Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 18)

Κίρα

Κάθε φορά που ήταν έτοιμη να αποκοιμηθεί, ο πόνος στο χέρι της την ξυπνούσε. Τα ραγισμένα οστά του καρπού της έστελναν σουβλιές πόνου σε ολόκληρο το χέρι της. Προσπάθησε να κρατήσει την αναπνοή της σταθερή και προσποιήθηκε πως κοιμόταν. Δεν ήθελε να ανησυχήσει κι άλλο τον Ντέβαν. Μπορεί να παρίστανε τον ψύχραιμο για χάρη της, αλλά εκείνη μπορούσε να καταλάβει πότε ήταν ταραγμένος.

Του είχε γυρισμένη την πλάτη για να μην μπορεί να τη δει να μορφάζει κάθε φορά που ο πόνος γινόταν πιο έντονος. Τα δάχτυλα του σερνόντουσαν αργά πάνω κάτω στην καμπύλη της μέσης της. Το άγγιγμά του ήταν απαλό σαν φτερό, λες και ήταν φτιαγμένη από λεπτή πορσελάνη και φοβόταν πως οτιδήποτε πιο δυνατό θα την έσπαγε.

«Ξέρω πως είσαι ξύπνια» της είπε σιγανά, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες της. «Πονάς;»

«Όχι» προσπάθησε να ακουστεί σαν να το εννοούσε. Γύρισε προς το μέρος του και ανασηκώθηκε, προσέχοντας να μη ρίξει βάρος στο τραυματισμένο της χέρι.

«Μπορώ να κάνω κάτι για να νιώσεις καλύτερα;»

Το βλέμμα της βρήκε το δικό του και τα γκρίζα μάτια της καρφώθηκαν στα χρυσά δικά του που της θύμιζαν λίμνες από λιωμένο κεχριμπάρι. Ακόμα και η ίδια ξαφνιάστηκε από το πόσο σταθερή ήταν η φωνή της, όταν είπε την επόμενη φράση:

«Βρες αυτόν που διέταξε την επίθεση και σκότωσέ τον».

Δεν ήταν τόσο επειδή είχαν επιτεθεί σε εκείνη, αλλά επειδή είχαν βάλει σε κίνδυνο τη ζωή του μωρού της και αυτό ήταν αρκετό για να την κάνει να θέλει να δει αυτόν που το είχε οργανώσει να πεθαίνει ουρλιάζοντας.

Ανακάθισε και στήριξε την πλάτη της στα μαξιλάρια. Το κεφάλι της σφυροκοπούσε, ένας επίμονος πόνος που απλωνόταν σε ολόκληρο το κρανίο της.

«Θέλω να μιλήσουμε» είπε στον Ντέβαν.

«Αργότερα. Τώρα πρέπει να ξεκουραστείς»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και αμέσως το μετάνιωσε, καθώς η κίνηση έστειλε νέα κύματα πόνου. Έκλεισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα περιμένοντας να υποχωρήσουν.

«Τώρα». Τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας την είχαν διδάξει πως δεν έπρεπε να παίρνει τον χρόνο ως κάτι δεδομένο. Στη ζωή, ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις πότε θα σου συμβεί κάτι… Ίσως να μην είχε ποτέ την ευκαιρία να πει ή να κάνει αυτά που ήθελε, αν χτες τα πράγματα εξελίσσονταν διαφορετικά.  

«Πρέπει να σου εξηγήσω γιατί δε σε παντρεύομαι»

Ο Ντέβαν άνοιξε το στόμα του για να πει κάτι -σίγουρα πως ό,τι είχε συμβεί μεταξύ τους δεν είχε πλέον σημασία- ή κάτι άλλο για να την καθησυχάσει, αλλά η Κίρα τον πρόλαβε:

«Δε θέλω να νομίζεις πως το κάνω επειδή δε σε αγαπάω. Θέλω να είμαι μαζί σου όσο τίποτα άλλο, αλλά ξέρω πως δεν μπορείς να αφήσεις το σπίτι σου. Κάποια μέρα θα γίνεις ο Άρχοντάς του Οίκου σου, που σημαίνει πως θα πρέπει να μείνεις εκεί. Και αν σε παντρευτώ, θα πρέπει να έρθω να μείνω μαζί σου».

 Έκανε μια μικρή παύση προσπαθώντας να βρει τα σωστά λόγια για να τον κάνει να καταλάβει πως ένιωθε χωρίς φωνές και εντάσεις, να του εξηγήσει πως η απόφασή της δεν είχε να κάνει με εκείνον.

«Δεν μπορώ να ξεχάσω πως ο πατέρας σου σκότωσε τους γονείς μου. Αυτό το μίσος που νιώθω για εκείνον δεν πρόκειται να σβήσει όσος καιρός κι αν περάσει, όπως δε θα χαθεί και η περιφρόνηση που νιώθει η οικογένειά σου για 'μένα. Δε θέλω το παιδί μας να μεγαλώσει σε ένα τέτοιο περιβάλλον».

Τον κοίταξε σαν να τον ικέτευε να την καταλάβει, αλλά τα μάτια του δε συνάντησαν τα δικά της. Έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα, συλλογιζόμενος τα λόγια της.

«Πες κάτι» τον παρακάλεσε.

«Ό,τι κι αν γίνει, θα είσαι πάντα μια Σέλτιγκαρ κι εγώ ένας Ντρόγκομιρ. Αυτά τα δυο δεν αναμιγνύονται». Τα λόγια του δεν ακούστηκαν σαν κατηγορία, αλλά σαν μια θλιμμένη παρατήρηση. Τα μάτια της άρχισαν να καίνε από δάκρυα απειλούσαν να ξεσπάσουν, αλλά δεν είχαν καμία σχέση με τον πόνο στο χέρι της.

«Κάνεις λάθος. Εσύ μου είχες πει πως θα πάλευες για 'μας και τώρα εγκαταλείπεις;» Ξαφνικά ένιωθε θυμωμένη, σαν να την είχαν εξαπατήσει. Σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβάτι αγνοώντας το κύμα ζαλάδας που την κατέκλυσε και απομακρύνθηκε από κοντά του.

«Κίρα, περίμενε» της φώναξε και σηκώθηκε.

«Αν θες να φύγεις κάν' το» του είπε χωρίς να γυρίσει για να τον κοιτάξει. Βγήκε στο μπαλκόνι και ακούμπησε τα χέρια της στο κάγκελο για να στηριχτεί. Ένιωθε αδύναμη και ήξερε πως δεν έπρεπε να είχε σηκωθεί από το κρεβάτι, αλλά ήθελε να βάλει μια απόσταση ανάμεσα σε εκείνη και τον Ντέβαν. Άφησε το ψυχρό βραδινό αέρα να τη χτυπήσει και να διώξει τη ζαλάδα.

Ο Ντέβαν έβαλε τα χέρια του στους ώμους της. Η Κίρα τινάχτηκε για να τα διώξει.

«Θα φροντίσω το παιδί μου μόνη μου. Δεν έχεις καμία υποχρέωση απέναντι σε κανέναν από τους δυο μας. Μπορείς να φύγεις αν αυτό είναι που θες».

Την έπιασε απότομα και τη γύρισε αναγκάζοντάς τη να τον κοιτάξει. Η Κίρα σάστισε από αυτή την κίνηση. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες από θυμό.

«Πώς μπορείς να μιλάς τόσο ανόητα;» της φώναξε. «Εδώ και μήνες προσπαθώ μόνος μου να κρατήσω αυτή τη σχέση, ενώ εσύ είσαι έτοιμη να το σκάσεις με την πρώτη δυσκολία! Αν εσύ θέλεις να φύγεις, τουλάχιστον πες το ξεκάθαρα και μη ρίχνεις σε εμένα τις ευθύνες».

