Φοίνιξ (Κεφάλαιο 6)

Παρασκευή 25 Αυγούστου, 23:46

Ο Μαξ στεκόταν πάνω στη συνηθισμένη ταράτσα με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στέρνο του, περιμένοντας κάτι να συμβεί για να αναλάβει δράση. Η αδράνεια τον σκότωνε και όσο σκεφτόταν πως οι υπόλοιποι την ίδια στιγμή περνούσαν καλά, τόσο πιο πολύ η διάθεσή του άγγιζε πάτο.

«Μα γιατί να μην μπορώ κι εγώ να βρίσκομαι τώρα εκεί;» μουρμούρισε λυπημένα και το γαλανό του βλέμμα πλανήθηκε πρώτα στις πολυκατοικίες της πόλης και στη συνέχεια στον έναστρο ουρανό. «Να πίνω το ποτό μου και να φλερτάρω;»

Μία φιγούρα προσγειώθηκε σαν γάτα δίπλα του κι εκείνος γύρισε προς το μέρος της.

«Θάλεια; Πώς και από εδώ τόσο νωρίς;».

Η κοπέλα έφτιαξε λίγο καλύτερα το μεγάλο μεταλλικό και θανατηφόρο αστέρι νίντζα, γνωστό και ως shuriken, που κουβαλούσε στην πλάτη της πριν απαντήσει.

«Το πάρτι τελείωσε νωρίς. Δεν έχασες τίποτα που δεν ήρθες. Ή μάλλον, έχασες, αλλά όχι με την καλή έννοια».

«Τι εννοείς;» πρόφερε αργόσυρτα. Πλέον η κοπέλα είχε την αμέριστη προσοχή του.

«Λοιπόν...» άρχισε η Θάλεια και του εξήγησε περιληπτικά τι συνέβη.

«Ναι, καλά! Μου κάνεις πλάκα!» ήταν το μόνο που είπε ο Μαξ μόλις η κοπέλα τελείωσε την αφήγηση των γεγονότων. Είχε μείνει άναυδος από την τροπή που είχε πάρει η βραδιά και αν δε φορούσε τη μάσκα, η έκπληξη θα διαγραφόταν σε όλο του το πρόσωπο. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Δηλαδή, για να καταλάβω, η Ιωάννα έβαλε εκείνον τον άντρα να δείρει τον Τζέιμς μόνο και μόνο επειδή χώρισαν;».

«Ναι! Και είχε το θράσος να γελάει και να το τραβήξει και βίντεο!» δήλωσε η Θάλεια και άρχισε να βηματίζει νευρικά στην ταράτσα. «Αν είναι δυνατόν!».

«Την άτιμη! Και έχασα όλο αυτό;» παραπονέθηκε ο νεαρός με τα γαλανά μάτια. «Δεν το πιστεύω!».

«Δεν έχασες δα και κάτι το τρομερό!».

«Τι; Έχασα τον Κρις να διακόπτει τη μάχη και να απειλεί τον άλλον, εσένα να σπας το κινητό της Μπάρμπι και τη Χλόη που παραλίγο να της ορμήξει!» απάντησε εκείνος με το παράπονο ζωγραφισμένο στη φωνή του. «Και μου λες πως δεν έχασα τίποτα;».

«Πάνω κάτω ναι. Δεν ήταν δα και κάτι το συνταρακτικό» αποκρίθηκε η Θάλεια και ο Μαξ τοποθέτησε την παλάμη του έτσι ώστε να καλύπτει τα μάτια του. Η απόγνωση προσωποποιημένη.

Παρασκευή 25 Αυγούστου, 23:47

«Τζέιμς» αναφώνησε ο Κρίστοφερ, «θέλεις να μου πεις τι ακριβώς έγινε τώρα που έφυγαν όλοι;» κάθισε δίπλα στον μικρό του αδερφό, ο οποίος αναστέναξε.

