Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 39 - Δικός σου)

Περπατούσα στα σοκάκια της Ινάλ με ένα χαμόγελο μονίμως καρφωμένο στα χείλη μου. Τα δάχτυλά μου τυλίγονταν γύρω από τη λεπτή αλυσίδα του μενταγιόν και χάιδευαν τα γλυκά σκαλίσματα που στόλιζαν την επιφάνειά του. Υποσχέθηκα στον πατέρα μου να τους επισκεφτώ ξανά και η Σαμάλ ενθουσιάστηκε. Το ίδιο και η μικρή μου αδελφή... Αδελφή. Πόσο παράξενο. Έχω μια μικρή αδελφή.
Το μικρό γέλιο που το έσκασε από τα χείλη μου, κατοίκησε στην καρδιά μου. Ένιωθα πιο γεμάτη από ποτέ. Ξέχασα σχεδόν τα πάντα στο πλάι τους. Η εγκαρδιότητα με την οποία με δέχτηκαν ήταν μοναδική. Και το χρωστούσα στον Λαχάρ. Τον δικό μου Λαχάρ, που με έσπρωξε να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία στον πατέρα μου, να ακούσω τι είχε να μου πει. Και δεν το μετάνιωσα. Θα τον ευχαριστήσω μόλις πάω στο παλάτι.

Το δειλινό έδινε ήδη την θέση σου στα λιγοστά αστέρια που εισέβαλαν στον ουρανό και το θαμπό μισοφέγγαρο που έδινε λίγο από το φως του και έκανε τον τόπο να φαντάζει φτιαγμένος από ασήμι. Με γρήγορα βήματα ανέβηκα τα σκαλοπάτια του παλατιού. Λίγο πιο πέρα ο Κάιν με την Άιλις κατέβαιναν προσεκτικά στους βασιλικούς κήπους πιασμένοι χέρι-χέρι.

«Φαίνονται και οι δυο ευτυχισμένοι» είπε η Κάλιντα ξαφνιάζοντάς με.

«Δεν σε έχω συνηθίσει στις ευγένειες. Πού ήσουν;» ρώτησα.

Το κελαρυστό γέλιο της ελάφρυνε λίγο το κλίμα και σκέφτηκα πως ήταν το πρώτο γέλιο που άκουγα από εκείνη.

«Ο πατέρας σου τα εννοούσε όλα όσα είπε».

Άφησα το χέρι μου πάνω στο πόμολο της πόρτας του δωματίου μου.

«Το ξέρω».

«Χαίρομαι».

Παρά την απότομη αλλαγή του χαρακτήρα της, κάτι δεν μου άρεσε σε εκείνη. Κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Είσαι εντάξει;» τη ρώτησα λίγο ανήσυχη.

«Μμ... Ναι».

«Μετά τη συνάντηση με τους Γέροντες σε έχασα» είπα μπαίνοντας μέσα στο σκοτεινό μου δωμάτιο.

Ο Χάρου ήδη κοιμόταν πάνω στον ορθοστάτη του και δεν έδωσε σημασία στην παρουσία μου. Έκατσα πάνω στην άκρη του κρεβατιού, περιμένοντας την απάντησή της, όταν ένιωσα πως πάτησα κάτι. Ανασήκωσα λίγο το γοφό μου και τράβηξα από κάτω ένα τσαλακωμένο κίτρινο χαρτί. Το έφερα στο λιγοστό φως του φεγγαριού που τρύπωνε ύπουλα στο δωμάτιό μου, προσπαθώντας να διακρίνω τη γραφή:

Μου λείπεις λίγο.

Λαχάρ

Χαμογέλασα και άγγιξα προσεκτικά το χαρτί, διπλώνοντάς το και βάζοντάς το στη θήκη του κορσέ μου. Η Κάλιντα είχε αποφασίσει να με αγνοήσει και έτσι δεν προσπάθησα να την πιέσω να μου μιλήσει. Και ποιο το νόημα; Εξάλλου σε λίγες μέρες θα αποχωριζόμασταν. Ίσως ήταν καλύτερα να μην της δίνω τόση σημασία και ελευθερία. Αυτές οι μέρες που μου μένουν θέλω να τις περάσω ήρεμα και χωρίς πρόσθετα προβλήματα.