Ένα χέρι έπεσε στον ώμο του και ο Ντέβαν γύρισε ελαφρά το κεφάλι του για να δει την Ορόρα να στέκεται πίσω του, μαζί με τη μητέρα τους.

«Δεν ξέρω ποιος είναι ο λόγος αυτού του ξεσπάσματος, αλλά θυμίσου πως είναι έγκυος» του είπε η νεαρή Ντρόγκομιρ.

Τα λόγια της είχαν άμεση επίδραση πάνω στον αδελφό της. Άφησε αμέσως την Κίρα σαν να τον είχε κάψει το δέρμα της και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Κοίταξε σοκαρισμένος τα γυμνά μπράτσα της Κίρα, εκεί όπου τα δάχτυλα του είχαν αφήσει κόκκινα σημαδάκια.

«Θα είμαι έξω» ψέλλισε και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο.

Η Κίρα έκανε να τον ακολουθήσει, αλλά η Ορόρα την έπιασε για να τη σταματήσει.

«Άφησέ τον. Είναι πολύ πιεσμένος τελευταία, άφησέ τον να ηρεμίσει και θα έρθει μόνος του όταν θα είναι έτοιμος».

Ετοιμάστηκε να διαμαρτυρηθεί, αλλά τότε συνειδητοποίησε πως η Ορόρα είχε δίκιο. Εκείνη τον ήξερε καλύτερα. Κοίταξε την Ντεσμέρα που στεκόταν αμίλητη στην πόρτα του μπαλκονιού.

«Δε χρειαζόταν να κάνεις όλον αυτό τον δρόμο από το Δάσος των Ψιθύρων για να έρθεις εδώ» της είπε. «Όλα είναι μια χαρά».

«Δεν ήταν και τόσο μεγάλος δρόμος» αποκρίθηκε σχεδόν αδιάφορα η μάγισσα και πλησίασε. Έβαλε τα χέρια της στην κοιλιά της Κίρας και η κοπέλα θα μπορούσε να ορκιστεί πως την είδε να χαμογελάει λίγο. «Το μωρό είναι δυνατό, σαν τους γονείς του. Θέλεις να σου πω αν είναι αγόρι ή κορίτσι;»

«Όχι, ξέρω ήδη τι θα είναι».

Η Ντεσμέρα συνέχισε να αγγίζει την κοιλιά της. Ένα συνοφρύωμα εμφανίστηκε στο πρόσωπό της.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ανήσυχα η Κίρα.

«Δεν μπορώ να καταλάβω αν το παιδί θα μοιάσει στους Σέλτιγκαρ που ήταν μάγοι ή στους Ντρόγκομιρ που είναι Μεταμορφιστές».

«Δηλαδή μπορεί να γίνει σαν εμένα;» Δεν ήξερε αν αυτή η προοπτική την ανακούφιζε ή τη στεναχωρούσε. Αν η κόρη της γεννιόταν χωρίς δυνάμεις, θα γλίτωνε από όλο το δράμα των Ντρόγκομιρ, αλλά ταυτόχρονα θα ένιωθε πάντα πως υστερούσε σε κάτι και η Κίρα δεν ήθελε κάτι τέτοιο για το παιδί της.

«Δε νομίζω». Άφησε την κοιλιά της και έπιασε το τραυματισμένο της χέρι, παρόλο που η Κίρα δεν είχε πει τίποτα. Ο πόνος στον καρπό και το κεφάλι της άρχισε να υποχωρεί αφήνοντας πίσω ένα ευχάριστο μούδιασμά.

«Σε ευχαριστώ» είπε η κοπέλα. «Τώρα νιώθω πολύ καλύτερα».

«Καλύτερα;» είπε ειρωνικά η Ορόρα. «Δείχνεις έτοιμη να λιποθυμήσεις. Έλα να πάμε μέσα».

Δεν αντιστάθηκε όταν η Ορόρα πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση της και την οδήγησε μέσα στο δωμάτιο, ούτε όταν τη βοήθησε να ξαπλώσει.

«Ο Ντέβαν θα είναι καλά;» Δεν μπορούσε να σκέφτεται το χαμένο βλέμμα που είχε και τον τρόπο που είχε φύγει σχεδόν τρέχοντας. Η καρδιά της μάτωνε όταν τον έβλεπε έτσι. Έπρεπε να τον είχε ακολουθήσει.

«Θα είναι» τη διαβεβαίωσε. «Απλά χρειάζεται λίγο χρόνο».

Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι, ενώ η Ντεσμέρα κάθισε σε μια πολυθρόνα λίγο πιο πέρα. Η Κίρα κοίταξε την Θεραπεύτρια. Τώρα που ο πόνος είχε περάσει ένιωθε τα βλέφαρα της βαριά και έτοιμα να κλείσουν.

«Η Ορόρα σου είπε για την επίθεση;» τη ρώτησε.

«Ναι» απάντησε απλά.

«Και; Πιστεύεις πως ήταν ο Άρχοντας Κάσρελ;»

«Ομολογώ πως δεν ξέρω τι να υποθέσω. Ο Κάσρελ δεν είναι τόσο ανόητος, ώστε να στείλει δολοφόνους που φορούν το έμβλημά του, όμως μπορεί να τον έχει τυφλώσει τόσο το μίσος του για τον Αίρυς που να μην τον νοιάζει πλέον. Ίσως και να θέλει να ξέρει πως είναι αυτός».

«Γιατί μισιούνται τόσο;» ρώτησε η Ορόρα. Ήταν μια από τις σπάνιες φορές που η Κίρα την άκουγε να απευθύνει τον λόγο στη μητέρα της. Συνήθως έκανε τα πάντα για να αγνοήσει την παρουσία της. Πρέπει να της ήταν πολύ δύσκολο που είχε πάει μόνη της στο δάσος για να τη φέρει.

Η Ντεσμέρα βολεύτηκε καλύτερα στην πολυθρόνα σαν να ετοιμαζόταν να πει ένα παραμύθι.

«Ο Αίρυς μπορεί να παντρεύτηκε εμένα, αλλά δεν ήμουν η πρώτη του επιλογή. Έχουν περάσει πάνω από εικοσιπέντε χρόνια από τότε. Οι Ντρόγκομιρς προσπαθούσαν να βρουν συμμάχους πέρα από τα σύνορα της Ναβίντια. Ο Γκρέγκορ ήταν ήδη παντρεμένος και η Νάιρα το είχε σκάσει με έναν μάγο ενάντια στις επιθυμίες του πατέρα της, οπότε το βάρος έπεσε στον Αίρυς. Ο πατέρας τους είχε αποφασίσει πως η κατάλληλη οικογένεια για να συγγενέψουν ήταν οι Ρίχακ, οι Άρχοντες της Νταχάρα».

«Μα οι Ρίχακ είναι Αλχημιστές» είπε μπερδεμένη η Ορόρα. «Ο πατέρας και ο θείος έλεγαν πάντα πως αυτό είναι το πιο χαμηλό είδος μάγου. Γιατί ο άρχοντας-παππούς μου να θέλει να παντρέψει τον διάδοχο του με έναν από αυτούς;»

«Αυτό που λες είναι μόνο εν μέρει αλήθεια. Πράγματι, οι περισσότεροι περιφρονούν τους Αλχημιστές, αλλά αυτό τους κάνει πιο επικίνδυνους. Μπορούν να φτιάξουν δηλητήρια που κάνουν τη σάρκα να πέσει από τα κόκκαλα ή φίλτρα που υποδουλώνουν το μυαλό ενός ανθρώπου. Μπορούν να μετατρέψουν το ψέμα σε αλήθεια και τον εχθρό σε φίλο. Το να υποτιμάς τους Αλχημιστές είναι ανόητο, και οι Ρίχακ το εκμεταλλεύτηκαν αυτό για να ανέβουν στην εξουσία. Ο Άλλαρντ Ντρόγκομιρ εκτιμούσε αυτές τις ικανότητες».

«Μπορούν να φτιάξουν φίλτρα για να μπορέσει κάποιος να μπει απαρατήρητος σε ένα κάστρο;» ρώτησε η Κίρα. Ή να τους κάνουν αρκετά ανόητους για να προκαλέσουν τους Ντρόγκομιρ;

«Πιθανόν» απάντησε η μάγισσα. «Αλλά για να απαντήσω στην πρώτη σας ερώτηση πρέπει να τελειώσω την ιστορία μου. Πού είχα μείνει; Ά, ναι. Ο Άλλαρντ Ντρόγκομιρ είχε κανονίσει έναν γάμο ανάμεσα στον Αίρυς και στην κόρη του. Το όνομή της ήταν Ρόσλιν και όλοι έλεγαν πως ήταν πολύ όμορφη και γλυκιά κοπέλα. Αλλά ο πατέρας της πέθανε και ο αδελφός της πήρε το στέμμα Ο Κάρσελ πάντα περιφρονούσε τους Ντρόγκομιρ -από ζήλια, αν θέλετε τη γνώμη μου- και ακύρωσε τον γάμο. Η Ρόσλιν διαμαρτυρήθηκε έντονα για αυτή την απόφαση, το ίδιο και ο Αίρυς».

«Ήθελε να τον παντρευτεί;» είπε γεμάτη απορία η Κίρα. Ο Αίρυς θα κέρδιζε συμμάχους, άρα είχε λόγο να θέλει αυτό τον γάμο. Εκείνη όμως γιατί;

Η Ντεσμέρα έμεινε για λίγο σιωπηλή, χαμένη στις σκέψεις της, και η Κίρα υπέθεσε πως δεν την είχε ακούσει. Ετοιμάστηκε να επαναλάβει την ερώτησή της, όταν η Ντεσμέρα τελικά μίλησε:

«Και οι δύο ήθελαν». Κοίταξε τα δυο κορίτσια που την κοιτούσαν σαν να περίμεναν να τους πει ότι αστειευόταν. «Μπορεί να σας ακούγεται περίεργο, αλλά η αγάπη μπορεί να εμφανιστεί στα πιο απρόσμενα μέρη, ακόμα και σε έναν κανονισμένο γάμο. Η Ρόσλιν απείλησε πως αν ο αδελφός της δεν της επέτρεπε να παντρευτεί, θα το έσκαγε και θα πήγαινε μόνη της στην Ναβίντια. Πιστεύω πως αυτά που ακολούθησαν ήταν μια τραγική στιγμή και πως ο Κάσρελ δεν ήθελε πραγματικά να βλάψει την αδελφή του».

«Τι έκανε;» ρώτησε η Κίρα που είχε πλέον στρέψει όλη την προσοχή της στην ιστορία της μάγισσας.

«Ακούστηκαν πολλές φήμες, ιστορίες που πέρασαν από στόμα σε στόμα, κυρίως από τους υπηρέτες του παλατιού. Λένε πως ο Κάσρελ έπνιξε την αδελφή του πάνω στον θυμό του. Ο θάνατός της πυροδότησε το μίσος ανάμεσα στους δυο άντρες. Ο Αίρυς ήθελε να ζητήσει εκδίκηση για τον χαμό της, αλλά ο πατέρας του και ο αδελφός του δεν τον άφησαν να ξεκινήσει πόλεμο με την Νταχάρα. Ο Κάσρελ τον κατηγόρησε πως εκείνος ευθυνόταν για την κατάληξη των πραγμάτων, επειδή είχε δηλητηριάσει το μυαλό της αδελφής του».