«Αυτός ο τύπος με πλησίασε μόλις βγήκα από την τουαλέτα, με τράβηξε κάτω στην είσοδο του κτιρίου, άρχισε να με κατηγορεί για κάτι που δεν έκανα και στη συνέχεια μου επιτέθηκε» απάντησε εκείνος. «Τέλος»

Δεν υπήρχε περίπτωση να έλεγε στον Κρίστοφερ για τη φωτιά που σιγόκαιγε μέσα του και για την ευχαρίστηση που πήρε όταν την άφησε να φουντώσει και ανταπέδωσε το πρώτο χτύπημα. Το χτύπημα που, ουσιαστικά, σήμανε και την επίσημη έναρξη της πάλης.

Ο νεαρός με τα πράσινα μάτια απλά έγνεψε. Η αλήθεια ήταν πως τον άντρα με το μούσι τον είχε ξαναδεί και μάλιστα πριν από μερικούς μήνες, όταν είχαν εμποδίσει μία δουλειά με ναρκωτικά σε συνεργασία με τον Άγγελο. Συνεπώς, ήταν επικίνδυνος και δε θα άφηνε καθόλου εύκολα σε χλωρό κλαρί τον Τζέιμς, ιδιαίτερα τώρα που θύμωσαν περισσότερο την Ιωάννα. Αλλά αυτοί οι δύο δεν ήξεραν με ποιους τα έβαζαν. Αν ήθελαν να ξεκινήσουν πόλεμο, θα ήταν σίγουρα οι χαμένοι της υπόθεσης. Ένα τηλέφωνο στον επιθεωρητή Άντονι Γκρέις αρκούσε για να μπει πίσω από τα σίδερα ο τύπος.

«Λοιπόν» έκανε ο Κρίστοφερ μετά από ένα λεπτό σιγής. «Σου έχω στρώσει το κρεβάτι στο δεύτερο δωμάτιο και σου έχω αφήσει και ένα κοντομάνικο σε περίπτωση που το θελήσεις, αν και ξέρω πως προτιμάς να κοιμάσαι μόνο με το μποξεράκι»

«Ευχαριστώ, Κρις» απάντησε απλά ο Τζέιμς και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο. Γδύθηκε, έμεινε μόνο με το μποξεράκι του και πήρε στα χέρια του την μπλούζα του αδερφού του. Είχε αρκετή ζέστη, οπότε απλά την άφησε πάνω στην καρέκλα του γραφείου. Το σεντόνι τού αρκούσε προς το παρόν. Ξάπλωσε ανάσκελα και σκεπάστηκε με το σεντόνι μέχρι τη μέση. Έπλεξε τα δάχτυλά του πίσω από το κεφάλι του και άρχισε να παρατηρεί το ταβάνι. Το φως το δρόμου περνούσε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο και έτσι δεν άφηνε το δωμάτιο να τυλιχτεί στο απόλυτο σκοτάδι.



Ο Τζέιμς σήκωσε το ένα του χέρι προς τα πάνω και σε αυτό δημιουργήθηκε μία χρυσοκόκκινη φλόγα. Δεν τον έκαιγε, απλά τον ζέσταινε ευχάριστα, τον γαργαλούσε στα δάχτυλα όσο έπαιζε μαζί της. Και θα έβαζε άνετα στοίχημα πως οι ίριδές του είχαν αλλάξει χρώμα. Από το ζεστό καστανό θα είχαν μετατραπεί σε ένα αυτοκρατορικό χρυσό. Κατέβασε το χέρι και σφάλισε τα ματόκλαδά του. Και πριν το καταλάβει, τον είχε πάρει ο ύπνος.

Σάββατο 26 Αυγούστου, 4:30

Ο Μαξ είχε τελειώσει με τη βάρδιά του λίγο πιο νωρίς απ' ότι συνήθως και τώρα κατευθυνόταν προς το διαμέρισμα στο οποίο έμενε με τη μικρή του αδερφή. Είχε σκοπό να μπει από το μπαλκόνι, όπως και κάθε βράδυ, άλλωστε, όταν εντόπισε μία γνώριμη φιγούρα να στέκεται σε αυτό. Αναγνώρισε την Ηλιάνα, η οποία στηριζόταν στα κάγκελα και κοιτούσε το υπερπέραν σκεφτική. Δε φορούσε τα κοκάλινα γυαλιά της μυωπίας της, πράγμα που παραξένεψε το νεαρό. Αποφάσισε να της έκανε μία μικρή πλάκα, μιας που φαινόταν πολύ σοβαρή και απόμακρη.

