Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 4)

Κίρα

Ήταν σαν να ήταν παγιδευμένη μέσα στο ίδιο της το σώμα. Κατά διαστήματα ανακτούσε ένα μικρό μέρος των αισθήσεών της. Μπλεγμένη σε ένα λυκόφως, όχι ακριβώς ξύπνια, αλλά έχοντας μια μικρή αντίληψη του περιβάλλοντος γύρω της. Άκουγε μερικές σκόρπιες λέξεις εδώ και εκεί.

«Πώς τολμάς να έρχεσαι εδώ;» απαίτησε να μάθει μια γυναικεία φωνή που δεν αναγνώριζε.

«Σε παρακαλώ» ικέτεψε ο Ντέβαν. «Χρειάζεται τη βοήθειά σου».

«Δεν έχω καμία σχέση με τους Ντρόγκομιρ». Η φωνή ήταν εχθρική και απειλητική. «Είναι όλοι βάρβαρα κτήνη. Όπου βαδίζουν αφήνουν πίσω τους στάχτη. Ό,τι αγγίζουν ματώνει».

«Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο;» Η φωνή του Ντέβαν βγήκε σπασμένη. Γιατί όμως; Η άγνωστη γυναίκα δεν είχε πει κάτι πιο σκληρό από ό,τι ήδη σκεφτόταν σχεδόν όλη η Ναβίντια.

Το μόνο που ήταν απόλυτα ξεκάθαρο ήταν ο πόνος. Είχε μείνει ξύπνια σχεδόν μέχρι το χάραμα, με τα μάτια της πρησμένα και κόκκινα από το κλάμα, ελπίζοντας ανόητα πως ο Ντέβαν θα επέστρεφε. Γιατί δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό της από το να τον σκέφτεται; Γιατί να μην μπορούσαν οι άνθρωποι να ελέγξουν ποιον θα ερωτευτούν; Η ζωή θα ήταν πολύ πιο απλή. Βέβαια τότε δε θα ήταν έρωτας, γιατί ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα ανεξέλεγκτο, που δεν μπορείς να το εξαναγκάσεις ή να το προστάξεις.

Λίγο προτού η νύχτα αρχίσει να δίνει τη θέση της στη μέρα, ο γνώριμος ήχος από φτερά ακούστηκε στο μπαλκόνι. Μια μικρή σπίθα ελπίδας φούντωσε μέσα στο στήθος της, καθώς σηκωνόταν όρθια για να δει τι συμβαίνει. Όμως δεν ήταν ο Ντέβαν. Ένας νεαρός άντρας εμφανίστηκε φορώντας τα ρούχα του πατέρα της, αυτά που ο Ντέβαν είχε αφήσει πεταμένα στο μπαλκόνι. Έμοιαζε αρκετά στον Ντέβαν, αν και μεγαλύτερος σε ηλικία. Τα χαρακτηριστικά του όμως ήταν πιο αιχμηρά, πιο απειλητικά, και τα κοντά καστανά γένια του έδιναν μια πιο άγρια όψη. Μια λευκή ουλή διέτρεχε το μέτωπό του πάνω από το δεξί του φρύδι.

Ενστικτωδώς έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Το ήξερε ότι οι Ντρόγκομιρ ήταν πάντα κοντά, αλλά κανένας άλλος εκτός από τον Ντέβαν δεν την είχε πλησιάσει. Η παρουσία αυτού του άντρα έκανε κάθε νεύρο στο κορμί της να φωνάζει κίνδυνος, κίνδυνος, κίνδυνος.

«Θα έρθεις μαζί μου» απαίτησε. Ακόμη και η φωνή του ήταν τραχιά.

«Δεν το νομίζω» είπε οπισθοχωρώντας.

«Δεν ήταν ερώτηση». Άρχισε να προχωράει προς το μέρος της. Με κάθε βήμα παραβίαζε τον προσωπικό της χώρο, και η Κίρα ένιωθε σαν ένα άγριο ζώο που το στρίμωχναν σε μια γωνία. Η πλάτη της ακούμπησε στο τραπέζι με τον καθρέφτη της. Ένα ακόμα βήμα...

«Εγώ δεν είμαι σαν αυτόν τον αξιολύπητο τον ξάδελφό μου» είπε σουφρώνοντας τη μύτη του με αηδία. «Θα έρθεις με το καλό ή με το άγριο».

