Η πτώση της Εύας Ι - Μνήμη (Κεφάλαιο 2 - Μέρος 1)

Άρης Δράκος

Την επομένη, απόλαυσα κάθε ώρα και λεπτό του ρεπό μου. Ασκήσεις φυσικής κατάστασης, προπόνηση με τον σάκο του δωματίου μου, ξάπλες στον καναπέ και, φυσικά, πολύ φαγητό. Στο φόντο ακουγόταν συνεχώς η ενοχλητική φωνή της μητέρας μου, καθώς περιφερόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο τυλιγμένη με την πράσινη σατέν ρόμπα της και μιλούσε στο τηλέφωνο. Σχεδόν ξεχνούσα πως εργαζόταν εξ αποστάσεως, διαχειριζόμενη όλα τα θέματα του εκδοτικού μας οίκου. Η βάση του 
«Όριον» ήταν στην Καλιφόρνια, όπου είχε ζήσει ο παππούς μου για πολλά χρόνια, πριν να γυρίσει πίσω μαζί με την οικογένειά του για μια συνταξιοδότηση κοντά στη Μεσόγειο.

«Πότε σχολάει η Εύα;» ρώτησε, χώνοντας τη μύτη της εκεί που δεν την έσπερνες.

«Κανονικά ή μετά από τις υπερωρίες που κάνει εθελοντικά;» ειρωνεύτηκα.

«Είναι περασμένες πέντε. Μήπως να ξεκινήσεις;»

«Θα μου στείλει μήνυμα, όταν είναι η ώρα» αποκρίθηκα κοφτά. «Τι έγινε; Σου έμεινε η ανακριτική διάθεση μετά από τις ομιλίες σου με τους υπεύθυνους ή θέλεις να με ξεφορτωθείς;»

«Θέλω απλά να ισιώσω το ριχτάρι του καναπέ και να μείνει ως έχει» παραπονέθηκε ξινισμένα όσο ίσιωνε τις άκρες γύρω μου και καθόταν με προσοχή στην πολυθρόνα, με μια τεράστια χάρτινη στοίβα στην αγκαλιά της. «Έχω να διαβάσω τόσα βιβλία που έχουν προταθεί από ατζέντες και έχουν περάσει και από τη δική μας αρχική κριτική. Χρειάζομαι ένα ισορροπημένο περιβάλλον».

«Μάλιστα… Θέλεις να σου βάλω το CD με τους ήχους της βροχής;» την πείραξα γελώντας.

«Μερικές φορές ανοίγεις το στόμα σου και δεν καταλαβαίνω τι πάει στραβά με εσένα. Το καλοκαίρι ακούμε ήχους της φύσης, όχι χειμωνιάτικες αρμονίες».

Αυτή ήταν μια από τις καλές στιγμές μας· τις ήρεμες, θα έλεγα. Τη στιγμή που έφυγα, μάλιστα, μου χαμογέλασε εγκάρδια. Ήταν ήδη περασμένες επτά, όταν άρχισα να κατηφορίζω με τα πόδια προς τη «Royal Rights», τη διαφημιστική εταιρεία όπου εργαζόταν η Εύα ως γραμματέας του διευθυντή πωλήσεων.

Ο Ξάπλας, ο σύντροφός μου και αδέσποτος σκύλος, με ακολουθούσε κατά πόδας. Το σούρουπο έσβηνε σιγά-σιγά. Με τις καθυστερήσεις της Εύας και την απόφασή της να ταΐσει τον μαλλιαρό μας φίλο, κάθε γαλάζιο υπόλειμμα του ουρανού ξεπλύθηκε πίσω από σκούρο μπλε. Αφού ο Ξάπλας εκτίμησε δεόντως τη χειρονομία της αγάπης της, πορευτήκαμε παρέα μέχρι το αυτοκίνητό της. Συνήθως εξορμούσαμε μαζί μέχρι το σπίτι της και κατά τις εννέα με άφηνε στο πατρικό μου, ώστε να κοιμίσω τη μικρή μου αδερφή και να επιστρέψω σε εκείνη με τη μηχανή μου.

