Storm (Κεφάλαιο 5, Μέρος 2)

Το σπίτι του Μάικλ ήταν όντως έρημο. Κανένας δεν ήταν εκεί. Ούτε καν ο Μάικλ! Η Έμιλι θυμήθηκε πρωινό ντουζ και τα παιχνίδια του νερού. Αυτά που ένιωθε για τον Μάικλ είχαν λιγοστέψει τον τελευταίο χρόνο. Η συμπεριφορά του απέναντί της και ο τρόπος που την είχε απομακρύνει τόσο ξαφνικά την έκαναν να ξεχάσει για λίγο όσα αισθανόταν. Αλλά τις τελευταίες δυο ημέρες ήρθαν τόσο κοντά. Όσα ένιωθε επανήλθαν, εντονότερα, βαθύτερα, πιο ενστικτώδη.

«Λοιπόν» είπε ο Άλεξ, τρίβοντας τα χέρια του γεμάτος λαχτάρα, βγάζοντας την Έμιλι από τις σκέψεις της. «Αρχίζουμε;»

«Ναι» απάντησε ξερά εκείνη.

«Με τι θέλεις να ξεκινήσουμε;» ρώτησε ο Άλεξ.

«Φυσικά και με τη φωτιά». απάντησε η Ντέμυ.

«Δεν το ήξερα πως η Έμς σε πήρε για δικηγόρο της» αντέτεινε επιθετικά ο Άλεξ.

«Τι λέτε με το να αρχίσουμε από το να σας πνίξω και τους δύο; Εμένα μου φαίνεται τέλεια ιδέα» είπε η Έμιλι εκνευρισμένη. «Σοβαρά τώρα, πώς το αντέχετε να τσακώνεστε κάθε μέρα; Άλεξ, ξεκινάμε με το στοιχείο του αέρα. Έξω» πρόσθεσε και βγήκε έξω στη βεράντα. Η Ντέμυ και ο Άλεξ την ακολούθησαν έξω.

«Λοιπόν;» ρώτησε ανυπόμονη.

«Λοιπόν τι;» ρώτησε ο Άλεξ ανήξερος.

«Υποτίθεται πως της λες τι να κάνει ηλίθιε!» του απάντησε η Ντέμυ.

«Μισό λεπτό» είπε ο Άλεξ και ξανά χάθηκε μέσα στο σπίτι.

«Σαν ζευγαράκι μαλώνετε εσείς οι δυο» είπε η Έμιλι γελώντας.

Η Ντέμυ πλησίασε το παγκάκι και κάθισε ανάλαφρα. «Όπως το είπες. Σαν ζευγαράκι. Ευτυχώς που δεν τα έχω μ’ αυτόν» είπε με προσποιητό ύφος.

«Αν δε σε ήξερα τόσα χρόνια, Ντιμίτρα Σόουλς, θα σε πίστευα, αλλά καταλαβαίνω πότε θέλεις κάποιον και πότε όχι».

«Αυτή τη στιγμή με προσβάλεις με τον πιο αποκρουστικό τρόπο. Μου λες ότι μου αρέσει ο Άλεξ;»

«Ακόμα και να μη σου αρέσει τώρα, θα σου αρέσει κάποια στιγμή. Πάντα το μίσος φέρνει την αγάπη».

«Με βασανίζεις. Με βασανίζεις, Έμς, και το απολαμβάνεις από πάνω. Ακόμα και το τέλος του κόσμου να έρθει, εγώ και ο Άλεξ δεν πρόκειται να τα φτιάξουμε».

«Καλά. Ό,τι πεις» είπε η Έμιλι χαμογελώντας δυσοίωνα.

Ο Άλεξ βγήκε πάλι κρατώντας ένα μαύρο σάκο. Τον άφησε προσεκτικά στο πάτωμα και τον άνοιξε. «Θα ξεκινήσουμε από τα βασικά. Στην αρχή ελαφριά αντικείμενα. Όσο περνάει ο καιρός θα γίνονται πιο βαριά» είπε βγάζοντας μερικά μικροσκοπικά φύλλα. Η Έμιλι πλησίασε και μύρισε μια γλυκιά και αναζωογονητική μυρωδιά.

«Δυόσμος» είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ευχαρίστησης.

«Ακριβώς. Ο εκπαιδευτής μου χρησιμοποίησε δυόσμο στην πρώτη μου εκπαίδευση. Είναι πιο ελαφρύς από τα πούπουλα. Άνοιξε την παλάμη σου».

Η Έμιλι άνοιξε την παλάμη της και ο Άλεξ έβαλε τα φύλλα δυόσμου.

