Storm (Κεφάλαιο 7)

Η Έμιλι καθόταν στον καναπέ του σπιτιού της κοιτάζοντας το ταβάνι. Έπρεπε να είχε φύγει ήδη για το σπίτι του Μάικλ, όμως κάτι τη συγκρατούσε. Ξεκόλλα, Έμς! είπε στον εαυτό της. Δε θα κάνεις καμία ανοησία. Το κινητό της άρχισε να δονείται δίπλα στο τραπεζάκι και η Έμιλι άπλωσε το χέρι της για να το πιάσει. Ήταν ο Μάικλ.

«Έμς, είσαι καλά;» ρώτησε ο Μάικλ από την άλλη γραμμή. Η Έμιλι ανασηκώθηκε και στηρίχτηκε στους αγκώνες της.

«Μια χαρά είμαι. Απλώς ξεχάστηκα. Έρχομαι σε πέντε λεπτά» είπε και το έκλεισε. Πήρε τα κλειδιά της και έφυγε από το σπίτι, κλειδώνοντας πίσω της.


Ο Μάικλ καθόταν στην μπροστινή βεράντα ακούγοντας τραγούδια. Μόλις έφτασε η Έμιλι κατέβασε τα μεγάλα ακουστικά στον λαιμό του.

«Άργησες» της είπε με ένα σοβαρό ύφος και έπειτα γέλασε.

«Συγγνώμη» είπε γελώντας η Έμιλι. Ο Μάικλ μπήκε μέσα στο σπίτι και η Έμιλι τον ακολούθησε.

«Προφανώς και δε θα κάνουμε τίποτα μέσα στο σπίτι. Η μητέρα μου μού ξεκαθάρισε πως δεν έχει όρεξη να μαζεύει νερά από το πάτωμα» είπε ο Μάικλ προχωρώντας στη βεράντα.

«Άσε με να μαντέψω. Σου είπε ο Άλεξ τι έγινε την προηγούμενη φορά, έτσι;»

«Δε χρειάστηκε. Γυαλιά στο πάτωμα, καμένες μπλούζες… Δε θέλει και πολύ μυαλό. Είναι λογικό να χάνεις τον έλεγχο. Είσαι καινούργια».

«Κανονικά θα έπρεπε να ήμουν παλιά. Πώς βρήκε η Κέιτ ένα τέτοιο βραχιόλι; Θέλω να πω, δεν κάνουμε μαγικά, έτσι;»

«Αυτό αναρωτιέμαι εγώ και, βασικά, όλοι οι Φωτεινοί. Αν και υποπτεύομαι πως βρήκε κάποιον Ανεξάρτητο».

«Ανεξάρτητο;»

«Ορολογίες των μάγων. Είναι αυτοί που ασκούν Φωτεινή μαγεία, εκείνοι που ασκούν Μαύρη μαγεία και οι Ανεξάρτητοι, δηλαδή εκείνοι που κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν εκτός από τον εαυτό τους. Αλλά δε νομίζω πως πρέπει να μας απασχολούν οι Μάγοι και τα θέματά τους. Έχουμε δικά μας θέματα. Αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι πως θα ελέγξεις τις δυνάμεις σου. Θες εδώ ή στη λίμνη;»

«Τι λες για τη λίμνη;»

«Ωραίο μου ακούγεται» είπε και προχώρησε μπροστά, οδηγώντας την Έμιλι μέσα από το μικρό ιδιωτικό δάσος. Το γρασίδι ήταν καταπράσινο και δροσερό. Η Έμιλι προχωρούσε κοιτάζοντας τριγύρω της γεμάτη θαυμασμό. Γρήγορα, βρέθηκαν στην όχθη της λίμνης.

«Είναι πολύ όμορφα εδώ. Καλή επιλογή η λίμνη».

«Κλείσε τα μάτια σου» μπήκε κατευθείαν στο δια ταύτα ο Μάικλ. Η Έμιλι υπάκουσε χωρίς δισταγμό.

«Θέλω να σκεφτείς οτιδήποτε σου προκαλεί μια αίσθηση δροσιάς».

Η Έμιλι έφερε στον νου της το πρώτο μπάνιο στη θάλασσα το καλοκαίρι. Την αίσθηση της βουτιάς στην πισίνα. Τη σιγανή βροχή. Το αεράκι.

