Η Έμιλι πήρε ευγνώμων τα ρούχα που είχε φέρει η Ντέμυ το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι του Μάικλ και έβγαλε το φόρεμα. Έφαγε πρωινό και ακολούθησε τον Μάικλ.
«Είναι και η Ντέμυ Χαρισματική;» ρώτησε η Έμιλι καθώς περπατούσαν στους δρόμους της πόλης.
«Ναι» απάντησε ο Μάικλ κοιτώντας αγχωμένος δεξιά και αριστερά για να σιγουρευτεί πως δεν τους παρακολουθούσε κάποιος.
«Τι κοιτάς;» τον ρώτησε.
«Σιγουρεύομαι πως δε μας παρακολουθούν οι Σκοτεινοί και ότι δε σκοπεύουν να μας επιτεθούν».
«Μάικ, είναι πρωί. Ποιος επιτίθεται πρωινιάτικα; Και ειδικά όταν υπάρχουν και μάρτυρες;»
«Κάποιος που μπορεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να ξεκολλήσει τον στύλο και να σου τον χώσει στο στήθος» απάντησε ξερά ο Μάικλ.
«Ωραία απάντηση, Μάικ. Φαντάζομαι πως έχουν προσπαθήσει πολλοί να σου χώσουν έναν στύλο στο στήθος».
«Όχι, αλλά έχουν γεμίσει τα πνευμόνια μου με χώμα, με έχουν κρεμάσει ανάποδα από ένα δέντρο και προσπάθησαν να μου τηγανίσουν τον εγκέφαλο… Η αγαπητή σου ξαδερφούλα και οι ακόλουθοί της έχουν προσπαθήσει άπειρες φορές να με σκοτώσουν ή τουλάχιστον να με απειλήσουν».
«Και γιατί δεν το έκαναν;»
«Θα ήταν μεγάλη χαζομάρα να σκοτώσει κανείς τον γιο του αρχηγού των Φωτεινών. Δεν είναι καιρός για πόλεμο. Θα την πληρώσει αθώος κόσμος και όλοι μας το ξέρουμε πολύ καλά. Φωτεινοί και Σκοτεινοί».
Η Έμιλι δε μίλησε άλλο. Ο Μάικλ είχε δίκιο. Δεν υπάρχει λόγος να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα σε Φωτεινούς και Σκοτεινούς. Θα ήταν φρικτό.
«Φτάσαμε» της είπε ο Μάικλ.
Η Έμιλι θυμήθηκε αμέσως το μέρος. Ήταν η αποθήκη της γιαγιάς της. Η γιαγιά της είχε μαγαζί με ρούχα, αλλά μετά τον θάνατο του παππού της το πούλησε. Ή έτσι νόμιζε.
«Αυτή είναι η αποθήκη…»
«Της γιαγιάς σου; Ναι».
«Την αγοράσατε εσείς;»
«Όχι… Η γιαγιά σου τη μεταβίβασε στον πατέρα μου ως αρχηγείο των Φωτεινών».
«Η γιαγιά μου ήταν Χαρισματική, εσύ είσαι Χαρισματικός, το ίδιο και η κολλητή μου. Υπάρχει κάτι άλλο που δεν ξέρω; Κάτι που μπορείς να μου το πεις τώρα; Αυτή τη στιγμή που δέχομαι τα απανωτά σοκ των αποκαλύψεων;»
Ο Μάικλ γύρισε και κοίταξε την Έμιλι για λίγα δευτερόλεπτα. Μπορείς να της το πεις τώρα είπε από μέσα του.
«Όχι. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να σου πω» είπε τελικά. Δεν κατάφερε να το ξεστομίσει. Ανάθεμα. Ο Μάικλ άνοιξε την πόρτα και της έκανε χώρο να περάσει. Η Έμιλι κοίταξε με απορία γύρω της. Η αποθήκη ήταν άδεια, γεμάτη σκόνη και σκουπίδια.
«Αυτό υποτίθεται πως είναι το αρχηγείο των Φωτεινών;» ρώτησε μπερδεμένη.
Ο Μάικλ χαμογέλασε. «Όχι. Αυτό σίγουρα δεν είναι το αρχηγείο των Φωτεινών. Όμως…» είπε κάνοντας μια μεγάλη παύση.
«Όμως τι;»
«Κάτω από την αποθήκη ίσως να υπάρχει ένα αρχηγείο» απάντησε ο Μάικλ.
