Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 6)

 Τι ερώτηση είναι αυτή; Ποιος φυσιολογικός και μη άνθρωπος έχει πάει στην κόλαση και μπορεί να το πει κι όλας; Καλά καλά δεν έχω πάει εγώ στην κόλαση. Ο ίδιος ο θάνατος! Θα έχει πάει ένας θνητός; Αρχίζω πραγματικά να πιστεύω ότι βρίσκομαι ανάμεσα σε σχιζοφρενείς με δυνάμεις. Πράγμα πολύ επικίνδυνο. Κοιτάζω τον Ηρακλή και τον βλέπω πολύ πιεσμένο. Κρατιέται εδώ και πολλή ώρα για να μην τους αρπάξει όλους από τον λαιμό. Η ανεβασμένη του πίεση φαίνεται στις φλέβες που πετάνε στο πρόσωπό του. Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Κοιτάζω τον θυμό μπροστά μου και τον επεξεργάζομαι. Τι συνέβη; Πώς γίνεται ο ίδιος ο θυμός να βρίσκεται στη Γη ως άνθρωπος; Κοιτάζω την Τερψιχόρη μπροστά μου, η οποία κοιτάζει ειρωνικά τα νύχια της, καθώς περιμένει μια απάντηση. 

«Λοιπόν, Λυσίμαχε; Έχεις πάει ποτέ στην κόλαση;» με ξανά ρωτάει με βαριά και ήρεμη φωνή καθώς χαμηλώνει το σώμα της προς το μέρος μου. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου.

«Εγώ νομίζω ότι έχεις πάει» μου λέει και ξανακάθεται αναπαυτικά πίσω. Την κοιτάζω μπερδεμένος. «Ξέρεις, η κόλαση με τον κόσμο μας, όπως έχει γίνει τώρα, δεν έχει μεγάλη διαφορά. Υπάρχει πλήρη ανοργανωσιά. Πλήρη αναίδεια και ασέβεια. Αναρχία και εξαπάτηση. Πλήρη σύγχυση και απελπισία...» μας εξηγεί και κοιτάζει μια εμένα και μια τον Ηρακλή.

«Και εσύ τι ξέρεις από κόλαση;» της λέει φανερά εκνευρισμένος ο Ηρακλής.

«Χαίρομαι που ρωτάς. Βλέπεις κάποιοι έχουν την ατυχία να βρεθούν κάπου χωρίς οι ίδιοι να το θέλουν» λέει και του χαμογελάει. Τι εννοεί; Θέλει να μας πει ότι την πήγαν με το ζόρι εκεί;

«Αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Δεν ήθελα να καταλήξω εκεί... Η κόλαση ναι, είναι πολύ χειρότερη από το εδώ, έχετε δίκιο. Αλλά για έναν και μόνο λόγο μπορώ να σας αποδείξω ότι δεν είναι. Εκεί, τα πράγματα είναι όπως τα βλέπεις. Και είναι όλα αληθινά. Τρομοκρατικά αλλά αληθινά. Ενώ εδώ δεν ξέρεις τι να πιστέψεις. Ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα. Λυσίμαχε, η άγνοια είναι απαίσια. Για αυτό θέλω να σας βοηθήσω. Θα σας δείξω ό,τι μπορώ για να καταλάβετε τι είναι αλήθεια και τι ψέμα. Δεν μπορείτε να κατηγορείτε τους δαίμονες μόνο και μόνο γιατί έτσι έχετε μάθει να κάνετε» συμπληρώνει και χαϊδεύει το ποντίκι-σκιά που μόλις μπήκε στα χέρια της.

«Όπως εγώ δε βρέθηκα στην κόλαση με τη θέλησή μου, έτσι δεν έγιναν και όλοι δαίμονες με τη δική τους θέληση. Δεν το επέλεξαν να είναι μαύροι...» μας λέει και σχεδόν φτύνει τις λέξεις.