Σήμερα δεν ήταν ιδιαίτερα φλύαρη. Πίεζε συνεχώς το στομάχι της και όποτε συναντούσε τη ματιά μου την εκτόξευε προς πάσα κατεύθυνση. Αρκετά αστεία αργότερα, σοβάρεψε και χάιδεψε την κοιλιά της, μελετώντας τον άναστρο ουρανό. Αφουγκράστηκε τη νύχτα και με ρώτησε γιατί, ενώ ήταν η τελευταία ημέρα του Ιουλίου, με τη θερμοκρασία να ανεβαίνει ενοχλητικά, δεν ακούγονταν τριζόνια. Ίσιωσα τους ώμους μου και δοκίμασα να οξύνω τις αισθήσεις μου. Πράγματι, η νύχτα ήταν βουβή.

«Μάλλον δεν είναι αρκετά ζεστά ακόμη» απάντησα αβέβαια.

Η ζέστη δεν με ενοχλούσε ποτέ κι έτσι δεν της έδινα ιδιαίτερη σημασία. Άλλωστε, ήταν συνηθισμένο για έναν άντρα να ιδρώνει μετά από εντατική άσκηση ή απλό περπάτημα. Συνέχισα να χαράσσω πορεία ανάμεσα στους διακοπτόμενους οδικούς φωτισμούς και τους ξύλινους φράχτες, από όπου αγρίευαν οι σκύλοι-φύλακες.

«Μήπως έχεις παρκάρει στο γκαράζ μας;» ρώτησα, μετρώντας πλέον ένα λεπτό από το σπίτι μου. Συνήθως πάρκαρε πιο κοντά.

«Το είδες αυτό;» Στη φωνή της αποτυπώθηκε πανικός.

Ακολούθησα την κατεύθυνση των ματιών της, σαρώνοντας όλο το τοπίο. Το βλέμμα μου σταθεροποιήθηκε στο γαλάζιο τζιπ Ράγκλερ με την άχαρη στραπατσαρισμένη μούρη.

«Δεν χρειαζόταν να απαντήσεις τόσο θεατρικά, ξέρεις. Μπορούσες απλά να πεις πως βρίσκεται μπροστά στα μάτια–»

«Όχι, όχι το τζιπ. Κάποιος βρισκόταν μπροστά από αυτό και μετά εξαφανίστηκε».

Έστρεψα το κεφάλι μου αργά προς το μέρος της, ενώ το μυαλό μου ξεκινούσε ήδη να ανατρέχει στη λίστα των γνωστών μου για κάποιον καλό ψυχολόγο.

«Εύα…»

«Αλήθεια σου λέω. Ήταν εκεί! Ακουμπούσε επάνω στην πόρτα του συνοδηγού» επέμεινε. «Ορίστε, το αυτοκίνητο ακόμη τραντάζεται».

Μου έδειξε το ακριβές σημείο με τον δείκτη της και στράφηκε προς το μέρος μου, εκλιπαρώντας με να την πάρω στα σοβαρά. Το αμάξι λικνιζόταν ανεπαίσθητα, αλλά δεν φημιζόταν για τη φυσική του κατάσταση.

Εντάξει, αλλαγή τακτικής.

«Και πώς ήταν;» τη ρώτησα δύσπιστα.

Το βλέμμα της συνάντησε το δικό μου, απειλητικά. Τρεμούλιασα κάτω από το βάρος του. Γιατί έπρεπε όλες οι γυναίκες της ζωής μου να είναι τόσο τρομακτικές; Από τη μητέρα μου, την αυτοκράτειρα, το περίμενα, αλλά η Εύα δεν το συνήθιζε

Την πλησίασα, με τον προβληματισμό να μου προκαλεί ένα αμυδρό συνοφρύωμα. Άγγιξα το στέρνο της· η καρδιά της βροντοχτυπούσε. Κάτι την τρόμαξε στ’ αλήθεια, κατέληξα. Έπρεπε να υπάρχει μια λογική εξήγηση για ό,τι συνέβαινε.