«Μάθημα νούμερο ένα για όλα τα στοιχεία. Χρησιμοποιούμε τα συναισθήματά μας για να δράσουμε. Για να μάθεις να ελέγχεις τις δυνάμεις σου πρέπει πρώτα να μάθεις να ελέγχεις τα συναισθήματά σου. Λίγο να παραστρατήσεις, θα χάσεις τον έλεγχο. Κλείσε τα μάτια σου».

Η Έμιλι έκλεισε τα μάτια της.

«Νιώθεις το δυόσμο στο χέρι σου;» τη ρώτησε.

«Ναι». Ένιωθε το απαλό άγγιγμα των λεπτών πράσινων φύλλων στην παλάμη της. Σχεδόν αισθανόταν ένα ανεπαίσθητο γαργαλητό κάτω από το άγγιγμά τους.

«Ωραία. Τώρα σκέψου κάτι που σε κάνει να νιώθεις ελεύθερη και προσπάθησε να το περάσεις αυτό στα φύλλα δυόσμου» της είπε απαλά.

Η Έμιλι σκέφτηκε την πρώτη της πτήση. Πήγαινε στο Λονδίνο με τους γονείς της. Είχε ακούσει τους άλλους να λένε ότι η πρώτη φορά σε αεροπλάνο είναι τρομακτική. Αλλά με το που απογειωθήκαν και η γη άρχισε να απομακρύνεται από κάτω της, η Έμιλι ένιωσε για πρώτη φορά ελεύθερη, ανεξάρτητη. Ένιωθε πως πετούσε, πως ήταν ένα με τα σύννεφα, ένα με τον γαλάζιο ουρανό. Γαλάζιος σαν τα μάτια του Μάικλ, σκέφτηκε όταν θυμήθηκε τη θέα από το παράθυρο του αεροπλάνου.

Ο Μάικλ! Τα μάτια του την έκαναν να νιώθει ελεύθερη. Χανόταν στο βλέμμα του. Σχεδόν ξεχνούσε την ύπαρξή της.

«Έμς… Άνοιξε τα μάτια σου» είπε χαρούμενος ο Άλεξ.

Η Έμιλι άνοιξε τα μάτια της και είδε τα φύλλα δυόσμου να στριφογυρίζουν με χάρη στον αέρα. Γέλασε χαρούμενη.

«Έμς, τα μάτια σου… Είναι τέλεια» είπε η Ντέμυ με δέος.

«Το ξέρω» είπε γελώντας η Έμιλι καθώς απολάμβανε το θέαμα.

«Για αρχή μια χαρά τα πήγες. Εδώ που τα λέμε, κανείς δεν τα καταφέρνει στην αρχή. Λέω να πάμε σε κάτι πιο δύσκολο. Θέλω να δω μέχρι που μπορείς να φτάσεις στο πρώτο μάθημα» είπε ο Άλεξ και πήγε πάλι πίσω στον σάκο. Αυτή τη φορά έβγαλε ένα μεγάλο μπουκάλι κρασιού.

«Κάθισε στο παγκάκι. Θα χρειαστεί να είσαι πιο συγκεντρωμένη και μπορεί να ζαλιστείς λιγάκι». Η Έμιλι πήγε δίπλα στην Ντέμυ. Ανέβασε τα πόδια της στο παγκάκι και κάθισε οκλαδόν.

«Πρέπει κάθε φορά να κλείνουμε τα μάτια μας;»

«Στην αρχή, ναι. Μέχρι να μάθεις να ελέγχεις τις δυνάμεις σου και τα συναισθήματά σου. Πρέπει να συγκεντρωθείς στον εσωτερικό σου κόσμο, όπως στον διαλογισμό. Δεν πρέπει να σου αποσπούν την προσοχή εξωτερικοί παράγοντες» απάντησε ο Άλεξ.

«Κάνεις γιόγκα;» ρώτησε ειρωνικά η Ντέμυ.

«Όχι» απάντησε ο Άλεξ. «Κάνω διαλογισμό» πρόσθεσε αφήνοντας το μπουκάλι πέντε μέτρα μακριά από το παγκάκι που καθόταν η Έμιλι.

«Πριν κλείσεις τα μάτια πρέπει να σου πω τι θα κάνεις. Όπως πριν θέλω να σηκώσεις στον αέρα το μπουκάλι και να το κατευθύνεις στο παράθυρο εκεί» είπε ο Άλεξ δείχνοντας το παράθυρο στην απέναντι πλευρά.

«Το ‘χω» είπε η Έμιλι και έκλεισε τα μάτια. Γύρισε το σώμα της προς το παράθυρο και προσπάθησε να νιώσει πως κρατάει το μπουκάλι στο χέρι της και το σηκώνει στον αέρα.

