Εξόριστοι (Κεφάλαιο 4)

Πέτρος

Η γνώση δεν είναι δύναμη. Ποιοι από τους ισχυρούς έχουν γνώση; Κανένας ισχυρός δεν ξοδεύει το χρόνο του στις βιβλιοθήκες. Ποιοι έχουν τη γνώση; Οι βιβλιοθηκάριοι. Δεν υπάρχουν λιγότερο ισχυροί άνθρωποι από τους βιβλιοθηκάριους.

Η μεγάλη παλιά πινακίδα πάνω από την είσοδο που έγραφε «Παλιά και σπάνια βιβλία: Η Εδέμ» στεκόταν κάπως στραβά πάνω από τα σκονισμένα μικρά τζάμια. Το μικρό καμπανάκι ήχησε με τον γνώριμο μεταλλικό ήχο καθώς η πόρτα άνοιξε. Ο γέρος βιβλιοπώλης κατέβηκε με το ζόρι τα τρία στενά σκαλιά και βρέθηκε στο μικρό ημιυπόγειο βιβλιοπωλείο του. Έκλεισε τα μάτια και η μυρωδιά του παλιού χαρτιού ήρθε στη μύτη του.

Απέναντι στο μεγάλο ξύλινο δοκάρι δέσποζε μια επιγραφή του Jorge Luis Borges που έλεγε «Πάντα φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης». Χαμογέλασε, ένιωσε αγαλλίαση, το στήθος του φούσκωνε από χαρά. Περπάτησε ανάμεσα από τις μεγάλες δρύινες βιβλιοθήκες και άγγιξε τις ράχες των βιβλίων. Αισθάνθηκε την τραχιά επιφάνεια στα δάχτυλά του και διάβασε για άλλη μια φορά τους τίτλους των καινούργιων παραλαβών που ήταν ακουμπισμένα στο μεγάλο ξύλινο γραφείο του.

Ακούμπησε το μπαστούνι με τη σκαλιστή ασημένια χειρολαβή σε μια γωνία και κάθισε στη μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα του. Έβγαλε από μια δερμάτινη θήκη ένα ζευγάρι στρόγγυλα γυαλιά και το στερέωσε στην άκρη της μύτης του. Χάιδεψε τα μακριά λευκά του γένια και βυθίστηκε στη θαλπωρή της ανάγνωσης της Ασκητικής του Καζαντζάκη.

Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε την κίνηση έξω στο πεζοδρόμιο. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν βιαστικοί και σκυθρωποί αγνοώντας την όμορφη μέρα που τους είχε χαρίσει ο Θεός αυτή την ώρα. Οι γνωστοί του στέκονταν για κάποια δευτερόλεπτα στην πόρτα να τον χαιρετήσουν, αυτόν τον «Άγιο Πέτρο», όπως έλεγαν χαριτολογώντας, τον κλειδοκράτορα του παραδείσου της γνώσης.

Τα πόδια του τον είχαν προδώσει, η ασθενική του κράση και το προχωρημένο της ηλικίας δεν του επέτρεπαν πολλά πολλά. Μπορούσε μονάχα να ανταπεξέλθει στην καθημερινή ρουτίνα του, από το μικρό δυάρι που έμενε μόνος για χρόνια μέχρι το μικρό του μαγαζάκι.

Ο Πέτρος δεν είχε παντρευτεί ποτέ του. Θες οι συγκυρίες, θες που η πραγματική του αγάπη, η μόνη του αγάπη, ήταν τα βιβλία… Από τότε που μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό του, η μόνη του ενασχόληση ήταν το διάβασμα. Δεν ευτύχησε όμως να κάνει κάτι περισσότερο στη ζωή του, καθώς ως ο μόνος γιος της οικογενείας και με πατέρα άγνωστο, χρειάστηκε από νωρίς να βγει στην αγορά εργασίας για να φροντίσει την κυρά Μαρία, που τα γόνατα της είχαν αχρηστευτεί από τα τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς.

Η δουλειά στις οικοδομές σκληρή και το μεροκάματο μικρό, μα δεν τον πτοούσε. Έβρισκε καταφύγιο και απάγκιο στην αγαπημένη του ασχολία και κάθε φορά που περίσσευε μερικές δεκάρες από το λιγοστό του εισόδημα, το κατέθετε στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς του.

Αναστέναξε σαν τα θυμήθηκε όλα αυτά. Είχε χρόνια που είχε χάσει πια τη μητέρα του και έτσι έρημος που ήταν πια, χωρίς πια να νοιάζεται για τη φροντίδα της, αποφάσισε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Έχτισε το μικρό του βασίλειο στο γωνιακό εκείνο μαγαζάκι, γεμίζοντάς το με όνειρα και ευτύχησε να δει τις ελπίδες του να έχουν ευοδωθεί.

Και τώρα, καθισμένος στον «θρόνο» του, όπως αρέσκονταν να λέει, απολάμβανε τους καρπούς όλων αυτών των χρόνων σαν γνώστης των πάντων πια, νιώθοντας μια γαλήνη να τυλίγει το σώμα του. Ω ναι, θα ήταν μια υπέροχη μέρα και η σημερινή.

Ηλίας Στεργίου