Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 17)

Η γυναίκα της τρίτης δοκιμασίας μου έδωσε οδηγίες και τώρα κατευθύνομαι προς το όρος των ηρώων. Ανεβαίνω κάμποσα σκαλιά και, καθώς φτάνω στην κορυφή, η θέα με κάνει να ανατριχιάσω από την ομορφιά. Ο ουρανός είναι γαλάζιος και φαίνεται σαν να βρίσκομαι πραγματικά πάνω στα σύννεφα. Αποχρώσεις του χρυσού, του λευκού και του απαλού ροζ υπάρχουν παντού. Σε όλη την πόλη φαίνονται μικροί καταρράκτες και σημεία από όπου βγαίνει φωτιά και λιβάνι. Η ατμόσφαιρα μυρίζει ηρεμία. Ναι, η ηρεμία έχει και αυτή τη δική της μυρουδιά. Τι γαλήνη…

Γύρω από τους πλούσιους ναούς, αυτούς που μπορώ να δω τουλάχιστον, δυνατές ενέργειες προβάλλονται. Παίρνω μια μεγάλη ανάσα και συνεχίζω τον δρόμο προς το μέρος όπου, έστω και για λίγο, θα μείνω.

Φτάνω στην κορυφή και αυτό το μέρος είναι ακόμα πιο όμορφο. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό, αλλά πράγματι νιώθω ακόμα πιο ήρεμος εδώ πάνω. Ένας τεράστιος ναός, πιο μεγαλοπρεπής και λαμπερός, βρίσκεται στο κέντρο μπροστά μου. Δεξιά υπάρχει ένα τεράστιο μέρος που δεν μπορώ ακριβώς να προσδιορίσω. Είναι σαν πάρκο... Είναι καταπράσινο και έχει πολλά δέντρα και λουλούδια. Δε διακρίνω πόσο μεγάλο είναι, αλλά φαίνεται στο βάθος του να έχει τοίχους από θάμνους. Χρειάζεται προσπάθεια από μέρους μου για να καταπνίξω την επιθυμία μου να πάω να χαθώ μέσα τους για να σκεφτώ. Αριστερά μου βρίσκονται μερικά, πανέμορφα -αρχιτεκτονικά- σπίτια.

Έχουν στις εισόδους τους σχηματισμένα σύμβολα με χρυσό. Μου είπαν ότι το δικό μου είναι αυτό που έχει ένα "Λ" πάνω στην πύλη του και ότι θα το αναγνώριζα αμέσως.

Δεν ήξερα πόσο κουρασμένος ήμουν, μέχρι που ήρθε στο μυαλό μου η σκέψη ενός τεράστιου, απαλού κρεβατιού! Ξαφνικά νιώθω τα πόδια μου να πιέζονται από την κούραση και τα χέρια μου να τρέμουν από την ένταση. Πέρασε μόνο μια μέρα εδώ πέρα, αλλά έγιναν τόσα πολλά, υπερβολικά πολλά για ένα εικοσιτετράωρο. Βασικά και για μια ζωή μου φαίνονται πάρα πολλά, τουλάχιστον για έναν απλό άνθρωπο. Αλλά είμαστε φτιαγμένοι για αυτό. Αυτή είναι η αλήθεια, όσο και εάν εμείς δεν τη βλέπουμε. Τώρα το ζούμε, δεν μπορούμε να το αρνηθούμε πια. Προχωράω προς τα σπίτια και, κοντά στον ναό, βλέπω ένα πανέμορφο σπίτι με αναπαραστάσεις από μεγάλους ήρωες. Στο κέντρο της πύλης βλέπω το μεγάλο "Λ" και η καρδιά μου φτερουγίζει στη σκέψη της ξεκούρασης. Προχωρώ προς τα εκεί και κοιτάζω τα αγάλματα γύρω μου με ευλάβεια.

Περσεύς.

Αχιλλέας.

Ηρακλής.