Σάββατο 26 Αυγούστου, 4:30

Μιας και δεν την έπαιρνε ο ύπνος και το μόνο που έκανε ήταν να ξεστρώνει το σεντόνι στον καναπέ, η Ηλιάνα αποφάσισε να βγει στο μπαλκόνι. Κανονικά, η Μυρτώ θα έπρεπε να είναι εκείνη, η οποία ήταν πιο πιθανό να είναι ξύπνια τέτοια ώρα και όχι εκείνη. Η φίλη της είχε πιο πολλές και σημαντικότερες έγνοιες στο κεφάλι της, κι όμως κοιμόταν μέσα στο δωμάτιο σαν πουλάκι. Φαίνεται έφταιγε το αλκοόλ που είχαν καταναλώσει. Και αυτό το άτιμο το κρασί ήταν πολύ καλό. Άφησε έναν αναστεναγμό να της ξεφύγει και έστρεψε το βλέμμα της προς το δρόμο. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Σε λίγο θα ξημέρωνε και η Ηλιάνα δεν είχε σκοπό να κοιμηθεί. Για την ακρίβεια, ο ύπνος δεν είχε σκοπό να επισκεφτεί την Ηλιάνα. Άλλος ένας αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη της.

«Γιατί αναστενάζεις, ηλιαχτίδα μου;» είπε κάποιος δίπλα από το αυτί της και η κοπέλα πετάχτηκε σαν ελατήριο και παραλίγο να της ξεφύγει μία τσιρίδα. Αλλά ο Μαξ πρόλαβε και της έκλεισε το στόμα με τη γαντοφορεμένη παλάμη του. Σχεδόν μπορούσε να ακούσει την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα. Είχε πετύχει το στόχο του, την είχε τρομάξει.



Ο νεαρός με τα γαλανά μάτια λύθηκε στα γέλια, αντικρίζοντας την τρομαγμένη φάτσα της φίλης του. Η Ηλιάνα, από την άλλη, βλέποντας πως ήταν ο Μαξ, ο οποίος ήταν ακόμα ντυμένος με τον εξοπλισμό των Φαντασμάτων, απλά στριφογύρισε ειρωνικά τα μάτια της. Έπειτα, χωρίς να πει απολύτως τίποτα, του γύρισε την πλάτη και στήριξε τους αγκώνες της πάνω στα μαύρα κάγκελα. Δεν είχε όρεξη για τις βλακείες του. Εκείνος, διαισθανόμενος ότι η κοπέλα δεν ήταν καλά και πως η ατμόσφαιρα ψύχρανε απότομα, στάθηκε δίπλα της.

«Ηλιάνα μου...»

«Ωχ! Ορέξεις που έχεις νυχτιάτικα!» τον αποπήρε αδίκως η κοπέλα. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν και πόσο μάλλον στον Μαξ, που θα της έκανε πλάκα και θα την κορόιδευε. Ο νεαρός δε φάνηκε να πτοείται, άλλωστε την είχε συνηθίσει.

«Τι έχεις, Ηλιάνα και τα μούτρα σου είναι μέχρι το πάτωμα;».

«Τίποτα» ψέλλισε για απάντηση.

«Τότε για ποιο λόγο δεν κοιμάσαι, νεαρή μου;».

«Έτσι! Λογαριασμό θα σου δώσω;» τον κεραυνοβόλησε η κοπέλα με το βλέμμα της

«Ηλιάνα»

«Μαξ» του αντιγύρισε αρκετά εκνευρισμένη.

«Θέλεις να μου πεις τι έχεις και δεν μπορείς να κοιμηθείς;» τη ρώτησε πάλι με γλυκιά φωνή. Η Ηλιάνα δεν του απάντησε, απλά χαμήλωσε το βλέμμα της. Εκείνος τοποθέτησε το χέρι του συμπονετικά στην πλάτη της. Πρόσεξε πως φορούσε ένα δικό του κοντομάνικο μπλουζάκι, αλλά δεν το σχολίασε, καθώς δεν ήταν της παρούσης.

