Η Νεκροφιλημένη (Επίλογος)

Ένα μήνα μετά


Ο αναβάτης τράβηξε τα χαλινάρια και το άλογο σταμάτησε αμέσως το γρήγορο βηματισμό του πάνω στην κορυφή του λόφου. Ένα δυνατό σφύριγμα έσκισε την νεκρή σιωπή και το γεράκι που πετούσε στον σκούρο ουρανό έκρωξε δυνατά, δίνοντας σήμα στο αφεντικό του. Το πεδίο ήταν ελεύθερο για τώρα.
Κράτησε σφιχτά την κουκούλα του μανδύα του ώστε να καλύπτει το κεφάλι του και άφησε το βλέμμα του να χαθεί στα ερείπια της Ινάλ. Το βασίλειο που κάποτε ήταν γεμάτο ζωή είχε ζωστεί από ένα πεδίο μισολιωμένων πτωμάτων και καμένων κουφαριών. Μετά την τελετή ο Άριμαν είχε εξαπολύσει έναν στρατό νεκρών να καταλάβουν την Ινάλ. Ήταν η πρώτη που έπεσε στο χάος. Κανείς δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Κανείς δεν ήξερε ότι θα ξεκινούσε μια τέτοια επίθεση.

Το παλάτι είχε πέσει και η βασιλική οικογένεια έπεσε μαζί του. Είχε βρει την Άιλις αμέσως, ενώ τα υπόλοιπα αδέρφια του αγνοούνταν. Το ίδιο και η Βασίλισσα. Προσπάθησε μαζί με τον Φάραμιρ να εκκενώσει την πόλη και αρκετοί ήταν εκείνοι που πρόλαβαν να φύγουν και να κρυφτούν στο Μαύρο Δάσος. Πρώτα βρήκε την οικογένεια της Αλιάνας και τους βοήθησε να φύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούν, αφού υποσχέθηκε στον πατέρα της πως θα φρόντιζε την κόρη του. Του απέκρυψε την αλήθεια μα δεν τον μετάνιωνε. Στο Μαύρο Δάσος θα ήταν καλά κρυμμένοι και θα έβρισκαν άλλους επιζώντες. Ο Κάιν είχε ακούσει την παράκλησή του και πήρε την Άιλις μαζί του στη Σεβέλ παρά τις διαμαρτυρίες της. Εκεί θα ήταν πιο ασφαλής. Ο Φάραμιρ έμεινε στην πόλη μαζί με έξι στρατιώτες προσπαθώντας να βρει επιζώντες. Την επόμενη μέρα το άλογό του επέστρεψε με το νεκρό αδερφό μου πάνω του και ένα σημείωμα καρφωμένο στην πλάτη του.

«Τι άλλο θες να χάσεις;».

Ένα δυνατό κύμα αέρα έφερε μαζί του τη μυρωδιά της καμένης σάρκας και του θανάτου, ρίχνοντας την κουκούλα από πάνω του και αποκαλύπτοντας την ταυτότητά του. Ο Λαχάρ, έφερε το χέρι του στο σβέρκο του και ανέβασε την κουκούλα του ξανά. Είχε συνηθίσει πλέον τα κοντά του μαλλιά. Μετά το θάνατό της τα έκοψε, αφήνοντας πίσω του την ψυχή και την καρδιά του. Στην Ινάλ, τα κοντά μαλλιά στον άντρα δήλωναν το ιερό δέσιμό του με την γυναίκα που επέλεγε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του. Και αφού η ζωή του χάθηκε, τότε θα χανόταν και εκείνος μαζί της.

Κοίταξε για μια τελευταία φορά τα απέραντα μαύρα χωράφια του βασιλείου. Πριν ένα μήνα αυτά τα μέρη έσφυζαν από ζωή και το χρυσαφένιο τους χρώμα έμοιαζε με αυτό του ήλιου. Τώρα ήταν καταπατημένα από σώματα των υπηκόων του και των απέθαντων. Η Ινάλ είχε χαθεί μέσα σε μια εβδομάδα. Ο στρατός δεν κατάφερε να διώξει τα κουφάρια που έβρισκαν το δρόμο τους ξεθάβοντας τον εαυτό τους από το χώμα που οι ζωντανοί πατούσαν.