Άπλωσε προσεχτικά το χέρι της προς τα πίσω και έπιασε την ασημένια βούρτσα της. Τα γαλάζια μάτια του ήταν θανάσιμα σοβαρά. Είχαν ένα πολύ ανοιχτό χρώμα, σχεδόν θολό. Μισούσε τα θολά μάτια. Ήταν σίγουρη ότι δε θα δίσταζε να της κάνει κακό.

«Διαλέγω το δεύτερο». Σήκωσε απότομα το χέρι της και κατέβασε με δύναμη τη βούρτσα στο πρόσωπό του.

Ο Ντρόγκομιρ παραπάτησε προς τα πίσω βγάζοντας ένα πονεμένο βογκητό. Το χέρι του κάλυπτε τη μύτη του. Ένα μικρό ρυάκι αίματος έτρεχε στο πάνω χείλος του, αν και δεν έδειχνε σπασμένη.

«Μικρή σκρόφα!»

Η Κίρα εκμεταλλεύτηκε αυτή τη στιγμή αφηρημάδας του και έτρεξε μακριά του. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο γρήγορα που πονούσε. Ποτέ δεν είχε φοβηθεί τόσο στη ζωή της. Σε αντίθεση με τον Ντέβαν, ήξερε ότι αυτός ο Ντρόγκομιρ είχε έρθει με μοναδικό σκοπό να τη σκοτώσει.

Κάτι την άρπαξε από το πίσω μέρος του φορέματός της σταματώντας την. Έστριψε απότομα, χτυπώντας με τα νύχια της το ευαίσθητο δέρμα στο πρόσωπο και τον λαιμό του, αφήνοντας βαθιές ματωμένες γρατζουνιές. Το ήξερε ότι δεν μπορούσε να παλέψει μαζί του και ότι εκείνος ήταν πολύ πιο δυνατός, αλλά δε θα του έκανε τη χάρη να πάει ήσυχα μαζί του σαν πρόβατο στη σφαγή.

Θυμός ήταν χαραγμένος σε κάθε γραμμή του προσώπου του. Τη χαστούκισε τόσο δυνατά που την έριξε στο πάτωμα. Ένιωσε τελείως αποπροσανατολισμένη για μια στιγμή. Η μεταλλική γεύση του αίματος γέμισε το στόμα της. Περισσότερο ένιωθε σοκαρισμένη. Ποτέ κανένας δεν είχε σηκώσει χέρι πάνω της.

Ο άγνωστος Ντρόγκομιρ γονάτισε δίπλα της στηριζόμενος στις φτέρνες του και έπιασε άγαρμπα το πηγούνι της. Την ανάγκασε να σηκώσει το κεφάλι της προς το μέρος του και την περιεργάστηκε για λίγο.

«Είναι κρίμα» είπε περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εκείνη. «Τώρα βλέπω γιατί ο ξάδελφος μου δεν έχει κόψει ακόμα τον χαριτωμένο λαιμό σου». Τον κοίταξε κατάματα πριν φτύσει σάλιο και αίμα στο πρόσωπό του.

«Πήγαινε στην κόλαση, μπάσταρδε».

Σκούπισε το μάγουλό του με την ανάστροφη της παλάμης του και σηκώθηκε ξανά όρθιος. Κοίταξε το κενό για μια στιγμή, χαμένος στις σκέψεις του, πριν την κλοτσήσει δυνατά. Όλος ο αέρας έφυγε από τους πνεύμονές της καθώς ο πόνος καταλάμβανε κάθε σημείο του κορμιού της. Την κλότσησε ξανά με όλη του τη δύναμη, και η Κίρα σχεδόν μπορούσε να ακούσει τα πλευρά της να ραγίζουν. Έσφιξε τα δόντια της καθώς συνέχιζε να τη χτυπάει με ένα μίσος σχεδόν προσωπικό. Δε θα του έδινε την ικανοποίηση να την ακούσει να ουρλιάζει.

«Αν δεν τη βοηθήσεις θα πεθάνει» είπε ο Ντέβαν.