«Τι σε βασανίζει, βρε ηλιαχτίδα μου; Ανησυχώ έτσι ήσυχη όπως είσαι».

«Απλά-» ξεκίνησε η κοπέλα, αλλά στην πορεία το μετάνιωσε. Δεν ήθελε να φορτώσει το νεαρό με τα δικά της προβλήματα, μιας και είχε ήδη αρκετά.

«Μικρή, σε παρακαλώ, πες μου τι συνέβη, γιατί έχω αρχίσει και ανησυχώ πολύ!» επέμεινε ο Μαξ. Πήρε μία βαθιά ανάσα και συνέχισε:

«Θα νιώσεις καλύτερα αν τα βγάλεις από μέσα σου».

«Καλά! Κέρδισες!» αναφώνησε εκείνη. «Θα σου πω»

Ο Μαξ χαμογέλασε κάτω από τη μάσκα του και μόνο πάρτι που δεν έκανε. Είχε καταφέρει να κάνει την Ηλιάνα να του ανοιχτεί, πράγμα αρκετά σπάνιο.

«Ωραία, σε ακούω»

«Λοιπόν, όπως γνωρίζεις, ο πατέρας με τη μητέρα μου είναι χωρισμένοι. Χώρισαν όταν ήμουν οκτώ και έκτοτε μένω με τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου εξαφανίστηκε, προφανώς με την τότε ερωμένη του, και έριξε μαύρη πέτρα πίσω του»

Έκανε μία παύση για να χωνέψει ο νεαρός τις πληροφορίες, και εξακολούθησε ξεσπώντας:

«Ποτέ του δε νοιάστηκε για εμάς. Ποτέ δεν πήρε ούτε ένα τηλέφωνο. Και τώρα με το έτσι θέλω και μετά από δεκατρία χρόνια, μπαίνει ξανά στη ζωή μου! Λέει θέλει να περάσουμε ποιοτικό χρόνο πατέρα και κόρης! Έχει το θράσος να επιστρέφει και να το λέει αυτό! Αν είναι δυνατόν!».

Το χέρι του Μαξ βρισκόταν ακόμα στην πλάτη της, παρηγορητικά. «Εσύ, θέλεις να μπει ξανά στη ζωή σου;» τη ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Φυσικά και όχι, Μαξ! Δε θέλω να αποτελεί μέρος της ζωής μου ένας άνθρωπος που με έκανε να κλάψω και που μου στέρησε την πατρική φιγούρα!» του απάντησε με σθένος και ένιωσε τα μελί της μάτια να βουρκώνουν από τα συσσωρευμένα νεύρα και το θυμό της. Τον πατέρα της μπορεί να τον είχε συγχωρήσει για ό,τι τους προξένησε, αλλά δεν ήθελε με τίποτα να τον βάλει ξανά στη ζωή της.
«Και αυτός απλά επιμένει! Αν είναι δυνατόν! Τον παράτησαν όλοι οι υπόλοιποι και τώρα με θυμήθηκε!».

«Τότε, μην το αφήσεις να μπει στη ζωή σου και να σ' την αναστατώσει παραπάνω» πρότεινε ο νεαρός με τα γαλανά μάτια. Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά και ένα δάκρυ αυλάκωσε το μάγουλό της.

«Έχεις δίκιο» είπε και πήγε να σκουπίσει το δάκρυ που είχε ξεφύγει, αλλά την πρόλαβε ο Μαξ. Τον κοίταξε απορημένη.

«Δε μου αρέσει να σε βλέπω να κλαις» δικαιολογήθηκε εκείνος. «Ραγίζει η καρδιά μου»

«Και σπάει;» συμπλήρωσε η Ηλιάνα τους στίχους από το τραγούδι και του χαμογέλασε.

«Τουλάχιστον σε έκανα να χαμογελάσεις».

«Σ' ευχαριστώ, Μαξ. Και συγγνώμη» είπε εκείνη.

