Ντέβαν
Παρακολουθούσε τη Νερίσσα να στέκεται στη μέση της αίθουσας του θρόνου. Η πλάτη της ήταν στητή και η στάση της αγέρωχη, αλλά τα μάτια της ταξίδευαν σαν να βρισκόταν σε κάποιον δικό της κόσμο πλασμένο από τη φαντασία της. Ο Αίρυς καθόταν στον θρόνο του, επιβλητικός και απρόσιτος. Τα πάντα στη στάση του σώματός του και στην έκφραση του προσώπου του απέπνεαν εξουσία και ταυτόχρονα απειλή. Ο Ντέβαν δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να δείχνει έτσι μια μέρα.
«Νερίσσα Ντρόγκομιρ» είπε ο Αίρυς με τη βαριά επίσημη φωνή του. «Γνωρίζεις τον λόγο που βρίσκεσαι εδώ σήμερα;»
Η Νερίσσα δε δίστασε ούτε για μια στιγμή πριν μιλήσει.
«Επειδή καθάρισα τη Ναβίντια από ένα κάθαρμα».
«Πώς τολμάς;» φώναξε εξοργισμένος ο Έντγκαρ από την άλλη άκρη της αίθουσας όπου στεκόταν μαζί με τα αδέλφια του. «Με τι θράσος μιλάς έτσι, ενώ έχεις σκοτώσει τον αδελφό μου;»
Το κεφάλι της γύρισε απότομα προς το μέρος του. Η οργή που ξεχείλιζε από μέσα της ήταν σχεδόν απτή, σαν μια γκρίζα ομίχλη που καθόταν πάνω στο δέρμα της.
«Αφότου ο αδελφός σου δολοφόνησε τον δικό μου!» του φώναξε με τις λέξεις να βγαίνουν από τα χείλη της σαν δηλητήριο.
«Αρκετά!» είπε ο Αίρυς κάνοντάς τους να σωπάσουν. Το πρόσωπό του πήρε ξανά τη συνηθισμένη έκφραση απάθειας που είχε σχεδόν πάντα. Τα ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια του, ψυχρά όπως και η παγωμένη επιφάνεια μιας λίμνης, πήγαιναν πότε στον αδελφό του και τους γιους του και πότε στη Νερίσσα, προσπαθώντας να υπολογίσει την κατάσταση.
«Η Νερίσσα διέπραξε το έσχατο αμάρτημα της συγγενοκτονίας και η ποινή είναι εξορία. Αυτό γίνεται στον Οίκο μας εδώ και αιώνες» είπε τελικά. «Ωστόσο, και ο Κλάους υπέπεσε στο ίδιο αμάρτημα, όταν σκότωσε τον Νάριαν. Πήρε μια ζωή από τη Νερίσσα και οπότε της χρωστούσε μια άλλη». Όλοι έμειναν απόλυτα σιωπηλοί, μονάχα ο ήχος της ανάσας τους ακουγόταν μέσα στην αίθουσα, περιμένοντας να ακούσουν τα επόμενα λόγια του Αίρυς. «Γι' αυτό, θεωρώ πως το χρέος του έχει ξοφληθεί και η Νερίσσα θα παραμείνει στον Οίκο μας».
Όλοι, ακόμα και η ίδια η Νερίσσα, κοίταξαν σαστισμένοι τον Αίρυς. Αυτό ήταν κάτι που συνέβαινε πρώτη φορά στον Οίκο των Ντρόγκομιρ. Η εξορία θεωρούνταν επιεικής ποινή για τη συγγενοκτονία, αλλά να της δοθεί χάρη; Δεν είχε περάσει καν από το μυαλό του Ντέβαν πως μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο.
Η επήρεια του σοκ άρχισε να περνάει και ο Έντγκαρ στράφηκε οργισμένος προς τον Αίρυς. Άνοιξε το στόμα του για να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Κάσρελ έβαλε το χέρι του στον ώμο του, σταματώντας τον προτού πει κάτι. Κανείς δεν έφερνε αντίρρηση στις αποφάσεις του Άρχοντα του Οίκου. Αυτή ήταν μια μάχη που δεν μπορούσαν να κερδίσουν και το ήξερε.
«Η υπόθεση έληξε» είπε ο Αίρυς με τόνο που τους προειδοποιούσε να μη διανοηθούν να εναντιωθούν στην απόφασή του και σηκώθηκε όρθιος.
Το μικρό πλήθος άρχισε να διαλύεται και να εγκαταλείπει την αίθουσα, αλλά η Νερίσσα έμεινε στη θέση της, σαν να μην την ένοιαζε η απόφαση του Αίρυς ή τα γεμάτα μίσος βλέμματα που εισέπραττε από τα ξαδέλφια της. Η Ορόρα πήγε κοντά της με τον Ντέβαν να την ακολουθεί.
«Νερίσσα» ξεκίνησε να λέει διστακτικά. «Όλον αυτό τον καιρό δε μου δόθηκε η ευκαιρία να σου πω πόσο λυπάμαι για τον Νάριαν».
