Storm (Κεφάλαιο 3, Μέρος 1)

Η Έμιλι ξύπνησε νιώθοντας ζεστασιά. Άνοιξε τα μάτια της κλεισμένη στην αγκαλιά του Μάικλ. Τα πρόσωπά τους ήταν τόσο κοντά που ένιωθε την ανάσα του πάνω στο μέτωπό της.

Το προηγούμενο βράδυ.

«Έμιλι. Έμιλι, ξύπνα» της είπε απαλά ο Μάικλ. Δεν ήθελε να αφήσει την Έμιλι να κοιμηθεί στην πολυθρόνα και έτσι την άφησε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του. Γύρω στις τρεις το βράδυ ξύπνησε από έναν ήχο. Η Έμιλι στριφογύριζε στο κρεβάτι αγκομαχώντας. Είχε ιδρώσει και είχε γαντζωθεί από τα παπλώματα. Σηκώθηκε και πήγε γρήγορα κοντά της.

Εκείνη πετάχτηκε τρομοκρατημένη.

«Εφιάλτης;» τη ρώτησε τρυφερά κάνοντας στην άκρη μερικές τούφες που είχαν κολλήσει στο μέτωπό της. Εκείνη έγνεψε θετικά.

«Τι είδες;»

«Είδα… τον άντρα… τον άντρα που σκότωσα» απάντησε βουρκωμένη. Κατέβασε το κεφάλι της προσπαθώντας να ελέγξει τα δάκρυα που απειλούσαν να ξεφύγουν.

«Έι» είπε και σήκωσε το κεφάλι της. «Δεν ξέρουμε αν όντως τον σκότωσες. Θα βάλω τα παιδιά να ψάξουν. Εντάξει;»

«Φοβάμαι».

«Τι πράγμα;»

«Δεν ξέρω. Κι αν τον σκότωσα;»

«Ο τύπος σημάδευε με μαχαίρι μια κοπέλα. Και εγώ αν ήμουν στη θέση σου το ίδιο θα έκανα».

«Ναι αλλά δεν ήσουν… Αν πέθανε… δεν… δε θα το αντέξω».

«Σώπα» είπε και χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά της. «Είμαι εγώ εδώ. Οι Σκοτεινοί θα πληρώσουν για ό,τι έκαναν» είπε και σηκώθηκε.

«Μάικ;»

«Τι;»

«Μην κοιμάσαι στην πολυθρόνα».

«Δεν έχω πρόβλημα. Τι τρέχει; Φοβάσαι;»

«Μη με κοροϊδεύεις».

«Δε σε κοροϊδεύω. Φοβάσαι;»

«Ναι… Όχι… Δηλαδή… Ναι, φοβάμαι. Δε θέλω να ξαναδώ το ίδιο όνειρο ή το άλλο».

«Ποιο άλλο;»

«Εδώ και μήνες βλέπω ένα όνειρο. Κάθε βράδυ».

«Τι βλέπεις σε αυτό το όνειρο;» ρώτησε και κάθισε δίπλα της.

Η Έμιλι δίστασε. Μπορούσε να τον εμπιστευθεί; Και φυσικά μπορούσε. Ήταν σαν εκείνη. Είχε υπερδυνάμεις, την είχε προειδοποιήσει, αλλά εκείνη δεν τον άκουσε. Όμως είχε δίκιο.

«Όλα είναι θολά. Στην αρχή υπάρχουν κάτι φιγούρες. Ένα γαλάζιο φως με περιτριγυρίζει και νιώθω ότι τα πνευμόνια μου γεμίζουν με νερό. Νιώθω να βυθίζομαι σε μια βαθιά γαλάζια λίμνη. Προσπαθώ να βγω στην επιφάνεια αλλά δεν μπορώ. Η λίμνη με τραβά όλο και πιο μέσα. Ξαφνικά τα γαλάζια νερά γίνονται μπλε και μετά μαύρα. Σκοτεινά. Επικίνδυνα». Δεν του τα είπε όλα. Όχι. Όχι. Δε θα του έλεγε για τα χρωματιστά μάτια που την περικύκλωναν. Τώρα ήξερε ότι αυτά τα μάτια ήταν του Μάικλ, του Σαμ, του Άλεξ και του Σάιμον. Άλλωστε θα την περνούσε για τρελή.

«Θες να σε γυρίσω στο σπίτι σου;»

«Όχι».