«Μισό, μισό, γιατί συγγνώμη; Δεν έκανες τίποτα! Απλά άφησες να βγουν στην επιφάνεια τα συναισθήματά σου! Δεν είναι κακό αυτό!» έκανε ο Μαξ και την έκλεισε στην αρκουδίσιά του αγκαλιά. Το ένα του χέρι ήταν περασμένο γύρω της, ενώ με το άλλο χάιδευε απαλά το πίσω μέρος του κεφαλιού της.

«Θέλω να ξέρεις ότι θα είμαι πάντα δίπλα σου, ηλιαχτίδα μου»

«Ευχαριστώ, Μαξ!».

«Τι λες, πάμε να κοιμηθούμε; Σε λίγο ξημερώνει και είμαι πολύ κουρασμένος» είπε ο νεαρός και η κοπέλα συμφώνησε. Μπήκαν μέσα στο διαμέρισμα και ο Μαξ έβγαλε από το πρόσωπό του τη μάσκα με τη νεκροκεφαλή.

«Επιτέλους ελευθερία» μουρμούρισε και η Ηλιάνα γέλασε.

«Εμένα, πάντως, δεν πρόκειται να με πιάσει ύπνος» δήλωσε και κάθισε στον καναπέ.

«Σε παρακαλώ, μην ακούω τέτοια! Μια χαρά θα κοιμηθείς!» την κατσάδιασε ο Μαξ. Τον κάρφωσε επιδεικτικά με το βλέμμα της και δεν απάντησε.

«Τι;»

«Τίποτα»

«Ηλιάνα! Λέγε!» την πρόσταξε και σταύρωσε τα χέρια μπροστά από το στέρνο του.

Εκείνη ξεφύσηξε ηττημένη, γνωρίζοντας πως δεν μπορούσε να του κρυφτεί όσο κι αν προσπαθούσε. Ο Μαξ είχε την ικανότητα να τη διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο.

«Μαξ, μπορούμε να κοιμηθούμε αγκαλίτσα μιας και είσαι σαν ένα γιγαντιαίο λούτρινο αρκουδάκι;» του πέταξε τη βόμβα και ο νεαρός άρχισε να γελάει. Την πλησίασε και τη σήκωσε όρθια, τραβώντας την από τα χέρια και την έβαλε ξανά στην αγκαλιά του.

«Το ήξερα πως δεν μπορείς να αντισταθείς στη γοητεία μου! Είμαι ακαταμάχητος!».

«Ναι ναι, υπέκυψα στα κάλλη σου, ω πανέμορφε και πανέξυπνε Κερτς!» τον ειρωνεύτηκε η Ηλιάνα και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του. Κάθισε στο κρεβάτι και μετά από πέντε λεπτά ήρθε και ο Μαξ, ο οποίος είχε αλλάξει και πλέον φορούσε ένα απλό κοντομάνικο μπλουζάκι και μία μαύρη φόρμα.

«Ευτυχώς που έχεις ημίδιπλο κρεβάτι» τον κορόιδεψε.

«Μόλις με είπες χοντρό;» ρώτησε και καλά θιγμένος, όσο η Ηλιάνα ξάπλωνε από τη μεριά του τοίχου.

«Όχι, αγάπη μου, απλά είναι που είσαι κοντά δύο μέτρα και σαν ντουλάπα!».

«Θα το πάρω ως κομπλιμέντο» απάντησε και ακούμπησε το κεφάλι του στο μαξιλάρι έτσι ώστε να την κοιτάει και του ξέφυγε ένα χασμουρητό. Πέρασε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της και την έφερε κοντά του, κι εκείνη κούρνιασε στην αγκαλιά του. Εκεί μέσα ένιωθε ασφάλεια και τελικά κατάφερε να χαλαρώσει. Τα βλέφαρά της έγιναν βαριά και έκλεισαν από μόνα τους.

«Καληνύχτα, ηλιαχτίδα μου» της ψιθύρισε γλυκά ο Μαξ και της άφησε ένα απαλό φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της, λίγο πριν αποκοιμηθεί.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου