Η πτώση της Εύας Ι - Μνήμη (Κεφάλαιο 1 - Μέρος 1)

20.7.2018

Πόρτο Ράφτη, Ελλάδα

Εύα Μαρνέζου

Στριφογύρισα στον καναπέ, αρπάζοντας το μυστικό κουτί των αναμνήσεων. Το βόλευα ανάμεσα από τα πολυκαιρισμένα πόδια του, συνηθισμένη από την παιδική μου ηλικία και τον καιρό που έκρυβα τα πολύτιμα αντικείμενά μου κάτω από το κρεβάτι. Εισέπνευσα αργά, απολαμβάνοντας την ξύλινη μυρωδιά του σαλονιού.

Πότε θα έρθει; αναρωτήθηκα, όσο έριχνα μια ανυπόμονη ματιά στην πόρτα.

Προσπαθούσα να παραμείνω καρφωμένη στο παρόν. Πάλι τα ίδια. Το μυαλό μου γλιστρούσε πίσω, σε στιγμές που θα μπορούσα να είχα ζήσει. Αν είχα τη μητέρα μου για περισσότερα χρόνια κοντά μου. Αν η γιαγιά δεν είχε ενδώσει στα γηρατειά. Αν δεν έμενα στο αναθεματισμένο μικρό διαμέρισμα αλλά στη μονοκατοικία όπου μεγάλωσα, χωρίς να με στοιχειώνει η απουσία.

Καθάρισα το πρόσωπό μου από μερικές ενοχλητικές τούφες και ξεφύσησα. Άνοιξα το άλμπουμ των φωτογραφιών. Έριξα όλο το βάρος της προσοχής μου σε μια από τις αγαπημένες μου ομαδικές φωτογραφίες. Η Ιόλη, η παιδική μου φίλη, έκλεινε το μάτι στον φακό αισθησιακά. Μειδίασα. Έπιασα τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν, όπως και στο χαρτί, παρατηρώντας το χέρι του Άρη να σφίγγει τη μέση μου, ενώ έδειχνε στον φακό τα τρία εισιτήρια με προορισμό το Τσιαμπίνο της Ρώμης. Αυτά ήταν τα μέλη της οικογένειας που είχα διαλέξει. Πίεσα τα χείλη μου να σχηματίσουν ένα χαμόγελο. Όσα έχω είναι περισσότερα από όσα μου λείπουν, επανέλαβα στον εαυτό μου, όπως έκανα πάντα.

Το κουδούνι χτύπησε και έκρυψα βιαστικά το άλμπουμ των φωτογραφιών πίσω στο κουτί κι από εκεί στο πάτωμα. Με λίγη τύχη, θα ήταν ο Άρης και όχι η τρελή μου γειτόνισσα, η κυρία Φρόσω. Αφότου κοίμιζε τη μικρή του αδερφή, ερχόταν στο διαμέρισμά μου κι έκανε κατάληψη στο κρεβάτι μου. Είχα συνηθίσει τόσο την παρουσία του, που, αν κάποια νύχτα την ξόδευα ολομόναχη, δυσκολευόμουν να κοιμηθώ. Αυτό ήταν ό,τι πιο κοντινό είχα σε σχέση και η ψυχαναγκαστική μου φύση μού επέβαλλε να το κρατήσω σε αυτό το επίπεδο, για να μην περιπλεχτούν τα πράγματα.

Όλα ήταν φυσιολογικά, μέχρι που έφτασε εκείνο το βράδυ, στις οκτώ Σεπτεμβρίου. Το απαλό θρόισμα των φύλλων αγκάλιασε το ετοιμόρροπο κτήριο. Το μικρό μου διαμέρισμα φωτίστηκε στιγμιαία, καθώς έβγαζα τα ρούχα μου ταραγμένη. Ήταν περασμένες δώδεκα και ο Άρης δεν θα εμφανιζόταν, για να καταπραΰνει την αναστάτωσή μου. Βρισκόμουν κουκουλωμένη με το σεντόνι και ονειρευόμουν τον ίδιο τυραννικό εφιάλτη που με βασάνιζε από την ενηλικίωση και έπειτα. Σύντομα θα έκλεινα το εικοστό τέταρτο έτος μου, και συνολικά έξι χρόνια που οι εφιάλτες μου είχαν γίνει τρόπος ζωής.

Το πέπλο των ονείρων βαφόταν πράσινο και εισχωρούσα στον κήπο της Εδέμ. Περπατούσα ξυπόλυτη κατά μήκος μιας επίστρωσης φύλλων. Τα μαλλιά μου ανέμιζαν, αφήνοντας απαλά χάδια στους ώμους μου. Για πολλοστή φορά, τα βήματά μου με οδηγούσαν σε ένα γέρικο δέντρο. Ο κορμός του καταλάμβανε μεγάλη έκταση και εγειρόταν κατακόρυφα, με τα κλαδιά να τολμούν να επεκταθούν ακόμα περισσότερο και να τρυπήσουν τον ουρανό. Κάθε μέλος του δέντρου καλυπτόταν από φυλλωσιές· άλλοτε από τη δική του και άλλοτε από μια πυκνή στρώση τρίλοβων φύλλων κισσού. Η καρδιά του κήπου, ήταν η μοναδική σκέψη που καρφωνόταν στο κεφάλι μου.

