Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 15)

Η γυναίκα με τα πανέμορφα μαύρα μαλλιά στέκεται μπροστά μας. Μπορεί να φαίνεται γλυκιά, αλλά δεν ξανά πέφτω σε παγίδες που μπορούν να σκοτώσουν εμένα ή οποιονδήποτε άλλον. Κοιτάζω την Εχεκράτεια, η οποία φαίνεται πολύ σίγουρη για τον εαυτό της. Ήρθε για να πάρει κάτι και δε θα τα παρατήσει μέχρι να τα καταφέρει. Η γυναίκα μπροστά μας δεν περιμένει απάντηση και κατευθύνεται προς το κέντρο της αίθουσας. Ο κόσμος γύρω μας σκοτεινιάζει. Το σκοτάδι μας περικυκλώνει απειλητικά. Την επόμενη στιγμή, δάδες ανάβουν σχηματίζοντας ένα μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσουμε.

«Όσοι βγουν ζωντανοί, θα μπορέσουν να αγγίξουν τα ιερά όπλα. Το ένστικτό σας είναι ο οδηγός σας. Χωρίς ένστικτό, είστε ένα τίποτα» λέει η γυναίκα και εξαφανίζεται μέσα στο σκοτάδι.

«Προσοχή όμως. Το σκοτάδι κρύβει πολλούς εχθρούς» ακούμε τη φωνή της και κοιταζόμαστε μεταξύ μας.

Πρώτος, όπως πάντα, ο Ηρακλής ξεκινάει ατρόμητος να μπει μέσα στο τούνελ που φωτίζεται από τις φωτιές. Δεν είναι αρκετά ευρύχωρο και έτσι περνάμε ο ένας πίσω από τον άλλον. Τελευταία έρχεται από πίσω μου η Εχεκράτεια. Μόλις μπαίνει μέσα σταματάει και κοιτάζει την είσοδο. Προχωρώ μαζί με τους άλλους για λίγο, μέχρι να καταλάβω ότι δε με ακολουθεί. Κοιτάζω πίσω μου και ένας ένας οι άντρες μπροστά μου αισθάνονται την κίνησή μου και μιμούνται το παράδειγμά μου. Η Εχεκράτεια κάνει μια κίνηση στην καμάρα μπροστά της και ένα λευκός τοίχος κλείνει την είσοδο.


«Τι κάνεις;» της φωνάζει το παιδί που μου επιτέθηκε νωρίτερα.

«Εκεί έξω έχει πολύ σκοτάδι. Δε θα διακινδυνεύσω να μας ακολουθήσει κάτι. Εάν μας επιτεθούν και από τις δύο μεριές είμαστε χαμένοι» λέει και μας πλησιάζει με γρήγορα βήματα. Το λεπτεπίλεπτο σώμα της της δίνει την άνεση να περάσει ανάμεσά μας και να πάει μπροστά. Ο Ηρακλής βάζει το χέρι του στη μέση, για να την εμποδίσει.

«Ποιος θα μας επιτεθεί;» τη ρωτάει εξεταστικά. Η Εχεκράτεια μας κοιτάζει όλους. Όλοι μοιραζόμαστε το ίδιο βλέμμα, γεμάτο ερωτηματικά. Για πρώτη φορά, νιώθω πως δεν είμαι μόνος μου στη γη της άγνοιας.

«Σοβαρά τώρα; Δεν το κατάλαβε κάνεις;» μας ρωτάει και δεν παίρνει καμία απάντηση. Βάζει τα γέλια και κάνει στην άκρη το χέρι του Ηρακλή. Προχωράει μπροστά και απομακρύνεται, έως ότου καταλαβαίνει πως όλοι είμαστε κολλημένοι στην ίδια θέση. Τότε, σηκώνει τα χέρια της ψηλά απηυδισμένη.