«Δε νομίζεις πως οι γονείς σου θα έχουν ανησυχήσει;»

«Όχι. Τους είπα ότι μπορεί να έμενα στης Ντέμυ. Τι θα κάνω;»

«Για ποιο πράγμα;»

«Για όλα. Είμαι μάγισσα…»

«Χαρισματική» τη διέκοψε ο Μάικλ.

«Ναι καλά… Αυτό τέλος πάντων. Οι γονείς μου δεν έχουν ιδέα τι είμαι. Εγώ δεν έχω ιδέα τι μπορώ να κάνω… Δεν ξέρω αν μπορώ να σε εμπιστευτώ, αλλά δεν ξέρω κανέναν άλλο».

«Το ξέρω ότι ήμουν λιγάκι…»

«Λιγάκι;» τον διέκοψε η Έμμα ρωτώντας τον δύσπιστα.

«Καλά εντάξει, πολύ κόπανος τα τελευταία χρόνια… αλλά… δεν ήθελα να σου πω κάτι… έπρεπε να σιγουρευτούμε ότι είσαι μια από εμάς».

«Είναι και οι γονείς μου;»

«Όχι. Η γιαγιά σου ήταν».

«Ξέρουν;»

«Ότι μπορεί να είσαι Χαρισματική; Ναι».

«Για αυτό με ρωτούσαν πώς νιώθω σήμερα το πρωί».

«Είσαι κουρασμένη. Ξάπλωσε να κοιμηθείς».

«Ξάπλωσε δίπλα μου».

«Είσαι σίγουρη;» Έγνεψε καταφατικά. Ο Μάικλ μπήκε κάτω από τα σκεπάσματα και ξάπλωσε δίπλα της.

«Μπορείς να με εμπιστεύεσαι. Θα κάνω τα πάντα για να με εμπιστευτείς ξανά, Έμι».

«Έχεις καιρό να με πεις έτσι».

«Και εσύ έχεις καιρό να με πεις Μάικ».

«Ευχαριστώ».

«Για ποιο πράγμα;»

«Που με άφησες να μείνω εδώ. Θα μπορούσες κάλλιστα να μου κλείσεις την πόρτα στα μούτρα με τον τρόπο που σου φέρθηκα σήμερα. Όμως με άφησες να μείνω και μου έδωσες το κρεβάτι σου».

«Μπορεί να έχεις την εντύπωση πως είμαι ένας κόπανος και μισός και ότι θα σου έκλεινα την πόρτα στα μούτρα, αλλά όλο αυτό τον καιρό φερόμουν έτσι γιατί έπρεπε να σε προστατέψω από όλη αυτή την τρέλα».

«Ποια τρέλα;»

«Είναι μεγάλη ιστορία, Έμς. Θα τα πούμε αύριο αυτά. Καληνύχτα».

«Καληνύχτα».

Τώρα.

Η Έμιλι καθόταν και κοιτούσε τον Μάικλ που κοιμόταν. Στα αλήθεια είχαν κοιμηθεί ο ένας δίπλα στον άλλο. Η Έμιλι άπλωσε το χέρι της για να τον χαϊδέψει αλλά δίστασε. Μην κάνεις καμία βλακεία, Έμιλι, σκέφτηκε από μέσα της και κατέβασε το χέρι. Πήρε προσεκτικά το χέρι του Μάικλ που ήταν γύρω από την πλάτη της και το άφησε απαλά στο κρεβάτι. Σηκώθηκε και έκανε βόλτες στο δωμάτιο. Κοίταξε το γραφείο του. Υπήρχε ένας υπολογιστής και ένα βιβλίο. Η μικρή βιβλιοθήκη δίπλα από το γραφείο ήταν γεμάτη βιβλία. Η Έμιλι πρόσεξε ένα μικρό ξύλινο κουτάκι. Το πήρε στα χέρια της και το άνοιξε απαλά. Μέσα υπήρχε μια κοραλλί κορδέλα. Ήταν η δική της κορδέλα, τη φορούσε τη μέρα που γνωρίστηκαν. Όταν είχε πρωτογνωρίσει τον Μάικλ ήταν τεσσάρων. Η κορδέλα είχε λυθεί και είχε πέσει. Ο Μάικλ την είχε βρει, ψάχνοντας σε όλη την πόλη για να της τη δώσει. Όταν τη βρήκε, εκείνη του τη χάρισε. Δε φανταζόταν ποτέ ότι θα την κρατούσε όλα αυτά τα χρόνια. Σήκωσε την κορδέλα και τη χάιδεψε απαλά. Ήταν μεταξένια και λεία όπως τη θυμόταν. Ο Μάικλ γύρισε από την άλλη μεριά. Δεν πρόλαβε να βάλει την κορδέλα και το κουτί πίσω στη θέση του. Είχε ήδη ξυπνήσει.

«Έμς, νόμιζα πως είχες φύγει» είπε ανακουφισμένος.

«Τώρα μόλις ξύπνησα» είπε κλείνοντας το κουτί. «Συγγνώμη».

«Για ποιο πράγμα;» ρώτησε ο Μάικλ καθώς ανακάθισε στο κρεβάτι.

«Που ψαχούλευα τα πράγματά σου» απάντησε η Έμιλι βάζοντας πίσω το κουτί στη θέση του.

«Μη ζητάς συγνώμη, Έμι. Εξάλλου δική σου ήταν».

«Την κράτησες τόσα χρόνια».

«Θυμάσαι εκείνη την ημέρα;»

«Μετά βίας… Θυμάμαι που ήρθες και με βρήκες».

«Έκανα σαματά για να έρθω να σε βρω. Βασικά το έσκασα και έτρεχα σε όλη την πόλη. Και τελικά σε βρήκα. Οι γονείς μου είχαν τρελαθεί».

«Τι άλλαξε από τότε, Μάικ; Τι συνέβη;» ρώτησε εκείνη βουρκωμένη.

«Τι εννοείς;»

Η Έμιλι σήκωσε χαλαρά τους ώμους της. «Δεν ξέρω. Θα μπορούσαμε να είμαστε…» έκανε μια παύση. Ήθελε να πει μαζί, αλλά δεν θα το έλεγε. «Φίλοι. Θα μπορούσαμε να είμαστε ακόμα φίλοι. Όμως εσύ προτίμησες… Ξέχνα το».

Ο Μάικλ έκανε πέρα τα σκεπάσματα και πήγε κοντά της. «Έι» είπε και τη γύρισε για να την κοιτάξει. «Ήμουν ανόητος, το ξέρω αυτό. Δε θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που σε απομάκρυνα. Έπρεπε να το είχα χειριστεί καλύτερα. Και έχεις δίκιο που δε με εμπιστεύεσαι, Έμ. Αλλά θα κάνω τα πάντα για να σε κάνω να νιώσεις ασφαλής και να με εμπιστευτείς. Το υπόσχομαι» είπε και την πήρε αγκαλιά.

Ένιωσε τα χέρια του να την τυλίγουν και η ζεστασιά του σώματός του την κατέκλυσε. Μύρισε το άρωμά του που είχε σχεδόν ξεθυμάνει. Το άρωμα του… Αυτή τη μυρωδιά τη λάτρευε. Οποιοσδήποτε και αν φορούσε την ίδια κολόνια, εκείνη σκεφτόταν πάντοτε τον Μάικλ. Μόλις την άφησε από την αγκαλιά του της χαμογέλασε.

«Θες να πάμε κάτω για πρωινό;» Έγνεψε θετικά και τον ακολούθησε έξω από το δωμάτιο. Κατέβηκαν στην κουζίνα και ανακάλυψαν πως ήταν -ευτυχώς- μόνοι τους.

«Πώς νιώθεις;» τη ρώτησε.

«Καλύτερα».

«Δεν έχεις ημικρανίες ή τίποτα άλλο;»

«Όχι… Τίποτα τέτοιο».

«Χυμό;» ρώτησε ανοίγοντας το ψυγείο. Κούνησε το κεφάλι.

Ο Μάικλ έβγαλε ένα μπουκάλι με χυμό πορτοκάλι και γέμισε δυο ποτήρια. Η Έμιλι κάθισε απέναντί του στον πάγκο και τον κοιτούσε. Ήταν χαλαρός και φυσικός. Τα μαλλιά του ήταν αχτένιστα από τον ύπνο. Φορούσε ένα λευκό φανελάκι που αναδείκνυε το γυμνασμένο του σώμα και μια γκρι αθλητική φόρμα. Ο Μάικλ ακούμπησε στον πάγκο μια πιατέλα με κρουασάν και κουλουράκια.

Η Έμιλι πάγωσε…

Rene Rafael


Ευρετήριο 

Πρόλογος, 1 μέρος 1, 1 μέρος 2, 2 μέρος 1, 2 μέρος 2, 3 μέρος 1, 3 μέρος 2

4 μέρος 1, 4 μέρος 25 μέρος 1, 5 μέρος 2, 6, 7, 8, 9 μέρος 1, 9 μέρος 2, 10 

11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, Επίλογος