Ο Κήπος με τους Υάκινθους - Διάβασε ένα απόσπασμα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Λίγο πριν χάσω κάθε επαφή με το περιβάλλον κοίταξα έξω από το παράθυρο, όπου κάποιος σκότωνε μια γυναίκα. 

Ποτέ ξανά δεν με είχε πιάσει τόσο γρήγορα ή με τέτοιον τρόπο, ποτέ ξανά όμως δεν είχα πάρει και τόσο πολύ. Έβαλα τα χέρια στο περβάζι και πέρασα το κεφάλι μου μέσα από το σπασμένο τζάμι, αλλά δεν κατάφερα να ξεχωρίσω τίποτα περισσότερο από μακριά ξανθά μαλλιά και αίμα να βάφει τα πάντα. Η αυλή είχε γίνει κατακόκκινη. 

Οι κραυγές, που με είχαν κάνει να κοιτάξω στο διπλανό οικόπεδο, ακούγονταν σαν να έρχονταν μέσα από το σπίτι. Μερικές στιγμές αργότερα σταμάτησαν απότομα. Ένας σκύλος επέμενε να γαβγίζει. 

Τελικά έπεσα πίσω προσπαθώντας να βγάλω την εικόνα από το μυαλό μου και αναστέναξα, όταν το μυρμήγκιασμα αποφάσισε να μου κάνει την τιμή. 

«Τελείωσα μ’ αυτές τις μαλακίες» μουρμούρισα με στεγνό στόμα. «Από αύριο απεξάρτηση. Πριν αρχίσω να βλέπω δράκους». 

Ήλπιζα μόνο να το θυμόμουν σε μερικές ώρες.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1


«Γουότερστον» άκουσα τη βαριά φωνή να λέει επιτακτικά πάνω από το κεφάλι μου.

Πετάχτηκα και είδα τον επικεφαλής επιθεωρητή να στέκεται και να με κοιτάζει, ενώ οι δύο αστυφύλακές μου χαχάνιζαν πίσω από τα γραφεία τους.

«Δεν έρχεσαι εδώ για να κοιμάσαι» συνέχισε στον ίδιο τόνο με τη λονδρέζικη προφορά του· μισή εκφωνητή ειδήσεων του BBC, μισή από ταινία του Γκάι Ρίτσι. «Πήγαινε σπίτι, αρκετά έκανες για σήμερα. Και αύριο σε θέλω σε καλύτερη κατάσταση».

«Μάλιστα» κατακεραύνωσα με το βλέμμα μου τον Μπράιτον και τον Πένερ, που προσπαθούσαν να καταπνίξουν το γέλιο τους. «Θα περάσετε την εβδομάδα σας να παίρνετε καταθέσεις πόρτα πόρτα» τους προειδοποίησα και εκείνοι αμέσως μαζεύτηκαν και σηκώθηκαν να φύγουν. Ήμουν πολύ κουρασμένη για να το συνεχίσω ή να βεβαιωθώ ότι είχαν τελειώσει τις αναφορές τους. Θα το έκανα αύριο.

Έκλεισα τον υπολογιστή μου και πήγα τη μισοάδεια κούπα με τον κρύο καφέ στον νεροχύτη της μικρής κουζινούλας.

«Καληνύχτα» φώναξα στο αφεντικό μου, για να με ακούσει από το γραφείο του, και προχώρησα προς την πόρτα του κλιμακοστασίου.

«Μπορείς να οδηγήσεις;»

«Ναι, μια χαρά είμαι. Μάζεψα αρκετή ενέργεια μέχρι να με ξυπνήσετε».

Εκείνος γέλασε.

«Δεν περιμένεις ένα μισάωρο ακόμα να τελειώσω και να σε πάω εγώ;»

«Δεν υπάρχει λόγος να σας βγάλω από τον δρόμο σας. Θα είμαι μια χαρά» χαμογέλασα ευγενικά και πήγα και πάλι να φύγω.

«Κανένας κόπος. Άσε που δεν μας παίρνει να χάσουμε προσωπικό. Δώσε μου πέντε λεπτά».

«Αλήθεια, δεν είναι απαραίτητο».

«Μην είσαι περίεργη, Λόρεν, είπαμε θα σε πάω εγώ» έκοψε τη συζήτηση, ενώ έκλεινε και εκείνος τον υπολογιστή του.

Ακολούθησα τον επιθεωρητή στο αυτοκίνητο, τρέμοντας από τη χαμηλή θερμοκρασία και την έλλειψη ύπνου. Ο ουρανός ήταν καθαρός και μπορεί να μην είχε βρέξει, είχε όμως παγωνιά και οι ανάσες μας δημιουργούσαν άσπρα συννεφάκια μπροστά στα πρόσωπά μας. Ένιωθα ήδη τη μύτη μου να κοκκινίζει.

