείος μου πάντα αναφέρονταν στους Σέλτιγκαρ ως «η Θυσία», σαν να μην ήταν άνθρωποι. Αυτό το έκανε λίγο πιο εύκολο να έρθω». Τα χρυσά του μάτια καρφώθηκαν πάνω στα γκρίζα δικά της. «Όμως τελικά βρήκα μια κοπέλα, που αντί να τρομοκρατηθεί από το θέαμα ενός δράκου στο μπαλκόνι της, είχε απαιτήσει θυμωμένα να μάθει τι έκανε ένα άγνωστο αγόρι στο δωμάτιό της. Φαντάζεσαι πόσο περίεργο ήταν αυτό για εμένα; Όλη η Ναβίντια έτρεμε τους Ντρόγκομιρ, μας θεωρούσε τέρατα, αλλά όχι εσύ». Έκανε μια μικρή παύση, αποστρέφοντας το βλέμμα του. «Ήρθα ξανά και ξανά προσπαθώντας να τελειώσω την αποστολή που μου είχαν αναθέσει, αλλά κάθε φορά έφευγα» Σήκωσε τους ώμους του. «Απλά δεν μπορούσα. Και μετά ξαναρχόμουν, επειδή συνειδητοποίησα πως προτιμούσα να περνάω χρόνο μαζί σου, με όλες τις προσβολές που μου ετοίμαζες κάθε φορά, παρά να είμαι με την οικογένειά μου. Επειδή όταν ήμουν μαζί σου σταματούσα έστω για λίγο να βρίσκομαι κάτω από διαρκή πίεση, επειδή εσύ δεν περίμενες τίποτα από εμένα».

«Ώστε αυτό ήμουν για εσένα; Ένα καταφύγιο από τον πατέρα σου;» Χωρίς να είναι σίγουρη γιατί, αυτό την πονούσε. Δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της, απλά προσπαθούσε να ξεφύγει.

«Κατά κάποιο τρόπο, ναι» Κάτι πρέπει να είδε στην έκφρασή της, γιατί το πρόσωπό του μαλάκωσε. «Δεν ήταν μόνο αυτό. Είσαι έξυπνη, ετοιμόλογη και γενναία. Έχεις το θάρρος της γνώμης σου και αυτό είναι κάτι που θαυμάζω σε εσένα. Ποτέ δε φοβήθηκες να πεις αυτό που σκέφτεσαι. Αν μπορούσα να το κάνω κι εγώ αυτό, ίσως να μην είχαμε φτάσει σε αυτό το σημείο».

«Τι σημασία έχουν όλα αυτά, Ντέβαν; Δεν μπορούμε να αλλάξουμε αυτό που έγινε».

«Όχι, δεν μπορούμε». Άγγιξε απαλά το μάγουλό της και η ανάσα της Κίρα κόπηκε». Μπορούμε όμως να αλλάξουμε αυτά που θα συμβούν».

Έκλεισε τα μάτια της. Θα τον καταστρέψεις, άκουσε τη φωνή της Ντεσμέρα.

«Δεν μπορείς να πας ενάντια στην οικογένειά σου». Η φωνή της βγήκε σπασμένη. Είχε κλάψει τόσες φορές τις τελευταίες μέρες, αρνούνταν να χύσει έστω ένα ακόμα δάκρυ για αυτό το αγόρι.

«Ούτε μπορώ να χάσω εσένα. Θα παλέψω για εμάς, Κίρα, αλλά θέλω να ξέρω αν θα κάνεις κι εσύ το ίδιο».

Άνοιξε απότομα τα μάτια της.

«Όχι!» Τον έσπρωξε μακριά. «Φύγε! Σε παρακαλώ, φύγε!»

«Γιατί;» απαίτησε να μάθει. «Μη μου πεις πως δε νιώθεις τίποτα για εμένα, επειδή θα είναι ψέμα».

Έκλεισε τα αυτιά της σαν να προσπαθούσε να σταματήσει τα λόγια του. Ο Ντέβαν έπιασε τα χέρια της και τα κατέβασε. Απέστρεψε το βλέμμα της και κάρφωσε τα μάτια της στα σεντόνια λες και αυτό θα τον έκανε να εξαφανιστεί.

«Σ' αγαπώ και ξέρω πως κι εσύ νιώθεις το ίδιο».

Η Ντεσμέρα είχε κάνει λάθος, δε θα κατέστρεφε εκείνη τον Ντέβαν. Εκείνος ήταν που την είχε καταστρέψει ανεπανόρθωτα, λέγοντας μονάχα δυο λέξεις. Γύρισε και τον κοίταξε, με τα μάτια της θολά. «Δε θα σε αφήσω να μου δώσεις ελπίδες, μόνο και μόνο για να τις τσακίσεις αργότερα. Σε παρακαλώ, βγες έξω!»

«Όχι» είπε σταθερά. «Για πρώτη φορά στη ζωή μου, θα κάνω αυτό που θέλω εγώ».

Πριν προλάβει να ρωτήσει τι ήταν αυτό, τα χείλη του βρέθηκαν πάνω στα δικά της. Το φιλί ήταν απαλό, αλλά υπήρχε απόγνωση μέσα του. Τα χέρια του μπλέχτηκαν μέσα στα μαλλιά της τραβώντας την πιο κοντά, λες και τη χρειαζόταν για να αναπνεύσει. Η Κίρα ένιωσε τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της. Της είχε πει όλα όσα ήθελε να ακούσει, αλλά δεν ήταν τόσο ανόητη, ώστε να πιστέψει πως η ιστορία τους θα είχε ευτυχισμένο τέλος. Στα παραμύθια ο δράκος πεθαίνει και η πριγκίπισσα ζει χαρούμενη με τον πρίγκιπα. Στη δική της ζωή ο πρίγκιπας και ο δράκος ήταν το ίδιο πρόσωπο. Τα παραμύθια δεν ήταν αληθινά. Δεν υπήρχε ευτυχισμένο τέλος για αυτούς τους δυο.

Χτυπήματα ακούστηκαν στη πόρτα, γρήγορα και άγρια, που αντήχησαν σε ολόκληρο το σπίτι. Η Κίρα απομακρύνθηκε βιαστικά από τον Ντέβαν και σκούπισε τα μάτια της, αν και εκείνος είχε ήδη δει τα γυαλιστερά δάκρυα Μπορούσε να ακούσει το τρίξιμο της πόρτας, καθώς η Ντεσμέρα άνοιξε. Μπορούσε να ακούσει το σαστισμένο επιφώνημα της μάγισσας. Και μπορούσε να ακούσει μια γυναικεία φωνή να φωνάζει:

«Πού είναι ο αδελφός μου;»

 Φαίη