Storm (Κεφάλαιο 1, Μέρος 2)

«Δε σε μισώ» τη διέκοψε ο Μάικλ. Εκείνη μισοέκλεισε τα μάτια της δύσπιστα.

«Δε σε πιστεύω». Του τελείωνε ο χρόνος. Έπρεπε να δράσει γρήγορα. Έπρεπε να κάνει κάτι, για να βγάλει το βραχιόλι από το χέρι της. Το βλέμμα του έπεσε επίτηδες στο κίτρινο, πλεκτό φωσφοριζέ βραχιόλι.

«Ωραίο βραχιόλι».

«Ορίστε;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Έμιλι. Προσπαθεί να αποφύγει τη συζήτηση με χαζές δικαιολογίες, σκέφτηκε.

«Μην προσπαθείς να αλλάξεις θέμα».

«Νόμιζα πως αυτή η συζήτηση έληξε. Αλλά αν θες να…»

«Όχι. Δε θέλω να συνεχίσουμε την παλιά συζήτηση, ούτε να ξεκινήσουμε μια καινούρια. Απλά μη μου μιλάς. Εντάξει;» Η υπόλοιπη ώρα πέρασε ήσυχη. Όσο και αν προσπαθούσε να της μιλήσει, εκείνη δεν του έδινε σημασία. Το κουδούνι χτύπησε και η Έμιλι βγήκε από την τάξη όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Στον διάδρομο συνάντησε την Κέιτ που έβγαινε από την αίθουσα της Ιστορίας.

«Κέιτ!» είπε ανακουφισμένη η Έμιλι. Η Κέιτ γύρισε και την κοίταξε με ένα μεγάλο χαμόγελο.

«Χρόνια πολλά!» είπε τσιριχτά, καθώς πήγαινε προς το μέρος της. Την πήρε αγκαλιά και έριξε το βλέμμα της στο βραχιόλι. Ευτυχώς το φοράει ακόμα, σκέφτηκε.

«Τι έχεις;» τη ρώτησε, διακρίνοντας τον εκνευρισμό στο πρόσωπο της φίλης της. Η Έμιλι της έκανε νόημα να περπατήσουν.

«Ο Άντερσον με έβαλε να κάτσω με τον Μάικλ».

«Τι πράγμα;» ρώτησε φοβισμένη η Κέιτ. Τρόμος την κατέκλεισε. Περίμενε να ακούσει πως τα ήξερε ήδη όλα. «Γιατί;»

«Γιατί είχαμε εργασία με ομάδες των δυο ατόμων και η Μάιλι με τον Σάιμον έλειπαν. Και έπρεπε να καθίσω μαζί του, αλλιώς απουσία και αναφορά στον διευθυντή». Α, ώστε έτσι, ε; σκέφτηκε η Κέιτ βλοσυρά. Παίζουν βρώμικα, αλλά δε θα τους περάσει.

«Και τι σου είπε;»

«Το πιστεύεις ότι μου είπε χρόνια πολλά; Ότι δε με μισεί και ότι έχει αλλάξει;»

«Μην τον πιστεύεις» είπε απότομα η Κέιτ. «Απλώς παίζει, όπως πάντα». πρόσθεσε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.

«Το ξέρω» είπε και έκανε μια μεγάλη παύση. Στην πραγματικότητα, ένιωθε πως ο Μάικλ ήταν ειλικρινής, αλλά αυτό θα το κρατούσε για τον εαυτό της, για τώρα. «Θα έρθεις απόψε, έτσι δεν είναι;»

«Δεν υπάρχει περίπτωση να λείψω. Σου το υπόσχομαι. Πάω τώρα γιατί έχω χημεία» είπε η Κέιτ και έφυγε. Η Έμιλι τη χαιρέτησε και προχώρησε προς το ντουλάπι της. Το άνοιξε και πέταξε το βιβλίο της χημείας εκνευρισμένη. Ένας βαρύς γδούπος αντήχησε στους διαδρόμους.

«Νευράκια βλέπω!» είπε με ειρωνεία ο Μάικλ. Η Έμιλι τρομαγμένη έκλεισε με δύναμη το ντουλάπι της.

«Ηλίθιε».

«Τι έκανα πάλι;» ρώτησε ανήξερος.

«Τι θες; Πες μου τι θες; Δεν μπορεί απλά να άλλαξες και να έγινες… όπως δείχνεις, χωρίς να θες κάτι. Οπότε, μίλα, τι θες;»

«Την προσοχή σου».