«Τι ακριβώς είδες;» της έδωσα μια ακόμα ευκαιρία.

«Είχε ασημένια μαλλιά και φορούσε έναν μαύρο μανδύα».

«Για μάγος μού ακούγεται» σύρθηκε ασυγκράτητα το χιούμορ από τη γλώσσα μου.

«Έχεις δίκιο. Μάλλον δεν είμαι πολύ καλά και παραληρώ. Ίσως να έχω πυρετό»

Μηδένισα την απόσταση και δοκίμασα να αντιληφθώ τη θερμοκρασία του μετώπου της με τα χείλη μου. Περισσότερο πιθανό ήταν να είχε υποθερμία, παρά παραισθήσεις από πυρετό. Το χνώτο της ανάσας της έσκαγε στο στήθος μου τρεμουλιαστά. Το κεφάλι μου βάρυνε επικίνδυνα και ένιωσα τη φλέβα μου, μια παχιά σήραγγα κάθετη προς το δεξί μου φρύδι, να πάλλεται στον κρόταφό μου.

Πρέπει να νιώσει προστατευμένη, για να ησυχάσει.

Τη σκέπασα και της έκανα νόημα να μην προχωρήσει άλλο. Περπάτησα προς το αυτοκίνητο, με τις γροθιές σφιγμένες και στερεωμένες σύμφωνα με όσα είχα μάθει τα τελευταία χρόνια γύρω από το κικ μπόξινγκ. Η προσοχή μου ήταν στραμμένη ολοκληρωτικά στον έρημο δρόμο και το αυτοκίνητο της Εύας. Ένιωθα κάπως ηλίθιος έτσι όπως πλησίαζα απειλητικά ένα παλιό αυτοκινητάκι, αλλά προσπάθησα να μην το πολυσκέφτομαι. Αν υπήρχε πράγματι κάποιος παράξενος τύπος, του οποίου την παρουσία δεν είχα προλάβει να αντιληφθώ –ένα μεγάλο αν–, δεν θα μπορούσε να έχει κρυφτεί πουθενά αλλού, παρά μόνο ανάμεσα στο αυτοκίνητο και την ξύλινη περίφραξη της μονοκατοικίας πίσω από αυτό. Βρισκόμασταν επί της οδού Βραυρώνος, όπου τα ελάχιστα οχήματα ήταν παρκαρισμένα αραιά. Άλλωστε, οι περισσότερες μονοκατοικίες διέθεταν προσωπικό γκαράζ.

Όρμησα στην πλευρά του οδηγού και κάτι μαύρο πετάχτηκε καταπάνω μου. Έκανα ένα βήμα πίσω, ενώ νύχια ξέσκιζαν τον αέρα μπροστά μου. Ένα δυνατό γρύλισμα συνόδεψε την επίθεση. Αυτή τη φορά δεν κρατήθηκα και γέλασα. Ένα μικροκαμωμένο, χνουδωτό μπαλάκι καθόταν στο πεζοδρόμιο. Τα γουρλωτά του μάτια έλαμπαν κίτρινα, αντικατοπτρίζοντας το φως της λάμπας του δρόμου.

«Δεν είναι κανείς εδώ». Λοξοκοίταξα το κακομαθημένο μαύρο γατί που τάιζαν όλοι οι φιλόζωοι της εταιρείας, ώσπου να πάρει το μήνυμα. Δίνε του.

Η Εύα πέταξε τα κλειδιά προς το μέρος μου, σαν να μην είχε προηγηθεί το ξέσπασμα της παράνοιάς της. Ήταν καθιερωμένο να οδηγώ εγώ το όχημά της κάθε φορά που τη συνόδευα μέχρι το σπίτι της. Το είχα άχτι που η αυτοκράτειρα μου απαγόρευε να αγγίζω το οικογενειακό αμάξι και η Εύα ήθελε πάντα να διορθώνει τις καταστάσεις.