Έβγαλα την καλύπτρα από το μάτι μου και την άφησα πάνω στο κρεβάτι. Πήρα μια βαθιά ανάσα, συγκεντρώθηκα και το άνοιξα. Ήμουν κυρία του εαυτού μου.

Στεκόμουν μπροστά από την πόρτα του δωματίου του εδώ και αρκετή ώρα. Οι υπηρέτριες που περνούσαν κοντοστέκονταν λίγο, αλλά ύστερα όταν έβλεπαν το δίλημμα στα μάτια μου γελούσαν πνιχτά και έφευγαν. Το ίδιο έκαναν και οι περιπολίες των φρουρών. Ξεφύσησα και πήρα το δρόμο του γυρισμού μα σταμάτησα τα βήματά μου. Ήθελα να τον δω.

Γύρισα πίσω και χτύπησα την πόρτα. Η ελάχιστη αυτή αναμονή με σκότωνε. Ήθελα να μπορώ να μπαίνω στο δωμάτιό του χωρίς να περιμένω. Θα μπορούσαμε να έχουμε ένα κοινό δωμάτιο. Ή μήπως θα ήταν περίεργο; Κοκκίνισα και δάγκωσα το κάτω χείλος μου με δύναμη. Να γυρνούσα πίσω τρέχοντας; Μα έχω ήδη χτυπήσει. Και τι κάνει τόση ώρα; Έδεσα τα χέρια πίσω από την πλάτη μου και προσπάθησα να ηρεμήσω.

Τελικά η πόρτα άνοιξε με τον Λαχάρ να στηρίζει το ένα του χέρι στο κούφωμά της και το άλλο να κρατά γερά το πόμολο.

«Μα δεν μπορείς καθόλου μακριά μου;» ρώτησε παιχνιδιάρικα και έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, αφήνοντας μερικά από τα μαλλιά του να κυλήσουν επάνω στον δεξί του ώμο.

«Μου άφησες ένα σημείωμα και ήρθα να δω αν πέθανες εξαιτίας της απουσίας μου» απάντησα στον ίδιο τόνο κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

Χαμογέλασε και έσπρωξε την πόρτα μακριά του, κάνοντάς μου χώρο.

«Μα δεν είναι σωστό για μια κοπέλα να έρχεται το βράδυ στα ιδιαίτερα διαμερίσματα ενός πρίγκιπα».

«Μα δεν είμαι μια τυχαία κοπέλα. Και εσύ δεν είσαι ένας τυχαίος πρίγκιπας» είπα προσπερνώντας τον και μπαίνοντας στο δωμάτιό του.

Ήταν ένας πανέμορφος χώρος. Όλο το δωμάτιο φωτιζόταν από ένα μεγάλο φανάρι που κρεμόταν στη γωνία συνάντησης των δυο τοίχων, οι οποίοι ήταν καλυμμένοι με ταπετσαρίες στολισμένες με άνθη, και περίτεχνα στολίδια και εμβλήματα. Διάφορες λέξεις γραμμένες στη γλώσσα της Ινάλ ταξίδευαν ανάμεσα στα σχέδια και τα χρώματα σαν μικρές προσευχές που λες πριν κοιμηθείς, σαν εκείνες που σου ψιθυρίζουν τα βράδια καθάρια τ' αστέρια. Στον αριστερό τοίχο υπήρχε ένα μικρό γραφείο με όλες τις αναγκαίες του προμήθειες και ένα κάθισμα φτιαγμένο από σκούρο ξύλο κερασιάς, με επιχρυσωμένα πόδια. Τον διπλανό τοίχο κάλυπταν αποθηκευτικοί χώροι, μεγάλες ντουλάπες γεμάτες πλούσια ρούχα που φορούσε ο Λαχάρ και είχαν τη μυρωδιά του. Έστρεψα το κεφάλι μου στο πλάι για να δω το κρεβάτι. Στις τέσσερις γωνίες του είχε ψηλούς πασσάλους στο σχήμα γέρικων κλαδιών, ενώ πάνω και γύρω από το κρεβάτι έπεφτε ένα ημιδιαφανές ρόδινο πέπλο. Τα σκεπάσματα ήταν σκούρα κόκκινα και οι πολύχρωμες μαξιλάρες κάλυπταν όλο το κεφαλάρι του.