Μπήκαμε στο αμάξι και εκείνος έβαλε μπροστά τη μηχανή, πριν προλάβουμε να βγούμε από το πάρκινγκ του τμήματος όμως, μας έκοψε τον δρόμο ένα περιπολικό, που μόλις γυρνούσε από την πόλη. Ένας ένστολος κατέβηκε και μας έκανε νόημα να περιμένουμε για λίγο. Το αφεντικό μου έμεινε υπομονετικά στη θέση του, ενώ ο άντρας άνοιγε την πίσω πόρτα τού αμαξιού, για να βγει από μέσα ένα αγόρι γύρω στα δεκάξι.

Το παιδί ήταν σε άθλια κατάσταση. Τα ρούχα του ήταν λερωμένα και κάτω από τα κοντά μανίκια της μπλούζας του ξεπρόβαλαν δύο λιπόσαρκα μπράτσα γεμάτα τατουάζ. Φαινόταν κάτασπρος στο φως του δρόμου και έτοιμος να πέσει κάτω.

Ο επιθεωρητής κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του. Δεν ήξερα αν ήταν για τα τατουάζ ή για το προφανές πρόβλημα με τα ναρκωτικά που είχε ο νέος, αλλά δεν είχε και πολλή σημασία. Ήταν μόλις Τρίτη. Μέχρι το Σαββατοκύριακο τα κελιά θα ήταν γεμάτα με κόσμο που θα προσπαθούσε να ελέγξει το στερητικό του σύνδρομο.

Το αγόρι προχώρησε τρεκλίζοντας μέχρι την κεντρική είσοδο του τμήματος με τον ένστολο να τον συγκρατεί για να μην πέσει και τελικά το περιπολικό έκανε στην άκρη, αφήνοντάς μας να φύγουμε.

«Τα πήγες πολύ καλά» μου είπε κάποια στιγμή, ενώ οδηγούσε, κάνοντάς με να ταραχτώ. Ο μονότονος ήχος του αυτοκινήτου στον άδειο δρόμο, το σκοτάδι της νύχτας και ο ζεστός αέρας από το καλοριφέρ που με χτυπούσε στο πρόσωπό είχαν κάνει τα μάτια μου να βαρύνουν επικίνδυνα, τόσο που η φωνή του αντήχησε βαθιά μέσα στο κεφάλι μου, όπως όταν ένας κρότος σε βγάζει από ελαφρύ ύπνο. Είχα να κοιμηθώ σε αυτοκίνητο από τότε που ήμουν παιδάκι. Τι ντροπή, αν ξανάρχιζα στα είκοσι εννιά μου.

«Σας ευχαριστώ πολύ» μουρμούρισα μη θέλοντας να προκαλέσω την τύχη μου. Με είχε βοηθήσει υπερβολικά για να επιτρέψω στον εαυτό μου να δεχτεί το κομπλιμέντο του. Η επιβράβευσή του έμοιαζε τουλάχιστον τραβηγμένη.

Ήθελα όμως να του πω κάτι, αν μη τι άλλο για να κρατήσω τον εαυτό μου σε εγρήγορση και να μην κοιμηθώ, αλλά βλέποντάς τον να κοιτάζει αφοσιωμένος μπροστά του με τα δύο χέρια στο τιμόνι, εγκατέλειψα κάθε προσπάθεια και επικεντρώθηκα στο να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, ενώ η μυρωδιά του άφτερ σέιβ του γέμιζε τον χώρο.

Χάθηκα στις σκέψεις μου, ενώ ήμουν γυρισμένη προς το μέρος του, χωρίς να τον βλέπω πραγματικά. Με το κάθισμά του πολύ πιο πίσω από το δικό μου και τα μάτια του τουλάχιστον είκοσι πόντους πάνω από το πρόσωπό μου, θα έπρεπε να με είχε δει να τον κοιτάζω. Παρ’ όλα αυτά δεν είπε τίποτα. Σαράντα οκτώ χρόνια τώρα θα είχε μάθει να μην ξεμπροστιάζει έτσι τις γυναίκες.

Οδηγούσε αργά, κάνοντάς τη μακριά διαδρομή να διαρκέσει ακόμα περισσότερο και, όταν μπήκαμε στο Τίγκτον, έκοψε κι άλλο ταχύτητα, τυπική αντίδραση όσων προσπαθούσαν να πλοηγηθούν στα στενά δρομάκια της περιοχής. Εκείνος όμως, με την αγάπη του για τη συνετή οδήγηση και το ογκώδες τζιπ του, αποφάσισε να το παρακάνει.