«Μυρίζεις κι εσύ μήλο και κανέλα;» ρώτησε βραχνά, με το χέρι στο χερούλι της πόρτας του συνοδηγού.

Μα εδώ τριγύρω έχει ελάχιστα σπίτια και πολλά από αυτά θα είναι άδεια μέχρι τον δεκαπενταύγουστο. Πώς θα μπορούσε να μυρίζει μηλόπιτα; έστυψα το κεφάλι μου, αδυνατώντας να γευτώ οποιαδήποτε νότα μήλου και κανέλας στον αέρα.

«Μάλλον πεινάς. Έχεις φάει τίποτα όλη τη μέρα;» απαίτησα να μάθω, τάχα μου χαλαρός, ξεκλειδώνοντας ταυτόχρονα την πόρτα του οδηγού.

«Όχι, αλλά κάτι δεν πάει καλά…» της κόπηκε η μιλιά.

Η βαριά σιγή έσυρε την προσοχή μου επάνω της. Παρακολουθούσε με ορθάνοιχτα μάτια το τζάμι του συνοδηγού. Το ραντάρ μου δεν έστελνε σήματα κινδύνου και αυτό σήμαινε είτε πως ήταν χαλασμένο είτε πως η Εύα είχε ανάγκη από μια άδεια και διακοπές στη Σαντορίνη. Έκανα τον γύρο του αυτοκινήτου και στάθηκα στο πλευρό της.

«Το βλέπεις;» ρώτησε σπαρταρώντας από τον φόβο, σαν ψάρι έξω από το νερό.

«Ναι» ανταποκρίθηκα βαριεστημένα. «Κάποιος σε φλερτάρει». Ξεκόλλησα το χαρτί από το τζάμι. «Και μάλιστα ο μυστικός θαυμαστής έχει θέμα με τον ρομαντισμό. “Εύα, ο απαγορευμένος καρπός”; Σοβαρά;»

Η Εύα τοποθέτησε τις αλλόκοτα παγωμένες της παλάμες στο πρόσωπό μου και με τράβηξε κοντά της. Της είχε πέσει η πίεση; Η ζεστή της ανάσα φλέρταρε με τη δική μου και για μια στιγμή μπήκα στον πειρασμό να σκεφτώ πώς θα ήταν αν τη φιλούσα. Τιθάσευσα τον εαυτό μου, αποφασίζοντας να παρατηρήσω με περισσότερη προσοχή το σημείωμα που είχε αφήσει κάποιος στο τζάμι της πόρτας για την Εύα. Πλάγια γράμματα, αρκετά μεγάλα για να είναι αντρικά, αλλά και πολύ ομοιόμορφα. Θα μπορούσε να ήταν και γυναικεία δολοπλοκία. Άλλωστε το είχαν στο αίμα τους, για να είμαστε ειλικρινείς.

«Μια στιγμή νωρίτερα δεν υπήρχε ίχνος από αυτό επάνω στο τζάμι».

«Εύα, τι έχεις πάθει;» Τινάχτηκα μακριά της, με μια απόμακρη έκφραση να κοσμεί το πρόσωπό μου. «Δεν μπορεί να πιστεύεις στ’ αλήθεια πως άνθρωποι εξαφανίζονται ή πως χαρτιά εμφανίζονται από το πουθενά».

Οπισθοχώρησε και άφησε μερικούς φθόγγους να χαθούν στην πνιγερή νύχτα. Η επόμενή της κίνηση ήταν να στηριχτεί στην άκρη του καπό του αυτοκινήτου και να συντονίσει τις χαοτικές της ανάσες.

«Έχεις δίκιο, παραλογίζομαι».

