Storm (Κεφάλαιο 15)

Η Πένι έτρεχε αναστατωμένη σε ολόκληρο το σπίτι. Δεν μπορούσε να βρει το μαγιό της.

«Ρε Πένι, αμάν πια!» φώναξε ο αδερφός της από το σαλόνι.

«Σκάσε, Τζάστιν. Μη μου πηγαίνεις κόντρα, γιατί θα πάρω τηλέφωνο τη μαμά και θα της πω πως πάλι έπινες με τα φιλαράκια σου από το πανεπιστήμιο».

«Μα είχαμε πάρτι… Κλείναμε για τις ανοιξιάτικες διακοπές» είπε και σηκώθηκε από τον καναπέ. Το προηγούμενο βράδυ, η Πένι γύρισε άρον άρον στο σπίτι από το πάρτι, λόγω του συναγερμού φωτιάς, και βρήκε τον αδερφό της τύφλα από το μεθύσι, χυμένο στον καναπέ.

«Και τι ακριβώς ψάχνεις;» τη ρώτησε κάνοντας πίσω μερικές τούφες που έπεφταν μπροστά στα μάτια του.

«Δε νομίζω να ξέρεις πού βρίσκεται αυτό που ψάχνω» απάντησε η Πένι ανεβαίνοντας πάλι στο δωμάτιό της.

«Αν ψάχνεις το μαγιό σου, δε θα το βρεις στο δωμάτιό σου» φώναξε ο Τζάστιν.

Η Πένι κατέβηκε τις σκάλες σαν σίφουνας.

«Τι το έκανες; Τι έκανες με το μαγιό μου;» φώναξε αγανακτισμένη.

«Σιγά, χαλάρωσε, Νόρμαν Μπέιτς… Δεν έκανα τίποτα με το μαγιό σου. Απλά ξέρω πως πέρυσι, αφού γυρίσαμε από τις διακοπές στο εξοχικό, η μαμά έβαλε τα μαγιό στον σάκο, ο οποίος βρίσκεται στην αποθήκη. Αλλά πριν πας να το βρεις, βάλε μου μια κούπα καφέ, σαν καλή μικρή αδελφή, εντάξει;»

Η Πένι -προς έκπληξή του- όντως πήγε στην κουζίνα και γέμισε μια κούπα ζεστό καφέ. Γύρισε στο σαλόνι και την έδωσε στον Τζάστιν. Εκείνος ήπιε μια γουλιά και μόρφασε. Το ήξερε πως κάποιο λάκκο είχε η φάβα.

«Αυτός ο καφές είναι δηλητήριο. Βάλε μου λίγη ζάχαρη».

«Για εσένα ο καφές σήμερα είναι σκέτος… Πίνεις χωρίς να σκεφτείς την επόμενη μέρα. Πίνε!» είπε η Πένι φεύγοντας. «Και μην ψάξεις για ζάχαρη… Την έχω κρύψει» φώναξε πηγαίνοντας στην αποθήκη.





«Καλημέρα, Έμς» είπε ο Τζορτζ Τόμσεν. Η Έμιλι τον καλημέρισε με ένα φιλί στο μάγουλο.

«Το αυτοκίνητο είναι φουλαρισμένο με βενζίνη. Λεφτά έχει στο τραπεζάκι στο σαλόνι και έχω ενεργοποιήσει το GPS» της είπε φτιάχνοντας τοστ.

«Δε με εμπιστεύεσαι, έτσι δεν είναι;» ρώτησε δήθεν θιγμένη η Έμιλι.

«Φυσικά και σε εμπιστεύομαι. Απλά φροντίζω για την ασφάλεια της κόρης μου. Κάποιον άλλο δεν εμπιστεύομαι».

«Μπαμπά! Γιατί δε συμπαθείς τον Μάικλ;»

«Είναι… καλό παιδί. Απλά νιώθω την παρόρμηση να προστατεύω την κόρη μου από το να πληγωθεί. Και τα αγόρια σε αυτή την ηλικία πληγώνουν ευκολότερα απ’ όσο περιμένεις».

«Κι εσύ πλήγωνες τη μαμά στο λύκειο;» ρώτησε παιχνιδιάρικα η Έμιλι.

«Με τη μητέρα σου ήταν αλλιώς» απάντησε ο πατέρας της και της έδωσε το τοστ. «Ήμουν ερωτευμένος με τη μαμά σου και το ίδιο εκείνη».

«Είσαι σίγουρος για αυτό;» τον ρώτησε και έφαγε μια μπουκιά.

«Για πιο πράγμα;»

«Για το αν η μαμά ήταν ερωτευμένη μαζί σου».

Ο μπαμπάς της γέλασε.

«Καλό».

Η Έμιλι δάγκωσε μια ακόμα μπουκιά από το τοστ.

«Μπορείς να τον φέρεις για φαγητό καμία φορά» είπε ο πατέρας της γεμίζοντας μια κούπα καφέ. Εκείνη του έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα.

«Τον Μάικλ» της εξήγησε. Η Έμιλι κοίταξε σοκαρισμένη τον πατέρα της. Έπειτα χαχάνισε.

«Οφείλω να πω πως με εξέπληξες για μια στιγμή, μπαμπά» είπε γελώντας.

«Το εννοώ» της είπε σοβαρά. «Αν θέλεις μπορείς να καλέσεις τον Μάικλ για να φάμε όλοι μαζί».

«Για να περάσεις τον Μάικλ από την Ιερά Εξέταση του Τζορτζ Τόμσεν; Όχι, ευχαριστώ».

«Ιερά Εξέταση; Σοβαρά τώρα;» ρώτησε γελώντας.

«Τα ίδια έκανες και με τον Άνταμ. Άνταμ, τι δουλειά κάνουν οι γονείς σου; Άνταμ, ασχολείσαι με κάποιο άθλημα; Άνταμ, έχεις σκεφτεί τι θα κάνεις μετά το λύκειο;»

«Είναι κακό να νοιάζομαι για το αγόρι της κόρης μου;»

«Όχι. Αλλά εσύ ψάχνεις να βρεις κάτι για να τον μισείς».

«Νομίζεις πως είμαι κακός πατέρας, νεαρά μου;» τη ρώτησε πειρακτικά.

Αυτή ήταν η σχέση της Έμιλι με τους γονείς της. Με τη μητέρα της ήταν σαν δυο κολλητές και μιλούσαν για όλα, το ίδιο και με τον πατέρα της.

«Νομίζω πως υπερβάλεις με την προστασία της μοναχοκόρης σου. Και η μοναχοκόρη σου, έτσι όπως κάνεις, φοβάται να σου φέρει το αγόρι της».

«Αν ο Ντάνιελς δεν έχει λερωμένη τη φωλιά του, τότε δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται».

Η Έμιλι έμεινε για λίγο σκεπτική.

«Αν τον φέρεις σε δύσκολη θέση για το οτιδήποτε, το μόνο αγόρι που θα ξανά γνωρίσεις, θα είναι… ο άντρας μου. Τον οποίο θα έχω παντρευτεί κρυφά από εσένα».

«Εντάξει».

«Τα κορίτσια είναι απ’ έξω. Φεύγω. Σ’ αγαπάω, μπαμπά» είπε και πήγε στο σαλόνι παίρνοντας τον σάκο, τα χρήματα και τα κλειδιά του αυτοκινήτου της.

«Να προσέχεις. Και φρόνιμα» της φώναξε ο πατέρας της καθώς εκείνη έβγαινε από το σπίτι.

«Έμς!» είπε χαρούμενη η Ντέμυ.

«Καλημέρα!»

«Έτοιμες;» ρώτησε ανυπόμονα η Φαίη.

«Ω, ναι!» απάντησε η Έμιλι γελώντας. «Σάντα Κρουζ, ερχόμαστε!» φώναξε.

Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και ο πατέρας της ξεπρόβαλε στην πόρτα.

«Φρόνιμα!» της είπε με αυστηρό ύφος και έκλεισε ξανά την πόρτα.

Τα κορίτσια γέλασαν και μπήκαν στο αυτοκίνητο της Έμιλι.





Μόλις έφτασαν στο εξοχικό, το πρώτο πράγμα που έκαναν τα κορίτσια ήταν να φορέσουν τα μαγιό τους.

«Θα πάμε τώρα στην παραλία;» ρώτησε η Φαίη.

«Μπορούμε να πάμε στην παραλία οποιαδήποτε ώρα θέλουμε, η παραλία είναι μόλις τριακόσια μέτρα από εδώ» απάντησε η Πένι.

Η Έμιλι κάθισε σε έναν καναπέ και αναστέναξε γεμάτη ανακούφιση.

«Δίκιο έχει. Ήμασταν στο αυτοκίνητο για τουλάχιστον δύο ώρες. Ας ξεκουραστούμε λιγάκι» είπε και ξάπλωσε.

Η πόρτα χτύπησε και η Πένι πήγε για να ανοίξει.

«Ποιος να είναι;» ρώτησε η Φαίη.

«Ιδέα δεν έχω» απάντησε η Ντέμυ που είχε απλωθεί σε μια πολυθρόνα.

Η Έμιλι, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη και κοιτούσε το ταβάνι, άκουσε μια γνώριμη φωνή.

Μπα… Λάθος κάνω… Δεν μπορεί να είναι ο-

«Μάικ;» ρώτησε σαστισμένη, μόλις εκείνος βρέθηκε από πάνω της. Σηκώθηκε από τον καναπέ και του έδωσε ένα φιλί.

«Τι κάνετε εδώ πέρα;» τον ρώτησε μόλις είδε και την υπόλοιπη παρέα να μπαίνει μέσα στο σαλόνι.

«Την τύχη μου» ψιθύρισε αμήχανα η Ντέμυ μόλις είδε τον Άλεξ.

«Δε σας είπε η Πένι πως θα έρθουμε;» ρώτησε ο Σαμ βλέποντας τις αντιδράσεις των κοριτσιών.

«Σκεφτήκαμε με την Πένι να σας κάνουμε έκπληξη» είπε ο Σάιμον μπαίνοντας στο σαλόνι.

«Εδώ θα μείνετε;» ρώτησε η Ντέμυ.

«Όχι. Οι γονείς μου έχουν κι εκείνοι εξοχικό εδώ. Για την ακρίβεια είναι λιγότερο από δέκα λεπτά από εδώ. Θέλετε να έρθετε από εκεί;» απάντησε ο Σάιμον.

«Γιατί όχι;» απάντησε η Έμιλι.

«Το σπίτι είναι ακριβώς μπροστά στην παραλία… Μπορούμε να κάτσουμε για λίγο πάνω στο σπίτι, το οποίο έχει πισίνα και τζακούζι, να φάμε και το απογευματάκι να κατέβουμε στην παραλία για μπάνιο» είπε ο Μάικλ.

«Εμένα μου ακούγεται τέλεια ιδέα. Εμπρός» είπε η Πένι.





Το εξοχικό του Σάιμον ήταν δυο φορές μεγαλύτερο από εκείνο της Πένι. Ήταν κυριολεκτικά μια πολυτελής βίλα που έβλεπε στον Ειρηνικό Ωκεανό. Είχε δυο ορόφους και στη βεράντα υπήρχε μια μεγάλη πισίνα και δίπλα του ένα αρκετά ευρύχωρο τζακούζι. Σε μια γωνία, υπήρχε και μια μεγάλη μπάρα πίσω από την οποία υπήρχε ένα ψυγείο. Αφού έφαγαν για μεσημέρι και κοιμήθηκαν για λίγο το απόγευμα βγήκαν στην ταράτσα.

«Τι θέλετε να πιείτε, παιδιά;» ρώτησε ο Σάιμον, πηγαίνοντας πίσω από την μπάρα.

«Εσύ θα τα φτιάξεις;» ρώτησε η Έμιλι.

«Φυσικά!» απάντησε ο Σάιμον.

«Ε, τότε ένα διπλό ποντικοφάρμακο με πάγο για εμένα» είπε η Έμιλι γελώντας.

«Έτσι για να ξέρεις, Έμς, φτιάχνω τέλεια ποτά» της απάντησε ο Σάιμον βγάζοντας εννιά ποτήρια στον πάγκο.

«Ελπίζω να ισχύει» είπε η Έμιλι και κάθισε σε μια ξαπλώστρα. Κοίταξε τον Μάικλ, ο οποίος κοιτούσε πέρα στον ωκεανό. Της φάνηκε κάπως απόμακρος το πρωί.

«Γιατί δε μου είπες πως θα ερχόσασταν εδώ;» του ψιθύρισε.

«Ήθελα να σου κάνω έκπληξη. Δεν πιστεύω να σε πείραξε» της απάντησε ψιθυριστά και ψυχρά.

«Μάικ, συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε.

Εκείνος γύρισε και την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα με ένα κενό βλέμμα και έπειτα ξανά γύρισε το κεφάλι του προς τον ωκεανό.

«Όχι. Όλα είναι μια χαρά». Δεν ήταν καλός στα ψέματα.





Η Ντέμυ σηκώθηκε από την ξαπλώστρα της και πήγε μέσα στο σπίτι. Είχε ξεχάσει πως ο Άλεξ είχε επίσης μπει μέσα και χωρίς να το περιμένει έπεσε πάνω του.

«Συγγνώμη» είπε λιγάκι ξαφνιασμένη.

«Δεν πειράζει» της απάντησε εκείνος. Έμειναν για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητοι και κοιτούσαν ο ένας τον άλλον.

«Εμ, εγώ πάω έξω» είπε ο Άλεξ και γύρισε για να φύγει.

«Περίμενε» είπε η Ντέμυ πριν προλάβει να το σκεφτεί. «Συγγνώμη για τον τρόπο που σου μίλησα χθες… Δεν εννοούσα όσα είπα».

«Δεν πειράζει. Αλήθεια. Ούτε κι εγώ εννοούσα όσα σου είπα» της είπε εκείνος.

«Αλλά είσαι ψώνιο… λιγάκι».

Ο Άλεξ γέλασε και κούνησε το κεφάλι. Ήταν κάπως αλήθεια, έπρεπε να το παραδεχτεί.





«Νομίζω πως είναι νευριασμένος μαζί μου» είπε η Έμιλι στην Ντέμυ, μόλις ο Μάικλ πήγε στο δωμάτιό του για να φορέσει το μαγιό του.

«Γιατί να είναι νευριασμένος μαζί σου;» ρώτησε η Ντέμυ.

«Δεν έχω ιδέα» απάντησε η Έμιλι.

«Είμαι έτοιμος» είπε ο Μάικλ βγαίνοντας ξανά στη βεράντα.

«Παιδιά, εσείς πηγαίνετε. Εγώ και ο Μάικλ θα έρθουμε σε λίγο» είπε η Έμιλι.

«Γιατί;» ρώτησε ο Μάικλ.

«Γιατί θέλω να μιλήσουμε» απάντησε εκνευρισμένη η Έμιλι και χρησιμοποίησε τη δύναμη της, δείχνοντας στον Μάικλ τα μάτια της.

Εκείνος δάγκωσε τα χείλη του κατεβάζοντας το κεφάλι του.

«Θα έρθουμε σε λίγο» είπε στα υπόλοιπα παιδιά.

«Σοβαρά τώρα, τι συμβαίνει;» τον ρώτησε εκνευρισμένη.