Η σκέψη της Spero ξανά έρχεται στο κεφάλι μου. Ίσως να έχει δίκιο η Τερψιχόρη. Θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Όταν η Spero παγιδεύτηκε από τον Verum, ο αρχηγός όλων των ουρανών την εξόρισε και την έκανε δαίμονα. Δηλαδή σκοτεινό άγγελο. Πήρε τις φωτεινές δυνάμεις της και εκείνη εξορίστηκε παρόλο που ήταν αθώα. Ίσως να μην ήταν η μόνη που βρέθηκε σε αυτή τη θέση. Ίσως να μην επέλεξαν όλοι αυτό το μονοπάτι ή ακόμα αν το επέλεξαν, ίσως μετάνιωσαν. Αλλά αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα. Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε έτσι απλά δαίμονες. Δεν ξεχνιούνται όλα τα κακά που έχουν κάνει και συνεχίζουν να κάνουν.

«Πριν από τρία χρόνια, ανάμεσά μας υπήρχαν κάποιες πύλες. Αυτές οι πύλες οδηγούσαν στο κενό. Μύθοι λένε ότι μερικές οδηγούσαν και στους ουρανούς. Άρα μιλάμε για τον «παράδεισο» και τη Γη των ζωντανών νεκρών. Η πύλες όμως της κολάσεως; Τι γίνεται με αυτές;» μας ρωτάει και σηκώνει με απορία τα χέρια της. Για να καταλάβω... Προσπαθεί να μας κάνει μάθημα; Τι προσπαθεί να πετύχει;

«Οι πύλες αυτές είναι σφραγισμένες και μόνο μια οντότητα μπορεί να τις ανοίξει» απαντάω και φαίνεται σαν το πρόσωπό της να συσπάται για μια στιγμή. Αν μπορούσα τώρα θα χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο. Τι έκανα; Ο μόνος που μπορεί να ανοίξει τις πύλες της κολάσεως είμαι εγώ! Και εγώ είμαι εξαφανισμένος εδώ και χιλιάδες χρόνια!

«Και ποια οντότητα είναι αυτή;» με ρωτάει εξεταστικά. Τώρα έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, απλώς συνέχισε να μιλάς…

«Ο Θάνατος» της απαντάω και ενθουσιασμένη σηκώνεται όρθια.

«Απίστευτο! Είσαι ο πρώτος που γνωρίζει για τον Θάνατο! Αλλά κάνεις λάθος. Δεν είναι ο μόνος...» μας λέει και νιώθω κάτι μέσα μου να τραντάζεται. Τι εννοεί; Υπάρχει κι άλλη οντότητα σαν και εμένα;

«Ο Θάνατος είναι δαίμονας ή άγγελος;» μας ρωτάει και κοιταζόμαστε με τον Ηρακλή. Προσπαθώ να κρατηθώ από το να γελάσω.

«Λογικά δαίμονας» απαντάει ο Ηρακλής ήρεμος.

«Σωστά!» Λάθος!

«Αλλά για κάποιο λόγο ένας από τους καβαλάρηδες που θα φέρουν το τέλος του κόσμου δε βρίσκεται στην κόλαση». Αφού είμαι εδώ. Γιατί να είμαι στην κόλαση;

«Συγγνώμη, αλλά αναφέρεσαι στους καβαλάρηδες της αποκάλυψης;» ρωτάει ο Ηρακλής και τα μάτια μου ανοίγουν στη σκέψη αυτής της προφητείας. Στην κενή διαθήκη, ο Ιωάννης αναφέρει στην αποκάλυψη ότι το τέλος του κόσμου θα έρθει όταν οι τέσσερις δαίμονες καβαλάρηδες θα έρθουν στη Γη. Ένας από αυτούς, είναι ένας δαίμονας με το όνομα Θάνατος. Δηλαδή εγώ… Μόνο που δεν είμαι δαίμονας.

«Δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα!» λέει απότομα η Τερψιχόρη και αρχίζω να μπερδεύομαι.