«Χα». Η Έμιλι άρχισε να γελά υστερικά, χωρίς να μπορεί να σταματήσει. «Μπα σε καλό σου σήμερα. Με έκανες και γέλασα». Το πρόσωπο της σοβάρεψε ξαφνικά. «Κράτα τα παραμύθια για τον εαυτό σου». Ξανά άνοιξε το ντουλάπι της και πήρε το βιβλίο της Λογοτεχνίας. Ο Μάικλ δεν έφυγε, έμεινε εκεί να τη χαζεύει. Ήταν η μόνη που τραβούσε το βλέμμα του με αυτό τον τρόπο.

Όταν την πρωτοείδε, ήταν μόλις επτά χρονών. Τα μακριά μαύρα μεταξένια μαλλιά της ήταν μαζεμένα σε μια κοτσίδα με μια κοραλλί κορδέλα. Κάποια στιγμή τα μαλλιά της λύθηκαν και η κορδέλα έφυγε. Εκείνος την έψαξε και τη βρήκε, ήθελε να είναι εκείνος που θα της τη δώσει. Έφυγε από το σπίτι του, για να τη βρει, μέχρι που τη συνάντησε στην παιδική χαρά. «Κράτα την. Δώρο» του είπε εκείνη. Από τότε ήταν ερωτευμένος μαζί της. Και δε θα σταματούσε ποτέ. Ήταν, είναι και θα είναι ο έρωτας της ζωής του.

«Ακόμα εδώ είσαι; Ω Θεέ μου, ούτε στα γενέθλια μου δεν μπορώ να είμαι λιγάκι, πώς να το πω… απαλλαγμένη από την παρουσία σου;» είπε η Έμιλι και άρχισε να προχωρά προς την αίθουσα της Λογοτεχνίας.

«Θέλω να με συγχωρέσεις. Το ξέρω πως δεν έπρεπε να απομακρυνθώ» είπε ο Μάικλ. Η Έμιλι του έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα.

«Δεν υπάρχει τίποτα να συγχωρήσω, γιατί πολύ απλά έχω πάψει να νοιάζομαι που δεν κάνουμε πλέον παρέα. Μη σου πω κιόλας πως χάρη μου έκανες κιόλας». Εκείνος μπήκε μπροστά της μπλοκάροντας της τον δρόμο.

«Έμς, πραγματικά λυπάμαι».

«Άκου να δεις, Ντάνιελς, αν πραγματικά θες συγχώρεση που απομακρυνθήκαμε και έγινες ένας κοινότυπος ξενοπηδίκουλας, αλαζόνας έφηβος βρήκες το λάθος άτομο να ξεκινήσεις. Θα σε συγχωρήσω μόνο όταν ο ήλιος ανατείλει από τη δύση και δύσει από την ανατολή, όταν η πέτρα θα ανεβαίνει τον λόφο αντί να κατρακυλά, όταν η έρημος γεμίσει νερό και ο Άντερσον βρει γκόμενα. Κατανοητό;»

«Δεν αστειεύομαι». Εκείνη επιστράτευσε το πιο ειρωνικό χαμόγελο που είχε, το οποίο και του χάρισε απλόχερα.

«Ούτε κι εγώ!» αποκρίθηκε και τον προσπέρασε, αφήνοντας τον Μάικλ να την κοιτάζει αποθαρρημένος. Το μυαλό του ξαναπέταξε στη χθεσινή συνάντηση. Κατά κάποιο τρόπο το είχαν προβλέψει αυτό που έγινε.

«Κι αν δεν πετύχει;» ρώτησε ο Μάικλ. Είχε πολλούς ενδοιασμούς για το αν θα πετύχαινε ή όχι το σχέδιο. Άλλωστε οι Σκοτεινοί είχαν λόγο που ονομάζονταν έτσι. Θα χρησιμοποιούσαν σκοτεινούς δρόμους για να αποκτήσουν ένα νέο μέλος. Και σχεδόν πάντα, ήταν εκείνοι που κέρδιζαν στο τέλος.

«Γιε μου, αυτό είναι απλά μια φάση του όλου σχεδίου. Αν δεν πετύχει αυτό, θα γίνει στην ώρα της γυμναστικής. Η Έμιλι παίζει πάντα βόλεϊ έτσι θα πρέπει να βγάλει το βραχιόλι» απάντησε ο πατέρας του. «Κι εσύ θα αναλάβεις να της κλέψεις το βραχιόλι από το ντουλάπι στα αποδυτήρια». Ο Μάικλ πήρε μια βαθιά ανάσα. Θα έπρεπε να γίνει έτσι τελικά. Γύρισε στο ντουλάπι του και πήρε το βιβλίο των Αγγλικών. Μπήκε στην τάξη και κάθισε στο θρανίο ακριβώς δίπλα από την Έμιλι, στο βάθος της αίθουσας. Έσπρωξε το θρανίο ακόμη πιο κοντά στο δικό της και κάθισε.

«Την τύχη μου» είπε εκείνη συγχυσμένη.