Η Κίρα δυσκολευόταν να σκεφτεί τον Αίρυς ως έναν άνθρωπο με την ικανότητα να αγαπάει. Αλλά ίσως η καρδιά του δεν ήταν πάντα σκληρή και παγωμένη. Ίσως ο θάνατος αυτής της κοπέλας τον είχε αλλάξει. Το κεφάλι της βούιζε από τις πολλές πληροφορίες. Αν τα πράγματα ήταν όπως έλεγε η Ντεσμέρα, τότε ο Άρχοντας Κάσρελ είχε τους λόγους και τα μέσα για να οργανώσει την επίθεση. Και επιπλέον, θα ήθελε να ξέρει ο Αίρυς ποιος τους είχε στερήσει την ευκαιρία να αποκτήσουν αυτό που ήθελαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: τη δύναμη που θα είχαν αν έσπαγε η κατάρα.

Τελικά η αγάπη ήταν δίκοπο μαχαίρι. Μπορούσε να βγάλει στην επιφάνεια τον καλύτερο εαυτό του ανθρώπου ή τον χειρότερο.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της Ορόρα. Έπρεπε να κάνει κάτι πολύ σημαντικό. Φόρεσε τα παπούτσια της και βγήκε στον διάδρομο. Έψαξε λίγο για τον Ντέβαν αλλά ήταν άφαντος. Για μια στιγμή φοβήθηκε πως πράγματι είχε φύγει, παρόλο που η Κίρα δεν ήθελε πραγματικά να τον διώξει. Αν όμως εκείνος το είχε πιστέψει; Αν δεν ξαναγύριζε ποτέ;

Μια ηλικιωμένη υπηρέτρια της είπε πως ο νεαρός Ντρόγκομιρ είχε βγει από το κάστρο και είχε πάει στο κτήμα με τις μηλιές. Άρα δεν είχε φύγει. Άφησε την ανάσα που δεν είχε συνειδητοποιήσει πως κρατούσε και έτρεξε για να τον βρει

Ο ήχος από χτυπήματα έφτασε στα αυτιά της πριν τον δει. Ο Ντέβαν της είχε γυρισμένη την πλάτη και χτυπούσε με μανία τον κορμό ενός δέντρου με το σπαθί, που η Κίρα δεν είχε δει ποτέ να τραβάει από τη ζώνη του. Οι Ντρόγκομιρ δε χρειαζόντουσαν όπλα για να προστατευτούν. Κάθε χτύπημα άφηνε μια βαθιά χαρακιά στον κορμό που είχε ήδη χάσει το ένα τρίτο του όγκου του. Μικρά κομματάκια ξύλο πετάγοινταν τριγύρω.

«Ντέβαν;»

Η φωνή της ήταν σιγανή κι όμως το αγόρι την άκουσε. Σταμάτησε για μια στιγμή προτού συνεχίσει να χτυπάει το δέντρο.

«Είμαι άχρηστος!» φώναξε και κατέβασε το σπαθί με περισσότερη ορμή πάνω στο πληγωμένο ξύλο. «Υποτίθεται πως ένας Διάδοχος πρέπει να προετοιμάζεται για να αναλάβει τη διοίκηση του Οίκου του». Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπό του, καθώς έβγαζε όλο τον θυμό του πάνω στο δέντρο. «Να εμπνέει σεβασμό». Το χτύπησε ξανά, με τις αρθρώσεις του να έχουν ασπρίσει από τη δύναμη με την οποία κρατούσε την λαβή. «Όμως ο λόγος μου δεν έχει καμία αξία. Η οικογένειά μου είτε με χλευάζει, είτε με περιφρονεί».

Χαμήλωσε το σπαθί βαριανασαίνοντας. Η Κίρα δεν ήξερε αν έπρεπε να τον πλησιάσει ή όχι. Ένιωσε την καρδιά την να σφίγγεται, επειδή ήξερε πως εκείνη ήταν υπεύθυνη για αυτή την κατάσταση. Αν δεν είχε εναντιωθεί στην οικογένειά του για εκείνη, τώρα δε θα είχε αυτή την αντιμετώπιση.