Η Έμιλι κοίταξε τον Μάικλ δύσπιστα. «Μου λες ότι κάτω από την αποθήκη της γιαγιάς μου είναι το αρχηγείο των Φωτεινών;» τον ρώτησε.
«Ναι. Αυτό σου λέω» της απάντησε ο Μάικλ και άρχισε να προχωρά.
Η Έμιλι κοίταξε τριγύρω σαστισμένη. «Έχω έρθει τόσες φορές εδώ…»
«Κρυφά με τις κολλητές σου; Το ξέρω» απάντησε ο Μάικλ που είχε προχωρήσει αρκετά.
«Πώς το ξέρεις;» Η Έμιλι άρχισε να περπατάει γρήγορα για να βρεθεί δίπλα του.
«Για να μπούμε στο αρχηγείο έχουμε δυο εισόδους. Μια που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, δηλαδή αυτή και μια δεύτερη που βρίσκεται στην άκρη του δάσους που χωρίζει την πόλη στη μέση. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούν την είσοδο στο δάσος, αλλά όταν έχουμε δουλειές στην πόλη και μας καλούν στο αρχηγείο χρησιμοποιούμε αυτή την είσοδο. Φαντάσου λοιπόν πόσες φορές μας ανάγκασες εσύ και οι φίλες σου να διανύσουμε σχεδόν δυο χιλιόμετρα για να πάμε από την άλλη».
«Μέχρι πριν δυο λεπτά νόμιζα πως η αποθήκη ήταν της οικογένειάς μου. Οπότε…»
«Οπότε ήταν φυσικό να έρχεσαι, όποτε σου κάπνιζε, παρέα με τις φίλες σου και να τα πίνετε θάβοντας όλη την τάξη» τη διέκοψε ο Μάικλ.
Η Έμιλι κοίταξε σοκαρισμένη τον Μάικλ. Αρκετές φορές τον είχε βρίσει μαζί με την Πένι. Μήπως μια από εκείνες τις φορές ήταν εκεί;
«Βλέπω ο παλιός, καλός, αγενής Μάικλ και η ρηχή συμπεριφορά του επέστρεψαν. Και είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι πόσο θα άντεχες να το παίζεις ο καλλός-μετανιωμένος-πεσμένος-στα-γόνατα-που-ζητά-συγχώρεση Μάικλ. Το ήξερα πως όλο αυτό ήταν ένα καλοστημένο θέατρο για να έρθω με τους Φωτεινούς. Αν με θέλετε τόσο πολύ, τουλάχιστον θα έπρεπε να είστε ειλικρινείς μαζί μου. Ειδικά εσύ, Μάικλ, θα έπρεπε να ξέρεις πως δε μου αρέσει να με δουλεύουν» είπε εκνευρισμένη η Έμιλι και γύρισε να φύγει. Δεν είχε κάνει παραπάνω από δέκα βήματα όταν ο Μάικλ μίλησε.
«Νομίζεις ότι όλο αυτό είναι θέατρο; Δε θα δεχόμουν ποτέ να παίξω κανενός είδους θέατρο για να σε πάρω με το μέρος μας. Το ποια μεριά διαλέξεις είναι δικό σου θέμα. Αυτή τη στιγμή θα ακούσεις από το πατέρα μου τα επιχειρήματά του για να έρθεις με τους Φωτεινούς και τίποτα άλλο».
Η Έμιλι έμεινε για λίγο παγωμένη.
«Σας είχα ακούσει μια φορά ξέρεις… Εσένα και τα κορίτσια… Αλήθεια τα εννοούσες όλα όσα έλεγες για εμένα;»
Η Έμιλι γύρισε και κοίταξε τον Μάικλ. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό στο βλέμμα του. Πόνος; Όχι, σκέφτηκε η Έμιλι. Δε γίνεται να τον πονούν αυτά που είχα πει για εκείνον. Όχι μετά απ’ όσα έχει πει εκείνος για εμένα. «Ίσως. Ήμουν εκνευρισμένη μαζί σου για αρκετό καιρό για τον τρόπο που απομακρύνθηκες. Με αδικείς για αυτό;»
Ο Μάικλ κατέβασε το κεφάλι του απογοητευμένος.