«Τίποτα» της απάντησε εκείνος ξερά.

«Και περιμένεις να σε πιστέψω τώρα; Έτσι συμπεριφέρεσαι όταν δε συμβαίνει τίποτα;»

«Μα δε συμβαίνει τίποτα».

«Ξέρεις κάτι; Κράτα το για τον εαυτό σου. Ό,τι και να συμβαίνει κράτα το μόνο για τον εαυτό σου. Και μπορείς να μείνεις μόνος σου για το υπόλοιπο των ανοιξιάτικων διακοπών και να το σκεφτείς. Γιατί εγώ θα πάρω το αυτοκίνητό μου και θα φύγω» είπε αγανακτισμένη η Έμιλι και μπήκε μέσα στο σπίτι.

«Θέλεις να μάθεις τι συμβαίνει;» τη ρώτησε ακολουθώντας τη.

«Για όνομα του Θεού, Μάικ, ναι. Θέλω να μάθω τι συμβαίνει και είσαι τόσο απόμακρος απέναντί μου σήμερα».

«Μου ζήτησες να φύγω. Αυτό έγινε».

«Είσαι νευριασμένος επειδή σου ζήτησα να φύγεις για να μιλήσω με τη Μίνα;»

«Είμαι νευριασμένος επειδή δε με υπολογίζεις».

«Τι; Πώς σου ήρθε αυτό; Τι λες τώρα; Κάνεις σαν μωρό».

«Κάνω σαν μωρό επειδή σ’ αγαπάω!» φώναξε.

Για μια στιγμή έμειναν για λίγο σιωπηλοί κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον.

«Σ’ αγαπάω, Έμι… Είναι τόσο κακό να ανησυχώ για εσένα;» είπε χαμηλόφωνα.

«Όχι».

«Και τότε γιατί δεν ήθελες να μείνω;»

«Γιατί ήθελε να μιλήσουμε μόνες μας. Και εξάλλου μιλούσαμε για εσένα. Δεν είναι με το μέρος της Κέιτ και της Σκάιλερ. Το μόνο που θέλει είναι να είμαστε όπως παλιά».

«Και την εμπιστεύεσαι;»

«Όχι εντελώς. Δεν πρόκειται να της πω κανένα μυστικό μου… Αν όντως λέει την αλήθεια, θα της αρκεί να μιλάμε και να βγαίνουμε… Συγγνώμη αν πίστεψες ότι δε σε υπολογίζω».

«Εγώ θα έπρεπε να σου ζητάω συγγνώμη. Δε θέλω να μαλώνουμε για ηλίθιους λόγους. Σ’ αγαπάω, αλήθεια σ’ αγαπάω» είπε και την τύλιξε στην αγκαλιά του.

«Πάμε τώρα στην παραλία;» τον ρώτησε χαμογελώντας του.

Εκείνος έσκυψε και της έδωσε ένα γλυκό φιλί στο στόμα. Έγνεψε θετικά και την πήρε στην αγκαλιά του. Βγήκαν στη βεράντα και περνώντας μπροστά από την πισίνα σταμάτησε.

«Αφού πρώτα κάνουμε ένα μπανάκι στην πισίνα» είπε και την πέταξε μέσα. Έπειτα έπεσε και εκείνος.

Η Έμιλι βγήκε στην επιφάνεια και έκανε πίσω τα μαλλιά της.

«Μόλις με έριξες σε μια πισίνα γεμάτη χλώριο, ενώ φοράω τα καινούργια μου ρούχα» του είπε γελώντας.

«Κάνε με να το μετανιώσω» την προκάλεσε.

Εκείνη έπεσε πάνω του και άρχισε να τον φιλάει. Πέρασε τα πόδια της γύρω από τη μέση του και τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του.

«Μάικλ Ντάνιελς…» είπε αργόσυρτα.

«Ναι, Έμιλι Τόμσεν;»

«Σ’ αγαπάω!»

Rene Rafael