«Κανείς δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Ξέρεις τι θα κάνουν οι Ντρόγκομιρ μόλις τη βρουν; Φυσικά και δεν ξέρεις, ο Αίρυς δε θα σ' το έλεγε. Αφότου της κόψεις τον λαιμό, θα μαζέψουν το αίμα της σε ένα κύπελλο και θα σε αναγκάσουν να το πιεις, επειδή η κατάρα μπορεί να σπάσει μόνο όταν το αίμα των Ντρόγκομιρ ενωθεί με το αίμα των Σέλτιγκαρ».

«Όχι» είπε με φρίκη ο Ντέβαν κουνώντας το κεφάλι του. «Δε θα το κάνω».

«Δε θα σου δώσουν περιθώριο επιλογής. Αυτή είναι η οικογένειά σου».

«Δε είναι μόνο αυτοί η οικογένειά μου. Είσαι Θεραπεύτρια, μόνο εσύ μπορείς να τη βοηθήσεις. Σε παρακαλώ, δεν μπορώ να χάσω και αυτήν».

Τα βλέφαρα της Κίρα πετάρισαν και άνοιξαν στιγμιαία. Μια θολή άγνωστη φιγούρα ντυμένη στα μπλε μετάξια στεκόταν μπροστά τους. Απαλά καστανοκόκκινα μαλλιά πλαισίωναν το πρόσωπό της, αν και δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει τα χαρακτηριστικά της μέσα στην ομίχλη. Υπήρχε όμως κάτι οικείο πάνω της, η αναγνώριση γαργαλούσε τις άκρες του μυαλού της, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Ή μήπως ήταν όνειρο; Η πραγματικότητα και η φαντασία είχαν μπλεχτεί τόσο που δεν μπορούσε να διακρίνει πού τελείωνε το ένα και άρχιζε το άλλο. Το μόνο που ήξερε σίγουρα ήταν ο πόνος.

Το πρόσωπο της γυναίκας παραμορφωνόταν ακόμα περισσότερο από την προβληματισμένη έκφραση της, καθώς προσπαθούσε να αποφασίσει αν θα τους δεχόταν ή θα τους πετούσε έξω.

«Φέρ' τη μέσα» είπε τελικά. Άνοιξε τελείως την ξύλινη πόρτα του μικρού σπιτιού της και έκανε στην άκρη για να περάσουν. Ο Ντέβαν μπήκε μέσα, κρατώντας ακόμα την Κίρα στα χέρια του, και η γυναίκα έκλεισε την πόρτα πίσω του, κλειδώνοντάς τη.

«Άφησέ την μπροστά στο τζάκι».

Ο Ντέβαν έκανε όπως του υπέδειξε, αφήνοντας την κοπέλα στο πάτωμα μπροστά από τη φωτιά. Η Κίρα δεν ήθελε να την αφήσει. Προσπάθησε να του το πει, αλλά το μόνο που βγήκε από τον λαιμό της ήταν ένας αδιευκρίνιστος ήχος. Η γυναίκα γονάτισε δίπλα της. Έπιασε απαλά το πρόσωπό της και κοίταξε εξεταστικά τη μελανιασμένη σάρκα της. Άρχισε να εξετάζει τα άκρα της, περνώντας τα χέρια της πάνω από τα οστά, πιέζοντας και σφίγγοντας για να δει αν είχαν σπάσει. Τα δάχτυλα της άγγιξαν τα πλευρά της, και παρά την ελάχιστη πίεση, η Κίρα τινάχτηκε από το πόνο.

«Τα περισσότερα πλευρά της είναι ραγισμένα, μπορεί και σπασμένα. Αν έχει περάσει το μεδούλι στο αίμα της, θα είναι νεκρή πριν γεμίσει το φεγγάρι».

«Όμως μπορείς να το φτιάξεις, έτσι δεν είναι;»

Η γυναίκα έβγαλε έναν μικρό ειρωνικό ήχο σαν να την είχε προσβάλει. Έβαλε τα χέρια της στα πλευρά της κοπέλας. «Μόλις βελτιωθεί, θα την πάρεις από εδώ. Δε θα επιτρέψω να διαβεί αυτό το κατώφλι άλλος Ντρόγκομιρ».

