Η Έμιλι ετοίμαζε τον σάκο της. Είχε πάρει ένα χοντρό μαύρο πουλόβερ και μια ζακέτα φούτερ. Ήταν έτοιμη όταν η Ντέμυ πέρασε για να την πάρει από το σπίτι της.
«Έτοιμη;» τη ρώτησε η Ντέμυ.
«Εδώ και ένα τέταρτο. Άργησες» της απάντησε η Έμιλι βγαίνοντας από το σπίτι με τον σάκο περασμένο στον ώμο της.
«Θα περάσουμε από το σπίτι του Σάιμον» είπε η Ντέμυ μπαίνοντας στο αυτοκίνητο. Η Έμιλι άνοιξε την πίσω πόρτα και πέταξε τον σάκο στο κάθισμα. Έκλεισε την πόρτα και κάθισε στη θέση του συνοδηγού.
Φθάνοντας έξω από το σπίτι του Σάιμον η Έμιλι είδε παρκαρισμένο το αυτοκίνητο του Μάικλ. Βγήκε διστακτικά από το αυτοκίνητο και προχώρησε μαζί με την Ντέμυ στο σπίτι. Ήταν νωρίς το απόγευμα και ο ήλιος βρισκόταν ακόμα αρκετά ψηλά στον ουρανό. Ήθελαν να φτάσουν στο δάσος πριν πέσει ο ήλιος, για να στήσουν τις σκηνές. Πριν ακόμα φτάσουν στο κατώφλι η πόρτα άνοιξε.
«Έχουμε πρόβλημα» είπε ειρωνικά ο Άλεξ.
Τα δυο κορίτσια μπήκαν μέσα στο σπίτι όπου ο Σάιμον στεκόταν πάνω από ένα σωρό σάκους και άλλα πράγματα.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Ντέμυ.
«Έχω την αίσθηση πως κάτι ξεχνάω». απάντησε προβληματισμένος ο Σάιμον.
«Σκηνές πήρες;» ρώτησε ο Άλεξ.
«Ναι. Και οι δυο εδώ είναι» απάντησε ο Σάιμον.
«Sleeping bags;» ρώτησε η Ντέμυ. Έγνεψε θετικά.
«Σπίρτα για να ανάψουμε φωτιά;» ρώτησε ο Σαμ.
Ο Σάιμον κοίταξε τον τεράστιο πράσινο σάκο στον καναπέ. «Ναι, ναι… Και σπίρτα έχω πάρει, και φακούς, και φαγητό».
«Ζαχαρωτά για να ψήσουμε πήρες;» ρώτησε βαριεστημένα η Έμιλι.
«Ζαχαρωτά. Να τι ξέχασα!» αναφώνησε ο Σάιμον. Η Έμιλι στριφογύρισε τα μάτια της ειρωνικά.
«Ρε φίλε, πού πας χωρίς ζαχαρωτά; Μα καλά τι σκεφτόσουν;»
«Σιγουρευόμουν πως δε θα μας φάνε οι αρκούδες ζωντανούς» της απάντησε ξερά.
«Ενώ όταν θα κυνηγάμε νηστικοί τις αρκούδες σαν αγριάνθρωποι θα είναι καλύτερα. Ελπίζω να πήρες και νερό, γιατί δεν πρόκειται να μείνω στο δάσος νηστική και διψασμένη!» του απάντησε ειρωνικά η Έμιλι.
«Καλά που μου το θύμισες» είπε ο Σάιμον και έβγαλε από το ψυγείο τέσσερα μεγάλα μπουκάλια γεμάτα νερό.
«Μα καλά ποιος τον έβαλε υπεύθυνο;» ψιθύρισε η Έμιλι στην Ντέμυ.
«Τώρα είμαστε έτοιμοι. Θα περάσουμε από το σούπερ μάρκετ, για να πάρουμε ζαχαρωτά και μπαταρίες για τους φακούς» είπε ο Σάιμον βάζοντας τα μπουκάλια σε έναν άδειο σάκο.
«Έμς, εσύ θα αναλάβεις τα ζαχαρωτά. Μάικ, τις μπαταρίες». Προχωρώντας προς το αυτοκίνητο η Έμιλι σιγουρεύτηκε πως δεν την άκουγε κάποιο από τα αγόρια.
«Λες ο Μάικ να έχει καταλάβει;» ρώτησε.
