Η πτώση της Εύας Ι - Μνήμη (Κεφάλαιο 2 - Μέρος 2)

Η κατάλληλη διαχείριση ήταν να μη μιλάμε, διότι κατά τη διαδρομή μας κοντέψαμε να τσακωθούμε. Όταν πάρκαρα, την είδα να διστάζει. Βγήκα και τη συνόδευσα ως την εξώπορτα. Από εκεί, την ακολούθησα αμίλητος. Έβγαλα το κινητό από την τσέπη και κάλεσα την επαφή «Αυτοκράτειρα». Στον πρώτο χτύπο, η απάντηση που έλαβα ήταν «Όλα καλά, Άρη;». Δεν συνήθιζα να την παίρνω τηλέφωνο. Την ενημέρωσα πως δεν θα μπορούσα να κοιμίσω τη Λέξα σήμερα.

«Πλάκα κάνεις; Θα μιλάει ακατάπαυστα, μέχρι να εκραγεί το κεφάλι μου. Ξέρεις πως δεν έχω την ικανότητα να ηρεμώ ένα παιδί» παραπονέθηκε με μια ανάσα.

Από πρώτο χέρι.

«Εξάσκηση θέλει» ειρωνεύτηκα. «Θα τα καταφέρεις».

Της το έκλεισα, προτού η υστερία της πάρει μορφή λέξεων και καταστρέψει την ήδη χαλασμένη μου διάθεση. Άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος της Εύας και της έκανα νόημα να με προσπεράσει. Όταν ξάπλωσα στον καναπέ, κοντοστάθηκε και με κοίταξε σε μια βουβή παράκληση.

Να ελέγξουμε την ντουλάπα για τον μπαμπούλα; πρότεινε ο δαίμονας.

Έλεγξα τον χώρο. Κανένα φάντασμα. Αντί να περιμένει να φύγω, γδύθηκε μπροστά στα μάτια μου.

«Τι ακριβώς κάνεις;» γρύλισα σιγανά.

«Συγγνώμη, απλά φοβάμαι να μείνω μόνη» ψιθύρισε ανήσυχα, ενώ βιαζόταν να καλυφθεί με ό,τι βρήκε μπροστά της.

Είχα κοκκινίσει; Δεν ήξερα, αλλά σίγουρα κοίταξα γρήγορα αλλού και παρακάλεσα τη ροή του αίματος να πάψει να κινείται εντατικά σε ένα συγκεκριμένο μέλος μου.

«Μπορούσες να προειδοποιήσεις» μουρμούρισα σχεδόν θυμωμένα. «Τώρα, άλλαξε».

«Δ-δεν σκέφτομαι σωστά αυτή τη στιγμή, έχεις δίκιο».

Με την περιφερειακή μου όραση, την είδα να ανεβαίνει στο κρεβάτι. Την πλησίασα διστακτικά και άφησα ένα απαλό χάδι στο μάγουλό της. Ήθελα να την καθησυχάσω, μα το χέρι μου έτρεμε. Καλύτερα θα ήταν να πιστέψει πως έφταιγε η στιγμή της παράνοιάς της, παρά τα λίγα γυμνά σημεία που είχα προλάβει να δω. Αφού τη σκέπασα με το σεντόνι κι έκανα να απομακρυνθώ, το χέρι της με εμπόδισε, κρατώντας την μπλούζα μου.

«Μη φύγεις». Η παλάμη της αναζήτησε τη δική μου άτσαλα και της την έδωσα αμήχανα. Τα δάχτυλα χαλάρωσαν μέσα στη χούφτα μου κι αναστέναξε, ησυχάζοντας.

«Θέλεις να μείνω εδώ; Μαζί σου;» της ψιθύρισα.

Το χέρι της έμενε ακόμη μετέωρο, καλώντας με.

«Θα νιώθω πιο ασφαλής» παραδέχτηκε, κρύβοντας το πρόσωπο στο μαξιλάρι για να πνίξει το κοκκίνισμά της. «Αν θέλεις, μπορείς να κοιμηθείς μαζί μου απόψε. Θα είναι μόνο μια φορά».

Αναρίγησα ολόκληρος. Πάντα κοιμόμασταν χωριστά. Όποτε μπαίναμε στο διαμέρισμα, σηματοδοτούταν ένας αγώνας δρόμου. Ο νικητής διεκδικούσε το κρεβάτι και ο χαμένος βολευόταν μετά δυσκολίας στον καναπέ.