«Μια χαρά τα πας. Συνέχισε» την παρότρυνε ο Άλεξ.

«Μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου;» ρώτησε η Έμιλι.

«Νομίζω πως μπορείς» της απάντησε ο Άλεξ.

Η Έμιλι άνοιξε τα μάτια της και είδε το μπουκάλι στον αέρα. Ο Άλεξ πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Με το μαλακό τώρα, Έμς».

«Τι να κάνω;» ρώτησε η Έμιλι.

«Μετάφερέ το στο περβάζι του παραθύρου» της είπε ο Άλεξ.

Το μπουκάλι έμεινε για λίγο παγωμένο στον αέρα και έπειτα εκτοξεύτηκε προς τον Άλεξ. Εκείνος έσκυψε έγκαιρα και απέφυγε το μπουκάλι που συγκρούστηκε στον τοίχο καταλήγοντας σε θρύψαλα. Η Ντέμυ άρχισε να γελάει δυνατά.

«Ωραία τα κατάφερες, εκπαιδευτή της χρονιάς» είπε γελώντας.

«Συγγνώμη» απολογήθηκε η Έμιλι.

«Αρκετά για σήμερα. Σε πίεσα πολύ. Δε χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη» απάντησε ο Άλεξ κοιτάζοντας τα θρύψαλα στο πάτωμα.

«Αν ήμουν εγώ, να είσαι σίγουρος πως δε θα αστοχούσα» είπε η Ντέμυ και σηκώθηκε. «Σειρά μου».

Ο Άλεξ κάθισε στο απέναντι παγκάκι.

«Ειλικρινά δεν... δεν ήθελα να σου φέρω το μπουκάλι στο κεφάλι» είπε η Έμιλι αμήχανα.

«Πήγαινα γυρεύοντας. Έπρεπε να είχα καθίσει. Εξάλλου μόλις τώρα άρχισες να εκπαιδεύεσαι, είναι λογικό να χάνεις τον έλεγχο».

Η Ντέμυ γύρισε κρατώντας στα χέρια της κάτι μαύρο. Μόλις ήρθε πιο κοντά η Έμιλι είδε πως ήταν κάρβουνα. Άπλωσε ένα πανί στο πάτωμα και τα άφησε πάνω.

«Δε χρειάζεται να σου πω πολλά. Ξέρεις τι να κάνεις» είπε η Ντέμυ.

«Μπορώ να έχω τα μάτια μου ανοιχτά;» ρώτησε δύσπιστα η Έμιλι.

«Αν θες» απάντησε η Ντέμυ.

«Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα» είπε ο Άλεξ.

«Τώρα την εκπαιδεύω εγώ και όχι εσύ» απάντησε επιθετικά η Ντέμυ. Ο Άλεξ κοίταξε για λίγο εκνευρισμένος την Ντέμυ.

«Όπως θες» απάντησε και σηκώθηκε από το παγκάκι.

«Συγκεντρώσου στα κάρβουνα» είπε η Ντέμυ.

«Εντάξει» απάντησε η Έμιλι και κοίταξε τα κάρβουνα. Τα κάρβουνα σπίθισαν αμυδρά αλλά έσβησαν αμέσως. Η Έμιλι ξανά προσπάθησε. Τα κάρβουνα σπίθισαν για περισσότερη ώρα και έσβησαν ξανά. Η Έμιλι πείσμωσε. Κοίταξε πιο επίμονα τα κάρβουνα κι εκείνα άναψαν περισσότερο. Τα πήγαινε μια χαρά μέχρι που μίλησε ο Άλεξ.

«Σε λίγο έρχεται ο Μάικλ» είπε.

Στο άκουσμα του ονόματός του η Έμιλι σήκωσε το βλέμμα της από τα κάρβουνα και κοίταξε τον Άλεξ. Ένιωθε τα συναισθήματα της για εκείνον να περνάνε στη φωτιά. Και τότε η μπλούζα του Άλεξ πήρε φωτιά. Ο Άλεξ φώναξε πανικόβλητος.

«Ω, Θεέ μου… Έμιλι, γρήγορα» είπε η Ντέμυ. Το μυαλό της Έμιλι μπήκε σε αυτόματο πιλότο. Άδειασε επικίνδυνα.

Το γρασίδι, συνειδητοποίησε. Συγκεντρώθηκε στο νερό μέσα στα αμέτρητα ποτιστήρια που υπέθετε πως βρισκόντουσαν στον κήπο. Θα εκμεταλλευόταν το αυτόματο πότισμα. Άκουσε ένα κλικ και νερό ξεχύθηκε. Η Έμιλι το κατεύθυνε στον Άλεξ, του οποίου η μπλούζα έγινε εντελώς μούσκεμα. Τουλάχιστον δεν καιγόταν.

