Storm (Κεφάλαιο 2, Μέρος 2)

Η Έμιλι καθόταν μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη στο δωμάτιό της. Είχε φορέσει ένα λουλουδένιο φόρεμα και μαύρες γόβες. Η Μίνα ήταν εκεί και της έφτιαχνε τα μαλλιά. Ανάλαφρες μπούκλες ξεπετάγονταν από το ψαλίδι που χειριζόταν η ξαδέλφη της.

Η Μίνα είχε ισιώσει τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της ενώ φορούσε ένα μαύρο κολλητό φόρεμα.

«Μου είπε η Κέιτ για κάτι βλακείες που έκανε ο Ντάνιελς. Τι είπε πάλι;» ρώτησε ξερά η Μίνα προσπαθώντας να φανεί χαλαρή. Η Έμιλι ρουθούνισε.

«Όχι πάλι με τον Ντάνιελς. Ειλικρινά τον έχω βαρεθεί. Μπορούμε σε παρακαλώ να σταματήσουμε να μιλάμε για εκείνον; Για πάντα ίσως;»

«Το για πάντα είναι πολύ καιρός» είπε δύσπιστα η Μίνα.

«Ας είναι όσος καιρός θέλει το για πάντα… Λοιπόν δε θα μιλάμε για τον κάθε ηλίθιο. Σήμερα έχω γ-ε-ν-έ-θ-λ-ι-α και μερικά πουλάκια μου τιτίβισαν πως θα έρθουν και τα κουκλιά από το Σαίντ Τζούντς. Κανένας Ντάνιελς δε θα μου στερήσει λίγη φάση της προκοπής». Η Μίνα γέλασε.

«Το κατάλαβες ότι η λέξη που χρησιμοποίησες παρεξηγήθηκε, έτσι;» Η Έμιλι έκανε μια μεγάλη παύση. Μετά και οι δυο άρχισαν να γελούν.

Το Jungle ήταν γεμάτο από τις εννιά και μισή. Η Έμιλι μαζί με τη Μίνα έφτασαν στις δέκα και μισή. Η Ντέμυ είχε τηλεφωνήσει, ώστε να συναντηθούν στην είσοδο του κλαμπ.

«Είσαι κούκλα!» είπε η Ντέμυ μόλις την είδε.

«Γεια σου, Ντέμυ» είπε η Μίνα ξερά. Η Ντέμυ ανταπέδωσε τον χαιρετισμό λίγο πιο εύθυμα. Συμπαθούσε τη Μίνα περισσότερο από την Κέιτ και τη Σκάιλερ, αλλά ήταν Σκοτεινή και αυτό δεν άλλαζε τίποτα.

«Μίνα, η Ντέμυ είναι πανέμορφή σήμερα, ε;» Η Μίνα έμεινε για λίγο σιωπηλή. Ένιωθε την παρουσία ενός ξένου Χαρισματικού. Ήταν και αυτό μέρος των δυνάμεών τους, να καταλαβαίνουν εάν και πότε υπάρχει κάποιος χαρισματικός στον χώρο.

«Ε, ναι» είπε, παρότι δεν ήξερε καν τι την είχε ρωτήσει η Έμιλι. Η συζήτηση έληξε και τα κορίτσια μπήκαν μέσα και ανακατεύθηκαν με το πλήθος. Σχεδόν όλο το σχολείο ήταν εκεί, μαζί με αρκετά άτομα που δε γνώριζαν. Ένα κορίτσι από το πρώτο έτος, η Άσλεϊ, πλησίασε την Έμιλι και την πήρε αγκαλιά.

«Χρόνια πολλά, Έμιλι» της είπε. Η Έμιλι την ευχαρίστησε. Η Άσλεϊ γύρισε στην Ντέμυ και της έκανε νόημα στα βάθος του κλαμπ. «Το άφησα εκεί. Ο Ντίλαν κλείδωσε και μου έδωσε του κλειδί για να σου το δώσω» είπε και έδωσε την Ντέμυ ένα μικρό, ασημί κλειδί.

«Τι άφησες εκεί;» ρώτησε ανήξερη η Έμιλι. Η Άσλεϊ πήρε το βλέμμα που παίρνει κάποιος όταν κάνει γκάφα.