«Εφόσον ο Θάνατος είναι δαίμονας, τότε θα πρέπει να υπάρχει και ένας αντίθετος άγγελος. Όπου υπάρχει κακό, υπάρχει και καλό. Υπάρχει πάντα το αντίθετο. Όταν υπάρχει η αλήθεια, υπάρχει και το ψέμα. Η ελπίδα και η απελπισία. Το μίσος και η αγάπη. Ο φόβος και το θάρρος. Εφόσον υπάρχει ο δαίμονας Θάνατος τότε θα υπάρχει και ο άγγελος Ζωή» μας εξηγεί καθώς ανοίγει ένα βιβλίο σε μια σελίδα που δείχνει μια ζωγραφιά με έναν δαίμονα που έχει φτερά αγγέλου. Η λογική της είναι πολύ σωστή, αλλά με τα δεδομένα που έχουμε εμείς είναι λάθος. Όπως είπα πριν, δεν είμαι δαίμονας και δε θυμάμαι να έχουμε άγγελο στους ουρανούς με το όνομα Ζωή ή κάτι τέτοιο. Αν υπάρχει η Ζωή, δεν είναι μαζί μας.

«Εάν το σκεφτείς από τη δική της οπτική τότε, εφόσον εσύ είσαι εδώ, τότε η Ζωή βρίσκεται στην κόλαση» μου λέει ο Ηρακλής μέσα στο μυαλό μου. Δεν καταλαβαίνω προς τι όλα αυτά. Νομίζω ότι απλώς μας μπερδεύει για κάποιον λόγο.

«Νομίζω ότι πρέπει να φύγουμε σιγά σιγά» λέει ο Ηρακλής καθώς ησυχία αντηχεί στο δωμάτιο μαζί με αμηχανία.

«Μα γιατί; Από τώρα; Είναι νωρίς ακόμα...» μας λέει, βγάζει το όπλο της και το ακουμπάει απειλητικά πάνω στο τραπέζι μπροστά μας. Την κοιτάζω όσο πιο ήρεμος μπορώ.

«Μήπως φοβάστε κάτι;» μας ρωτάει και νιώθω κρύο ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό μου.

«Η αλήθεια είναι πως ναι» της απαντάω τελικά. Φαίνεται για μια στιγμή να ξαφνιάζεται με αυτή μου την απάντηση. Με κοιτάζει με απορία. Δεν περίμενε να απαντούσα θετικά. Αλλά η αλήθεια, έστω η μισή αλήθεια, είναι η μόνη λύση αυτή τη στιγμή.

«Πιστεύω θα με καταλάβεις. Είμαι σίγουρος. Ξέρεις, νιώθω εδώ και πολλή ώρα ότι κάτι κακό θα συμβεί. Όχι σε εμένα, αλλά σε κάποιον που αγαπώ. Πρέπει να φύγω...» της λέω και καθώς βγάζω αυτές τις λέξεις νιώθω να τρέμω. Πράγματι κάτι κακό έρχεται. Για μια στιγμή με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια και μετά κάθεται πάλι πίσω στη θέση της.

«Πολύ καλά. Αν είναι έτσι τα πράγματα φύγετε. Αλλά προσοχή... Εάν κάνετε κάτι λάθος, δε θα προλάβετε καν να το μετανιώσετε...» μας λέει και η πόρτα πίσω μας ανοίγει από μόνη της.

Τα φώτα κλείνουν και δε βλέπω σχεδόν τίποτα, εκτός από τη δέσμη φωτός που έρχεται από το φως του φεγγαριού. Ένας μακρινός ήχος ακούγεται μέσα στο κεφάλι μου, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα. Ο Ηρακλής και εγώ βγαίνουμε από το δωμάτιο και η πόρτα πίσω μας κλείνει απότομα. Ένα φως αστράφτει για λίγο και η κλειδαριά ασφαλίζεται ξανά. Κοιτάζω πίσω μου και μετά κοιτάζω τον Ηρακλή. Αρχίζω να τρέχω κατ' ευθείαν. Ο Ηρακλής πίσω μου προσπαθεί να με προλάβει.