Τελικά σταμάτησε έξω από το σπίτι μου. Όταν έκλεισα την εξώπορτα και βρέθηκα στο σαλόνι, το αυτοκίνητό του απομακρύνθηκε.

Πρόλαβα μόνο να βγάλω τα ρούχα μου πριν πέσω στο κρεβάτι.

«Από εδώ και πέρα μόνο μακριά γεύματα και σταυρόλεξα» μουρμούρησα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. «Το λιγότερο για μία εβδομάδα».

Την επόμενη ημέρα η μητέρα μου με ξύπνησε χτυπώντας με νεύρο την πόρτα, όπως και κάθε πρωί από την πρώτη τάξη του σχολείου. Η βέρα της είχε αφήσει ένα σημάδι στο σκούρο ξύλο· απειροελάχιστο, αλλά αδιαμφισβήτητο. Διατηρούσε την ενέργειά της μέχρι που βγήκα στην κουζίνα.

«Δεν σε άκουσα να έρχεσαι χθες το βράδυ» ξεκίνησε να λέει, ενώ άφηνε μπροστά μου ένα πιάτο γεμάτο ως πάνω με το αγγλικό πρωινό της, το μόνο πράγμα που ήξερε να φτιάχνει πραγματικά καλά. «Πρέπει να γύρισες πολύ αργά. Ελπίζω τουλάχιστον να σου πληρώσουν τις υπερωρίες, γιατί πραγματικά σας αναγκάζουν να δουλεύετε πάρα πολύ».

Συνέχισε να μιλάει με εμένα να της δίνω όλο και λιγότερη προσοχή και τον πατέρα μου απ’ την πολυθρόνα του στο σαλόνι να μην ακούει λέξη ήδη.

«Θα πρέπει να με πας εσύ στο τμήμα σήμερα. Με έφερε το αφεντικό μου χθες το βράδυ και το αυτοκίνητο έχει μείνει εκεί».

«Ο επιθεωρητής Ρέντφορντ» είπε σχεδόν ονειροπόλα, μοιάζοντας πιο κωμική απ’ ό,τι συνήθως· η ψιλή φωνή και το κοντό και λιγνό σώμα της πάντα μου θύμιζαν κινούμενο σχέδιο. «Τι κάλος άνθρωπος και τι ωραίος άνδρας. Δεν έπρεπε να τον βάλεις σε τέτοιο κόπο, Λόρεν! Θα του πήρε τουλάχιστον σαράντα λεπτά να σε φέρει μέχρι εδώ και να ξαναγυρίσει στο Μάινσαμ». Έπειτα επέστρεψε και πάλι στην κουζίνα της, χωρίς όμως να σταματήσει να μιλάει. «Είναι κρίμα που πέθανε τόσο νωρίς η γυναίκα του και γυρίζει σε ένα άδειο σπίτι. Αλλά νέος είναι, προλαβαίνει να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Έχουμε μερικές ανύπανδρες γυναίκες και, εδώ που τα λέμε, δεν χρειάζεται να είναι και ακριβώς στην ηλικία του. Ο άνδρας έχει περιθώριο να είναι λίγο μεγαλύτερος, δεν χάθηκε ο κόσμος. Ίσως πρέπει να του συστήσω καμιά γνωστή μου. Μπορεί να μην ξέρει πολλές γυναίκες–»

«Ναι, γιατί οι αστυνομικοί συνηθίζουν να έχουν αυτό το πρόβλημα» τη διέκοψα. «Μπορείς να με πας τώρα ή να πάρω ταξί;»

«Καλά, καλά, θα σε πάω, μην αρπάζεσαι. Έλεγα να περάσω από τη Σάρα, για να δω αν χρειάζεται τίποτα, αλλά μπορώ να το κάνω μετά. Θα πάω να κάτσω λίγο με τα παιδιά, σε περίπτωση που πρέπει να πάει να ψωνίσει ή πουθενά αλλού, να μην τα κουβαλάει μαζί. Με τον αδελφό σου να δουλεύει τόσο πολύ, θα ήταν πραγματικά ευχής έργον, αν είχε περισσότερη βοήθεια» μου έριξε μια στραβή ματιά. Και τυφλός θα καταλάβαινε τι ήθελε να πει.

«Να την αφήσεις ήσυχη τη Σάρα» πετάχτηκε ο πατέρας μου από το πουθενά. «Μην μπλέκεσαι στα πόδια της και αν χρειαστεί βοήθεια, θα μας πει».

«Λες και δεν την ξέρεις πώς είναι: περήφανη και θέλει να τα κάνει όλα μόνη της. Δεν βλέπω το κακό στο να…»

Συνέχισε να μιλάει, αλλά σταμάτησα να της δίνω σημασία. Θεός φυλάξει να μείνουμε δυο λεπτά σε ησυχία.

Φτάνοντας στη δουλειά, διαπίστωσα ότι, όπως είχα προβλέψει, μετά την τελευταία έκρηξη εγκληματικότητας, η ημέρα μου ήταν ελεύθερη. Ο Μπόιντ και η ομάδα του ασχολούνταν ακόμα με τον βιασμό που είχε έρθει πριν από τη δική μου ληστεία και αφού δεν είχα κάτι επείγον, τους δάνεισα τους αστυφύλακές μου για να βοηθήσουν. Έσβησα την υπόθεσή μου από τον μεγάλο πίνακα στον τοίχο της κεντρικής αίθουσας, τελείωσα τις αναφορές μου και όταν ολοκληρώθηκε η βάρδιά μου γύρισα σπίτι για να φάω πριν κατευθυνθώ προς αυτό του αδελφού μου.

Είχα να πάω μέρες από εκεί και η εικόνα του κήπου με έπιασε απροετοίμαστη. Από τη μία μεριά το μεγάλο παρτέρι ήταν κατάφυτο με μπλε άγριους υάκινθους, ενώ από την άλλη, η στενή αλτάνα όπου πριν λίγο καιρό ήταν δεμένος ο Φλάφι, είχε γεμίσει αγριόχορτα. Περίμενα ότι θα είχαν φροντίσει γι’ αυτό, τουλάχιστον όμως είχαν κουνήσει το σπιτάκι του.

Χτύπησα σιγανά την πόρτα, για να μην ξυπνήσω τα μικρά, αλλά φωνές και ποδοβολητά ακούστηκαν σχεδόν αμέσως. Η Σάρα τούς είπε κάτι από μέσα και τελικά η πόρτα άνοιξε.

«Λεν» με καλωσόρισαν με μια φωνή τα ανίψια μου, όταν με είδαν, και τύλιξαν τα χέρια τους γύρω από τα πόδια μου. Γονάτισα και τα έκλεισα στην αγκαλιά μου.

«Χρόνια και ζαμάνια, Λόρεν. Έλα μέσα, έχει κρύο» είπε και έκανε στην άκρη.

«Έλεγα να κάνω κάτι στον κήπο σου, αν δεν έχεις πρόβλημα, και μετά θα μπω για καφέ».

Η Σάρα φάνηκε να παραξενεύεται από την πρόταση.

«Πότε σε έπιασε τέτοια αγάπη για την κηπουρική;»

«Ανέκαθεν υπήρχε». Δεν είχα φυτέψει ούτε καρότο στη ζωή μου.

«Δεν υπάρχει κανένας λόγος, θα το φροντίσω εγώ. Έλα μέσα».

«Δεν είναι κόπος. Για να πω την αλήθεια τον είδα και στεναχωρήθηκα».

Εκείνη ένευσε.

«Θα το κάνω εγώ πάντως. Απλώς δεν είχα βρει χρόνο» είπε και κατάλαβα ότι την είχα σχεδόν πείσει. Με δυο παιδιά να τρέχουν πέρα δώθε και εγώ στη θέση της θα καλωσόριζα οποιαδήποτε βοήθεια, ειδικά αν με βασάνιζε η τελειομανία της. Κανονικά ο Μάρτιν θα έπρεπε να το είχε κάνει· ο σκύλος ήταν δικός του όσο ήταν και δικός μου.

Και περισσότερο. Αν δεν μου τον είχε πάρει, δεν θα αναγκαζόταν να είναι δεμένος και ίσως άντεχε μερικά χρόνια ακόμα.

«Δεν θα κάνω πολύ» τη διαβεβαίωσα, κοιτάζοντας το στενόμακρο κομμάτι γης και καταπίνοντας την πικρία μου. «Σε κανένα μισάωρο θα πίνουμε καφέ».

Τελικά συμφώνησε και μου έδωσε τα κλειδιά για να ανοίξω την αποθήκη και να βγάλω τα σύνεργα κηπουρικής και τους βολβούς που είχε ήδη αγοράσει.

Γονάτισα στο χώμα και ξεκίνησα να ξεχορταριάζω, ενώ εκείνη έβαζε μπουφάν στα μικρά και τα έφερνε έξω για να μου κάνουν παρέα.

