147.881
π.Χ.
Πτώση. Ο ουρανός δάκρυσε και φωτεινές χορδές χόρεψαν κατά μήκος του. Μυριάδες χαραγματιές χρωμάτισαν μια ματωμένη αυγή στο περίβλημα της γης. Ανακαλώ την τρομακτική αίσθηση της παράλυσης. Τα φτερά μου αρνούνταν να ακολουθήσουν τις διαταγές μου.
Ο άνεμος άνοιγε στα δυο, για να με αφήσει να ξεχυθώ με
περισσότερη ένταση προς το βαρυτικό πεδίο. Τη στιγμή που σκιζόταν, επιτιθόταν
στο δοχείο μου και με έγδερνε. Είχε την αίσθηση σπασμένων γυαλιών· μα, αντί να
ουρλιάξω από τον πόνο, έπρεπε να κρατήσω το στόμα μου κλειστό πάση θυσία.
Πάλευα να διατηρήσω μία μορφή αυτοελέγχου.
Η ανάσα μου είχε κοπεί. Τα άκρα μου τρεμούλιαζαν,
ακολουθώντας τον αναπάντεχο χορό των μυών μου. Ήμουν τρομοκρατημένος. Αλλά,
παρά το μάζεμα της ψυχής μου, η αδρεναλίνη με ώθησε να ανοίξω τα μάτια και να
διακρίνω τον φωτεινό θόλο που με τύλιγε. Το ηλιοβασίλεμα ενωνόταν με τις
χρυσαφιές κλωστές της πτώσης των αδερφών μου. Ποτέ ξανά δεν είχα έρθει
αντιμέτωπος με ένα τόσο αποτρόπαιο και συνάμα σαγηνευτικό θέαμα.
Οι Άγγελοι πέφτουν πάντοτε
ανάσκελα, συνειδητοποίησα.
Είχα δει πολλές φορές τα βασανισμένα πρόσωπα των αδερφών
μου. Είχα λυπηθεί τη στιγμή που τα φτερά τους ράγιζαν υπό το βάρος των επιλογών
τους. Ποτέ δεν είχα καταλάβει, όμως, πως υπήρχε ένας άγραφος κανόνας, που
υπαγόρευε να κοιτάζεις όσα χάνεις και να καταρρέεις προς το άγνωστο μαρτύριο
της ζωής. Ή πως το πλήγμα της πρόσκρουσης ήταν φτιαγμένο για να τσακίσει την
καρφωμένη στην πλάτη ελευθερία μας.
Έβγαλα μια κραυγή, καθώς η φωτεινή ουσία μου έσβηνε. Όσο πιο
κοντά στο έδαφος βρισκόμουν, τόσο πιο πολύ σκοτάδι εισέπνεα και εξέπνεα.
Ολόκληρο το σώμα μου αναταρασσόταν από σπασμούς οδύνης. Κάτι άλλαζε. Η ύλη μου
γινόταν περισσότερο σταθερή και έπαυε να ακτινοβολεί. Δεν ήμουν διαφανής και το
βάρος μου ήταν απερίγραπτο. Η ταχύτητα μου έκοβε την ανάσα, μου ξέσκιζε τα
σωθικά. Το χειρότερο ήταν το φορτίο που έσκαγε με μένος στο στέρνο μου. Έμοιαζε
με δυνατή γροθιά, που απειλούσε να με αφήσει αναίσθητο.
Σε εκείνη την ακίδα χρόνου, θυμάμαι, απελπίστηκα. Ένιωσα πως
αυτός ο πόνος θα με οδηγούσε στο απόλυτο κενό. Στο τέλος μου. Στο τίποτα. Μα
ένας εκκωφαντικός ήχος ανέτρεψε κάθε μου σκέψη. Κόκαλα ράγισαν, σάρκα έλιωσε,
φτερά έσπασαν.
Η πτώση με είχε διαλύσει. Στον ουρανό συνέχιζαν να
απλώνονται μαγευτικές πινελιές και παντού αντηχούσαν κρότοι και συριγμοί. Μόνο
που τα αυτιά μου δεν μπορούσαν να ακούσουν τίποτα, πέρα από ένα ανατριχιαστικό
βουητό. Τότε δεν καταλάβαινα τι σήμαιναν οι ήχοι ή πώς να τους ονομάσω, μα τώρα
αντιλαλούν στη σκέψη μου σαν εκατομμύρια κρυστάλλους που σπάζουν στο πάτωμα,
ενώ στο φόντο συνοδεύονται από ανατριχιαστικούς συριγμούς στερνών αναπνοών. Τα
μάτια μου είχαν χαθεί μέσα σε έναν εβένινο βούρκο και αδυνατούσα να σαλέψω. Ένα
γαργαλιστικό, ζεματιστό υγρό κατρακυλούσε πάνω από κάθε μου κύτταρο. Ήταν
δυνατόν να αιμορραγούσα; Σε τι είχα μεταμορφωθεί;
Ήθελα να σταματήσω να αναπνέω, αλλά τα διαβολεμένα μου
πνευμόνια συνέχιζαν να τραβούν αέρα. Δεν καταλάβαινα ούτε και τη δική τους
χρησιμότητα. Πλέον θα το χαρακτήριζα σαν ένα συνεχές πουάρ, το οποίο γέμιζε
κάθε φορά που η ζωή το άδειαζε αυτόματα.
