Storm (Κεφάλαιο 12)

Η Έμιλι ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και μιλούσε με τον Μάικλ. Ήταν μια το βράδυ, αλλά κανένας από τους δύο δεν μπορούσε να κοιμηθεί.


«Ευτυχώς που αύριο είναι Σάββατο» είπε η Έμιλι κοιτάζοντας το ρολόι της.

«Γιατί το λες αυτό;»

«Γιατί είναι πολύ αργά και δε θα μπορούσαμε να ξυπνήσουμε αύριο».

«Δίκιο έχεις. Θα ήταν ωραία να ερχόσουν από το σπίτι μου απόψε. Θα είχαμε όλο το σπίτι δικό μας, αφού οι δικοί μου λείπουν».

«Ναι, αλλά οι δικοί μου γονείς μόλις γύρισαν και δεν μπορώ να έρχομαι συνέχεια στο σπίτι σου».

«Γιατί όχι;»

«Γιατί θα νομίζουν ότι κάνουμε τίποτα».

«Σαν τι;»

«Μάικ!» τον επέπληξε γελώντας.

«Ναι, αλλά θα ήθελες να ήμασταν μαζί απόψε;»

Η Έμιλι αναστέναξε. Στο πρόσωπο της είχε ζωγραφιστεί ένα τεράστιο χαμόγελο.

«Φυσικά και θα ήθελα να ήμασταν μαζί απόψε».

«Ωραία. Τότε τι θα έλεγες να μου άνοιγες την πόρτα;»

«Τι εννοείς;» τον ρώτησε μπερδεμένη.

«Πήγαινε στο παράθυρο» της ψιθύρισε από το τηλέφωνο.

Σηκώθηκε ενθουσιασμένη και πήγε προς το παράθυρο. Είδε τον Μάικλ να στέκεται στην πίσω αυλή και να την κοιτάζει.

«Έρχομαι» του είπε και η γραμμή νέκρωσε.

Βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιό της και σιγουρεύτηκε πως η πόρτα της κρεβατοκάμαρας των γονιών της ήταν κλειστή. Κατέβηκε σίγα σιγά τη σκάλα και πήγε στην πόρτα της πίσω αυλής. Ξεκλείδωσε σιγανά και άνοιξε την πόρτα. Έκανε νόημα στον Μάικλ να μη μιλήσει και του έκανε χώρο για να περάσει. Μόλις μπήκε μέσα κλείδωσε πάλι την πόρτα αθόρυβα και αφουγκράστηκε για λίγα δευτερόλεπτα. Αφού βεβαιώθηκε πως οι γονείς της δεν είχαν ξυπνήσει γύρισε προς τον Μάικλ.

«Γεια» του ψιθύρισε χαμογελώντας του γλυκά.

«Γεια, μωρό μου» της είπε και την τύλιξε στην αγκαλιά του. Φιλήθηκαν για αρκετή ώρα.

«Πάμε πάνω» του είπε.

Ανέβηκαν αργά τις σκάλες και μπήκαν στο δωμάτιό της. Κλείνοντας την πόρτα η Έμιλι κλείδωσε για να σιγουρευτεί πως δε θα τους έπιαναν στα πράσα.

Ο Μάικλ έβγαλε το μπουφάν του και το άφησε πάνω σε μια πολυθρόνα.

«Μου έλειψες» της είπε ψιθυριστά και την τύλιξε ξανά στην αγκαλιά του. Η Έμιλι γέλασε.

«Βρεθήκαμε στον αγώνα απόψε αν δεν κάνω λάθος».

«Δεν αντέχω…» είπε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί. «Ούτε δευτερόλεπτο».

«Σαν γυναικούλα κάνεις. Το ξέρεις;»

«Αλήθεια;» είπε και τη σήκωσε κολλώντας το σώμα της πάνω στο δικό του. Η Έμιλι κλείδωσε αντανακλαστικά τα πόδια της γύρω από τη μέση του.

«Κάνω σαν γυναικούλα, ε;» της είπε και την πήγε στο κρεβάτι της. Την ξάπλωσε και βρέθηκε από πάνω της.

«Κάνω σαν γυναικούλα;» τη ρώτησε γελώντας και δίνοντας της απανωτά φιλιά στο στόμα.

«Όχι» του απάντησε γελώντας.

Ο Μάικλ σταμάτησε και χάιδεψε τρυφερά το μάγουλό της. «Σ’ αγαπάω» της ψιθύρισε. Η Έμιλι έμεινε παγωμένη στο άκουσμα αυτών των λέξεων.

«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε εκείνος βλέποντας πως είχε παγώσει.

«Να... δεν... δεν περίμενα πως..».

«Θα σου έλεγα πως σ’ αγαπάω;» συμπλήρωσε εκείνος με ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπό του. Εκείνη έγνεψε θετικά.

«Απλώς... Το λένε όλοι τόσο νωρίς χωρίς να το εννοούν» είπε με αμφιβολία, μην ξέροντας πώς θα αντιδρούσε στα λόγια της.

«Καταλαβαίνω τι θες να πεις. Δεν ξέρω για τους άλλους, όμως με εμένα μπορείς πάντα να καταλάβεις πότε λέω ψέματα και πότε όχι». Η Έμιλι τον κοίταξε ερωτηματικά. Λες να ήταν κάποιο ταλέντο των Χαρισματικών;

«Θα με κοιτάς στα μάτια. Τα μάτια μου δε λένε ποτέ ψέματα!» αποκρίθηκε λύνοντας την απορία της και έπειτα έσκυψε για να τη φιλήσει.

«Θεέ μου… Είσαι τόσο όμορφη» της ψιθύρισε χαϊδεύοντας τα χείλη της.

«Υπερβάλεις» του ψιθύρισε και ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. Ένιωσε την επιτακτική ανάγκη να στρέψει αλλού το βλέμμα της. Την κοιτούσε τόσο έντονα…

«Το εννοώ. Για εμένα είσαι ό,τι πιο όμορφο υπάρχει στον κόσμο».

«Συγγνώμη… Για απόψε στον αγώνα» του είπε τελικά. Έπρεπε να αλλάξει την κουβέντα.

«Για ποιο πράγμα;»

«Που χρησιμοποίησα τις δυνάμεις μου, για να πιάσει ο Μέισον την μπαλιά».

«Δεν πειράζει. Βασικά καλά έκανες. Κατάλαβα πως ο Γκάρεντσον έκανε ζαβολιά».

«Μάικ… Να σε ρωτήσω κάτι;»

«Πες μου».

«Ξέρω πως δεν υπάρχει λόγος να ανησυχώ… και ξέρω πως αυτό που θα σε ρωτήσω είναι βλακεία… οπότε αν δε θες να μου μιλήσεις, θα είμαι εντάξει».

Ο Μάικλ ξάπλωσε δίπλα της.

«Εσύ και η Ντενίζ…εεεε».

«Αν ολοκληρώσαμε;» τη ρώτησε χαϊδεύοντας το μάγουλό της.

«Ναι… Ας το αφήσουμε καλύτερα, ήταν βλακεία μου να σε ρωτήσω».

«Έι, δεν έχω πρόβλημα να μιλήσω για αυτό. Αλήθεια. Θες σίγουρα να ακούσεις;»

«Μάλλον».

«Με την Ντενίζ γνωριστήκαμε το καλοκαίρι πριν την τρίτη γυμνασίου. Ήμασταν για διακοπές στο Μαϊάμι με τους γονείς μου. Είχαμε πάει για να επισκεφτούμε τους θείους μου. Οι γονείς της ήταν φίλοι με τους θείους μου και γνωριστήκαμε σε ένα πάρτι που έκανε η ξαδέλφη μου. Ανακαλύψαμε πολλά ο ένας για τον άλλον και είχαμε πολλά κοινά. Επίσης μου είπε πως θα μετακόμιζε με τους γονείς της τον επόμενο μήνα εδώ και ότι θα ερχόταν στο σχολείο μας. Ήταν πολύ όμορφη κοπέλα και πολύ καλή. Εκείνη είχε ανακαλύψει πιο νωρίς από εμένα πως ήταν Χαρισματική και προσφέρθηκε να με βοηθήσει στην εκπαίδευσή μου στο στοιχείο του νερού, το οποίο ήταν και δικό της. Μου έδειχνε αρκετά πόσο πολύ της άρεσα… Αλλά εγώ ήμουν ερωτευμένος μαζί σου. Η αλήθεια είναι πως εκείνο το καλοκαίρι… εκείνους τους δυο μήνες περίπου… σε είχα σχεδόν ξεχάσει. Πραγματικά νόμιζα πως σε είχα ξεπεράσει. Όταν όμως γυρίσαμε στο σχολείο μαζί με την Ντενίζ, σε είδα μαζί με τον Άνταμ… Το ήξερα πως δε με ήθελες».