«Άνοιξε τα μάτια σου, Έμς» ψιθύρισε ο Μάικλ. «Σιγά σιγά». Η Έμιλι άνοιξε τα μάτια της. Χιλιάδες δροσοσταλίδες στεκόντουσαν πάνω από τη λίμνη.

«Περίμενε» της είπε ο Μάικλ. Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Θέλω να αφήσεις τις δροσοσταλίδες να πέσουν απαλά πίσω στη λίμνη. Κλείσε τα μάτια σου πάλι και φέρε στο μυαλό σου κάτι που πέφτει απαλά. Όπως ένα πούπουλο».

Η Έμιλι έφερε στο μυαλό της τα φύλλα που πέφτουν τον χειμώνα καθώς μαραίνονται τα δέντρα. Μαλακή πτώση, με χάρη, χωρίς θόρυβο. Κανείς δεν αντιλαμβάνεται την πτώση τους.

«Έμιλι» είπε υπερήφανος ο Μάικλ. «Άνοιξε τα μάτια σου». Η Έμιλι άνοιξε τα μάτια της και είδε τις δροσοσταλίδες να πέφτουν απαλά πίσω στη λίμνη. Όταν και η τελευταία δροσοσταλίδα ενώθηκε με το στάσιμο νερό της λίμνης, η Έμιλι κοίταξε τον Μάικλ.

«Ποτέ δε θα συνηθίσω αυτά τα πανέμορφα μάτια» είπε αλλά άλλαξε αστραπιαία το θέμα. «Θέλω να δοκιμάσουμε κάτι».

«Σαν τι;»

«Το νερό μόνη σου το χειρίζεσαι μια χαρά. Αλλά υπάρχουν και πράγματα που μπορείς να κάνεις ομαδικά. Πιάσε τα χέρια μου» της είπε χαμογελώντας γλυκά.

Η Έμιλι κοίταξε τα χέρια του που περίμεναν τα δικά της. Τελικά τα έπιασε, παρά τον μικρό δισταγμό. Η περιέργεια και η προσμονή για το άγγιγμά του εξαφάνισαν τη φωνή της λογικής, που σίγουρα ζούσε κάπου μέσα της.

«Άσε με να μαντέψω… Κλείνω τα μάτια μου» είπε η Έμιλι γελώντας.

«Ποια είναι η αγαπημένη σου εποχή, Έμς;» ρώτησε γελώντας ο Μάικλ.

«Ο χειμώνας».

«Γιατί;»

«Γιατί έχει-» ξαφνικά σταμάτησε. Συνειδητοποίησε τι θα έκαναν. «Χιόνι!» είπε χωρίς να κρύψει τον ενθουσιασμό της.

«Δε θα χρειαστεί να κάνεις τίποτα. Απλώς σκέψου χιόνι. Εξάλλου το χιόνι δεν είναι παρά νερό. Τα υπόλοιπα άφησέ τα σε εμένα».

Η Έμιλι σκέφτηκε το χιόνι τον χειμώνα, ακριβώς όταν αρχίζει να λιώνει. Όταν ο καιρός αρχίζει και γίνεται πιο ζεστός. Όταν ήταν μικρή, καθόταν και κοιτούσε το χιόνι στο παράθυρό της να λιώνει. Συνέχισε να σκέφτεται το χιόνι, μέχρι που κάτι κρύο άγγιξε αμυδρά το πρόσωπό της. Η Έμιλι άνοιξε τα μάτια της και είδε χιόνι να πέφτει. Χαμογέλασε και κοίταξε τον Μάικλ. Τα μάτια του είχαν γίνει έντονο μπλε. Τι υπέροχα μάτια! σκέφτηκε κοιτάζοντας τον.

«Είναι πανέμορφα!» είπε.

«Το ξέρω» της απάντησε. Έμειναν εκεί, ακίνητοι, μαζί, με το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό. Τα χέρια τους δεν άφησαν το ένα το άλλο. Ένιωσαν δέσιμο και έλξη. Το χιόνι συνέχισε να πέφτει ασταμάτητα και το γρασίδι έγινε κάτασπρο. Ο Μάικλ άρχισε να πλησιάζει το πρόσωπό του στο δικό της. Η Έμιλι, όσο και αν ήθελε να μείνει στη θέση της, δεν μπόρεσε. Πλησίασε και εκείνη. Τα στόματά τους απείχαν ελάχιστα εκατοστά και ο ένας ένιωθε την άρρυθμη ανάσα του άλλου. Τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει από το να φιληθούν… Εκτός από το κινητό της Έμιλι που άρχισε να χτυπάει.