Το βάρος στο
στέρνο μου είχε μετατραπεί σε ένα ασταμάτητο και εύθραυστο ταμπούρλο.
Αντιλαμβανόμουν πως, αν ο ρυθμός έπαυε, θα έπαυε και η ύπαρξή μου μαζί.
Το κορμί μου δεν είχε ολοκληρώσει την τελετουργία της
πτώσης. Ανασύρθηκε μόνο του από το έδαφος και αιωρήθηκε. Ο κρατήρας που είχε
σχηματιστεί από τη σύγκρουση με περιέβαλλε προστατευτικά. Σπινθήρες φωτός
εμφανίστηκαν από το πουθενά και διείσδυσαν στο σακατεμένο μου κορμί, επουλώνοντας
κάθε πληγή – εκτός από τα φτερά μου. Εκείνα παρέπαιαν, τσακισμένα. Κρέμονταν
άψυχα από την πλάτη μου. Είχα δει την ίδια διαδικασία να συμβαίνει σε χαμένα
αδέρφια· μα δεν είχα ιδέα πόσο πονούσε η ένωση των σπασμένων οστών, η σύνδεση
των αποκομμένων μυών ή η σμίξη του σκισμένου δέρματος.
Σταδιακά, ο άνεμος χαλάρωσε το κράτημά του και με εναπόθεσε
απαλά στο έδαφος. Η σάρκα και ο σκελετός μου είχαν επανέλθει στη φυσιολογική
τους κατάσταση – όποια και αν ήταν αυτή. Το βασανιστήριό μου είχε περιοριστεί
στις δύο προεξοχές της πλάτης μου, τα κάποτε υπερήφανα εμβλήματα της χάρης μου.
Γονάτισα, εξετάζοντας τα χέρια και τυλίγοντας με αυτά την
καρδιά. Ναι, εκείνη με τρομοκρατούσε όσο τίποτα. Η καρδιά. Σαν να μην έφτανε το
ασήκωτο αυτό φορτίο, πίδακες σκότους ξεπήδησαν από το έδαφος και την τρύπησαν.
Σύρθηκαν μέσα της σαν ερπετά και ένιωσα το σώμα μου να μετατρέπεται σε εχθρό
μου.
Στη Γη δεν υπήρχαν τέλεια όντα. Η αγνότητά μας έπρεπε να
σπιλωθεί από τα σκοτάδια της θνητής ύπαρξης, ώστε να μπορέσουμε να βαδίσουμε
ανάμεσα σε θνητά πλάσματα. Είχαμε ακούσει ιστορίες για αδερφούς και αδερφές που
είχαν αλλοιωθεί από την εκούσια πτώση τους. Μα τώρα όλοι οι Άγγελοι ήταν
αναγκασμένοι να διαμοιραστούν στη Γη. Δεν είχαμε επιλογή.
Σκοτάδι και φως πάλεψαν σαν αδηφάγα όρνια μέσα μου και
ούρλιαξα. Με καταβρόχθιζαν. Καιγόμουν. Υπέφερα. Ο λαιμός μου έφραξε και οι
φωνητικές χορδές έπαψαν να τραυματίζονται. Έπεσα. Αυτή ήταν η αληθινή πτώση. Μη με ρωτήσεις τι απέγινα…
Περισσότερο σκοτάδι παρά φως μού απέμεινε. Έφταιγε που η
πίστη μου στον Πατέρα είχε κλονιστεί; Μήπως ο φόβος μου για αυτόν τον νέο κόσμο
είχε μετατραπεί σε τροφή για τις γήινες σκιές; Δεν ξέρω, μα με κατασπάραξαν και
με άφησαν άδειο· ένα φωτεινό ψηφιδωτό, με περισσότερες σχισμές από όσες άντεχε
η δομή του.
Θα μπορούσα να σβήσω τη λάμψη και να ζήσω για πάντα στην
άβυσσο, μα δεν το έκανα.
Όμως,
βέβαια, δεν αρκούσε το φως μου για να ξορκίσει τις σκιές. Κι έτσι, απέμεινα δούλος μιας
αέναης μάχης.
Στρατιώτης
νούμερο δύο εκατομμύρια εκατόν τριάντα δύο χιλιάδες ένα.
Το όνομά μου, Άζραελ.
Ράνια Ταλαδιανού
Συνέχισε στο Κεφάλαιο 1