«Τι κάνεις;» μου φωνάζει καθώς με φτάνει.

«Πρέπει να πάμε πίσω!» του απαντώ και προσπαθώ να βρω ένα εγκαταλειμμένο μέρος για να ανοίξω την πύλη.

«Mor-» σταματώ να τρέχω. Πάρε μερικές ανάσες. Ηρέμησε. Μπορεί όλα να είναι στο μυαλό σου...

«Mortem!» ακούω τον Sophus να φωνάζει μέσα στο κεφάλι μου.
«Επιτέλους! Εδώ και ώρες προσπαθούσε η Spero να επικοινωνήσει μαζί σου» μου λέει και προσπαθώ να πάρω μιαν ανάσα.

«Τι συμβαίνει;» τον ρωτάω και με κοιτάζει ο Ηρακλής με απορία. Του κάνω νόημα ότι ακούω κάποιον.

«Μάλλον βρισκόσουν σε μέρος μαγεμένο και δεν μπορούσαμε να έρθουμε σε επαφή μαζί σου...» συνεχίζει ο Sophus.

«Δεν εννοούσα αυτό!» απαντάω απότομα.

«Συγγνώμη, λάθος μου. Η Spero...»

«Τι έπαθε η Spero;» Τα νεύρα μου τεντώνονται και το βλέμμα μου αγριεύει.

«Έχει πέσει σε λήθαργο. Εννοώ ότι πρώτη φορά τη βλέπουμε σε τέτοια κατάσταση».

«Μίλα καθαρά. Δεν καταλαβαίνω» προσπαθώ να τον ηρεμίσω για να μάθω τι συμβαίνει.

«Η αρχόντισσα Spero είδε ένα όραμα. Σε έψαχνε αλλά δεν μπορούσε να σε βρει. Πανικόβλητη πήγε στον ναό του Διός. Την ακολούθησα για να μάθω τι έγινε, αλλά, μόλις έφτασε πάνω από το την αρχόντισσα Εχεκράτεια, κατέρρευσε και βρίσκεται σε κατάσταση οραματισμού». Τι στο καλό;

«Πόση ώρα είναι έτσι;» τον ρωτάω.

«Πολλή...Δεν είναι φυσιολογικό αυτό για την ίδια. Συνήθως τα οράματά της κρατούν μέχρι μισό λεπτό! Πρέπει να επιστρέψεις αμέσως!» μου λέει και χωρίς δεύτερη σκέψη η αναζήτησή μου για απομονωμένο μέρος εξαφανίζεται.

Με μια κίνηση του χεριού μου ανοίγω την πύλη μπροστά μου και τραβάω απότομα τον Ηρακλή από το χέρι για να με ακολουθήσει. Η πύλη κλείνει και πολύ σύντομα είμαστε στον κόσμο των ουρανών. Τα μαύρα μου φτερά εμφανίζονται απότομα και ο Ηρακλής κάνει ένα βήμα πίσω για να μην τον χτυπήσω κατά λάθος. Με δύναμη τα τινάζω και κατευθύνομαι στον ναό του Διός. Οι πύλες είναι ορθάνοικτες και μπαίνω κατευθείαν μέσα. Οι έξι άρχοντες των ουρανών γυρνούν απότομα και με κοιτούν. Ανοίγουν τον δρόμο ανάμεσά τους για να περάσω και αντικρίζω τον Sophus να κρατάει τη Spero αναίσθητη στο κρύο μάρμαρο. Τα μάτια της είναι ανοικτά και από μέσα τους ένα λαμπερό χρυσό-λευκό φως βγαίνει. Τρέχω προς το μέρος της.

«Spero!»

Παρασκευή Γκύζη