«Άλεξ, χίλια συγγνώμη. Αλήθεια…»

«Άσε με να μαντέψω. Δεν το ήθελες» τη διέκοψε. Η μπλούζα είχε κολλήσει πάνω του. Το γραμμωμένο του σώμα ήταν ευδιάκριτο.

«Αηδία» είπε και έβγαλε την μπλούζα αμέσως. Η Ντέμυ κοίταξε έκπληκτη το σώμα του για μια στιγμή.

«Ντέμυ… Σταμάτα να τον κοιτάς σαν ξελιγωμένη. Καρφώνεσαι» ψιθύρισε η Έμιλι. Η Ντέμυ πήρε το βλέμμα της από τους κοιλιακούς του Άλεξ πάνω στην ώρα που εκείνος την κοίταξε.

«Πάω πάνω να πάρω μια μπλούζα του Μάικ» είπε και έφυγε.

«Μουσίτσα… Γδύνεις με τα μάτια σου τον Άλεξ, έτσι δεν είναι;» της είπε.

«Τι; Ούτε καν!» υπερασπίστηκε τον εαυτό της η Ντέμυ.

«Και η παραμικρή αμφιβολία που είχα τώρα έφυγε. Σου αρέσει ο Άλεξ».

«Το σώμα του μου αρέσει».

«Και σε ποιον δεν αρέσει ένα τέτοιο θεϊκό σώμα. Επίτηδες το κάνει. Και συγγνώμη που σου το λέω, αλλά πάει πακέτο με όλα τα υπόλοιπα».

«Δε μου αρέσει».

«Ναι, σου αρέσει».

«Έμς, κόφ’ το. Δε μου αρέσει ο Άλεξ».

Ο Άλεξ γύρισε κρατώντας ένα μπλουζάκι του Μάικλ στα χέρια του. Εξακολουθούσε να είναι γυμνός από τη μέση και πάνω.

«Τι ψωνάρα, Θεέ μου…» ψιθύρισε η Ντέμυ, καθώς παρακολουθούσε τον Άλεξ να φοράει την μπλούζα.

«Ο Μάικλ θα έρθει από λεπτό σε λεπτό» είπε ο Άλεξ.

«Εμ, εγώ λέω να πηγαίνω. Κουράστηκα αρκετά. Θα πάω σπίτι να ξεκουραστώ, γιατί το απόγευμα θα περάσει ο Σαμ» είπε η Έμιλι. Η αλήθεια ήταν πως δεν είχε κουραστεί. Απλά απέφευγε τον Μάικλ. Τον σκεφτόταν συνέχεια. Και παραλίγο να κάψει ζωντανό τον Άλεξ με το που άκουσε το όνομά του.

«Θα φύγω κι εγώ» είπε η Ντέμυ. Αντάλλαξαν τυπικούς χαιρετισμούς και έφυγαν.

«Ευτυχώς που έφερα το αυτοκίνητό μου» είπε η Έμιλι βγαίνοντας από το σπίτι.

«Γιατί;» ρώτησε η Ντέμυ.

«Γιατί αν ερχόμασταν με το αυτοκίνητο του Άλεξ, θα έπρεπε να μείνουμε μέχρι να φύγει κι εκείνος. Και δε θα σου πω ψέματα… Τώρα τελευταία τρελαίνομαι όταν βρίσκομαι κοντά στον Μάικλ».

«Με ποια έννοια;»

«Με την ερωτική έννοια».

«Κατάλαβα» είπε μονάχα. Ήξεραν και οι δύο τι σήμαινε.



Η Έμιλι ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ του σπιτιού της και κοιτούσε το ταβάνι περιμένοντας να έρθει ο Σαμ. Σκεφτόταν όλα όσα είχε κάνει σήμερα. Για να δούμε, Έμς. Έκανες μερικά φύλλα δυόσμου να πετάξουν στον αέρα, σχεδόν πέταξες ένα μπουκάλι κρασί στο κεφάλι ενός συμμαθητή σου και μετά του έβαλες φωτιά… Περίφημα! σκέφτηκε.

«Τι στο διάολο προσπαθώ να κάνω;» ρώτησε κλείνοντας τα μάτια της. Έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό της έτοιμη να κλάψει. Το κουδούνι τη διέκοψε. Ανασκουμπώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Ήταν έτοιμη να προσπαθήσει ξανά. Ίσως ο Σαμ ήταν καλύτερος δάσκαλος ή ίσως στο σπίτι της να είχε λιγότερους… περισπασμούς και να τα πήγαινε καλύτερα. Το ευχόταν.

Ελπίζω αυτή τη φορά να μην τα κάνω θάλασσα.

Rene Rafael