«Μην πιάνεις τα χώματα, Σάρα. Αν θέλουν κάτι τα παιδιά, θα έχεις λερωμένα χέρια».

Αντιγράφοντας τις κινήσεις της μητέρας τους, ο Τζέισον και η Εμίλια άρχισαν και αυτοί να ανακατεύουν το έδαφος. Εκείνη τους φώναξε να φύγουν, αλλά δεν κατάφερε τίποτα.

«Δεν τα παίρνεις να πας μέσα;» της πρότεινα τελικά. Η πρωτοφανής επιμονή της για κουτσομπολιό με είχε κουράσει περισσότερο από τη χειρωνακτική εργασία, ενώ οι φωνές των μικρών και τα συνεχή τραβήγματά τους μου είχαν προκαλέσει πονοκέφαλο. Ήθελα κι εγώ παιδιά, αλλά ένα ένα τη φορά. Με δύο δεν ήξερες τι να κάνεις.

«Και να σε αφήσω εδώ μόνη σου;» είπε λες και δεν μπορούσε να φανταστεί κάτι πιο αγενές, ο τόνος της όμως με έκανε να πιστέψω ότι η πρότασή μου δεν περνούσε πρώτη φορά από το μυαλό της.

«Πήγαινε μέσα μην κρυώσετε».

Έφερε μερικές ευγενικές αντιρρήσεις ακόμα, αλλά σύντομα την έπεισα. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και με άφησε μόνη μου στην αυλή, που είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει αρκετά. Το φως που είχε ανάψει δεν έκανε και πολλά.

Απολάμβανα την ηρεμία, το κρύο αεράκι και την υγρασία στην ατμόσφαιρα, πράγματα που δύσκολα θα απαρνιόταν κάποιος που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στο Ντόβχερστ. Σταμάτησα και μετά από μερικές στιγμές συγκέντρωσης κατάφερα να ακούσω τα κύματα του Νότιου Κόλπου και το κρώξιμο των γλάρων παρά το βούισμα του ανέμου.

Συνέχισα να σκάβω τα παρτέρια, λες και θα μπορούσε να πιάσει φυτό με τον αέρα που χτυπούσε το οικόπεδο τέτοια εποχή. Ξερίζωνα αγριόχορτα και τα άφηνα στην άκρη, ενώ πού και πού έπεφτα πάνω σε μικρές πετρούλες και κλαδιά. Κάποια στιγμή ανακάλυψα και ένα κόκαλο ρακούν, που πρέπει να είχε πέσει θύμα του Φλάφι, και βρήκα τον εαυτό μου να χαμογελάει στη σκέψη του μεγαλόσωμου σκύλου μου να τραμπουκίζει μικρά ζωάκια. Δεν ήταν η πιο γλυκιά εικόνα, ήταν όμως κάτι. Τελείωσα με τα ζιζάνια και ξεκίνησα να φυτεύω μπλε και μωβ υάκινθους. Οι γνώσεις κηπουρικής μου ήταν περιορισμένες, αλλά ήλπιζα ότι μερικοί θα έπιαναν και θα απέφευγα την γκρίνια της κυρα-Ίντιθ, που σίγουρα θα ακολουθούσε αν κατέστρεφα τον κήπο του γιου της.

Άρχισα να ανοίγω βαθιές τρύπες και να τοποθετώ τους βολβούς τον έναν κοντά στον άλλον, όπως με είχε καθοδηγήσει η Σάρα. Ανακατεύοντας το έδαφος είχα φέρει στην επιφάνεια ένα δυο σκουληκάκια –­­­­­­­στο κάτω κάτω εδώ ήταν ύπαιθρος και εγώ έψαχνα μέσα στο χώμα–, τα οποία σύντομα συνέχισαν τον δρόμο τους, όταν όμως άνοιξα την τελευταία μου τρύπα, έπιασα κάτι που σίγουρα δεν ήταν μέρος της φύσης. Το έφερα κοντά στο πρόσωπό μου και διαπίστωσα ότι ήταν ένα νύχι, ένα μακρύ κόκκινο νύχι, το οποίο είχε φθαρεί, αλλά δεν είχε χάσει τα περίτεχνα σχέδιά του.

Μηχανικά το άφησα στο πεζούλι, αλλά μόνο όταν το είδα δίπλα στο κόκαλο του ρακούν που είχε φάει ο Φλάφι διαπίστωσα ότι τα δύο ευρήματά μου θύμιζαν υπερβολικά το πάνω μισό ενός δαχτύλου. Ενός ανθρώπινου δαχτύλου.

Βρείτε το βιβλίο εδώ