Όσο εκείνη καταπίεζε τον πανικό της, ώστε να μη διαπληκτιστούμε, εγώ ανακαλούσα τη στιγμή που κοιτούσα το τζιπ από μακριά.

Σίγουρα δεν υπήρχε κομμάτι χαρτιού. Η μοναδική εξήγηση είναι πως η Εύα

Έφραξα κάθε δίοδο του δαίμονα στο συνειδητό μέρος του μυαλού μου και έτριξα τα δόντια μου.

«Ξέχασέ το. Απλά πάμε σπίτι» ψέλλισε εξουθενωμένα.

Αδυνατώντας να συγκρατήσω την ορμή μου, τη σβούρισα και την έσφιξα δυνατά, δείχνοντάς της το χαρτί που είχα τσαλακώσει.

«Τι να ξεχάσω; Τι είναι αυτό;» ρώτησα με τον πιο ήπιο τόνο που διέθετα – όχι και το πιο δυνατό μου σημείο.

«Δεν ξέρω!» τέντωσε τις φωνητικές της χορδές, πριν με απωθήσει και μπει στη θέση του συνοδηγού.

Ο εκνευρισμός έρρεε διάχυτος στο αυτοκίνητο. Η Εύα ήταν εξοργισμένη με τον τρόπο που την είχα αντιμετωπίσει κι εγώ με την έλλειψη λογικής εξήγησης από την πλευρά της. Όμως όσο και να ήθελα να τη ρωτήσω ευθέως αν είχε τοποθετήσει η ίδια το σημείωμα στο τζάμι, δεν το έκανα. Κράτησα το στόμα μου κλειστό, γνωρίζοντας πως τη στιγμή που θα εκτόξευα τέτοια κατηγορία εις βάρος της δεν θα υπήρχε γυρισμός.

«Φοβάσαι;» ρώτησα σκληρά, όσο κατευθυνόμουν προς την οδό Σαλαμίνος.

«Ναι».

«Θα νιώθεις πιο ασφαλής, αν φροντίσω να μην είσαι μόνη σε καμία διαδρομή από τη στιγμή που πέφτει ο ήλιος και έπειτα;»

«Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι τέτοιο. Θα είμαι μια χαρά» μουρμούρισε κακόκεφα. «Μη μου φέρεσαι σαν να είμαι παρανοϊκή».

«Σύμφωνοι. Κάθε απόγευμα θα σε συνοδεύω εγώ στο σπίτι σου· κι όταν θα έχω απογευματινή βάρδια, θα αναλαμβάνει ο Σάιμον» ανακοίνωσα την αμετάκλητη απόφασή μου.

Ήθελα να διασώσω όση νοητική και ψυχική ηρεμία τής απέμενε, για να αποφύγω παρόμοια συμβάντα στο μέλλον. Ήμουν οπαδός της λογικής και σκόπευα να κρατήσω την Εύα σε επαφή μαζί της πάση θυσία.

Όταν φτάσαμε έξω από την πολυκατοικία, δοκίμασα να ακουμπήσω το ταλαιπωρημένο χαρτί δίπλα στον λεβιέ των ταχυτήτων. Η Εύα το αποστράφηκε αυτόματα και βγήκε από το τζιπ σαν να είχε στερέψει και το τελευταίο απόθεμα οξυγόνου από το εσωτερικό του. Η αντίδρασή της με έκανε να ξανασκεφτώ την κίνησή μου και το έχωσα στα έγκατα της τσέπης μου. Άλλωστε, καλό θα ήταν να το έχω στην κατοχή μου, ώστε να το μελετήσω καλύτερα.

Πράγματι, δεν ήταν δικά της τα γράμματα, ούτε την είδες να ασχολείται με κάτι εκείνη την ώρα, με πληροφόρησε ο δαίμονας και στραβοκατάπια, στύβοντας το κεφάλι μου για λογική σε ένα συμβάν που δεν έμοιαζε διόλου ρεαλιστικό.

Ράνια Ταλαδιανού

Συνέχισε στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου ΕΔΩ