Ιάσων.

Οδυσσέας.

...

Μούσες και νεράιδες διακοσμούν τους τοίχους και φαίνονται σχεδόν ζωντανές, σαν να παίζουν μέσα στους κήπους. Φτάνω μπροστά στην πόρτα, η οποία ανοίγει μόνη της, πριν καν την ακουμπήσω. Μπαίνω μέσα κάπως διστακτικά, αλλά αυτό που βλέπω με μαγνητίζει. Ο χώρος είναι στα σίγουρα υπερσύγχρονος, αλλά ταυτόχρονα με θέμα την Αρχαία Ελλάδα. Υπάρχουν έπιπλα σε αποχρώσεις του λευκού με χρυσές λεπτομέρειες και όλα φαίνονται τόσο απαλά! Ένα τραπεζάκι από γρανίτη και χρυσό είναι στο κέντρο της εισόδου και πάνω του έχει ένα πανέμορφο άγαλμα της θεάς Αφροδίτης. Πίσω του ξεκινάει το σαλόνι ενώ ο τοίχος στο τέρμα του δωματίου είναι φτιαγμένος από γυαλί. Ουάου, μέσα του πέφτει ένας καταρράκτης από νερό! Δεξιά και αριστερά υπάρχουν πόρτες. Πολύ θα ήθελα να εξερευνήσω αυτό το σπίτι, αλλά μέσα μου εύχομαι η πρώτη πόρτα που θα ανοίξω να είναι το μπάνιο!

Ανοίγω τη δεύτερη πόρτα δεξιά μου στην τύχη, αλλά το ένστικτό μου μάλλον με προδίδει αυτή τη φορά. Βλέπω έναν μεγάλο διάδρομο που καταλήγει σε δύο πόρτες. Ίσως να μην είμαι τόσο άτυχος τελικά. Μπαίνω στην πόρτα δεξιά ξανά και πράγματι πετυχαίνω το μπάνιο. Δεν μπορώ να καταλάβω. Πώς κατάφεραν να το κάνουν τόσο όμορφο; Η μπανιέρα βρίσκεται στο κέντρο ενός μεγάλου δωματίου, χωρίς υδραυλικές αποχετεύσεις και σωλήνες όπως στη Γη. Ζεστό νερό αναβλύζει, λογικά από κάποια φυσική πηγή. Σε μια γωνιά του δωματίου ένα άγαλμα, που αναπαριστά μια μούσα με ένα πιθάρι στα χέρια της, ρίχνει νερό στο πάτωμα. Από μια σχισμή αυτό το νερό ταξιδεύει σε όλη την αίθουσα. Μυρίζει λουλούδια και λάδι… Παίρνω βαθιά ανάσα και βγάζω τα ρούχα μου. Τα πετάω μέσα σε έναν νιπτήρα με ζεστό νερό και τα μουλιάζω με λίγο σαπούνι. Μπαίνω μέσα στην μπανιέρα και ένας αναστεναγμός βγαίνει από μέσα μου. Είναι τόσο όμορφα εδώ. Ίσως αυτός είναι ο παράδεισος. Όχι... Δεν είναι... Εξακολουθεί να είναι όμως ένα πανέμορφο μέρος. Η πραγματική γαλήνη και ευτυχία είναι πέρα από αυτή την πόλη και πέρα από κάθε φαντασία... Τα μάτια μου βαραίνουν και αφήνω με μεγάλη ευχαρίστηση τον ήχο του νερού να με κοιμίσει.