«Δαίμονες φυσικά!» μας φωνάζει. Ένας άντρας γυρνάει και με κοιτάζει με φόβο. Νιώθω σαν να μου ζητάει να του πω ότι δεν είναι αλήθεια αυτό που μόλις ακούσαμε. Αλλά η Εχεκράτεια έχει δίκιο…

Ο Ηρακλής, εκνευρισμένος με την ειρωνική στάση της κοκκινομάλλας, μπαίνει πάλι μπροστά της και σηκώνει το χέρι του. Μέσα από την παλάμη του βγαίνει ένα δυνατό φως που φωτίζει πεντακάθαρα το τούνελ μπροστά μας. Βλέπω την Εχεκράτεια να χαμογελάει σαν να περίμενε αυτή την αντίδραση και προχωράει πίσω του. Φτάνουμε σε μία διασταύρωση με επτά διαφορετικά μονοπάτια. Ένα για τον κάθε ένα... Ελέγχουμε προσεκτικά τα τούνελ, αλλά κανείς δεν κάνει κίνηση να πάει πρώτος. Εκτός από, μάντεψε, τον Ηρακλή, που πάει ξανά με θάρρος και ανδρεία μπροστά. Καθώς προχωράει, ένα χέρι τον πιάνει απότομα από τον γιακά και τον τραβάει πίσω. Είναι η Εχεκράτεια. Γιατί τον σταμάτησε;

«Τι νομίζεις ότι -»

«Σςς…» τον διακόπτει και εξετάζει προσεκτικά το περιβάλλον γύρω της.
«Θέλουν να μας χωρίσουν. Είναι παγίδα» λέει ήρεμη και κοιτάζει το ταβάνι.

«Αυτό είναι ηλίθιο. Εάν νομίζετε ότι θα καθίσω να ακούσω μια γυναίκα, είστε γελασμένοι». Δεν ήταν ο Ηρακλής αυτός που προσέβαλε την Εχεκράτεια. Εκείνος έμεινε σιωπηλός για ακόμη μια φορά. Αυτός που με μίσος απαίτησε να μάθει για την Εχεκράτεια τόλμησε να την υποτιμήσει.

Ο βλάκας που δεν άκουσε την Εχεκράτεια, ε, ο άντρας, κάνει ένα βήμα μπροστά προς την κατεύθυνση που διάλεξε και η παγίδα του τούνελ ενεργοποιείται. Ένας σμήνος από βέλη έρχονται κατά πάνω του. Κοκαλώνει και όσα ακολουθούν γίνονται σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Δεν κατάλαβα τι έγινε... Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Αλλά τον τράβηξα και μπήκα μπροστά του. Ήμουν έτοιμος να χτυπηθώ από τα βέλη, αλλά ένα λευκό φως μπροστά μου τα σταμάτησε. Τα βέλη έπεσαν κάτω σαν να χτύπησαν πάνω σε έναν αόρατο τοίχο από τσιμέντο. Το χέρι του Ηρακλή κατεβαίνει και μαζί του χάνεται το φως. Με προστάτεψε! Νομίζω ότι μου έσωσε τη ζωή. Όλοι τον κοιτάμε με απορία και εκείνος με θυμό γυρνάει τα μάτια του μακριά, για να δείξει ότι δεν τον νοιάζει. Θέλει να δείξει ότι το έκανε απλώς γιατί είναι τέλειος, για κανέναν άλλο λόγο. Η Εχεκράτεια τον κοιτάζει και χαμογελάει με ευχαρίστηση. Ο Ηρακλής την κοιτάζει με έχθρα, αλλά το σωστό δεν μπορεί να κρυφτεί. Όχι όταν υποτίθεται ότι κάνουμε πάντα το καλό. Αναστενάζει εκνευρισμένος και απευθύνεται στο αγόρι που είναι ακόμα πεσμένο κάτω.

«Κοίτα, Καλλικράτη. Ούτε εγώ τη συμπαθώ και σίγουρα κάτι δεν πάει καλά μαζί της».

«Συγγνώμη!» πάει να τον διακόψει η Εχεκράτεια, αλλά εκείνος συνεχίζει σαν να μην επενέβη ποτέ.

«Αλλά... Έχει δίκιο. Είναι παγίδα. Θέλουν να μας χωρίσουν». Για κάποιον λόγο, γυρνάει και κοιτάζει εμένα.

«Κάτι μου λέει ότι πρέπει να μείνουμε ενωμένοι για να βγούμε από εδώ ζωντανοί» συμπληρώνω εγώ και όλοι φαίνονται θετικοί, εκτός από τον Καλλικράτη.

«Πολύ καλά. Από εδώ» λέει η Εχεκράτεια και πάει μέσα σε ένα από τα τούνελ.

«Ποιος σου είπε ότι μπορείς να ηγείσαι;» της λέει ο Ηρακλής και δεν την ακολουθεί.

«Εμπιστεύομαι το ένστικτό μου. Καλά θα κάνεις να το εμπιστευτείς και εσύ». Πώς μπορεί και είναι τόσο σίγουρη για όλα;

Δε μιλάει κανείς. Η Εχεκράτεια χαμογελάει θριαμβευτικά και προχωράει μπροστά. Δε φαίνεται να αμφισβητεί κανείς την επιλογή της και έτσι την ακολουθούμε όλοι μαζί. Πίσω της ο Ηρακλής και μετά εγώ. Περπατάμε για αρκετή ώρα και ξαφνικά η κοκκινομάλλα σταματάει σηκώνοντας το χέρι της, για να μας κάνει νόημα να κάνουμε ησυχία. Σταματάμε αυτόματα και προσπαθούμε να αφουγκραστούμε τον χώρο. Ο Ηρακλής σηκώνει το χέρι του και εμφανίζεται ξανά αυτό το φως. Μια αηδιαστική κραυγή αντηχεί σε όλο το τούνελ. Βάζω τα χέρια πάνω από τα αυτιά μου, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να σταματήσω την κραυγή από το να μπει στο κεφάλι μου.

«Δαίμονες!» φωνάζει ο Ηρακλής και αμέσως όλοι παίρνουν θέση μάχης, εκτός από εμένα και την Εχεκράτεια…

Η Εχεκράτεια προσπαθεί να ακούσει τους ήχους και να αισθανθεί τις ενέργειες. Εγώ δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Όλοι φαίνονται έτοιμοι για μάχη, αλλά εγώ γνωρίζω πολύ λίγα για να μπορέσω να αμυνθώ, πόσο μάλλον για να προστατέψω κάποιον. Οι τοίχοι γύρω μας τραντάζονται και ο χώρος ξαφνικά αρχίζει να διαμορφώνεται διαφορετικά. Είναι σαν να βρισκόμαστε μέσα σε ένα κινούμενο σπίτι που αποφάσισε να διαμελιστεί. Το πάτωμα κάτω μας χωρίζεται στη μέση και μετά σε μικρότερα κομμάτια ανά τετραγωνικό μέτρο. Έπειτα, όλα αρχίζουν να καταρρέουν.

«Τρέξτε!» φωνάζω και αρχίζω να πηδάω από τετράγωνο σε τετράγωνο.

Καθώς το πάτωμα πίσω μου χάνεται, σκοτάδι κατακλύζει τον χώρο. Όχι, δεν είναι σκοτάδι… Είναι σκιές. Όλοι σηκώνουν τα χέρια τους και βγάζουν αυτό το όμορφο φως από τα δάκτυλά τους για να διώξουν μακριά τους δαίμονες. Ο Καλλικράτης πίσω μου παραπατάει. Ένας άλλος άντρας τον σώζει πριν πέσει. Πριν προλάβει να στηριχτεί στα πόδια του, μια σκιά τον τραβάει προς το χαώδες κενό. Βγάζει φως από το χέρι του για να τη διώξει, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να την εξαγριώσει. Μπορεί να έχει μεγάλη δύναμη, αλλά δεν είναι αρκετή αυτή τη στιγμή. Ο άντρας προσπαθεί να τον τραβήξει προς τα επάνω. Σπεύδω να βοηθήσω και τον τραβάω με όλη μου τη δύναμη. Άσκοπα όμως… Ο δαίμονας είναι πολύ ισχυρός, τόσο που παραλίγο να πάρει και εμάς μαζί του. Αρκέστηκε τελικά στον Καλλικράτη. Το θέαμα με τραντάζει πολύ. Μόλις είδα έναν άνθρωπο να χάνεται μέσα στη δύναμη του κακού.