«Προβλέπεται να γίνει ο χαμός απόψε.! Να πηγαίνω, με περιμένει ο Τσακ» είπε και έφυγε με ελαφρά πηδηματάκια. Η Έμιλι σταύρωσε τα χέρια της και κοίταξε επίμονα την Ντέμυ.

«Τι έκανα πάλι;» ρώτησε απολογητικά εκείνη.

«Ντιμίτρα Σόουλς, τι σκαρώνεις πάλι;»

«Εγώ; Τίπο-»

«Άσε τα αυτά και πες μου τώρα τι σκαρώνεις, αλλιώς θα φύγω από το πάρτι και η αιτία θα είσαι εσύ». Η Ντέμυ στριφογύρισε τα μάτια της αναστενάζοντας. «Ακολουθήστε με» είπε τελικά ηττημένη. Η Μίνα πέταξε μια δικαιολογία και κατευθύνθηκε προς την έξοδο, διαβεβαιώνοντάς τες ότι θα τις έβρισκε μετά.



«Είσαι τρελή;» φώναξε ταραγμένη η Έμιλι κοιτώντας το γεμάτο με δώρα VIP δωμάτιο του κλαμπ.

«Να μας ευχαριστείς που σου βρήκαμε αυτό το δωμάτιο. Οι περισσότεροι είχαν σκοπό να σου τα δώσουν στο σχολείο. Μπορείς να μου πεις πως θα τα κουβαλούσες όλα αυτά στο σπίτι σου; Ούτε τα μισά από αυτά δε χωράνε στο αυτοκίνητό σου». Η Έμιλι γέλασε.

«Καλά, έχεις δίκιο». Κοίταξε μπερδεμένη και σκεπτική τα δώρα. «Δεν περίμενα τόσα δώρα είναι η αλήθεια». Το κινητό της Ντέμυ δονήθηκε στο τσαντάκι της. Είχε μήνυμα από τον Μάικλ.

Πού είστε; Μόλις μπήκα στο Jungle.

Μακάρι να με αγαπήσει κάποιος όπως αγαπά ο Μάικλ την Έμιλι; σκέφτηκε η Ντέμυ πικραμένη.

«Ντι, είσαι καλά;» ρώτησε η Έμιλι βλέποντας το βλέμμα της Ντέμυ καρφωμένο στο κινητό της.

«Μια χαρά. Καλύτερα να πάμε έξω. Έρχεται κόσμος που θέλει να σου ευχηθεί χρόνια πολλά» είπε η Ντέμυ βάζοντας το κινητό πίσω στο μαύρο τσαντάκι της σε σχήμα καρδιάς, τόσο μικρό που με το ζόρι χωρούσε το i-phone της.



Ο Μάικλ σάρωσε με το βλέμμα του το κάτω πάτωμα του κλαμπ. Αγόρια και κορίτσια συνωστιζόντουσαν για να χορέψουν, ρίβοντας τα σώματα τους ο ένας πάνω στον άλλο σαν ερωτικό κάλεσμα. Όμως ο Μάικλ ήθελε να βρει μόνο ένα πρόσωπο. Τα φώτα του κλαμπ έκαναν τα ρούχα των ανήλικων παιδιών που έπιναν με λαχτάρα ποτήρια γεμάτα αλκοόλ να λάμπουν. Βότκα, τεκίλα και άλλα ποτά θόλωναν το μυαλό και έριχναν τις αναστολές. Ήταν σίγουρος πως η Έμιλι θα ήταν στην πίστα με αυτόν τον Κρις Γκάρεντσον από το Σαίντ Τζούντς που της την έπεφτε. Πλησίασε στο μπαρ και παράγγειλε ένα ποτό. Πιο πολύ διψούσε, παρά ήθελε να μεθύσει. Εξάλλου, για να μεθύσει κανείς από το συγκεκριμένο ποτό έπρεπε να πιει μπόλικα μπουκάλια. Έριξε μια ματιά στη μεγάλη πίστα του Jungle, αλλά η Έμιλι δεν ήταν πουθενά. Ηλίθιε, σκέφτηκε. Ο οικοδεσπότης του πάρτι έχει πρόσβαση και στον πάνω όροφο, εκεί θα είναι, σκέφτηκε και πήγε προς τις σκάλες.



Η Έμιλι και η Ντέμυ είχαν ανέβει στον πάνω όροφο, που ήταν στην ουσία σαν βεράντα. Ήταν γεμάτο με μαύρους δερμάτινους καναπέδες και πολυθρόνες. Η Ντέμυ είχε παραγγείλει μια βότκα, ενώ η Έμιλι δοκίμασε ένα κοκτέιλ ειδικά για εκείνη, που της έφτιαξε ο μπάρμαν. Είχε ένα έντονο γαλάζιο χρώμα. Ήταν ό,τι έπρεπε για να τη δροσίσει, όχι να τη μεθύσει. Η Ντέμυ αντίθετα είχε αποφασίσει να πιει. Ζητούσε τη μια τεκίλα μετά την άλλη, και η Έμιλι αναγκαζόταν να φωνάζει πίσω τον σερβιτόρο και να ακυρώνει τα ποτά.

«Έλα ρε Έμιλιιιιιιιιι, ας το λιγάκι διασκεδάσουμε. Δεν κακό πάθουμε και τίποτα» είπε η Ντέμυ αποδεικνύοντας πόσο είχε μεθύσει.

«Ναι, μωρέ. Δεν κακό πάθουμε και τίποτα. Όταν μου το πεις έτσι όπως είναι κανονικά, ίσως να πιείς ένα νερό. Τώρα θα πιείς καφέ σκέτο».

«Μην είσαι ξενέρωτη. Διασκέδασε μαζί μου». Η Έμιλι πήρε το ποτό από το τραπεζάκι και προχώρησε στα κάγκελα της βεράντας. Δεν μπορούσε να αντέξει τη μεθυσμένη φίλη της. Κοίταξε κάτω τα παιδιά που χόρευαν αμέριμνα. Πήγε να πιει μια γουλιά, όταν το μυαλό της έκανε έναν περίεργο συνειρμό. Το χρώμα της θύμισε τα μάτια του Μάικλ. Το ποτήρι γλίστρησε από τα χέρια της και έπεσε στο πάτωμα, σπάζοντας σε χίλια κομμάτια Για μια στιγμή, νόμιζε πως όλοι θα γυρνούσαν να την κοιτάξουν, αλλά κανένας δεν άκουσε τον θόρυβο, εκτός από την Ντέμυ που γέλασε.

«Ναιιιιιι, ήρθαμε για να τα σπάσουμε εδώ μέσα!» είπε και έπειτα αφιερώθηκε στο μαξιλάρι του καναπέ, που ξαφνικά απέκτησε περισσότερο ενδιαφέρον.

«Ο Κρις Γκάρεντσον είναι κάτω και σε περιμένει» είπε λαχανιασμένη η Μίνα με ένα δυσοίωνο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλια της. Πραγματικά ήρθε τρέχοντας πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες της, λες και την κυνηγούσε κάτι ή είχε συμβεί κάτι συνταρακτικό.

«Τι πράγμα;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Έμιλι.

«Αυτό που άκουσες. Με βρήκε και μου είπε να σου πω να κατέβεις, γιατί ήρθε μόνο για εσένα. Πήγαινε».

«Δεν γίνεται. Κοίτα την Ντέμυ. Έγινε ντίρλα και δεν μπορώ να την αφήσω μόνη της».

«Άσε τις δικαιολογίες και πήγαινε. Θα μείνω εγώ να την προσέχω. Μην ανησυχείς».

«Κρίμα. Θα γινόσουν καταπληκτική ηθοποιός. Μπορείς να αλλάξεις γνώμη, έχεις χρόνο» είπε ειρωνικά.

«Τι με πρόδοσε;»

«Πέρυσι στο πάρτι γενεθλίων του Γκρέγκορ Άντερσον ήπιες ένα μπουκάλι βότκα ολομόναχη, γιατί είχες βάλει στοίχημα με τον Άνταμ Γκάρεντσον. Και τώρα περιμένεις ότι θα πιστέψω πως μέθυσες με δυο ποτηράκια βότκα; Κατά τα άλλα είσαι καταπληκτική ηθοποιός».

«Κοίτα ποια μιλάει» είπε η Ντέμυ καθώς πήγαινε προς τα κάγκελα.

«Σωστά, εγώ είμαι η μόνη που προσποιείται τόσο καιρό. Ενώ εσύ…»

«Εγώ τι; Πότε κορόιδεψα την Έμιλι; Πάντα ήμουν εκεί για εκείνη. Δεν την έπαιρνα τηλέφωνο μόνο όταν με παρατούσε η Κέιτ ή η Σκάιλερ. Ενώ εσύ… Εσύ είσαι αίμα της. Ποτέ δε μοιράστηκες τα μυστικά σου με εκείνη. Την είχατε και εξακολουθείτε να την έχετε στην απ’έξω. Εγώ ποτέ δε θα τολμούσα να της κρατήσω μυστικό ή να της πω τη μισή αλήθεια. Η Έμιλι είναι η καλύτερή μου φίλη. Δε θα την αφήσω ποτέ».

«Α, ώστε της έχεις πει για τους Χαρισματικούς; Κανένα μυστικό, ε;»

«Δεν είναι το ίδιο» διαμαρτυρήθηκε η Ντέμυ με τσιτωμένο πρόσωπο.

«Για εσένα μπορεί να μην είναι. Για εκείνη όμως; Όταν μάθει πως η καλύτερη της φίλη της κρατούσε ένα τέτοιο μυστικό όλα αυτά τα χρόνια, πώς νομίζεις θα αντιδράσει; Λες πως δε θα την αφήσεις ποτέ... Κι αν διαλέξει εμάς;» Η Ντέμυ έμεινε για λίγο σιωπηλή.

«Νομίζεις πως ξέρεις την Έμς τόσο καλά όσο εγώ; Όχι, Μίνα. Η Έμς δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο». Αποκρύθηκε κοιτάζοντας την πίστα με το διαπεραστικό της βλέμμα να σαρώνει τα πρόσωπα των συμμαθητών της που λικνιζόντουσαν στο ρυθμό της μουσικής. Δεν μπορούσε να βρει τον Μάικλ. Είδε την Έμιλι να χορεύει με τον Κρις Γκάρεντσον, έναν ακόμα Σκοτεινό που δε συμπαθούσε. Ήταν ο τύπος των αγοριών που χρησιμοποιούσαν τη γοητεία τους για να επιβάλλουν την κυριαρχία τους. Ψηλός, μελαχρινός, με κεχριμπαρένια μάτια και στυλ μοιραίου γόη. Δεν της άρεσε καθόλου αυτό το στυλ, το σιχαινόταν. Την είχε πατήσει πολλές φορές με τέτοιους. Δε θα το έκανε ξανά.

«Βρε, καλώς τον!» είπε ειρωνικά η Μίνα.

«Πού είναι η Έμιλι;» ρώτησε ο Μάικλ αγνοώντας τη Μίνα.

«Δεν ξέρουμε». απάντησε η Μίνα.

«Χορεύει με τον Κρις Γκάρεντσον κάτω». απάντησε αστραπιαία η Ντέμυ. Θυμός κυρίευσε τον Μάικλ.

«Τι πράγμα;»

«Να μπορούσα να σου κλείσω το στόμα παλιό-» πετάχτηκε η Μίνα αλλά ο Μάικλ την προσπέρασε. Το βλέμμα του έπεσε αμέσως στην Έμιλι. Χόρευε με τον Κρις, σχεδόν τον προκαλούσε να τη φιλήσει.

«Πήγαινε. Αλλιώς ποιος ξέρει τι θα κάνουν αυτοί οι δυο» είπε η Ντέμυ. «Δεν έχουμε και πολλές ευκαιρίες, Μάικλ». του είπε ψιθυριστά. Ο Μάικλ έμεινε για λίγο κοιτάζοντας την Έμιλι να χορεύει, ευχόμενος να ήταν εκείνος στη θέση του Κρις. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έφυγε.



Η Έμιλι διαπίστωσε γρήγορα πως ο Κρις Γκάρεντσον είχε τις προδιαγραφές για μοντέλο του Calvin Klein, αλλά το μυαλό του δεν πρέπει να ήταν μεγαλύτερο από ένα καρύδι. Ήξερε μόνο πώς να την πέφτει σε μια κοπέλα με το βλέμμα. Στα λόγια δεν το είχε… Η συζήτηση πήρε τον κατήφορο, πριν καν της πει χρόνια πολλά. Μάλιστα τη ρώτησε πώς και άνοιξε το κλαμπ Παρασκευή βράδυ…

Τελικά είναι πιο ηλίθιος απ’ ότι περίμενα. Βοήθεια!

Έστειλε στην Ντέμυ.

Εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι… Είμαι ντίρλα, αγάπη μου. Θα σε βοηθήσω όμως. Έρχεται ο…

Έρχεται ο ποιος;

Απάντησε γρήγορα. Η Ντέμυ δε μοιράστηκε την πληροφορία μαζί της. Η Έμιλι τσαντίστηκε ακόμη περισσότερο. Από την μια είχε ένα πεντάχρονο εγκλωβισμένο στο σώμα ενός δεκαεπτάχρονου που δεν ήξερε πού πάνε τα τέσσερα, και από την άλλη είχε την κολλητή της που είχε μεθύσει, παρά τις υποσχέσεις της και τώρα κάποιος, κάποιος άγνωστος θα ερχόταν να τη βοηθήσει. Ή η Μίνα είχε πάρει τηλέφωνο τον πατέρα της Έμιλι να έρθει να τις πάρει από το πάρτι ή ο αδερφός της Ντέμυ θα ερχόταν να τη σώσει, πράγμα αδύνατο, αφού ήταν δυο χρόνια μικρότερος και ο πορτιέρης δε θα τον άφηνε να μπει μέσα.

«Να ‘μαι κι εγώ!» είπε ο Κρις. «Είναι βότκα. Θες;» είπε και της έτεινε το ψηλόλιγνο ποτήρι.

«Μπα. Δε με παίρνει να πιώ και εγώ» απάντησε ξερά.

«Ξέρεις, σκεφτόμουν ότι έχεις πολύ ωραία χείλη. Θα ήθελα πολύ να τα φιλήσω» της είπε πλησιάζοντας επικίνδυνα κοντά. Πού είναι η σωτηρία;

«Ορίστε;»

«Τι ακριβώς δεν κατάλαβες;» της είπε ο Κρις κάνοντας ένα ακόμα βήμα. Το ποτήρι στο χέρι του έσπασε ρίχνοντας όλο το υγρό στο παντελόνι του, ακριβώς πριν τη φιλήσει. Η Έμιλι έμεινε με το στόμα ανοιχτό, προσπαθώντας να μην ξεσπάσει σε νευρικό γέλιο.

«Χίλια συγγνώμη… Δεν… Δεν… Συγγνώμη. Πάω να το καθαρίσω στην τουαλέτα». Η Έμιλι έπνιξε ένα γέλιο.

«Πήγαινε. Εγώ εδώ θα είμαι». Μόλις ο Κρις απομακρύνθηκε, η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα. «Να είσαι σίγουρος» είπε. Η μουσική άλλαξε ξαφνικά, έγινε πιο μυστηριακή, πιο αισθησιακή. Η Έμιλι άρχισε να χορεύει, όταν ένιωσε δυο χέρια να τυλίγονται στη μέση της. Για μια στιγμή η ανάσα της κόπηκε απότομα. Ευχόταν να ήταν ο Μάικλ και όχι ο Κρις.

«Κρις, δε νομίζω πως…» είπε καθώς γυρνούσε, αλλά δεν ήταν αυτός. Σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό της, ο Μάικλ την κοιτούσε με φλεγόμενα μάτια. Ο πόθος του θόλωνε το μυαλό. Τα λόγια που δεν μπορούσε να της πει τόσο καιρό τον χτυπούσαν ανελέητα στην καρδιά, προστάζοντάς τον να τη φιλήσει. Τα χείλη της ήθελαν να παραδοθούν στα δικά του, για να σβήσει τη φωτιά που την έκαιγε στο ερμητικό χείμαρρό του. Ο Μάικλ πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της. Ένιωθε την ανάσα της στο πρόσωπο του. Ο ρυθμός ήταν φρενήρης. Το ήθελαν και οι δυο. Ο κόσμος είχε σκοτεινιάσει γύρω τους, η μουσική έπαψε να αντηχεί στα αυτιά τους. Όμως όλα όσα της είχε κάνει ο Μάικλ τόσο καιρό, ορθώνονταν σαν τοίχος ανάμεσά τους. Και τότε έκανε πίσω.

«Γιατί ήρθες;» τον ρώτησε απότομα.

«Νόμιζα πως ήταν ελεύθερη η είσοδος».

«Σου ξεκαθάρισα πως δε θέλω να σε ξέρω».

«Έμιλι, πρέπει να σου πω κάτι».

«Δε θέλω να ξέρω. Φύγε, Μάικλ. Δε θα μου χαλάσεις την όρεξη στο πάρτι των γενεθλίων μου. Φύγε» του είπε βουρκωμένη. Είχε δίκιο.

«Εντάξει. Θα φύγω» είπε ο Μάικλ και έφυγε. Το κέφι της είχε χαλάσει ήδη. Κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο με τα μπουφάν και πήρε το δικό της. Στην έξοδο του κλαμπ συνάντησε τον Κρις.

«Πού πας;»

«Όχου, άσε μας κι εσύ ρε, Κρις» του είπε και τον παράτησε σύξυλο. Βγήκε στο πίσω μέρος του κλαμπ. Ακούμπησε την πλάτη της στον σκοτεινό τοίχο λίγο πιο μακριά από την πόρτα. Η μουσική του κλαμπ ακουγόταν βουβά μέσα από την κλεισμένη πόρτα. Μερικά δάκρυ κύλησαν στο πρόσωπό της. Δε θα έμπαινε ξανά μέσα στο κλαμπ. Έπρεπε να φύγει. Το κινητό της δονήθηκε.

Πού είσαι; της έστειλε η Ντέμυ.

Δεν ένιωθα καλά και έφυγα. Πες στη Μίνα να σε γυρίσει στο σπίτι σου. Συγγνώμη, της απάντησε η Έμιλι.

Δεν πειράζει, της απάντησε η Ντέμυ. Η Έμιλι έμεινε για λίγο σιωπηλή. Μετά η πόρτα άνοιξε και σταμάτησε να σκέφτεται.

«Σκάσε» είπε ένας φαλακρός, μεγαλόσωμος άντρας που κρατούσε από το μαλλί μια κοπέλα στην ηλικία της Έμιλι.

«Άφησέ με». του φώναζε η κοπέλα αγκομαχώντας.

«Έι» είπε η Έμιλι και πετάχτηκε μέσα από τις σκιές. «Άφησέ την». Ο άντρας έβγαλε από την τσέπη του ένα μαχαίρι και σημάδεψε την κοπέλα στον λαιμό.

«Μην κουνηθείς, κοπελιά. Αλλιώς θα τη σκοτώσω». Η Έμιλι σήκωσε τα χέρια της στον αέρα.

«Ήρεμα. Δε θα κάνω τίποτα».

«Ωραία» είπε με ένα διαβολικό ύφος ο άντρας. «Πρώτα θα σκοτώσω εκείνη. Και μετά θα σκοτώσω εσένα» είπε και άρχισε να πιέζει το μαχαίρι στον λαιμό της κοπέλας. Η Έμιλι ένιωσε θυμό να την κατακλύζει. Αν μπορούσε να κάνει κάτι για να σώσει την κοπέλα θα το έκανε. Βαθιά μέσα της ευχήθηκε να σπάσει το χέρι του άντρα, έτσι ώστε να του πέσει κάτω το μαχαίρι και να πεταχτεί στον τοίχο. Μόλις άνοιξε τα μάτια της ένιωσε να βγαίνει από μέσα της μια ενέργεια και να κατευθύνεται αστραπιαία προς τον άντρα. Ακούστηκε ένα κρακ σαν κόκαλο που έσπαγε και ο άντρας έβγαλε μια πονεμένη κραυγή. Το μαχαίρι έπεσε από τα χέρια του. Ως δια μαγείας, ο άντρας πετάχτηκε με μεγάλη φόρα στον αέρα και προσγειώθηκε προς τον τοίχο. Η κοπέλα άρχισε να βήχει και η Έμιλι πήγε κοντά της.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε.