«Όχι… Ξέρω πως έκανα λάθη. Δεν ξέρω αν θα με συγχωρέσεις ποτέ, αλλά θα το προσπαθήσω. Σύντομα θα καταλάβεις γιατί έπρεπε να σε απομακρύνω. Ή ίσως και να μην καταλάβεις. Όμως έχεις δίκιο να είσαι καχύποπτη».
Η Έμιλι έμεινε σιωπηλή. Ήταν ειλικρινής. Για πρώτη φορά ήταν ειλικρινής απέναντί της. «Τέλος πάντων» είπε και προχώρησε. Η συζήτηση της ήταν πολύ βαριά.
Ακολούθησε τον Μάικλ μέχρι που βρέθηκαν μπροστά από μια πόρτα. Ο Μάικλ έβγαλε ένα κλειδί μέσα από την τσέπη του και ξεκλείδωσε. Αντί για δωμάτιο, πράγμα αναμενόμενο, αντίκρυσε ένα ασανσέρ, μεγάλο και κάπως παράταιρο μέσα σε μια αποθήκη γεμάτη σκόνη και σκουπίδια. Ο Μάικλ έκανε νόημα στην Έμιλι να περάσει. Δυο κουμπιά υπήρχαν όλα και όλα. Ο Μάικλ την ακολούθησε και η πόρτα κλείδωσε αυτόματα πίσω του. Όταν η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε επιτέλους ξανά, βρέθηκαν σε ένα τεράστιο χώρο που έμοιαζε με ρεσεψιόν ξενοδοχείου. Σε ένα μεγάλο γραφείο καθόταν μια γυναίκα γύρω στα τριάντα.
«Μάικλ» είπε ενθουσιασμένη. «Καλώς ήρθατε».
«Καλημέρα, Αλίσια. Ο πατέρας μου;» ρώτησε ανυπόμονα ο Μάικλ.
«Είναι στο γραφείο του» του απάντησε η Αλίσια. «Σας περιμένει».
«Ωραία» είπε σκεπτικός ο Μάικλ.
Η Έμιλι παρατήρησε το αρχηγείο των Φωτεινών για πρώτη φορά.
«Είσαι καλά;» ρώτησε ο Μάικλ σκεπτικός.
«Χμ;» Η Έμιλι είχε χαθεί στις σκέψεις της. Τόσο καιρό υπήρχε ένας κόσμος που εκείνη δεν ήξερε. Μόλις χθες έμαθε όλη την αλήθεια. Αλλά ανήκε εκεί.
«Σε ρώτησα αν είσαι καλά. Δεν έχεις πει κουβέντα από τη στιγμή που μπήκαμε στο ασανσέρ».
«Είναι που… Είμαι λιγάκι…»
«Ξέρω. Σοκαρισμένη. Μην ανησυχείς, κάπως έτσι είναι όλοι την πρώτη μέρα».
«Κι εσύ;»
«Επειδή είμαι ο γιος του αρχηγού των Φωτεινών, δε σημαίνει πως το ξέρω από πάντα. Έπρεπε να βεβαιωθούν ότι είμαι Χαρισματικός πριν πουν οτιδήποτε». Είχε δει τον πατέρα του Μάικλ άπειρες φορές. Οι γονείς τους είχαν φιλικές σχέσεις. Ο Κρίστοφερ Ντάνιελς ήταν ένας ψηλός άντρας με σκούρα μαύρα μαλλιά που στις άκρες είχαν αρχίζει να γκριζάρουν και μελί διαπεραστικά μάτια. Όσες φορές και αν τον είχε συναντήσει ποτέ η Έμιλι, το πρόσωπό του ήταν πάντα αυστηρό. Κενό θα μπορούσε να πει κανείς. Δεν ήταν και τόσο παράξενο για εκείνη που τον φοβόταν.
«Ναι. Ό,τι πιο άβολο για εμένα, πίστεψέ με».
«Γιατί να είναι άβολο για εσένα; Είσαι ο γιος του αρχηγού των Φωτεινών. Εγώ θα σε αποκαλούσε προνομιούχο».
«Για τους Σκοτεινούς είμαι το δεύτερο πιο μισητό άτομο μαζί με τη μητέρα μου, ενώ για τον πατέρα μου είμαι ο γιος που πρέπει να τα κάνει όλα σωστά. Εκτελώ με τον ίδιο τρόπο όπως και όλοι οι υπόλοιποι τις αποστολές τους και απαγορεύεται να τον αποκαλώ μπαμπά ή πατέρα ή το οτιδήποτε μπροστά στους υψηλόβαθμους Φωτεινούς».
