Storm (Κεφάλαιο 5, Μέρος 1)

Η Έμιλι ξύπνησε πολύ νωρίς και πήγε για τρέξιμο. Έπειτα γύρισε στο σπίτι και έκανε ένα ντουζ. Άφησε το νερό να τρέξει στο σώμα της και άδειασε το μυαλό της από οποιαδήποτε σκέψη. Σήμερα είχε κανονικά μάθημα στο σχολείο αλλά εκείνη, η Ντέμυ και ο Άλεξ πήραν άδεια. Προς έκπληξη της Έμιλι, η διευθύντρια του σχολείου ήταν Χαρισματική. Καθώς βρισκόταν κάτω από το ζεστό νερό, η Έμιλι άκουσε μέσα στο μυαλό της τη φωνή του Μάικλ. Εγώ χειρίζομαι το στοιχείο του νερού είχε πει χθες στη βεράντα. Η εικόνα του Μάικλ σχηματίστηκε στο μυαλό της. το ηχόχρωμα της φωνής του γαργάλησε τα αυτιά της. Η Έμιλι αισθάνθηκε το νερό να γίνεται ένα απαλό χέρι και να χαϊδεύει τρυφερά την πλάτη της.


Όχι, σκέφτηκε και έκλεισε αστραπιαία το νερό, βγαίνοντας σαν σίφουνας από την μπανιέρα και τυλίγοντας το μπουρνούζι γύρω της. Αυτή η επίδραση που είχε πάνω της ο Μάικλ έπρεπε να σταματήσει.

Λίγο αργότερα άκουσε το κουδούνι να χτυπάει. Στο κατώφλι στεκόταν η Ντέμυ.

«Καλημέρα!» είπε η Ντέμυ με ένα απροσδιόριστο τόνο στη φωνή της.

«Καλημέρα. Ο Άλεξ;» ρώτησε η Έμιλι.

«Έρχεται. Παρκάρει το αυτοκίνητό του» απάντησε η Ντέμυ.



«Μαζί ξεκινήσατε; Φτάσατε την ίδια ώρα. Λίγο παράξενο για εσένα, αφού δεν τρέχεις» είπε η Έμιλι. Η Ντέμυ πήγε στο σαλόνι και κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ.

«Μαζί ήρθαμε» πέταξε.

«Για πες το πάλι, γιατί δεν κατάλαβα. Ήρθες εσύ μαζί με τον Άλεξ; Που μαλώνετε σαν τα γατιά» ρώτησε η Έμιλι ξαφνιασμένη.

«Εμένα μου λες; Ήρθε απροειδοποίητα έξω από το σπίτι μου σήμερα και μου είπε να έρθουμε μαζί» απάντησε η Ντέμυ βγάζοντας το κινητό της και αφήνοντάς το στο τραπεζάκι δίπλα της. Η Έμιλι σταύρωσε τα χέρια της και την κοίταξε πονηρά.

«Τρέχει κάτι μεταξύ σας, έτσι δεν είναι;»

«Τι; Για όνομα του Θεού… Φυσικά και όχι. Εγώ; Με τον Άλεξ; Θα αστειεύεσαι» είπε θιγμένη η Ντέμυ.

«Σίγουρα;» ρώτησε δύσπιστα η Έμιλι. Ένευσε.

«Σίγουρα, σίγουρα;»

«Ναι, σου λέω».

«Σίγουρα, σίγουρα, σίγουρα;» Η Ντέμυ ύψωσε το βλέμμα της προς το ταβάνι και σταύρωσε τα χέρια της.

«Δεν πρόκειται να σου απαντήσω».

Το κουδούνι χτύπησε και η Έμιλι πήγε για να ανοίξει. Ο Άλεξ στεκόταν στο κατώφλι με ένα πελώριο χαμόγελο.

«Καλημέρα, Έμς. Είσαι έτοιμη;» τη ρώτησε.

Η Έμιλι σήκωσε τα φρύδια της έκπληκτη. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε δει τον Άλεξ με αυτό το χαμόγελο. Στο σχολείο συμπεριφερόταν σαν κάφρος. Ένας γόης με τρομερό χιούμορ και «εκλεπτυσμένο» γούστο στις κοπέλες.

«Υποθέτω πως ναι» απάντησε η Έμιλι με τον ίδιο τόνο έκπληξης που είχε και το πρόσωπό της. Του έκανε νόημα να περάσει και εκείνος μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι.

«Γιατί δε με περίμενες;» ρώτησε την Ντέμυ καθώς κάθισε δίπλα της.

«Δεν ήξερα πως έπρεπε να σας περιμένω, μεγαλειότατε» αποκρίθηκε ειρωνικά.

«Μα τω Θεώ, αν είναι να πλακωθείτε πάλι φύγετε» απάντησε η Έμιλι.

«Έτσι κάνουμε εμείς» απάντησε ο Άλεξ. «Μαλώνουμε χωρίς λόγο ή εξήγηση».

«Μπορούμε απλώς να ξεκινήσουμε την εκπαίδευση;» ρώτησε η Ντέμυ χωρίς να κοιτάζει τον Άλεξ.

«Πού θέλετε να πάμε;» ρώτησε ο Άλεξ. Η Έμιλι σήκωσε τους ώμους της.

«Δεν ξέρω. Συνήθως πού εκπαιδεύεστε;»

«Στο δάσος. Ο Μάικλ είπε πως μπορούμε να πάμε από το σπίτι του. Θα λείπουν όλοι» απάντησε η Ντέμυ. Ο Άλεξ έβγαλε ένα κλειδί από την τσέπη του τζάκετ του.

«Ο Μάικ μου έδωσε το κλειδί. Τι λες, Έμς;»

«Εντάξει. Αλλά ελπίζω να μην κάνω καμία ζημιά».

Rene Rafael