«Ναι, σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Σου χρωστάω τη ζωή μου» είπε βουρκωμένη.

«Μην ανησυχείς. Πήγαινε εσύ. Θα το φροντίσω εγώ» είπε η Έμιλι με καθόλου θάρρος. Η κοπέλα έφυγε τρέχοντας προς τη αντίθετη μεριά και η Έμιλι άρχισε να πλησιάζει τον άντρα που ήταν σωριασμένος. Στάθηκε από πάνω του και έπιασε το χέρι του για να δει αν είχε σφυγμό. Η ανάσα της κόπηκε.

«Τι έκανα;»

Είσαι ξεχωριστή. Είσαι μια Χαρισματική. Τα λόγια του Μάικλ και των φίλων της αντήχησαν στο κεφάλι της. Τότε δεν τους πίστευε, αλλά τώρα το ήξερε. Ήταν αλήθεια. Αυτός ο κόσμος υπήρχε. Και η Έμιλι ήταν μέρος του. Σκότωσε κάποιον εξ’ αιτίας της δύναμής της. Αυτό θα τη βασάνιζε…

Πήρε το αυτοκίνητό της και οδηγούσε στην κεντρική λεωφόρο για ώρα. Δεν ήξερε πού να πάει. Δεν ήξερε σε ποιον να μιλήσει. Καθώς κατευθυνόταν στην παραλιακή οδό, γύρισε αμέσως το αυτοκίνητο πίσω στην πόλη. Ήξερε πού έπρεπε να πάει.



Ο Μάικλ γύρισε καταπτοημένος από το πάρτι. Άλλαξε σε μια γκρι φόρμα και ένα λευκό φανελάκι και σωριάστηκε στο κρεβάτι. Τον είχε απορρίψει για ακόμα μια φορά. Και είχε δίκιο…

Το κουδούνι διέκοψε τις σκέψεις του. Δεν περίμενε κάποιον και ειδικά το άτομο που στεκόταν τώρα στην πόρτα του. Η Έμιλι στεκόταν με το ζόρι στα πόδια της, με δάκρυα να γεμίζουν το πρόσωπό της και πασαλειμμένη μάσκαρα στα μάγουλά της.

«Έμιλι;» τη ρώτησε ξαφνιασμένος.

«Νομίζω πως σκότωσα κάποιον» είπε η Έμιλι και άρχισε να κλαίει πάλι με λυγμούς.

«Ω, Θεέ μου» είπε και την πήρε αγκαλιά. Χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της για να την καθησυχάσει.

«Μπορώ να μείνω εδώ απόψε;» τον ρώτησε, μόλις την άφησε από την αγκαλιά του.

«Φυσικά» είπε ο Μάικλ και της έκανε χώρο να περάσει μέσα.



Ένα κινητό δονήθηκε σε ένα γραφείο δίπλα από ένα πακέτο Marlboro Gold. Ο Κριςτοφερ Ντάνιελς σήκωσε το τηλέφωνο.

«Μάξγουελ, ελπίζω να έγινε» είπε ανυπόμονα.

«Μάλιστα, κύριε. Έκανα όπως μου ζητήσατε».

«Και η κοπέλα;»

«Είναι Χαρισματική, κύριε».

«Και νομίζει πως σε σκότωσε;»

«Μάλιστα, κύριε».

Καθώς μιλούσε στο τηλέφωνο, έστειλε ένα μήνυμα από τον υπολογιστή του. Του μήνυμα έλεγε: Σκοτώστε τον.

«Μπράβο σου, Μάξγουελ. Χαίρομαι για εσένα. Δε θα σε χρειαστώ ξανά».

«Μάλιστα, κύ-» Πριν προλάβει να ολοκληρώσει, ένας πυροβολισμός ακούστηκε και ο ομιλητής σώπασε για πάντα. Ο Κρίστοφερ έκλεισε το κινητό με ένα χαμόγελο θριάμβου. Είχε πετύχει τον σκοπό του. Η Έμιλι θα πήγαινε με το μέρος τους.

Rene Rafael