Έκλεισα τα μάτια μου όταν τα χέρια του δέθηκαν στη βάση του στομαχιού μου και στηρίχθηκα στο στέρνο του.

«Πώς είσαι;» ρώτησε ψιθυριστά σα να φοβόταν μήπως μας εισβάλει κάποιος άλλος στη στιγμή μας.

Άφησα μια βαθιά ανάσα να φύγει από μέσα μου και τύλιξα τα χέρια του πιο σφιχτά γύρω μου.

«Έχω οικογένεια» μουρμούρισα «Βρήκα τον πατέρα μου, μια γυναίκα που θέλει πολύ να γίνει η μητέρα μου και μια μικρή αδελφή!».

Γύρισα μέσα στην αγκαλιά του ώστε να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο.

«Λαχάρ έχω μια αδελφή!» δήλωσα ενθουσιασμένη.

Δεν μιλούσε. Δεν έλεγε τίποτα. Απλά με παρατηρούσε και άφηνε τα μάτια του να χορταίνουν κάθε σπιθαμή του προσώπου μου.

«Σε αγαπάω... Αλιάνα» ψιθύρισε χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το δικό μου.

Τα χείλη μου μισάνοιξαν και τα μάτια μου βούρκωσαν. Η ανάσα μου επιβραδύνθηκε μα η καρδιά μου σκίρτησε και άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος και δεν μπορούσα να αρθρώσω καμία σωστή λέξη και πρόταση.

«Το ξέρω πως είναι νωρίς, μα δεν μπορώ να σταματήσω τα συναισθήματά μου, αυτά που νιώθω για εσένα. Γιατί είναι πολλά παραπάνω από ένα ‘αγαπώ’. Αλιάνα, αυτά που αισθάνομαι ξεπερνούν την ίδια την έννοια της λέξης».

Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα το κεφάλι μου να πέσει στο στέρνο του «Κανείς δεν μου το έχει πει αυτό. Νόμιζα πως δεν είναι δυνατό για κάποια σαν εμένα να... Νιώθει πράγματα. Γιατί δεν είναι αδιάφορα συναισθήματα ή περαστικά» είπα και έγειρα το κεφάλι μου πίσω ώστε να τον βλέπω «Λαχάρ... Κι εγώ σε αγαπάω».

Άφησε μια ανάσα που φαινόταν πως κρατούσε για λίγη ώρα και ακούμπησε το κούτελό του πάνω στο δικό μου. Γέλασα και άφησα μερικά δάκρυα να κυλήσουν. Έφερα το χέρι μου στο μάγουλό του για να σβήσω την ανάγκη που είχα να τον αγγίξω.

«Που έμπλεξες, ανόητε πρίγκιπα;» ρώτησα χαμογελώντας.

«Αν το να σε αγαπάω σημαίνει πως θα είμαι για πάντα ανόητος, τότε ας είμαι για μια ζωή χαζός».

Στην αρχή το φιλί του ήταν απαλό, σα να φοβόταν μη με πληγώσει ή σα να ανακάλυπτε προσεκτικά μια νέα περιοχή. Και, ω Θεοί, είχε τόσο μαλακά χείλη που σχεδόν είχα ενοχές όταν δάγκωσα ελαφρώς το κάτω δικό του.

Τον ένιωσα να χαμογελά πάνω στα χείλη μου και ύστερα κουνήθηκε ολόκληρος σπασμωδικά προσπαθώντας να μη γελάσει. Έπιασε με τα χέρια του το πρόσωπό μου και απομάκρυνε ελάχιστα τα χείλη μου από τα δικά του, ώστε να καταφέρει να μιλήσει.

«Με έχεις δεμένο Αλιάνα. Κάθε φορά που είμαι δίπλα σου, δε μπορώ να κρατηθώ και να μην αφήσω τα μάτια μου να σε ακολουθήσουν. Να παρατηρήσω το πώς ο ήλιος χτυπάει τα μαλλιά σου και ο αέρας τ' ανακατεύει σα να τα χαϊδεύει».

Πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά μου, τραβώντας τα πολύ προσεκτικά και αργά προς τα πίσω, αφήνοντας τον λαιμό μου εκτεθειμένο «Το πώς σουφρώνεις τη μύτη σου όταν κάτι δε σου αρέσει ή θέλεις να πεις κάτι ειρωνικό» συνέχισε αφήνοντας ένα φιλί σα χάδι στο λαιμό μου. Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τη φωνή του να με ταξιδέψει «Το πώς τα χείλη σου είναι πάντα ρόδινα και τα δαγκώνεις όταν είσαι θυμωμένη και δε θες να ξεσπάσεις».

Είχα χαλαρώσει εντελώς στα χέρια του και φοβόμουν πως από στιγμή σε στιγμή θα λυγίσω και θα πέσω «Και ο λαιμός σου. Ήθελα να κρυφτώ εδώ μέσα και να σου μοιράζω φιλιά όπως τώρα» ψιθύρισε, αφήνοντας την καυτή του ανάσα να χαϊδέψει το λαιμό μου. Ένας μικρός αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη μου και όταν τα δικά του βρήκαν το ευαίσθητο σημείο μου στο πλάι του λαιμού μου, αναρίγησα. Σταμάτησε να με φιλά για να έρθει κοντά στο αυτί μου «Είσαι μοναδική, Αλιάνα. Θέλω να μοιραστώ τα πάντα μαζί σου. Θέλω να είμαι μαζί σου. Δέξου το τώρα και το πάντα μας. Σε θέλω τόσο πολύ που ξυπνάω και κοιμάμαι με εσένα στη σκέψη μου. Μείνε μαζί μου».

Άνοιξα τα μάτια μου και έφερα τα χείλη μου στο δικό του λαιμό ψιθυρίζοντας «Για τώρα και για πάντα».

Μόλις οι λέξεις έφυγαν από το στόμα μου, ο Λαχάρ γύρισε να το διεκδικήσει άλλη μια φορά. Μα τώρα είχε αλλάξει. Είχε γίνει αχόρταγος και τα χείλη του εξερευνούσαν κάθε σπιθαμή των δικών μου. Τράβηξε τη μέση μου, κολλώντας με πάνω στο γεροδεμένο του σώμα, φοβούμενος μη ξεφύγω, μη με χάσει. Διέκοψε το φιλί μας για να πάρει μια ανάσα.

«Αν μου πεις να σταματήσω, θα το κάνω. Μετά από αυτό δεν έχει γυρισμό. Θα είμαι δικός σου».

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου.

«Δεν έχει γυρισμό. Θα είμαι δικιά σου».

«Η νύχτα προβλέπεται μεγάλη» δήλωσε στηρίζοντας για άλλη μια φορά το κούτελό του πάνω στο δικό μου, αφήνοντας τη γλυκιά μυρωδιά από γιασεμί και πορτοκάλι να συνεπάρει τις αισθήσεις μου.

«Και εμάς ποιος μας βιάζει;».

Οι παλάμες του έκλεισαν μέσα τους το πρόσωπό μου και μου έκλεψε ένα πεταχτό φιλί. Τα ακροδάχτυλά του περπατούσαν αργά πάνω στους ώμους μου για να κατέβουν στην πλάτη μου λύνοντας τα κορδόνια του κορσέ μου. Τα μάτια του με είχαν σκλαβώσει. Ξυπνούσαν συναισθήματα που έθαβα από την μέρα που τον γνώρισα και τα παραμέριζα σαν σιχαμένα και ανούσια. Πόσο λάθος είχα κάνει. Πόσο πεισματάρα είχα φανεί.