«Γιατί; Θα τον κάνεις ρεζίλι;»
«Όχι. Όπως λέει εκείνος, θα τον κάνω να δείξει αδύναμος. Η ωμότητα με την οποία μου φέρεται ο πατέρας μου είναι για εκείνον η διασφάλιση της ακεραιότητάς μου. Δεν πρέπει να δείχνει σε κανέναν άλλον εκτός από εμένα και τη μητέρα μου ότι έχει ανθρώπους γύρω του που τον αγαπούν και τους αγαπάει. Αυτό που προφανώς δεν καταλαβαίνει είναι πως με απομακρύνει από εκείνον όσο πιο πολύ μπορεί».
«Του έχεις μιλήσει ποτέ για αυτό;»
«Προφανώς δεν ξέρεις το πατέρα μου, Έμς. Και είμαι σίγουρος πως η σχέση που έχεις με τους γονείς σου είναι ακριβώς το αντίθετο από τη σχέση που έχω εγώ με τους δικούς μου. Μακάρι να είχα αυτό που έχεις εσύ με την οικογένειά σου». Ξαφνικά ο Μάικλ σταμάτησε μπροστά από μια μεγάλη σκουρόχρωμη ξύλινη πόρτα. «Φτάσαμε» είπε λιγάκι απογοητευμένος. Έφερε το χέρι του στην πόρτα και χτύπησε απαλά. Μια φωνή ακούστηκε από μέσα. Τους έλεγε να περάσουν.
«Δεν ξέρω αν θα είμαι κι εγώ μέσα όσο θα σου μιλάει ο πατέρας μου, αλλά αν δεν είμαι, ειλικρινά σου εύχομαι καλή τύχη» είπε ο Μάικλ βάζοντας το χέρι του στο πόμολο.
«Απ’ ότι κατάλαβα τον αγαπάς πολύ τον πατέρα σου».
«Τα αισθήματα είναι αμοιβαία» απάντησε ανοίγοντας την πόρτα και αφήνοντάς τη να περάσει το κατώφλι που θα την οδηγούσε στον Αρχηγό των Φωτεινών.
«Είναι και η Ντέμυ Χαρισματική;» ρώτησε η Έμιλι καθώς περπατούσαν στους δρόμους της πόλης.
«Ναι» απάντησε ο Μάικλ κοιτώντας αγχωμένος δεξιά και αριστερά για να σιγουρευτεί πως δεν τους παρακολουθούσε κάποιος.
«Τι κοιτάς;» τον ρώτησε.
«Σιγουρεύομαι πως δε μας παρακολουθούν οι Σκοτεινοί και ότι δε σκοπεύουν να μας επιτεθούν».
«Μάικ, είναι πρωί. Ποιος επιτίθεται πρωινιάτικα; Και ειδικά όταν υπάρχουν και μάρτυρες;»
«Κάποιος που μπορεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να ξεκολλήσει τον στύλο και να σου τον χώσει στο στήθος» απάντησε ξερά ο Μάικλ.
«Ωραία απάντηση, Μάικ. Φαντάζομαι πως έχουν προσπαθήσει πολλοί να σου χώσουν έναν στύλο στο στήθος».
«Όχι, αλλά έχουν γεμίσει τα πνευμόνια μου με χώμα, με έχουν κρεμάσει ανάποδα από ένα δέντρο και προσπάθησαν να μου τηγανίσουν τον εγκέφαλο… Η αγαπητή σου ξαδερφούλα και οι ακόλουθοί της έχουν προσπαθήσει άπειρες φορές να με σκοτώσουν ή τουλάχιστον να με απειλήσουν».
«Και γιατί δεν το έκαναν;»
«Θα ήταν μεγάλη χαζομάρα να σκοτώσει κανείς τον γιο του αρχηγού των Φωτεινών. Δεν είναι καιρός για πόλεμο. Θα την πληρώσει αθώος κόσμος και όλοι μας το ξέρουμε πολύ καλά. Φωτεινοί και Σκοτεινοί».
Η Έμιλι δε μίλησε άλλο. Ο Μάικλ είχε δίκιο. Δεν υπάρχει λόγος να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα σε Φωτεινούς και Σκοτεινούς. Θα ήταν φρικτό.