Τα μάτια μου ανοίγουν με ηρεμία. Κοιτάζω τα δάχτυλα στα χέρια μου που είναι τελείως μουλιασμένα. Δε θέλω να βγω από εδώ μέσα. Πρέπει να πέρασαν αρκετές ώρες, γιατί νιώθω πολύ καλύτερα, σαν ένα βάρος να έφυγε από πάνω μου. Σηκώνομαι όρθιος και σκουπίζομαι με μια πετσέτα. Την τυλίγω γύρω από τη μέση μου και πάω στα ρούχα μου. Μια στιγμή… Πού στο καλό είναι τα ρούχα μου; Κοιτάζω ξαφνιασμένος γύρω μου και τα εντοπίζω απλωμένα, σχεδόν στεγνά, πάνω σε μια μεγάλη ράβδο για πετσέτες. Πώς συνέβη αυτό; Υπάρχουν τρεις εξηγήσεις. Είτε κάποιος μπήκε ενώ κοιμόμουν ή υπνοβατώ ή το σπίτι κάνει μόνο του τις δουλειές του. Στη σκέψη της τρίτης εκδοχής βάζω τα γέλια. Όχι πως δε θα ήταν τέλειο πάντως! Άρα, ή κάτι δεν πάει καλά με εμένα ή κάποιος βρίσκεται εδώ μέσα μαζί μου…

Βγαίνω από το δωμάτιο και κοιτάζω προσεκτικά γύρω μου. Είμαι έτοιμος για επίθεση! Περιμένω από στιγμή σε στιγμή να θελήσει κάποιος να μου κόψει το κεφάλι. Μα τι λέω; Αν ήθελαν να με σκοτώσουν, θα το έκαναν την ώρα που κοιμόμουν. Ο δολοφόνος δε σου απλώνει τα ρούχα για να σε τρομάξει, είμαι σίγουρος, τόσες ταινίες το δείχνουν. Η πολλή -και απότομη- ξεκούραση δε μου κάνει καλό... Και τότε καταλαβαίνω. Ξέρω τι συνέβη. Τα μάτια μου φωτίζονται και τρέχω προς τη δεύτερη πόρτα του διαδρόμου, σαν να ξέρω πού πηγαίνω, σαν να ξέρω τι θα αντικρίσω. Ανοίγω την πόρτα μπροστά μου και εξερευνώ γρήγορα το δωμάτιο. Είναι μία απλή κρεβατοκάμαρα. Όπως το μάντεψα, μπροστά από το κρεβάτι βλέπω μια γυναικεία φιγούρα να αγναντεύει τον σκοτεινό ουρανό μπροστά της. Ο άνεμος φυσάει αγγελικά τα κόκκινα μαλλιά και το λευκό της φόρεμα. Το κεφάλι μου μουδιάζει από τη χαρά μου και το σώμα μου τρέμει από την ανακούφιση.

«Εχεκράτεια;» ρωτάω απαλά και εκείνη γυρίζει το πρόσωπό της απότομα και με κοιτάζει.

Το βλέμμα της φωτίζεται και μου χαμογελάει τόσο γλυκά που κάνει την ψυχή μου να λιώνει. Τι παθαίνω; Ανησυχούσα πράγματι τόσο πολύ; Νιώθω τόσο όμορφα που βρίσκεται εδώ πέρα. Θέλω να τα μοιραστώ όλα αυτά μαζί της. Θέλω να της πω πόσο υπερήφανος είμαι για εκείνη και ότι χωρίς αυτή δε θα τα κατάφερνα ποτέ… Τρέχω κατά πάνω της και την παίρνω μια μεγάλη αγκαλιά σηκώνοντάς τη ψηλά. Βάζει τα γέλια και σφίγγει τα χέρια της δυνατά πάνω στο σώμα μου. Όμως μετά νιώθω το σώμα της να συσπάται και βγάζει έναν πονεμένο θόρυβο. Τι κάνω; Δε σκέφτομαι καθόλου πριν πράξω; Την αφήνω κάτω απαλά και την κοιτάζω ανήσυχος καθώς σκύβω στα γόνατά μου μπροστά της. Χωρίς να μιλήσω πιάνω προσεκτικά το φόρεμά της και το σηκώνω μέχρι το μπούτι της από τη μεριά του δεξιού ποδιού της. Εκείνη καταλαβαίνει τι κάνω και κοιτάζει αλλού, καθώς ντρέπεται λίγο, αλλά ξέρει ότι απλώς ανησυχώ. Η πληγή εξαφανίστηκε, αλλά όλη η περιοχή είναι μελανιασμένη. Πρέπει να πονάει πολύ. Σηκώνομαι όρθιος και την αγκαλιάζω πιο ήρεμα αυτή τη φορά.