Ο κορσές λύθηκε και έπεσε στο πάτωμα αθόρυβα, αφήνοντας την πουκαμίσα μου ελεύθερη. Παραμέρισα τα λυτά του μαλλιά και τα δάχτυλά μου σμίλευσαν το πρόσωπό του, προσπαθώντας να το διατηρήσουν στη μνήμη τους. Άγγιξα τα χείλη του και ο Λαχάρ τα μισάνοιξε κάτω από το ακούμπημά μου, κλείνοντας τα μάτια του παραδομένος στα χάδια μου. Έσυρα τις παλάμες μου πάνω στο θώρακά του κατεβαίνοντας ως την κοιλιά του. Τράβηξα την λευκή του πουκαμίσα και πέρασα τα χέρια μου μέσα από αυτή, ακουμπώντας δειλά το στομάχι του. Το κορμί του ήταν ζεστό και τσιτώθηκε κάτω από τα κρύα δάχτυλά μου. Σήκωσα την πουκαμίσα και εκείνος τα χέρια του βοηθώντας με να την περάσω πάνω από το κεφάλι του και να την αφήσει να κυλήσει στο χέρια του ως το έδαφος.

Ο χρόνος για εμάς είχε σταματήσει. Δε μας ενοχλούσε κανείς. Εμείς καθορίζαμε το τώρα μας. Μεταξύ μας οι τοίχοι είχαν πέσει. Εδώ ήμασταν ένας απλός άντρας και μια απλή γυναίκα. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

Θαύμασα το καλοσχηματισμένο σώμα του και η ανάσα μου πιάστηκε στο λαιμό μου. Πόσο όμορφος ήταν. Οι παλάμες μου ακούμπησαν το γυμνό του στήθος και σήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω. Τα μάτια του καθρέφτιζαν την λατρεία και τον αγνό πόθο, ένα κομμάτι του βαθιού έρωτα.

Έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό μου και έσυρε αργά την πουκαμίσα μου, βγάζοντάς τη. Μόλις το κεφάλι μου απελευθερώθηκε από το ύφασμα, έσκυψε και με φίλησε γλυκά. Την επόμενη κιόλας στιγμή έγινε πιο απαιτητικός και άγρια ρομαντικός. Οι γλώσσες μας παραδόθηκαν σε όλες τις αισθήσεις, παλεύοντας ποια θα προσδώσει πρώτη και περισσότερο αυτά που αισθανόμασταν. Έγειρα πίσω το κεφάλι μου διακόπτοντας το φιλί μας.

Άνοιξα το πέπλο του κρεβατιού και λυγίζοντας το ένα μου γόνατο προς τα πίσω ανέβηκα στο κρεβάτι και άφησα το πέπλο να κλείσει μόνο του. Πριν το ένα ύφασμα βρει το άλλο, ο Λαχάρ το άνοιξε και στήριξε τα χέρια του στην άκρη του μαλακού στρώματος, κλείνοντάς με ανάμεσά τους. Ανέβασα και το άλλο μου πόδι στο κρεβάτι και άρχισα να οπισθοχωρώ, ώσπου η γυμνή μου πλάτη συνάντησε τις παχιές μαξιλάρες. Έπεσα επάνω τους και ο Λαχάρ έριξε την σκιά του στο κορμί μου. Αφαίρεσε την παντελόνα του και πέρασε τα χέρια του στους γοφούς μου τραβώντας τη δικιά μου προς τα κάτω.

Μόλις όλα τα εμπόδια ανάμεσά μας έπεσαν, ο Λαχάρ έγειρε και φίλησε τον αστράγαλό μου και ύστερα την περιοχή της γάμπας μου, έπειτα την κορυφή του γονάτου, μετά το μηρό μου, αφήνοντας καυτά χάδια και στέλνοντας ρίγη σε όλο μου το σώμα. Χαμογέλασε και ήρθε ξανά από πάνω μου, στηριζόμενος στους αγκώνες του δεξιά και αριστερά από το κεφάλι μου.

«Σε αγαπάω, Αλιάνα» ψιθύρισε.

«Σε αγαπάω, Λαχάρ» είπα βαριανασαίνοντας.

Έγειρε και φίλησε το λαιμό μου, δαγκώνοντάς τον ελαφρά και πήρα μια κοφτή ανάσα. Το ένα του χέρι έπιασε το γοφό μου, σηκώνοντάς τον ελαφρά προς τα πάνω, ενώ τα χείλη του όρισαν ένα μονοπάτι ανάμεσα στη γραμμή του στήθους μου, φτάνοντας ως το στομάχι μου. Αναρίγησα και έσφιξα τις γροθιές μου τσαλακώνοντας τα ακριβά σκεπάσματα.