Παραμέρισε, για να χωρέσω στο πλευρό της. Υπάκουσα άνευρα και μηχανικά. Αποκοιμήθηκε ανησυχητικά γρήγορα, μα το προτιμούσα. Με αυτόν τον τρόπο, περιορίζονταν οι πονηρές ιδέες μου. Δοκίμασα να χαλαρώσω, ενώ το κορμί μου είχε άλλες διαθέσεις. Η Εύα ήταν η μοναδική γυναίκα που θα μπορούσε να με βοηθήσει να διαχειριστώ το πρόβλημά μου, αλλά δεν της το επέτρεπα. Ό,τι είναι σημαντικό, το απωθώ, σκέφτηκα με πικρία, χαϊδεύοντας το γαλήνιο από τον ύπνο πρόσωπό της.

Τα χαρακτηριστικά της σκλήρυναν μέσα από το πρίσμα της ονειροπόλησής μου. Γωνιώδη ζυγωματικά αλλοίωσαν το τριγωνικό της σαγόνι. Οι βλεφαρίδες μάκρυναν και σκούρυναν. Τα κοντά καστανά μαλλιά βάφτηκαν από κάρβουνο κι εξαπλώθηκαν, σχηματίζοντας ατημέλητες μπούκλες. Τα βλέφαρά της άνοιξαν απρόσμενα. Αντί για μέλι, με κατάπιε το σκούρο πράσινο χρώμα των ματιών της Ηλέκτρας, του πρώτου μου έρωτα. Η τελευταία μας συνάντηση είχε σφηνώσει σαν αγκάθι στο κεφάλι μου και δεν μπορούσα να την αποδιώξω.

«Τι ξέρεις εσύ; Δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει η λέξη “θάνατος”. Νομίζεις πως είναι κάτι μακρινό. Αλλά θα σου πω κάτι. Ο θάνατος αναπνέει στο μάγουλό σου αυτή τη στιγμή. Και αν πάθαινες κάτι ξαφνικά, θα…» άφησα τα λόγια μου μετέωρα.

Επτά χρόνια πριν, μετά από την αποφοίτηση του λυκείου, είχα καθίσει έξω από ένα νεόχτιστο σπίτι, το οποίο σύντομα θα άδειαζε. Η Ηλέκτρα με αντιμετώπιζε με την ψυχρότητα ενός ξένου και τον θυμό ενός συγγενή.

«Έχεις δίκιο. Δεν γνωρίζω τίποτα γι’ αυτή τη λέξη. Αλλά ξέρω την έννοια της ζωής· και, πίστεψέ με, δεν κρύβεται στα νεκροταφεία. Αν φοβάσαι να αγαπήσεις, να ερωτευτείς και πάνω από όλα να ανοιχτείς για όσα σε βασανίζουν, θα μείνεις μόνος» με σταύρωσε με λέξεις-καρφιά. «Γιατί κανένας άνθρωπος δεν αντέχει να στέκει με ένα τείχος ανάμεσα στον ίδιο και σε εκείνον που αγαπάει. Κι εγώ αισθάνομαι πιο μόνη από ποτέ!»

Μιλούσε πεντακάθαρα, αλλά ο τόνος της φωνής της γινόταν ολοένα και πιο τσιριχτός. Βαριανάσανε. Έκανα ένα βήμα μπροστά, μονάχα για να σιγουρευτώ πως είχε βουρκώσει.

«Πώς νιώθεις;» σάστισα, σχετικά εκνευρισμένος με τη μηδενιστική της διάθεση.

Καθόταν στο πλατύσκαλο του σπιτιού της, με χέρια δεμένα μεταξύ τους, κι εγώ διέγραψα πορεία μπροστά της, εκτονώνοντας τη συναισθηματική μου φόρτιση.

«Ναι. Φυσικά. Θέλω να πω, εγώ σε πλησιάζω και εσύ τραβιέσαι…» κλαψούρισε.

Τότε έγειρα από πάνω της και φίλησα το μέτωπό της. Πίστευε στ’ αλήθεια πως την απέφευγα; Τινάχτηκε και σηκώθηκε όρθια, εγείροντας την κορμοστασιά της.

«Δεν θέλω αυτό, Άρη, αλλά μάλλον δεν μπορείς να δεχτείς πως δεν είσαι παιδί πια». Όσο μου μιλούσε, γύρισε την πλάτη της και τοποθέτησε το κλειδί στην εξώπορτα. «Θα σου δώσω τη συμβουλή μου. Αν θέλεις να μείνει μαζί σου η επόμενη κοπέλα που θα ερωτευτείς, δοκίμασε να ξεπεράσεις τον θάνατο που τριβελίζει τις σκέψεις σου» είπε σατανικά, ανοίγοντας την πόρτα με απότομες κινήσεις.