Τι μας έβαλαν να κάνουμε; Μπορούν να το κάνουν αυτό; Πώς επιτρέπουν έτσι απλά να πεθάνει κάποιος; Ο ήχος της κραυγής του Καλλικράτη μένει μέσα στο κεφάλι μου και νιώθω σοκαρισμένος. Ο άντρας μπροστά μου σκύβει και φωνάζει απελπισμένος τον φίλο του, ενώ δάκρυα πέφτουν από τα μάτια του. Ο δαίμονας εμφανίζεται ξανά. Τον αρπάζει από τον λαιμό και τον τραβάει προς τα κάτω. Θυμός και οργή με κατακλύζουν. Ένα μείγμα ζάλης και ενέργειας με γεμίζει και αρπάζω το χέρι του δαίμονα. Φως βγαίνει από το σημείο της ένωσής μας και ο άντρας πέφτει κάτω βήχοντας, παλεύοντας να πάρει ανάσα. Τραβάω τον δαίμονα μέσα από τον βούρκο του και αυτός ουρλιάζει προσπαθώντας να απελευθερωθεί. Τον κοπανάω κάτω και ένα κύμα φωτός και ενέργειας τον εξαϋλώνει. Βαριανασαίνω από τη δίψα μου να καταστρέψω αυτά τα πλάσματα και ο τύπος μπροστά μου με κοιτάζει έκπληκτος. Όλοι προχωρούν μπροστά, ενώ πέτρες συνεχίζουν να πέφτουν. Είμαι ακίνητος και κοιτάζω το κενό, καθώς προσπαθώ να συνέλθω από το συνονθύλευμα συναισθημάτων που νιώθω.

«Τρέξε!» μου φωνάζει ο άντρας και με τραβάει απότομα από το χέρι, επαναφέροντάς με στο τώρα.

Τρέχουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε, καθώς το κενό μας πλησιάζει όλο και πιο γρήγορα. Κάποια στιγμή βλέπουμε τους υπόλοιπους μπροστά μας. Μας φωνάζουν ενθαρρυντικά, λογικά από την έξοδο, για να τους φτάσουμε. Τελευταία στιγμή φτάνουμε και οι δύο στο επίπεδο που θεωρείται ασφαλές. Ο Ηρακλής ψάχνει τον Καλλικράτη, αλλά το βλέμμα του σκοτεινιάζει μόλις καταλαβαίνει τι συνέβη.

Αλλά όχι. Δεν τελειώσαμε εδώ.

Δεν ήταν αυτή η μοναδική μας μάχη!

Στεκόμαστε όλοι αμήχανοι και σιωπηλοί. Προσπαθούμε είτε να βρούμε την ανάσα μας ή να χωνέψουμε τον χαμό ενός δικού μας. Εγώ νιώθω μουδιασμένος. Νιώθω πως κάτι χειρότερο έρχεται. Κάτι πολύ χειρότερο και πολύ μεγαλύτερο. Όχι… Δε θέλω να εμπιστευτώ το ένστικτό μου αυτή τη στιγμή. Δεν μπορεί να είναι σωστό. Αλλά δεν είμαι ο μόνος που το παρατηρεί. Μέχρι και η Εχεκράτεια φαίνεται φοβισμένη μπροστά σε αυτό που έρχεται. Οι δάδες σε όλο τον χώρο ανάβουν με μια κίνηση ενός αγοριού μπροστά μου. Και δυστυχώς είχα δίκιο.

Μπροστά μας βρίσκεται ένας γιγάντιος, τρομακτικός δαίμονας, εκατό φορές πιο τρομακτικός από τον τεράστιο Nebula. Αυτό είναι… Δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτή είναι η δοκιμασία μας! Ο δαίμονας είναι πιο μαύρος και από το απόλυτο σκοτάδι. Μυρίζει θάνατο και δημιουργεί μια ανατριχιαστική ατμόσφαιρα σε όλο το δωμάτιο.