Ο Ντέβαν γύρισε για να την κοιτάξει. Έδειχνε καταβεβλημένος λες και κάποιος του είχε κλέψει όλη την ενέργεια.

«Και όλα αυτά δε θα με ένοιαζαν αν εσύ ήσουν ευτυχισμένη, αλλά απέτυχα και σε αυτό». Πέταξε οργισμένα το σπαθί στο έδαφος. «Δεν μπόρεσα ούτε να σε κρατήσω ασφαλή. Απέτυχα».

«Όχι» του είπε τολμώντας να κάνει ένα βήμα προς το μέρος του. Αυτή η παραίτηση και η απελπισία δεν του ταίριαζαν. «Αν δεν ήσουν εσύ, δε θα ήμουν ζωντανή». Πλησίασε ακόμα περισσότερο. «Και είμαι ευτυχισμένη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από αυτό που νιώθω κάθε φορά που σκέφτομαι το μωρό μας ή όταν με κρατάς στην αγκαλιά σου. Εσύ με κάνεις ευτυχισμένη». Πώς ήταν δυνατόν να μην το έβλεπε αυτό; Δεν μπορούσε να τον ακούει να γίνεται τόσο σκληρός με τον εαυτό του, ειδικά από τη στιγμή που δεν είχε κάνει τίποτα λάθος. Το μόνο σφάλμα του ήταν πως ήταν υπερβολικά αφοσιωμένος σε αυτούς που αγαπούσε.

Ο Ντέβαν κάθισε στο ψηλό χορτάρι και απέστρεψε το βλέμμα του, σαν να ήθελε να πιστέψει τα λόγια της, αλλά κάτι τον εμπόδιζε. Η Κίρα έπιασε τη φούστα του φορέματός της και σήκωσε το ύφασμα αρκετά, ώστε να μην το πατήσει. Πήγε κοντά του και κάθισε δίπλα του, με τους ώμους τους να ακουμπούν.

«Μεγάλωσα μαθαίνοντας να μισώ τους Ντρόγκομιρ κι εσύ μεγάλωσες ξέροντας πως κάποια μέρα θα με σκοτώσεις. Αλλά κοίτα μας. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου μακριά σου. Θα γίνουμε γονείς. Είσαι δικός μου και είμαι δική σου, τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Απλά χρειαζόμαστε λίγο χρόνο να προσαρμοστούμε».

Ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της και έκλεισε κουρασμένα τα μάτια του.

«Τι μπορώ να κάνω εγώ γι' αυτό;»

«Απλά κράτησέ με». Τύλιξε τα χέρια του γύρω της και ξάπλωσαν στο γρασίδι.

«Και μην ξαναπείς ποτέ ότι απέτυχες. Είσαι ένας από τους καλύτερους άντρες στη Ναβίντια και το ξέρω πως θα είσαι πολύ καλύτερος Άρχοντας από τον πατέρα, τον παππού σου, ή οποιονδήποτε άλλο πριν από εσένα. Έχεις τη δύναμη να γεφυρώσεις το χάσμα ανάμεσα στους Ντρόγκομιρ και τις μάγισσες επειδή είσαι δίκαιος. Και αν σε ξανακούσω να μιλάς έτσι για τον εαυτό σου, ορκίζομαι πως θα πάρω εκείνο το σπαθί και θα σε κάνω να μην μπορείς να καθίσεις για μια βδομάδα».

Τον άκουσε να γελάει και γέλασε κι εκείνη. Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο της και δεν είπαν τίποτα άλλο, αλλά αυτή η σιωπή δεν ήταν αμήχανη. Τους έφτανε που ήταν αγκαλιασμένοι κάτω από τις μηλιές.

Φαίη