Φούσκωσα από εγωισμό στο άκουσμα των λέξεων «η επόμενη κοπέλα που θα ερωτευτείς». Ήθελα απλά να τη διαψεύσω, όπως και έκανα.

«Δεν είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Σε νοιάζομαι, αλλά ο έρωτας δεν είναι για εμένα. Ήταν λάθος σου που με αντιμετώπισες έτσι».

«Τότε γιατί με κοιτούσες με αυτόν τον τρόπο;»

«Γιατί ενδιαφέρομαι για εσένα».

«Ξέρεις πως δεν είναι μόνο αυτό».

«Ηλέκτρα, αν σε ερωτευτώ, θα καταστραφεί η φιλία μας».

Τα λόγια μου ράγισαν τη μάσκα της. Παραπάτησε, σπρώχνοντας άθελά της την πόρτα και αποκαλύπτοντας το σαλόνι, όπου καθόταν ο πατέρας της βλέποντας τηλεόραση. Μου μιλούσε με τέτοιο τρόπο μπροστά του; Ο θυμός έφτασε στα δάχτυλά μου και τα κίνησε σπασμωδικά.

«Δεν είμαστε φίλοι» άνοιξε το στόμα της. «Ποτέ δεν ήμασταν. Από την πρώτη στιγμή, ήξερα ότι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να μείνουμε απλά φίλοι».

Πλέον έκλαιγε γοερά. Ήθελα να την κλείσω στην αγκαλιά μου και να γυρίσω την πλάτη μου να φύγω την ίδια στιγμή. Το αποτέλεσμα ήταν να μπλοκάρω τελείως και να ρίξω τους σφιγμένους μου ώμους.

«Γιατί τα λες όλα αυτά τώρα;» μαλάκωσα ίσα-ίσα για να μη φερθώ σαν κόπανος.

«Φεύγω. Θα δηλώσω σχολές παιδαγωγικών στην Αθήνα» ανακοίνωσε, στεγνώνοντας το πρόσωπό της.

«Πολύ καλά, λοιπόν! Φύγε και μην ξανάρθεις. Δεν σκόπευα να αλλάξω για εσένα, έτσι κι αλλιώς».

Οι λέξεις μετατράπηκαν σε μαστίγιο και τη χτύπησαν βάναυσα. Η επόμενή μου κίνηση έκανε το κλάμα της πιο ηχηρό. Έβλεπε την πλάτη μου να απομακρύνεται και ο πατέρας της, κάπου στο βάθος, ρωτούσε τι είχε συμβεί. Ήξερα πως την πλήγωνα, αλλά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ άλλο. Όσα ήθελα να της πω παγιδεύονταν στα σίδερα του κελιού που είχα χτίσει ο ίδιος γύρω από τον εαυτό μου. Μονάχα όσα δεν εννοούσα κατάφερναν να δραπετεύσουν.

«Τότε, ελπίζω η επόμενη να σε αγαπάει περισσότερο από ό,τι εγώ. Γιατί δεν άντεξα. Από την τρίτη γυμνασίου είμαι στο πλευρό σου και τελειώσαμε το λύκειο». Η φωνή της είχε βγει σαν ψίθυρος.

Δεν σταμάτησα να κινούμαι. Δεν δίστασα. Δεν κοίταξα πίσω. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα το πρόσωπό της.

Η επιστροφή μου στο παρόν συνοδεύτηκε από ένα βαρύ φορτίο, που είχε κατακαθίσει στην κοιλιά μου. Χάιδεψα το μάγουλο της Εύας, με ένα μειδίαμα θλίψης και ενοχής.

Είναι απελπιστικό να μην μπορείς να διεκδικήσεις τη μοναδική γυναίκα που σε ενδιαφέρει, με επέπληξε ο ενοχλητικός δαίμονας. Επίσης, τώρα αρχίζει να τρελαίνεται, οπότε είναι αργά. Άκου εκεί σιλουέτες που εξαφανίζονται και ερωτικά ραβασάκια…

Δεν θα τρελαινόταν· θα την προστάτευα από τα πάντα, ακόμα και από τον εαυτό της.

Μπορώ να διαλέξω συντροφιά ανά πάσα στιγμή. Γιατί να ρισκάρω ένα οικοδόμημα που έχω ήδη χτίσει; αποφάσισα, δένοντάς του το στόμα πριν να συνεχίσει.

 Ράνια Ταλαδιανού


Συνέχισε στο κεφάλαιο 3