Ο Άριμαν, ο βασιλιάς Ράμα όπως επιθυμούσε να τον αποκαλούμε, είχε καταλάβει το παλάτι και εγκαταστάθηκε στον Ιερό Ναό της Ινάλ. Το ναό που υμνούσαν τόσα χρόνια και δεν ήξεραν πως υμνούσαν τον ίδιο τον Θάνατο. Οι τρεις σκιές που τον ακολουθούσαν έκλεβαν τον αέρα όποιου τολμούσε να τον πλησιάσει και σκόρπιζαν τα μαύρα τους χνάρια ρουφώντας την ζωή από το οτιδήποτε. Διψούσαν συνέχεια όλο και περισσότερο και ζητούσαν νέο αίμα και άλλους θανάτους.

Δυο εβδομάδες μετά, ξέσπασε ο μεγαλύτερος πόλεμος που γνώρισαν ποτέ τα τέσσερα βασίλεια του Βορρά. Οι στρατιές των νεκρών κατελάμβαναν κάθε χωριό που κύκλωνε την Ινάλ και τώρα οδηγούνται στα σύνορά της με τους Θραχάρ. Θα είναι οι επόμενοι στο σχέδιο του Ράμα να καταλάβει όλα τα βασίλεια και να γίνει βασιλέας των νεκρών. Το ενδιαφέρον του έχει ήδη ανοιχτεί στα υπόλοιπα βασίλεια και ειδικά εκείνο της Δύσης που έχει ως έδρα την πόλη του φωτός.

Εκείνο είναι ο επόμενος προορισμός του Λαχάρ.

Δυο άλογα στάθηκαν εκατέρωθέν του.

«Βασιλιά Λαχάρ, πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Σύντομα θα βραδιάσει και δεν θα είναι ασφαλές» είπε ο ένας από τους φρουρούς.

Ο Λαχάρ κοίταξε τον ουρανό και είδε τα μαύρα σύννεφα που απλώνονταν σε αυτό μαύριζαν ολοένα και περισσότερο. Το βράδυ προμηνυόταν βροχερό. Έφερε τα δάχτυλά του στο στόμα του και σφύριξε στο γεράκι. Ύστερα άπλωσε το χέρι του στον ουρανό και εκείνο γραπώθηκε στον καρπό του. Χάιδεψε το κεφάλι του Χάρου και εκείνος φάνηκε να το ευχαριστιέται. Ακόμη έψαχνε την αφέντρα του και περίμενε να γυρίσει, παρά το ότι πλέον δεν την έβλεπε πουθενά. Τις πρώτες μέρες αρνούνταν να φάει και είχε φοβηθεί πως θα πέθαινε και εκείνο. Μα μια μέρα έκατσε μαζί του και άρχισε να τον χαϊδεύει, μιλώντας του όπως εκείνη. Όπως είχε κάνει η Αλιάνα την μέρα που τον είχε πρωτοβρεί στο δάσος πληγωμένο. Το περήφανο φτερωτό ζώο δεν αντιστάθηκε και άρχισε σιγά-σιγά να τρώει και να δυναμώνει. Μετά από λίγες μέρες είχε συνηθίσει την παρουσία του και τον ακολουθούσε παντού. Ο Λαχάρ δεν παραπονιόταν. Είχε κοντά του κάτι που την θύμιζε και ένιωθε μια γαλήνη να απλώνεται μέσα του όσο είχε τον Χάρου κοντά του.