«Φτάσαμε» της είπε ο Μάικλ.
Η Έμιλι θυμήθηκε αμέσως το μέρος. Ήταν η αποθήκη της γιαγιάς της. Η γιαγιά της είχε μαγαζί με ρούχα, αλλά μετά τον θάνατο του παππού της το πούλησε. Ή έτσι νόμιζε.
«Αυτή είναι η αποθήκη…»
«Της γιαγιάς σου; Ναι».
«Την αγοράσατε εσείς;»
«Όχι… Η γιαγιά σου τη μεταβίβασε στον πατέρα μου ως αρχηγείο των Φωτεινών».
«Η γιαγιά μου ήταν Χαρισματική, εσύ είσαι Χαρισματικός, το ίδιο και η κολλητή μου. Υπάρχει κάτι άλλο που δεν ξέρω; Κάτι που μπορείς να μου το πεις τώρα; Αυτή τη στιγμή που δέχομαι τα απανωτά σοκ των αποκαλύψεων;»
Ο Μάικλ γύρισε και κοίταξε την Έμιλι για λίγα δευτερόλεπτα. Μπορείς να της το πεις τώρα είπε από μέσα του.
«Όχι. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να σου πω» είπε τελικά. Δεν κατάφερε να το ξεστομίσει. Ανάθεμα. Ο Μάικλ άνοιξε την πόρτα και της έκανε χώρο να περάσει. Η Έμιλι κοίταξε με απορία γύρω της. Η αποθήκη ήταν άδεια, γεμάτη σκόνη και σκουπίδια.
«Αυτό υποτίθεται πως είναι το αρχηγείο των Φωτεινών;» ρώτησε μπερδεμένη.
Ο Μάικλ χαμογέλασε. «Όχι. Αυτό σίγουρα δεν είναι το αρχηγείο των Φωτεινών. Όμως…» είπε κάνοντας μια μεγάλη παύση.
«Όμως τι;»
«Κάτω από την αποθήκη ίσως να υπάρχει ένα αρχηγείο» απάντησε ο Μάικλ.
Η Έμιλι κοίταξε τον Μάικλ δύσπιστα. «Μου λες ότι κάτω από την αποθήκη της γιαγιάς μου είναι το αρχηγείο των Φωτεινών;» τον ρώτησε.
«Ναι. Αυτό σου λέω» της απάντησε ο Μάικλ και άρχισε να προχωρά.
Η Έμιλι κοίταξε τριγύρω σαστισμένη. «Έχω έρθει τόσες φορές εδώ…»
«Κρυφά με τις κολλητές σου; Το ξέρω» απάντησε ο Μάικλ που είχε προχωρήσει αρκετά.
«Πώς το ξέρεις;» Η Έμιλι άρχισε να περπατάει γρήγορα για να βρεθεί δίπλα του.
«Για να μπούμε στο αρχηγείο έχουμε δυο εισόδους. Μια που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, δηλαδή αυτή και μια δεύτερη που βρίσκεται στην άκρη του δάσους που χωρίζει την πόλη στη μέση. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούν την είσοδο στο δάσος, αλλά όταν έχουμε δουλειές στην πόλη και μας καλούν στο αρχηγείο χρησιμοποιούμε αυτή την είσοδο. Φαντάσου λοιπόν πόσες φορές μας ανάγκασες εσύ και οι φίλες σου να διανύσουμε σχεδόν δυο χιλιόμετρα για να πάμε από την άλλη».
«Μέχρι πριν δυο λεπτά νόμιζα πως η αποθήκη ήταν της οικογένειάς μου. Οπότε…»
«Οπότε ήταν φυσικό να έρχεσαι, όποτε σου κάπνιζε, παρέα με τις φίλες σου και να τα πίνετε θάβοντας όλη την τάξη» τη διέκοψε ο Μάικλ.