«Δεν το νομίζω. Εξάλλου τον ξέρω τον Μάικλ. Αν είχε καταλάβει πως του είπες ψέματα, θα σε ρωτούσε στα ίσια» απάντησε η Ντέμυ. Η Έμιλι απελευθέρωσε μια ανάσα που δεν ήξερε ότι κρατούσε.
…
Η Ντέμυ πάρκαρε πιο μακριά από τα αγόρια. Η Έμιλι βγήκε κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Ο Μάικλ γρήγορα βρέθηκε να περπατάει δίπλα της.
«Είσαι καλύτερα;» τη ρώτησε.
«Ναι. Νομίζω πως τη χρειαζόμουν αυτή την εκδρομή».
«Όλοι μας τη χρειαζόμαστε».
«Ναι. Δεν είναι και εύκολο να με νταντεύετε όλη την ώρα» απάντησε μισογελώντας εκείνη.
«Έμς, δεν είσαι βάρος. Απλά…»
«Απλά δεν μπορώ να ελέγξω τις δυνάμεις μου. Άρα στην ουσία με νταντεύετε και δε με πειράζει. Απορώ πως θα μου φέρονταν οι Σκοτεινοί, αν πήγαινα μαζί τους».
«Κανένας δεν ξέρει πώς οι Σκοτεινοί εκπαιδεύουν τους καινούργιους. Αλλά δε χρειάζεται να ανησυχείς. Θα μάθεις να τις ελέγχεις».
Πρώτα πέρασαν από τον διάδρομο με τα ηλεκτρικά και πήραν μπαταρίες και έπειτα πήγαν στον διάδρομο που ήταν τα ζαχαρωτά.
«Μήπως θυμήθηκες το όνειρο;» τη ρώτησε καθώς εκείνη έψαχνε την κατάλληλη μάρκα ζαχαρωτών.
«Όχι. Εξακολουθώ να μη θυμάμαι τίποτα» του απάντησε γεμάτη ενοχές.
«Αν θυμηθείς, σε παρακαλώ, πες μου τι είδες. Εντάξει;» Κούνησε το κεφάλι της νιώθοντας απαίσια που έλεγε ψέματα. Άρπαξε μια σακούλα και προχώρησε προς το ταμείο. Πλήρωσαν και έφυγαν. Δεν του έριξε άλλη ματιά.
Rene Rafael
«Έτοιμη;» τη ρώτησε η Ντέμυ.
«Εδώ και ένα τέταρτο. Άργησες» της απάντησε η Έμιλι βγαίνοντας από το σπίτι με τον σάκο περασμένο στον ώμο της.
«Θα περάσουμε από το σπίτι του Σάιμον» είπε η Ντέμυ μπαίνοντας στο αυτοκίνητο. Η Έμιλι άνοιξε την πίσω πόρτα και πέταξε τον σάκο στο κάθισμα. Έκλεισε την πόρτα και κάθισε στη θέση του συνοδηγού.
Φθάνοντας έξω από το σπίτι του Σάιμον η Έμιλι είδε παρκαρισμένο το αυτοκίνητο του Μάικλ. Βγήκε διστακτικά από το αυτοκίνητο και προχώρησε μαζί με την Ντέμυ στο σπίτι. Ήταν νωρίς το απόγευμα και ο ήλιος βρισκόταν ακόμα αρκετά ψηλά στον ουρανό. Ήθελαν να φτάσουν στο δάσος πριν πέσει ο ήλιος, για να στήσουν τις σκηνές. Πριν ακόμα φτάσουν στο κατώφλι η πόρτα άνοιξε.
«Έχουμε πρόβλημα» είπε ειρωνικά ο Άλεξ.
Τα δυο κορίτσια μπήκαν μέσα στο σπίτι όπου ο Σάιμον στεκόταν πάνω από ένα σωρό σάκους και άλλα πράγματα.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Ντέμυ.
«Έχω την αίσθηση πως κάτι ξεχνάω». απάντησε προβληματισμένος ο Σάιμον.
«Σκηνές πήρες;» ρώτησε ο Άλεξ.
«Ναι. Και οι δυο εδώ είναι» απάντησε ο Σάιμον.
«Sleeping bags;» ρώτησε η Ντέμυ. Έγνεψε θετικά.
«Σπίρτα για να ανάψουμε φωτιά;» ρώτησε ο Σαμ.