Ο χώρος που διαθέτουμε είναι περίπου δύο οικοδομικά τετράγωνα. Αυτόματα όλοι σκορπίζονται και περικυκλώνουν τον δαίμονα. Και οι τέσσερεις βγάζουν από ένα όπλο, όχι αγγελικό, κανονικό. Ο Ηρακλής βγάζει από τη ζώνη του ένα τεράστιο σπαθί. Ένας βγάζει μια περίεργη αλυσίδα. Ένας άλλος βγάζει μια βαλλίστρα και ο τέταρτος βγάζει ένα δόρυ. Μοιάζει πολύ με το δικό μου όπλο, αλλά αυτό δεν είναι φτιαγμένο από την ενέργεια του σύμπαντος. Παρόλο αυτά, όλα τα όπλα είναι μαγεμένα. Έχουν την ικανότητα να βλάψουν έναν δαίμονα, το νιώθω. Το τέρας μπροστά μας βρυχάται και τραντάζεται όλη η αίθουσα. Με μια κίνηση του ποδιού του φτάνει δύο από τα άτομα δίπλα του. Ευτυχώς είναι τόσο μεγάλος που δεν κινείται γρήγορα, και έτσι τον αποφεύγουν με ευκολία.

«Χρειάζομαι αντιπερισπασμό!» φωνάζει το αγόρι με τις αλυσίδες τρέχοντας προς τα πάνω του.

«Η ειδικότητά μου» λέει η Εχεκράτεια και ακουμπάει το έδαφος.

Χωρίς λόγια, χωρίς ψαλμούς, χωρίς τίποτα, οι πλάκες από κάτω της κουνιούνται και ένα μεγάλο φως την κατακλύζει και μέχρι το ταβάνι. Ο Ηρακλής το κοιτάζει έκπληκτος, αλλά το ίδιο κάνει και ο δαίμονας. Φαίνεται να εκνευρίζεται και σχεδόν τρέχει προς την κοκκινομάλλα. Ο δαίμονας τσίμπησε το δόλωμά της. Ο άντρας χρησιμοποιεί το δόρυ του για να πηδήξει πάνω στο τέρας. Στέλνει με δύναμη το ακόντιο σε ένα από τα άκρα του και τον καρφώνει στο πάτωμα. Ένας άσχημος ήχος βγαίνει μέσα από το κτήνος και ξαφνικά μια αλυσίδα έρχεται προς τα πάνω μου. Είναι το παιδί που έσωσα πριν λίγο. Βρίσκεται ακριβώς απέναντί μου και κρατάει την άλλη μεριά της αλυσίδας.

«Είδα τι μπορείς να κάνεις. Τι περιμένεις; Ξανακάν’ το!» μου φωνάζει και τρέχει προς το τέρας κρατώντας ακόμα την αλυσίδα στα χέρια του.

Καταλαβαίνω τι θέλει να κάνω. Τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ μαζί του, τεντώνοντας την αλυσίδα. Βάζω όλη μου τη δύναμη και η αλυσίδα φωτίζεται. Προσπερνάει τα πόδια του δαίμονα κόβοντάς τα. Το τέρας πέφτει κάτω ουρλιάζοντας, καθώς τα πόδια του εξαφανίζονται στο τίποτα. Βλέπω τον Ηρακλή να τρέχει κατά πάνω του και θα ορκιζόμουν ότι τον άκουσα να φωνάζει το όνομα της Εχεκράτειας. Αποκλείεται να συνεργαστεί μαζί της. Κι όμως! Άκουσα σωστά. Το φως που πριν λίγο έλουζε την Εχεκράτεια τώρα μαζεύεται όλο μέσα στο σπαθί του Ηρακλή, ο οποίος κάνει ένα μεγάλο πήδημα και προσγειώνεται με όλη του τη δύναμη πάνω στο κεφάλι του δαίμονα. Ο τύπος με τη βαλλίστρα ρίχνει ένα βέλος ακριβώς στο ίδιο σημείο που τον κάρφωσε ο Ηρακλής και μια μικρή έκρηξη δημιουργείται πάνω στο κεφάλι του. Η εξαφάνισή του είναι ακαριαία. Η άσχημη παρουσία του εξαϋλώνεται μέσα στο σκοτάδι. Κοιταζόμαστε όλοι μεταξύ μας λαχανιασμένοι. Ξαφνικά χαμόγελα και γέλια επικρατούν στην αίθουσα. Ο Ηρακλής δε γελάει μαζί μας. Βάζει το σπαθί πίσω στη θήκη του και σκύβει στο γόνατό του.