«Ω, Θεοί» ψέλλισα.

Ο Λαχάρ ήρθε γρήγορα από πάνω μου και φίλησε το σαγόνι μου και ύστερα τα χείλη μου άγρια και απεγνωσμένα «Μόνο το δικό μου όνομα θέλω να ψιθυρίζουν αυτά τα χείλη» είπε και χαμογελώντας έστρεψα το βλέμμα μου πάνω στο δικό του. Ακούμπησα το πρόσωπό του και τα δάχτυλά μου μπλέχτηκαν ανάμεσα στα λευκόξανθα μαλλιά του.

«Λαχάρ…» ψιθύρισα.

Εκείνος γέλασε και έκλεισε την απόσταση μεταξύ μας μ' ένα λαίμαργο φιλί, ενώ τα δάχτυλά του άρχισαν να χαράσσουν μονοπάτια σε πιο απόκρυφα μέρη του κορμιού μου. Η ανάσα μου κόπηκε και το κορμί μου συσπάστηκε από την ευχαρίστηση, ενώ ένα βογκητό απόλαυσης ξέφυγε από τα χείλη μου. Δεν μπορούσα να σκεφτώ κανονικά, να μελετήσω την κάθε κίνηση και να πράξω αναλόγως. Εκείνος το κατάλαβε και μουρμούρισε ανάμεσα στα φιλιά που άφηνε στο λαιμό μου:

«Μόνο εμείς οι δυο, Αλιάνα. Αφέσου».

Ακούμπησε απαλά πάνω μου και ένιωσα μια μικρή πίεση στη βάση του στομαχιού μου, τόσο γλυκιά που το κορμί μου περίμενε ανυπόμονο.

«Θα είμαι προσεκτικός» υποσχέθηκε πάνω στα χείλη μου «Μη φοβάσαι. Χαλάρωσε και άσε με να σε φροντίσω».

Έπλεξε τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του με το δικό μου και την επόμενη στιγμή ένιωσα πιο ζωντανή από ποτέ. Στην αρχή τρόμαξα, μα τα μάτια του δεν με άφησαν να πανικοβληθώ. Με ηρεμούσε ο γαλάζιος αυτός ωκεανός. Ο τρόπος που με κοιτούσε, γεμάτος τρυφερότητα και λατρεία εξεταστική, με έκανε να χαμογελάσω. Χάιδεψα με το ελεύθερο χέρι μου το μάγουλό του και έγειρε το κεφάλι του προς το άγγιγμά μου, φιλώντας το εσωτερικό της παλάμης μου.

Όταν άρχισε να κινείται, αργά και προσεκτικά, το σώμα μου πήρε φωτιά. Αυτό το πρωτόγνωρο αίσθημα της απόλυτης επαφής και της ικανοποίησης. Ένα αχνό βογκητό βγήκε από τα χείλη μου και χάθηκε ανάμεσά μας. Ήμασταν πλέον ένα. Κάθε του κίνηση, συνοδευόταν από μια συγχρονισμένη δικιά μου. Κάθε του ζεστό άγγιγμα, ένα γλυκό μου χάδι. Κάθε μας φιλί, πιο απαιτητικό από το προηγούμενο. Τα κορμιά μας αποτύπωναν κάθε πτυχή του άλλου και κάθε σπιθαμή τους μας ανήκε. Όταν έφτασε η κορύφωση, η καρδιά μου σίγησε για λίγο, τα σώματά μας πάγωσαν σε ένα χτύπο που διήρκησε μια αιωνιότητα και η τελευταία μου ανάσα στάθηκε εμπόδιο στους πνεύμονές μου. Τα χέρια μου έπεσαν αδύναμα στο πλάι του κεφαλιού μου και ο Λαχάρ στηρίχθηκε ξανά στους αγκώνες του, σχεδόν ξαπλώνοντας επάνω μου. Φίλησε το μέτωπό μου και το φιλί συνόδευσε μια φράση: «Στο μυαλό» Έπειτα φίλησε την άκρη της μύτης μου: «Στην καρδιά» Τέλος κατέληξε στα μισάνοιχτα χείλη μου: «Στην ψυχή».

«Είμαι δικός σου».

Ella Sarlot