«Χαίρομαι που είσαι καλά» μου λέει ενώ χαϊδεύει την πλάτη μου στοργικά.

«Εγώ θα έπρεπε να το πω αυτό» της λέω και γελάω καθώς κάνω λίγο πιο πίσω για να την κοιτάξω.

«Το είπες ήδη...» μου λέει και η φωνή της είναι τόσο αγνή που με μαγνητίζει.

Τα χέρια της πάνω στο σώμα μου φαίνονται τόσο οικία, που τα νιώθω να με συμπληρώνουν. Το δέρμα στο πρόσωπό της είναι τόσο καθαρό και ξεκούραστο όσο ποτέ. Κατάλευκο και αψεγάδιαστο. Το γεγονός ότι τα χείλη της είναι ροδαλά, όπως και τα μάγουλά της, την κάνει να φαίνεται σαν ψεύτικο όνειρο. Τα μάτια της φαίνονται μεγάλα και πράσινα, σαν να φωτίστηκαν και να πήραν παραπάνω χρώμα από το απλό μελί. Τα κόκκινα μαλλιά της έρχονται σε αντίθεση με τα όμορφα χαρακτηριστικά της και τονίζουν το σύνολο…Ω, Θεέ μου… Μου έλειψες τόσο, μα τόσο πολύ.

«Τι συμβαίνει;» με ρωτάει και συνειδητοποιώ ότι τόση ώρα την κοιτάζω ασταμάτητα μέσα στα μάτια.

Αυτή τη φορά όμως ξέρω γιατί το κάνω. Δεν έγινε από μόνο του. Δεν ήταν παρόρμηση. Είναι αυτό που πραγματικά νιώθω... Όχι, δε θα είναι ένα δυνατό φιλί με πάθος και ερωτισμό. Ακουμπάω το πρόσωπό της σχεδόν ευλαβικά και τη φιλάω απαλά στα χείλη. Δεν ξέρω τι θα συμβεί. Δε με νοιάζει καθόλου. Έτσι νιώθω και τώρα ξέρω ότι είναι αληθινό. Δε με νοιάζει εάν τρέξει ή εάν θυμώσει. Αυτό που ξέρω είναι ότι θέλω να τη νιώσω. Θέλω να τη γευτώ. Παρόλο που το φιλί είναι απαλό, τα συναισθήματα είναι τόσο δυνατά. Στην αρχή ανταποκρίνεται, αλλά αυτό έγινε και την προηγούμενη φορά, και έτσι δεν παίρνω θάρρος. Τώρα όμως σηκώνει τα χέρια της και αγκαλιάζει τον γυμνό σβέρκο μου. Δεν τη νιώθω να διστάζει. Νιώθω ότι αισθάνεται όπως και εγώ. Νιώθω τη σύνδεση μεταξύ μας να δυναμώνει. Τα λόγια είναι περιττά. Σφίγγει το κεφάλι μου λίγο παραπάνω σαν να μου λέει ότι δε θέλει να την αφήσω και μετά από λίγο ακουμπάει δυνατά το σώμα της πάνω στο δικό μου.