Η Έμιλι κοίταξε σοκαρισμένη τον Μάικλ. Αρκετές φορές τον είχε βρίσει μαζί με την Πένι. Μήπως μια από εκείνες τις φορές ήταν εκεί;
«Βλέπω ο παλιός, καλός, αγενής Μάικλ και η ρηχή συμπεριφορά του επέστρεψαν. Και είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι πόσο θα άντεχες να το παίζεις ο καλλός-μετανιωμένος-πεσμένος-στα-γόνατα-που-ζητά-συγχώρεση Μάικλ. Το ήξερα πως όλο αυτό ήταν ένα καλοστημένο θέατρο για να έρθω με τους Φωτεινούς. Αν με θέλετε τόσο πολύ, τουλάχιστον θα έπρεπε να είστε ειλικρινείς μαζί μου. Ειδικά εσύ, Μάικλ, θα έπρεπε να ξέρεις πως δε μου αρέσει να με δουλεύουν» είπε εκνευρισμένη η Έμιλι και γύρισε να φύγει. Δεν είχε κάνει παραπάνω από δέκα βήματα όταν ο Μάικλ μίλησε.
«Νομίζεις ότι όλο αυτό είναι θέατρο; Δε θα δεχόμουν ποτέ να παίξω κανενός είδους θέατρο για να σε πάρω με το μέρος μας. Το ποια μεριά διαλέξεις είναι δικό σου θέμα. Αυτή τη στιγμή θα ακούσεις από το πατέρα μου τα επιχειρήματά του για να έρθεις με τους Φωτεινούς και τίποτα άλλο».
Η Έμιλι έμεινε για λίγο παγωμένη.
«Σας είχα ακούσει μια φορά ξέρεις… Εσένα και τα κορίτσια… Αλήθεια τα εννοούσες όλα όσα έλεγες για εμένα;»
Η Έμιλι γύρισε και κοίταξε τον Μάικλ. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό στο βλέμμα του. Πόνος; Όχι, σκέφτηκε η Έμιλι. Δε γίνεται να τον πονούν αυτά που είχα πει για εκείνον. Όχι μετά απ’ όσα έχει πει εκείνος για εμένα. «Ίσως. Ήμουν εκνευρισμένη μαζί σου για αρκετό καιρό για τον τρόπο που απομακρύνθηκες. Με αδικείς για αυτό;»
Ο Μάικλ κατέβασε το κεφάλι του απογοητευμένος.
«Όχι… Ξέρω πως έκανα λάθη. Δεν ξέρω αν θα με συγχωρέσεις ποτέ, αλλά θα το προσπαθήσω. Σύντομα θα καταλάβεις γιατί έπρεπε να σε απομακρύνω. Ή ίσως και να μην καταλάβεις. Όμως έχεις δίκιο να είσαι καχύποπτη».
Η Έμιλι έμεινε σιωπηλή. Ήταν ειλικρινής. Για πρώτη φορά ήταν ειλικρινής απέναντί της. «Τέλος πάντων» είπε και προχώρησε. Η συζήτηση της ήταν πολύ βαριά.
Ακολούθησε τον Μάικλ μέχρι που βρέθηκαν μπροστά από μια πόρτα. Ο Μάικλ έβγαλε ένα κλειδί μέσα από την τσέπη του και ξεκλείδωσε. Αντί για δωμάτιο, πράγμα αναμενόμενο, αντίκρυσε ένα ασανσέρ, μεγάλο και κάπως παράταιρο μέσα σε μια αποθήκη γεμάτη σκόνη και σκουπίδια. Ο Μάικλ έκανε νόημα στην Έμιλι να περάσει. Δυο κουμπιά υπήρχαν όλα και όλα. Ο Μάικλ την ακολούθησε και η πόρτα κλείδωσε αυτόματα πίσω του. Όταν η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε επιτέλους ξανά, βρέθηκαν σε ένα τεράστιο χώρο που έμοιαζε με ρεσεψιόν ξενοδοχείου. Σε ένα μεγάλο γραφείο καθόταν μια γυναίκα γύρω στα τριάντα.
«Μάικλ» είπε ενθουσιασμένη. «Καλώς ήρθατε».
«Καλημέρα, Αλίσια. Ο πατέρας μου;» ρώτησε ανυπόμονα ο Μάικλ.
«Είναι στο γραφείο του» του απάντησε η Αλίσια. «Σας περιμένει».
«Ωραία» είπε σκεπτικός ο Μάικλ.
Η Έμιλι παρατήρησε το αρχηγείο των Φωτεινών για πρώτη φορά.
«Είσαι καλά;» ρώτησε ο Μάικλ σκεπτικός.
«Χμ;» Η Έμιλι είχε χαθεί στις σκέψεις της. Τόσο καιρό υπήρχε ένας κόσμος που εκείνη δεν ήξερε. Μόλις χθες έμαθε όλη την αλήθεια. Αλλά ανήκε εκεί.