«Αναπαύσου εν ειρήνη, Καλλικράτη» λέει και κατεβάζει τιμητικά το κεφάλι του.

Οι χαρές σταματούν απότομα. Όλοι μιμούνται την κίνηση του Ηρακλή. Ακολουθώ και εγώ, νιώθοντας μια θλίψη να με κατακλύζει. Μπορεί να μην τον ήξερα και να μην είχαμε τις καλύτερες σχέσεις αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, αλλά δεν του άξιζε αυτό το τέλος. Σε κανέναν δε θα άξιζε κάτι τέτοιο. Η Εχεκράτεια δε σκύβει. Μένει ακίνητη στη θέση της και απλώς σηκώνει τα χέρια της. Το κεφάλι της κοιτάζει προς τα πάνω και αρχίζει να υμνεί τον νεκρό σύντροφό μας. Όλοι την αντιλαμβάνονται, αλλά φαίνεται να καταλαβαίνουν τι κάνει και έτσι δεν της μιλάει κανείς. Σηκώνονται όρθιοι και πάνε γύρω της. Ακολουθώ και εγώ τα βήματά τους. Κάνουν έναν κύκλο και σκύβουν τα κεφάλια τους, στραμμένοι πάντα προς το κέντρο, δηλαδή προς την Εχεκράτεια.

«Requiesce in pace» λέει η Εχεκράτεια και ένα πολύ μικρό φως βγαίνει από μέσα της. Την επόμενη κιόλας στιγμή σβήνει.

«Requiesce in pace» επαναλαμβάνουμε και νιώθω τη θλίψη να βγαίνει από μέσα μου και να γίνεται φως. Όπως και στην κοκκινομάλλα, ένα μικρό φως βγαίνει από μέσα μας και σβήνει. Χειροκροτήματα ακούγονται από μια γωνιά της αίθουσας και καταλαβαίνουμε όλοι ότι ήρθε η ώρα για την επόμενη δοκιμασία.

«Μπράβο, παιδιά μου. Φερθήκατε σαν ομάδα, παρά τις συγκρούσεις σας. Προσπαθήσατε με νύχια και με δόντια να σώσετε ο ένας τον άλλον. Κρίμα που δεν είναι ο Καλλικράτης μαζί μας να χαρεί» λέει και νιώθω τον Ηρακλή να σφίγγεται ολόκληρος από τον θυμό του.

«Δεν είναι ανάγκη να θρηνείτε όμως. Ο φίλος σας ζει. Βρίσκεται στο αναρρωτήριο αυτή τη στιγμή, χάρη στον Λυσίμαχο που σκότωσε τον δαίμονα που τον τράβηξε στο καταφύγιό του» λέει και χειροκροτεί περιμένοντας να την ακολουθήσουμε. Κανείς δεν το κάνει. Δε θέλω εύσημα. Το γεγονός ότι είναι καλά μου είναι αρκετό.

«Ελάτε, παιδιά μου. Χαρείτε το! Γιατί η επόμενη δοκιμασία δε θα έχει έλεος» συνεχίζει πονηρά. Η γλυκιά φωνή της και η ηρεμία της μου φαίνεται χλευαστικές και με εκνευρίζουν.

«Ας τελειώνουμε με αυτόν τον αγώνα» λέει η Εχεκράτεια και η γυναίκα της χαμογελάει.

«Πολύ καλά. Η τελευταία δοκιμασία είναι απλή. Να σκεφτώ... Είστε έξι. Ένας εναντίον ενός. Τρεις νικητές. Χμ... Ο νικητής θα παλέψει μαζί μου. Τι λέτε;» μας ρωτάει παιχνιδιάρικα και κοιταζόμαστε μεταξύ μας. Κάτι δεν πάει καλά. Δε μου φαίνεται για γυναίκα που θα λέρωνε τα ρούχα της.

«Και ποιος σου είπε, νεαρέ μου, ότι θα λερωθώ;»

Για μια ακόμη φορά…νομίζω ότι την πατήσαμε άσχημα… 

Παρασκευή Γκύζη