«Ούτε η Ορόρα;»

H γυναίκα δεν απάντησε. «Asinta Mulaf Hinto, Sho Bala» άρχισε να ψέλνει. Η αναπνοή της Κίρα έβγαινε βαριά και δύσκολη, καθώς η μαγεία της γυναίκας περνούσε στο σώμα της, επουλώνοντας πληγές και μελανιές. Καθώς όμως τα οστά της άρχισαν να αναδιαμορφώνονται και τα πλευρά της να κολλάνε ξανά, η Κίρα άρχισε να ουρλιάζει. Προσπάθησε να απομακρυνθεί από το άγγιγμά της, ο πόνος ήταν χειρότερος από ότι όταν της είχαν σπάσει τα πλευρά, αλλά δεν είχε απομείνει δύναμη μέσα της για να κουνηθεί.

«Asinta Mulaf Hinto» συνέχισε η γυναίκα και η Κίρα βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι.



Το επόμενο που μπορούσε να αισθανθεί ήταν το κάψιμο από τη ζέστη της φωτιάς στο αριστερό μέρος του προσώπου της. Πόσο είχε μείνει ξαπλωμένη εκεί; Κούνησε το κεφάλι της προς την άλλη πλευρά, για να αποφύγει τη ζέστη, μορφάζοντας από τις σουβλιές πόνου που η κίνηση έστειλε στο κρανίο της. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της και αυτή τη φορά τα βλέφαρα της υπάκουσαν.

Το σπίτι όπου βρισκόταν ήταν μικρό και παλιό, με φθαρμένους πέτρινους τοίχους και ξύλινη οροφή που θα μπορούσε να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή. Το δωμάτιο ήταν φτωχικό και άδειο, με μοναδικά έπιπλα ένα στρογγυλό ξύλινο τραπέζι με τρεις καρέκλες και το πέτρινο τζάκι. Μια χύτρα κρεμόταν από μια αλυσίδα πάνω από τη φωτιά. Από κάθε σημείο του ταβανιού κρεμόντουσαν δεκάδες ματσάκια βότανα, κάποια αποξηραμένα και κάποια φρέσκα, που πλημμύριζαν τον αέρα με το άρωμά τους.

Η όρασή της άρχισε να ξεκαθαρίζει. Ο Ντέβαν καθόταν σιωπηλός λίγο πιο πέρα. Μαύρες σκιές είχαν σχηματιστεί κάτω από τα μάτια του και όλο το χρώμα είχε στραγγίσει από το πρόσωπό του.

«Τα μάτια σας» είπε η Κίρα, χωρίς να συνειδητοποιεί τις λέξεις που έβγαιναν από τα χείλη της.

Ο Ντέβαν τινάχτηκε με το που αντιλήφθηκε ότι είχε συνέλθει, με λίγη από την ενέργειά του να επιστρέφει.

«Δόξα τους Θεούς, ξύπνησες» είπε ξεφυσώντας με ανακούφιση λες και τόση ώρα δεν ανέπνεε. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο φοβήθηκα».

«Αυτή η γυναίκα» ψιθύρισε αδύναμα η Κίρα. «Η Θεραπεύτρια. Ποια είναι;» Γιατί οι σκέψεις της γυρνούσαν γύρω από τη μυστηριώδη φιγούρα; Το υποσυνείδητό της προσπαθούσε να της πει κάτι, αλλά δεν μπορούσε να το βρει. Το πρόσωπο του Ντέβαν σκοτείνιασε ξαφνικά.

«Το όνομά της είναι Ντεσμέρα. Αυτό το σπίτι είναι το πιο ασφαλές καταφύγιο απέναντι στους Ντρόγκομιρ».

Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Αφού ήταν τόσο εμφανές ότι απεχθανόταν τους Ντρόγκομιρ, τότε γιατί τους είχε βοηθήσει; Ήταν ήδη εξαντλημένη και δεν μπορούσε να διαβάσει το πρόσωπο του Ντέβαν. Σχεδόν πάντα μπορούσε να διακρίνει κάποιο συναίσθημα στα χρυσά του μάτια, αλλά τώρα ήταν σκληρά, κρατώντας τη μακριά από ό,τι κι αν σκεφτόταν, όπως οι κουρτίνες κρατούν έξω το φως από ένα δωμάτιο.

Και τότε το κατάλαβε.

«Τα μάτια σας είναι ίδια» Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. Ήταν τόσο κουρασμένη...

«Ποια είναι αυτή η γυναίκα;» επανέλαβε. Τα χείλη του Ντέβαν σχημάτισαν ένα μικρό θλιμμένο χαμόγελο.

«Η μητέρα μου».

Φαίη