«Λυπάσαι;» είπε η Νερίσσα σαν να μην καταλάβαινε το νόημα των λέξεων. Ο θυμός είχε εξαφανιστεί από το βλέμμα της, αφήνοντας τα μάτια της κενά. «Αν δεν τον είχες ανακατέψει στα σχέδιά σου θα ήταν ακόμα εδώ. Πώς γίνεται να λυπάσαι όταν εσύ είσαι υπεύθυνη για τον χαμό του;»
Ο Ντέβαν άκουσε την αδελφή του να παίρνει μια μικρή κοφτή ανάσα. Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τους ώμους της σαν να προσπαθούσε να την προστατεύσει από τα σκληρά λόγια της ξαδέλφης τους.
«Γίνεσαι άδικη» της είπε. «Ο Κλάους ήταν παρανοϊκός, όλοι το γνώριζαν. Δεν ευθύνεται η Ορόρα για τις πράξεις του».
«Τι άλλο θα έλεγες εσύ; Έχεις τη θέση σου στον Οίκο, την κοπέλα που επέλεξες, και το παιδί σου. Ελπίζω να είσαι ευτυχισμένος, ξάδελφε, επειδή κάποιοι από εμάς πληρώσαμε πολύ ακριβά για αυτή την ευτυχία».
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της αδελφής του, μέχρι να φτάσουν στο δωμάτιό της. Ο Ντέβαν έπιασε απαλά το πρόσωπό της και την έκανε να τον κοιτάξει.
«Ορόρα, δε φταις εσύ για κάτι που έκανε ένας τρελός» της είπε κοιτώντας τη στα μάτια, προσπαθώντας να την κάνει να καταλάβει τα λόγια του. «Δε φταις εσύ».
«Φταίω και εγώ. Αν δεν του είχα ζητήσει να κινηθεί πίσω από την πλάτη του πατέρα μας και του Κλάους, ίσως να ήταν ακόμα ζωντανός».
«Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν, οπότε μη βασανίζεις τον εαυτό σου με το να σκέφτεσαι τι θα μπορούσε να έχει συμβεί». Τον πονούσε να βλέπει την αδελφή του έτσι. «Ίσως θα σου έκανε καλό να απομακρυνθείς λίγο» της πρότεινε. «Μάζεψε μερικά πράγματα και αύριο το πρωί πήγαινε στην Κίρα. Πιστεύω πως θα σε βοηθήσει να ηρεμήσεις αν αλλάξεις περιβάλλον».
«Δε θα πας εσύ στην Κίρα;» τον ρώτησε μπερδεμένη.
Απομακρύνθηκε από κοντά της και κάθισε στο κρεβάτι ξεφυσώντας. «Είχαμε μια διαφωνία και μάλλον είναι καλύτερα να κρατήσουμε μια απόσταση για λίγο».
«Διαφωνία για ποιο θέμα;» τον ρώτησε και κάθισε δίπλα του. «Για τον γάμο;» μάντεψε.
Ο Ντέβαν ένευσε καταφατικά.
«Ακόμα δε θέλει;»
«Ούτε καν να το σκεφτεί. Για την ακρίβεια, με πέταξε έξω. Καταλαβαίνω πως μισεί τους Ντρόγκομιρ, αλλά γιατί πρέπει να είναι τόσο απόλυτη; Δεν της ζητάω να γίνει μέλος αυτής της οικογένειας, της ζητάω να φτιάξουμε μια δικιά μας. Είναι τόσο πεισματάρα μερικές φορές».
«Ναι, αλλά γι' αυτό της ερωτεύτηκες» του είπε με ένα μικρό χαμόγελο. Τουλάχιστον είχε καταφέρει να κάνει την αδελφή του να χαμογελάσει. «Και είμαι βέβαιη πως δε μισεί όλους τους Ντρόγκομιρ. Τείνει να δείχνει μια μεγάλη συμπάθεια για εσένα, υπερβολικά μεγάλη μπορώ να πω». Έπιασε το χέρι του και το έσφιξε μέσα στα δικά της. «Δώσε της λίγο χρόνο. Όλα αυτά που συνέβησαν είναι πολύ πρόσφατα ακόμη. Όλα θα φτιάξουν, θα το δεις».
Ήλπιζε μέσα από την καρδιά του να είχε δίκιο. Κάθε ώρα που περνούσε μακριά από την Κίρα του φαινόταν αιώνας. Ήθελε σαν τρελός να τρέξει κοντά της, αλλά φοβόταν πως θα ρίσκαρε μια νέα διαφωνία.
«Θα πας;» τη ρώτησε.
«Θα πάω. Ομολογώ πως στην αρχή πίστευα ότι σου άρεσε επειδή είναι όμορφη, αλλά τώρα τη συμπαθώ».
«Κι εκείνη σε συμπαθεί».
«Βλέπεις; Δε μισεί τόσο τους Ντρόγκομιρ όσο λέει».
«Ελπίζω να έχεις δίκιο».
«Έχω» του είπε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. «Πάντα έχω δίκιο».
Ο Ντέβαν γέλασε σιγανά. Και να ήθελε, δεν τολμούσε να διαφωνήσει.
Φαίη