«Γεια» της είπε χαρίζοντάς της ένα αστραφτερό χαμόγελο.

«Δεν το βάζεις κάτω, έτσι;»

«Ποτέ!» Η Έμιλι σταύρωσε τα χέρια της.

«Σωστά, όσα γκομενάκια δε σου κάθονται τόσο εύκολα, πρέπει να τα κυνηγήσεις».

«Για ποιο πράγμα μιλάς;»

«Φρεσκοχωρισμένος, έχεις ήδη σβήσει τις περισσότερες ωραίες κοπέλες από τη λίστα κι εγώ μάλλον έχω σειρά. Ή μήπως έβαλες κανένα στοίχημα με τα φιλαράκια σου ότι θα με ρίξεις εύκολα;»

«Δε θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο. Ποτέ». Η Έμιλι του έριξε ένα βλέμμα αμφισβήτησης και σήκωσε ερωτηματικά το φρύδι της. το γιατί δε χρειάστηκε να ειπωθεί, πλανιόταν στον αέρα.

«Γιατί δεν είσαι σαν τις άλλες» απάντησε στην ερώτησε που δεν του είχε απευθύνει ακόμη.

«Σε πόσες το έχεις πει αυτό, ρε Μάικλ;»

«Σε καμία».

«Απλά παίζεις μαζί μου. Και για να το ξεκαθαρίσω μια και καλή, δε θα παίξω το παιχνιδάκι σου. Σβήσε με από τη λίστα σου ή ότι έχεις τέλος πάντων σχεδιάσει με τους φίλους σου και άσε με ήσυχη».

«Έμς…» της είπε παρακλητικά.

«Δε με ξέρεις πια, Μάικλ. Ξέρεις την παλιά Έμιλι, αυτή που ήμουν όταν ήμασταν παιδιά. Με έβγαλες από τη ζωή σου χωρίς καμία εξήγηση. Δεν μπορείς τώρα να μου ζητάς να σε συγχωρήσω για αυτό. Δεν το αξίζεις. Ακόμα και αν το εννοείς. Δεν το αξίζεις» είπε βουρκωμένη.

Ο Μάικλ, που τόση ώρα είχε κατεβασμένο το κεφάλι του, σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε. Είχε δίκιο… Την είχε πληγώσει και αυτό δεν άλλαζε. Δεν το άξιζε. Δεν άξιζε τη συγχώρεσή της. Έμειναν εκεί για λίγο να κοιτούν ο ένας τον άλλον. Το πάθος του για εκείνη φούντωσε αστραπιαία και ήθελε τόσο να τη φιλήσει, να την αγκαλιάσει, να νιώσει την ανάσα της στο δέρμα του. Δεν μπορούσε να τη βλέπει πληγωμένη και να ξέρει πως εκείνος το προκάλεσε.

«Καλημέρα, τάξη» είπε ο καθηγητής Μόρισον. Η Έμιλι πήρε το βλέμμα της, ενώ ο Μάικλ εξακολουθούσε να την κοιτάει.

«Κύριε Ντάνιελς; Κύριε Ντάνιελς;» είπε ο καθηγητής Μόρισον. Ο Μάικλ γύρισε και κοίταξε τον καθηγητή που είχε σταυρωμένα τα χέρια του.

«Ορίστε;»

«Σε ρώτησα κάτι, αλλά προφανώς σε απασχολεί περισσότερο η δεσποινίς Τόμσεν παρά το μάθημα» είπε εκνευρισμένος ο καθηγητής.

«Μπορείτε να επαναλάβετε την ερώτησή σας;» είπε με ένα κόμπο στον λαιμό. Όλη η τάξη τον κοιτούσε. Οι δυο τους είχαν γίνει για δεύτερη συνεχόμενη ώρα το κεντρικό θέμα συζήτησης και κουτσομπολιού.

Ο καθηγητής ρουθούνισε και επανέλαβε την ερώτηση. «Με βάση το έργο του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» που ολοκληρώσαμε αυτή την εβδομάδα, τι θυσίες πιστεύεις πως πρέπει να κάνει ο καθένας για την αγάπη της ζωής του;» Ο Μάικλ πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε μια ακόμη ευκαιρία, σχεδόν ουρανοκατέβατη.