«Σε ρώτησα αν είσαι καλά. Δεν έχεις πει κουβέντα από τη στιγμή που μπήκαμε στο ασανσέρ».
«Είναι που… Είμαι λιγάκι…»
«Ξέρω. Σοκαρισμένη. Μην ανησυχείς, κάπως έτσι είναι όλοι την πρώτη μέρα».
«Κι εσύ;»
«Επειδή είμαι ο γιος του αρχηγού των Φωτεινών, δε σημαίνει πως το ξέρω από πάντα. Έπρεπε να βεβαιωθούν ότι είμαι Χαρισματικός πριν πουν οτιδήποτε». Είχε δει τον πατέρα του Μάικλ άπειρες φορές. Οι γονείς τους είχαν φιλικές σχέσεις. Ο Κρίστοφερ Ντάνιελς ήταν ένας ψηλός άντρας με σκούρα μαύρα μαλλιά που στις άκρες είχαν αρχίζει να γκριζάρουν και μελί διαπεραστικά μάτια. Όσες φορές και αν τον είχε συναντήσει ποτέ η Έμιλι, το πρόσωπό του ήταν πάντα αυστηρό. Κενό θα μπορούσε να πει κανείς. Δεν ήταν και τόσο παράξενο για εκείνη που τον φοβόταν.
«Ναι. Ό,τι πιο άβολο για εμένα, πίστεψέ με».
«Γιατί να είναι άβολο για εσένα; Είσαι ο γιος του αρχηγού των Φωτεινών. Εγώ θα σε αποκαλούσε προνομιούχο».
«Για τους Σκοτεινούς είμαι το δεύτερο πιο μισητό άτομο μαζί με τη μητέρα μου, ενώ για τον πατέρα μου είμαι ο γιος που πρέπει να τα κάνει όλα σωστά. Εκτελώ με τον ίδιο τρόπο όπως και όλοι οι υπόλοιποι τις αποστολές τους και απαγορεύεται να τον αποκαλώ μπαμπά ή πατέρα ή το οτιδήποτε μπροστά στους υψηλόβαθμους Φωτεινούς».
«Γιατί; Θα τον κάνεις ρεζίλι;»
«Όχι. Όπως λέει εκείνος, θα τον κάνω να δείξει αδύναμος. Η ωμότητα με την οποία μου φέρεται ο πατέρας μου είναι για εκείνον η διασφάλιση της ακεραιότητάς μου. Δεν πρέπει να δείχνει σε κανέναν άλλον εκτός από εμένα και τη μητέρα μου ότι έχει ανθρώπους γύρω του που τον αγαπούν και τους αγαπάει. Αυτό που προφανώς δεν καταλαβαίνει είναι πως με απομακρύνει από εκείνον όσο πιο πολύ μπορεί».
«Του έχεις μιλήσει ποτέ για αυτό;»
«Προφανώς δεν ξέρεις το πατέρα μου, Έμς. Και είμαι σίγουρος πως η σχέση που έχεις με τους γονείς σου είναι ακριβώς το αντίθετο από τη σχέση που έχω εγώ με τους δικούς μου. Μακάρι να είχα αυτό που έχεις εσύ με την οικογένειά σου». Ξαφνικά ο Μάικλ σταμάτησε μπροστά από μια μεγάλη σκουρόχρωμη ξύλινη πόρτα. «Φτάσαμε» είπε λιγάκι απογοητευμένος. Έφερε το χέρι του στην πόρτα και χτύπησε απαλά. Μια φωνή ακούστηκε από μέσα. Τους έλεγε να περάσουν.
«Δεν ξέρω αν θα είμαι κι εγώ μέσα όσο θα σου μιλάει ο πατέρας μου, αλλά αν δεν είμαι, ειλικρινά σου εύχομαι καλή τύχη» είπε ο Μάικλ βάζοντας το χέρι του στο πόμολο.
«Απ’ ότι κατάλαβα τον αγαπάς πολύ τον πατέρα σου».
«Τα αισθήματα είναι αμοιβαία» απάντησε ανοίγοντας την πόρτα και αφήνοντάς τη να περάσει το κατώφλι που θα την οδηγούσε στον Αρχηγό των Φωτεινών.
Rene Rafael