Ο Σάιμον κοίταξε τον τεράστιο πράσινο σάκο στον καναπέ. «Ναι, ναι… Και σπίρτα έχω πάρει, και φακούς, και φαγητό».
«Ζαχαρωτά για να ψήσουμε πήρες;» ρώτησε βαριεστημένα η Έμιλι.
«Ζαχαρωτά. Να τι ξέχασα!» αναφώνησε ο Σάιμον. Η Έμιλι στριφογύρισε τα μάτια της ειρωνικά.
«Ρε φίλε, πού πας χωρίς ζαχαρωτά; Μα καλά τι σκεφτόσουν;»
«Σιγουρευόμουν πως δε θα μας φάνε οι αρκούδες ζωντανούς» της απάντησε ξερά.
«Ενώ όταν θα κυνηγάμε νηστικοί τις αρκούδες σαν αγριάνθρωποι θα είναι καλύτερα. Ελπίζω να πήρες και νερό, γιατί δεν πρόκειται να μείνω στο δάσος νηστική και διψασμένη!» του απάντησε ειρωνικά η Έμιλι.
«Καλά που μου το θύμισες» είπε ο Σάιμον και έβγαλε από το ψυγείο τέσσερα μεγάλα μπουκάλια γεμάτα νερό.
«Μα καλά ποιος τον έβαλε υπεύθυνο;» ψιθύρισε η Έμιλι στην Ντέμυ.
«Τώρα είμαστε έτοιμοι. Θα περάσουμε από το σούπερ μάρκετ, για να πάρουμε ζαχαρωτά και μπαταρίες για τους φακούς» είπε ο Σάιμον βάζοντας τα μπουκάλια σε έναν άδειο σάκο.
«Έμς, εσύ θα αναλάβεις τα ζαχαρωτά. Μάικ, τις μπαταρίες». Προχωρώντας προς το αυτοκίνητο η Έμιλι σιγουρεύτηκε πως δεν την άκουγε κάποιο από τα αγόρια.
«Λες ο Μάικ να έχει καταλάβει;» ρώτησε.
«Δεν το νομίζω. Εξάλλου τον ξέρω τον Μάικλ. Αν είχε καταλάβει πως του είπες ψέματα, θα σε ρωτούσε στα ίσια» απάντησε η Ντέμυ. Η Έμιλι απελευθέρωσε μια ανάσα που δεν ήξερε ότι κρατούσε.
…
Η Ντέμυ πάρκαρε πιο μακριά από τα αγόρια. Η Έμιλι βγήκε κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Ο Μάικλ γρήγορα βρέθηκε να περπατάει δίπλα της.
«Είσαι καλύτερα;» τη ρώτησε.
«Ναι. Νομίζω πως τη χρειαζόμουν αυτή την εκδρομή».
«Όλοι μας τη χρειαζόμαστε».
«Ναι. Δεν είναι και εύκολο να με νταντεύετε όλη την ώρα» απάντησε μισογελώντας εκείνη.
«Έμς, δεν είσαι βάρος. Απλά…»
«Απλά δεν μπορώ να ελέγξω τις δυνάμεις μου. Άρα στην ουσία με νταντεύετε και δε με πειράζει. Απορώ πως θα μου φέρονταν οι Σκοτεινοί, αν πήγαινα μαζί τους».
«Κανένας δεν ξέρει πώς οι Σκοτεινοί εκπαιδεύουν τους καινούργιους. Αλλά δε χρειάζεται να ανησυχείς. Θα μάθεις να τις ελέγχεις».
Πρώτα πέρασαν από τον διάδρομο με τα ηλεκτρικά και πήραν μπαταρίες και έπειτα πήγαν στον διάδρομο που ήταν τα ζαχαρωτά.
«Μήπως θυμήθηκες το όνειρο;» τη ρώτησε καθώς εκείνη έψαχνε την κατάλληλη μάρκα ζαχαρωτών.
«Όχι. Εξακολουθώ να μη θυμάμαι τίποτα» του απάντησε γεμάτη ενοχές.
«Αν θυμηθείς, σε παρακαλώ, πες μου τι είδες. Εντάξει;» Κούνησε το κεφάλι της νιώθοντας απαίσια που έλεγε ψέματα. Άρπαξε μια σακούλα και προχώρησε προς το ταμείο. Πλήρωσαν και έφυγαν. Δεν του έριξε άλλη ματιά.
Rene Rafael