«Η αγάπη είναι το πιο ισχυρό όπλο στον κόσμο, κύριε. Αν πρέπει να κάνουμε θυσίες για αυτή, θυσίες ακραίες, που απαιτούν θάρρος, δεν πρέπει να δειλιάζουμε. Από το έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ μαθαίνουμε πως η αγάπη είναι πιο πολύτιμη από τον χρυσό, πιο δυνατή από τα θέλω και τα πιστεύω της κοινωνίας. Πιστεύω λοιπόν πως για μια αγάπη που είναι αγνή, αληθινή και παντοτινή πρέπει να κάνεις τα πάντα. Να πεθάνεις για αυτή, να σκοτώσεις για αυτή, να ταπεινωθείς για αυτή ακόμα και να ζητήσεις συγγνώμη εκατομμύρια φορές, μόνο και μόνο για να ξέρεις πως έχεις κάνει ένα μικρό βήμα για να την αποκτήσεις. Η αγάπη θέλει θυσίες, κύριε, όλοι το ξέρουν αυτό και δεν υπάρχει εξαίρεση στον κανόνα» απάντησε, κοιτώντας την Έμιλι στα μάτια με αγάπη και στοργή. Δεν έσπασε την επαφή. Δεν κουνήθηκε καν. Ευχόταν να τον κοιτούσε και εκείνη. Και το έκανε. Προς το τέλος, γύρισε και τον κοίταξε. Έμειναν για λίγο εκεί, να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, μέχρι που το κουδούνι χτύπησε και η Έμιλι βγήκε σφαίρα από την τάξη.



Οι υπόλοιπες ώρες πέρασαν γρήγορα, ώσπου έφτασε η ώρα του μεσημεριανού. Η Έμιλι ήταν στη σειρά για να πάρει το φαγητό της. Πήρε μια σαλάτα μαρούλι σε πακέτο και πήγε στο τραπέζι που καθόντουσαν οι φίλες της.

«Τι τρέχει με τον Μάικλ;» ρώτησε απότομα η Πένι.

«Ορίστε;» ρώτησε η Έμιλι ξαφνιασμένη.

«Έλα τώρα, όλος ο κόσμος το είδε. Κοιταζόσασταν συνέχεια στη Λογοτεχνία. Ξεχνάς τις προηγούμενες χρονιές;» είπε η Φαίη.

«Έι, κόφτε το. Αυτός χάζεψε, όχι εγώ». είπε η Έμιλι και άνοιξε το πακέτο με τη σαλάτα της.

«Σου τα ζήτησε;» ρώτησε η Ντέμυ ξαφνιασμένη. Η Έμιλι ρουθούνισε.

«Αυτό θα ήταν το αποκορύφωμα της ημέρας μου. Θα του έριχνα επιτέλους το βρίσιμο που του φυλάω τόσο καιρό».

«Δε θα πεις για το πάρτι;» ρώτησε η Φαίη βλέποντας πως η συζήτηση έφερνε σε δύσκολη θέση την Έμιλι.

«Α ναι! Είμαι καλά;» ρώτησε καθώς έφτιαχνε το μαλλί της.

«Κούκλα είσαι» είπε η Πένι κλείνοντάς της το μάτι. Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα και ανέβηκε στο τραπέζι.

«Παιδιά, παιδιά. Δώστε προσοχή σε αυτό που θα πω». Μερικά παιδιά ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. «Λοιπόν, απόψε όπως ξέρετε είναι το πάρτι των γενεθλίων μου. Ελεύθερη είσοδο για όλους. Είστε καλεσμένοι απόψε στο Jungle. Ελπίζω να έρθετε». Όλη η αίθουσα ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Η Έμιλι κάθισε στη θέση της. «Αυτό ήταν, το Jungle δε θα με ξανά αφήσει να κάνω πάρτι εκεί».

«Έλα μωρέ, μη λες βλακείες» είπε η Πένι. Το κουδούνι χτύπησε.

«Πάμε. Έχουμε γυμναστική» είπε ανόρεχτα η Έμιλι.



Στα αποδυτήρια, η Έμιλι φόρεσε ένα λευκό, κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα μαύρο σορτς. Έβγαλε το βραχιόλι της και το έβαλε πρόχειρα μέσα στο ντουλαπάκι της. Ακολούθησε τα υπόλοιπα κορίτσια στο γήπεδο και πέρασε μπροστά από τα αγόρια που ετοιμάζονταν να παίξουν μπάσκετ. Ο Μάικλ είδε την Έμιλι με το κοντό σορτς, αλλά δεν είχε χρόνο να σπαταλήσει. Έφυγε κρυφά και πήγε στα αποδυτήρια των κοριτσιών. Έψαξε κάμποση ώρα, αλλά τελικά βρήκε το ντουλάπι της Έμιλι ανάμεσα στα εκατό μέσα στο δωμάτιο. Ήξερε ήδη τον κωδικό και με αστραπιαίες κινήσεις άνοιξε το ντουλάπι. Εντόπισε το βραχιόλι και το τράβηξε. Το έβαλε στην τσέπη της φόρμας του και έφυγε. Τα είχε καταφέρει! Είχε πάρει το βραχιόλι και τώρα έπρεπε να θέσει σε λειτουργία το δεύτερο μέρος του σχεδίου.

Rene Rafael