Η Έμιλι έκλεισε απογοητευμένη τα μάτια της.

«Έμς, μη!» είπε ξέπνοα ο Μάικλ. Η Έμιλι έβγαλε το κινητό της από την τσέπη της και είδε πως ήταν η μητέρα της.

«Συγγνώμη» είπε η Έμιλι και απάντησε.

«Έμι, έφυγες από το σπίτι και δεν πρόλαβα να σου πω» είπε η μητέρα της από την άλλη γραμμή.

«Έγινε κάτι;» ρώτησε φοβισμένη η Έμιλι.

«Όχι. Απλά εγώ και ο μπαμπάς θα πάμε στη θεία Λόρεν. Σου έχω αφήσει χρήματα για να παραγγείλεις απ’ έξω. Αλλά αν θέλεις μπορείς να μείνεις στης Ντέμυ. Εντάξει;»

«Ναι. Καλά να περάσετε. Γεια».

«Γεια».

Η Έμιλι κλείδωσε το κινητό και κοίταξε την οθόνη. Το μόνο που έβλεπε ήταν μαύρο. Όλα είχαν σκοτεινιάσει. Η Έμιλι κούνησε το κεφάλι της για να ξεθολώσει, αλλά δε δούλεψε. Έπιασε το μέτωπό της και βόγκηξε.

«Έμς;» ρώτησε ανήσυχος ο Μάικλ πίσω της.

«Ναι;» απάντησε αμυδρά η Έμιλι. Ζαλιζόταν αφάνταστα και ένιωθε άρρωστη.

«Έμς, είσαι καλά;»

«Όχι» κλαψούρισε και λιποθύμησε.



Φως έμπαινε μέσα από τα κλειστά της μάτια. Ένα λευκό φως που την ανάγκασε εν τέλει να τα ανοίξει. Όλα γύρω της ήταν άσπρα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της κάμποσες φορές μέχρι που συνήθισε. Βρισκόταν σε κάποιο ιατρείο με λευκά πλακάκια. Έπιασε το κεφάλι της περιμένοντας πάλι να νιώσει πόνο, όπως την προηγούμενη φορά. Μα δε χτύπησα το κεφάλι μου στο έδαφος, σκέφτηκε. Ανακάθισε στο κρεβάτι και κοίταξε τριγύρω της. Άκουσε μια πόρτα να ανοίγει. Ο Μάικλ περπάτησε προς το μέρος της γεμάτος ανακούφιση.

«Πώς είσαι;» τη ρώτησε μόλις βρέθηκε δίπλα της.

«Καλά».

«Μήπως νιώθεις κάποια ζαλάδα; Ή έχεις πονοκέφαλο;»

«Όχι. Πού είμαστε;»

«Στο ιατρείο του αρχηγείου».

«Μάικ… Τι μου συμβαίνει; Έχω κάτι σοβαρό; Σε παρακαλώ, πες μου την αλήθεια».

«Μη φοβάσαι. Δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Αλήθεια. Απλά είναι που χειρίζεσαι όλα τα στοιχεία. Είναι λογικό να έχει επιπτώσεις».

«Κι αν την επόμενη φορά που λιποθυμήσω είμαι μόνη μου; Αν χτυπήσω; Κι αν…»

«Κι αν τι, Έμς;»

«Κι αν δεν είσαι εσύ εκεί;»

«Λοιπόν…» είπε κάνοντας μια μεγάλη παύση για να σκεφτεί. «Μέχρι να σιγουρευτούμε πως έχεις πλήρη έλεγχο με τις δυνάμεις, δε θα σε αφήσουμε από τα μάτια μας. Εντάξει;»

«Εντάξει». Καθώς τον κοιτούσε ήθελε να του μιλήσει για αυτή τη στιγμή που μοιράστηκαν. Παραλίγο να φιληθούν. Παραλίγο να τη φιλήσει. Ήθελε να το συζητήσουν. Αναρωτιόταν αν ήθελε πραγματικά να τη φιλήσει ή αν ήθελε να τη στρεσάρει, για να δει πως θα αντιδράσει και αν θα χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις της. Γαμώτο, Έμς, πάλι βλακεία έκανες! σκέφτηκε.

Rene Rafael