Δε σταματάω να τη φιλάω. Προσεκτικά και νωχελικά σηκώνω το φόρεμά της. Συνεχίζει να ανταποκρίνεται στις κινήσεις μου. Από εκεί και μετά δε σκέφτομαι τίποτα. Ο ένας ακουμπάει το γυμνό δέρμα του άλλου και τη νιώθω να καίει ολόκληρη. Το δέρμα της είναι ότι πιο απαλό και ευχάριστο ακούμπησα ποτέ μου. Η δύναμη και η ενέργεια που βγάζει από μέσα της με γεμίζουν και με κάνουν να τη θέλω όλο και πιο πολύ. Είναι σαν φωτιά πάνω στο σώμα μου. Η φλόγες μεταξύ μας φουντώνουν. Χορεύουμε σε έναν χορό πάθους και αγάπης. Αυτή είναι η πιο όμορφη εμπειρία της ζωής μου. Μετά από μερικές στιγμές, γινόμαστε ένα…



Η Εχεκράτεια δίπλα μου κοιμάται ήρεμη. Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που μόλις έγινε. Το σώμα της κάτω από τα σεντόνια αναγράφεται όμορφο και λεπτεπίλεπτο. Δε θέλω να κλάψει ξανά. Δε θέλω να πληγωθεί. Είναι ισχυρή γυναίκα και είναι αλήθεια πως μπορεί να κάνει θαύματα. Αλλά δε θέλω να δω άλλον πόνο στο πρόσωπό της. Είναι γυρισμένη προς τη μεριά μου, κολλημένη πάνω στο σώμα μου σαν να προσπαθεί να σκεπαστεί με αυτό. Δεν την αφήνω ούτε στιγμή από το χέρια μου. Τη χαϊδεύω συνέχεια, στα μαλλιά, στο μάγουλο, στον λαιμό, τον ώμο, τα χέρια, τη μέση της… Εξερευνώ όλη την καμπύλη του κορμιού της. Δε θέλω να φύγει αυτή η αίσθηση από τα δάχτυλά μου. Το πανέμορφο δέρμα της μυρίζει γιασεμί. Η μυρωδιά υπάρχει παντού, στα σεντόνια και στο σώμα μου. Τη φιλάω απαλά στο μέτωπο και συνεχίζω να την ακουμπάω, καθώς αφήνω τα μάτια μου ελεύθερα.

Η συνέχεια με προσγειώνει απότομα στην πραγματικότητα. Όσα έγιναν με έκαναν να πετάω στα σύννεφα, αλλά η Spero φρόντισε να μου θυμίσει για ποιον λόγο ήρθα εδώ... Χωρίς να το επιδιώξω βρίσκομαι μέσα στην έρημο. Μπροστά μου βρίσκεται η Spero με ένα απεγνωσμένο βλέμμα... Γεμάτο θλίψη... Ακόμα όμως χαμογελάει... Ο άνεμος είναι πολύ δυνατός και τα μαλλιά της κρύβουν το πρόσωπό της την περισσότερη ώρα. Η ενέργειά της είναι χλωμή, όπως και το δέρμα της. Προσπαθώ να την πλησιάσω αλλά σηκώνει το χέρι της και κοκαλώνω. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Δεν μπορώ να την πλησιάσω. Δε με αφήνει. Σταματάω τις προσπάθειες και κατεβάζει το χέρι της αργά. Μια μεγάλη παύση κάνει αισθητή την παρουσία της και τελικά μου μιλάει.

«Χαίρομαι που σε βλέπω χαρούμενο» μου λέει χαμογελώντας όσο μπορεί. Αλλά είναι τελείως ψεύτικο.

«Ελπίζω να είσαι αρκετά ξεκούραστος για να μάθεις μερικά πράγματα ακόμα» συνεχίζει και η εικόνα γύρω μας αλλάζει.

«Ήρθε η ώρα να μάθεις την αλήθεια. Το τέλος έρχεται και πρέπει να κάνεις το σωστό για τη Γη και τον ουρανό πάρα τα συναισθήματά σου. Είσαι έτοιμος, λοιπόν;» Να κάνω το σωστό; Ποιο τέλος; Σοβαρεύω και την κοιτάζω με θάρρος.

«Είμαι έτοιμος» της λέω και όλα μαυρίζουν τελείως…

Παρασκευή Γκύζη