«Και με απομάκρυνες».

«Συγγνώμη… Ποτέ μου δεν ήθελα να σε πληγώσω τόσο πολύ. Το μετανιώνω κάθε μέρα».

«Δεν πειράζει. Αλήθεια, δεν πειράζει. Συνέχισε».

«Νόμιζα πως ήταν στα αλήθεια καλό άτομο. Ήξερε να παίζει τον ρόλο της τόσο καλά. Με χειραγωγούσε με τόση μαεστρία. Δεν άλλαξα μονάχα απέναντί σου. Άρχισα να φέρομαι άσχημα σε όλους, ακόμα και στους γονείς μου. Νόμιζα πως η Ντενίζ μου είχε ανοίξει επιτέλους τα μάτια. Την εμπιστεύτηκα τόσο πολύ, που της έδωσα αυτό που κρατούσα για εσένα, την πρώτη μου φορά. Εκείνη προφανώς και δεν το έκανε για πρώτη φορά. Ήμουν έτοιμος να τα γκρεμίσω όλα, γιατί πίστευα πως ήταν όντως αυτό το άτομο που είχα γνωρίσει στο Μαϊάμι. Μέχρι που την είδα μαζί με την Κέιτ. Ποτέ της δε μου είχε δείξει τα μάτια της, όταν χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις της. Ήταν Σκοτεινή. Ήταν εξ’ αρχής μια Σκοτεινή. Και με χρησιμοποιούσε».

«Για ποιο λόγο σε χρησιμοποιούσε;»

«Για να σκοτώσω τον πατέρα μου. Είχε φυτέψει τόσα ψέματα για εκείνον... Την ημέρα που θα αποφάσιζα να φύγω, θα κάναμε έναν τόσο μεγάλο καυγά, που θα κατέληγα να τον σκοτώσω. Και μετά οι Σκοτεινοί θα έπαιρναν την εξουσία στα χέρια τους χρησιμοποιώντας με. Και ξέρεις ποιο ήταν το καλύτερο; Δεν μπήκε καν στον κόπο να αρνηθεί τίποτα. Της έδωσα τα πάντα και εκείνη απλά εκτελούσε τόσο υπέροχα το σχέδιο τους. Την επόμενη ημέρα γύρισε στο Μαϊάμι με τους γονείς της. Συγγνώμη».

«Δε χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη… Σε κορόιδεψε με τον χειρότερο τρόπο».

«Μακάρι να την είχα καταλάβει πιο νωρίς».

«Για να πετύχουν τον σκοπό τους οι Σκοτεινοί, θα ραγίσουν και την πιο ευαίσθητη καρδιά».

«Πραγματικά ήθελα να είσαι η πρώτη μου».

«Δεν πειράζει. Αλήθεια. Τουλάχιστον εσύ μπορεί να είσαι ο πρώτος μου».

«Τι εννοείς τουλάχιστον;»

«Ότι μπορεί και να μην είσαι» είπε γελώντας.

«Έμς, θέλω να ξέρεις πως δεν πρόκειται να σε πιέσω ποτέ. Κι αυτό σου το ορκίζομαι. Αλλά όποτε νιώσεις έτοιμη, θα ήθελες να είμαι ο πρώτος σου;»

«Ναι. Όταν είμαι έτοιμη… Θα σου το πω».

«Τι ακριβώς θα μου πεις;»

«Θα σου ψιθυρίσω στο αυτί είμαι έτοιμη. Αυτό σου κάνει;»

«Αυτό μου ακούγεται μια χαρά» της είπε και τη φίλησε τρυφερά.

Rene Rafael