Μα ακόμα την περίμενε και εκείνος. Περίμενε να ξυπνήσει από ένα κακό όνειρο και να την δει ξαπλωμένη δίπλα του με την λευκή της πλάτη παραδομένη στο απαλό χάδι του ήλιου. Ήθελε πολύ να την αγγίξει ξανά, να χαϊδέψει τα μαλλιά της, να νιώσει τη ζεστασιά της και να της πει ξανά ότι την αγαπά. Ήθελε να γυρίσει το χρόνο πίσω και να μην την αφήσει στιγμή μέσα από τα χέρια του. Να σταματήσει την τελετή και να ξεσκεπάσει τον Σύμβουλο και του Γέροντες. Ήθελε να γυρίσει πίσω σε εκείνη. Πόσο του έλειπε η συντροφιά της, το χαμόγελό της, το δειλό της γέλιο, να παρακολουθεί τις κινήσεις της και τις εκφράσεις της. Δεν είχε προλάβει να ζήσει τίποτα μαζί της και εκείνη δεν είχε προλάβει να ζήσει. Την κάθε μέρα που περνούσε την καταριόταν. Ήθελε απλά να κλείσει τα μάτια του και να ξυπνήσει από τον εφιάλτη.

Τίναξε τα χαλινάρια και ώθησε το άλογο να κατηφορίσει προς τους υπόλοιπους στρατιώτες. Κανείς δεν τολμούσε να του μιλήσει για πολύ ώρα. Τον φοβόντουσαν. Είχε αλλάξει πολύ τον τελευταίο μήνα. Είχε χάσει την όρεξή του και είχε αδυνατίσει αρκετά. Τις γωνίες του προσώπου του τις ρουφούσαν τα κόκαλά του και τα κάποτε γαλάζια μάτια του τώρα ήταν γκρίζα και φουρτουνιασμένα. Κουραζόταν να μιλήσει, ακόμα και να ξυπνήσει το πρωί. Ήθελε να μείνει μόνος του, μα δεν μπορούσε. Είχε ένα λαό να φροντίσει και ένα στρατό να διοικήσει. Ό, τι επέζησε από την καταστροφή.

Με την οικογένειά του χαμένη, ίσως και νεκρή ήταν ο επόμενος βασιλιάς στην γραμμή των βασιλέων της Ινάλ. Ένας βασιλιάς χωρίς θρόνο, χωρίς βασίλειο, χωρίς κάποιον να τον συμβουλεύει, με ένα λαό που πεινάει και πεθαίνει από την κούραση, με ένα στρατό άσχημα τραυματισμένο και αποδιοργανωμένο, άυπνο για μέρες. Δεν είχε τίποτα.

Και αυτό το τίποτα τον σκότωνε.

«Αύριο τα χαράματα θα πάρουμε το μονοπάτι για την Σεβέλ. Θα μεταφέρουμε τους ανθρώπους σε πιο ασφαλές μέρος και αν βγούμε ζωντανοί θα τους βάλουμε στα καράβια και θα τους στείλουμε στα άλλα βασίλεια. Έχω ήδη στείλει γράμμα στο βασίλειο της Φάρια που προειδοποιεί για την κατάσταση και ενημερώνει για τη δική μας. Όσοι αντέχουν ακόμα, θέλω να με ακολουθήσουν σε μια αποστολή που θα αποφασίσει το μέλλον του Βορρά. Θα είναι επικίνδυνη και πολλοί μπορεί να μην επιβιώσουμε, μα είναι η μόνη λύση που έχουμε. Σκεφτείτε το και θα περιμένω την απάντησή σας την μέρα της επιβίβασης» τους είπε και κανείς δε μίλησε. Δεν κοιτάχτηκε κανείς μεταξύ του μα όλοι σοβάρεψαν το βλέμμα τους διώχνοντας κάθε ίχνος κούρασης, φόβου και μοιρολατρίας.

Ύψωσαν τα κεφάλια τους και τον κοίταξαν με νεύρο και ελπίδα. Δε χρειαζόταν να ακούσει την απάντηση ο Λαχάρ. Η στάση τους ήταν περήφανη. Τον τελευταίο μήνα είχαν βιώσει τον απόλυτο τρόμο και παρόλα αυτά κανείς τους δεν τον παράτησε, κανείς δεν έφυγε για να σωθεί. Πάλεψαν και παλεύουν μαζί του. Τόσο πολύ πιστεύουν σε εκείνον και την αναγέννηση του βασιλείου τους που θυσιάζουν και την ίδια τους τη ζωή.

Του ήταν παραπάνω από αρκετό.

Τέλος


Ella Sarlot