Προχωρούσα καταπιέζοντας το δέος που με ακινητοποιούσε και σύντομα η φυλλωσιά με επισκίαζε. Ως άτομο διάσημο για την απροσεξία του, σκόνταφτα σε κάτι σκληρό και ανυποχώρητο. Κάθε φορά έπεφτα στο ίδιο ακριβώς σημείο. Ξανά και ξανά. Το έδαφος με υποδεχόταν και μια έκρηξη πόνου θάμπωνε τις αισθήσεις μου. Ψηλαφώντας τον περίγυρό μου ανακάλυπτα έναν άλλο κόσμο, ο οποίος ελισσόταν σαν ορδή φιδιών στο έδαφος. Οι ρίζες του δέντρου παρέμεναν στην επιφάνεια του εδάφους και διαπλέκονταν μεταξύ τους.

Μια βροντή προμήνυε την επερχόμενη κακοκαιρία. Η ατμόσφαιρα ψυχραινόταν κι εγώ αγκάλιαζα τον εαυτό μου. Μισόκλεινα τα μάτια μου, αδυνατώντας να διακρίνω τα υπόλοιπα δέντρα εξαιτίας μιας ενοχλητικής ομίχλης.

Μικρή κραυγή και απότομο τίναγμα. Κάτι ανατριχιαστικό γλιστρούσε κατά μήκος του ώμου μου και συνέχιζε την πορεία του προς το χέρι μου. Πεταγόμουν στον αέρα, πάσχιζα να απελευθερώσω το χέρι μου από τον… κοπανιστό αέρα. Πριν να βγάλω συμπεράσματα υπέρ της ύπαρξης φαντασμάτων, το βλέμμα μου ταξίδευε με την κυματιστή κίνηση ενός ξεστρατισμένου φύλλου.

Τον ανακουφισμένο μου αναστεναγμό κάλυπτε μια ακόμα πιο δυνατή βροντή. Ο καιρός συνέχιζε να επιδεινώνεται, μετατρέποντας την υγρασία σε ψιχάλισμα και αυτό σε μπόρα. Κάλυπτα το κεφάλι μου και ύψωνα το βλέμμα, αναζητώντας τον συννεφιασμένο ουρανό. Αντί για αυτό, ερχόμουν αντιμέτωπη με εκατομμύρια φύλλα που ήταν φτερά στον άνεμο. Βρισκόμουν κάτω από ένα δέντρο που πέθαινε. Τα κλαδιά γυμνώνονταν και τα φύλλα γίνονταν ένα με τις σταγόνες του ουρανού. Θύμιζαν δάκρυα. Λίγο πριν ξυπνήσω, με τύλιγε μια μυρωδιά από σανταλόξυλο και αρμύρα· οικεία και ξένη την ίδια στιγμή.

Αυτός ήταν ο εφιάλτης μου. Ήμουν καταδικασμένη να επισκέπτομαι την Εδέμ ξανά και ξανά. Κάθε φορά έβρισκα το δέντρο, σκόνταφτα, φοβόμουν, πάγωνα και το έχανα, ενόσω νεκρωνόταν μπροστά στα μάτια μου. Εκείνο το βράδυ, όμως, το όνειρο ήταν διαφορετικό. Το άρωμα είχε παρασυρθεί στην πραγματικότητα. Σύντομα, είχα συνειδητοποιήσει πως δεν βρισκόμουν μόνη στο δωμάτιο.

Όλα άλλαξαν έκτοτε. Μα ίσως και να υπήρξαν σημάδια. Μπορούσα να είχα προβλέψει πως κάτι επικίνδυνο πλανιόταν στην ατμόσφαιρα από την αρχή του προηγούμενου μήνα. Αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω. Η πραγματική αρχή ήταν το καταραμένο όνειρο, ψιθύριζε το υποσυνείδητό μου, ενοχλημένο από την άγνοιά μου. Τι θα μπορούσε να σημαίνει ένα όνειρο;

Ας επιστρέψουμε, όμως, στην πραγματικότητα. Η ιστορία μας δεν ξεκινά από εκεί, μα από τα πρώτα θραύσματα πάγου, αρκετές ημέρες νωρίτερα. Ας τοποθετηθούμε ξανά στο σπίτι, κοντά στον Άρη.

«Θα φάμε τίποτα για βράδυ;» με ρώτησε, πιάνοντας την κοιλιά του σαν να υπέφερε.

Τον στραβοκοίταξα, με ένα χαμόγελο να σκαρφαλώνει στην επιφάνεια των χειλιών μου.

«Είναι ώρα για ύπνο, και σήμερα θα προλάβω εγώ το κρεβάτι. Αν θες, φάε κάτι όσο θα βολεύεσαι στον καναπέ» αποκρίθηκα με λίγο νάζι, όσο έτρεχα στον διάδρομο τον οποίο υποδεχόταν η μικρή κρεβατοκάμαρά μου.

Ράνια Ταλαδιανού

Διάβασε το δεύτερο μέρος του κεφαλαίου ΕΔΩ