Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 10)

Κίρα

«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε τον Ντέβαν. Το ξημέρωμα την είχε βρει στην αγκαλιά του, με το κεφάλι της πάνω στο στήθος του.

«Είμαι ευτυχισμένος» της απάντησε. Τα δάχτυλά του έπαιζαν με μια καστανή μπούκλα των μαλλιών της. Οι πρωινές ακτίνες του ήλιου που έμπαιναν από τα λεπτά, στενά παράθυρα τους θύμιζαν ότι η μέρα είχε αρχίσει και πως έπρεπε να σηκωθούν.

«Το ξανασκέφτηκες για την Νταχάρα;» Όχι, δεν το είχε ξανασκεφτεί, έτσι έμεινε σιωπηλή. Ήταν τόσο όμορφο αυτό που είχαν μοιραστεί το προηγούμενο βράδυ πού δεν ήθελε να το καταστρέψει με έναν καβγά.

«Ίσως πρέπει να σηκωθούμε» πρότεινε αν και το μόνο που ήθελε ήταν να περάσει όλη τη μέρα στο κρεβάτι.

«Έχεις δίκιο» της είπε τεμπέλικα. «Αν δεν εμφανιστούμε σύντομα, η Ορόρα θα αρχίσει να χτυπάει την πόρτα».

 Ο Ντέβαν σηκώθηκε από το κρεβάτι και μάζεψε τα ρούχα του από το πάτωμα. Η Κίρα έμεινε ξαπλωμένη να τον παρατηρεί καθώς ντυνόταν.

«Θα σε αφήσω να ντυθείς» της είπε ο Ντέβαν, καθώς έβαζε τις μπότες του. Πήρε το πουκάμισό του και το πέρασε πρόχειρα πάνω από το κεφάλι του καθώς άνοιγε τη πόρτα. Η Κίρα έπιασε το φόρεμά της που ήταν πεταμένο δίπλα στο κρεβάτι. Το πέρασε πάνω από το κεφάλι της και έδεσε τα κορδόνια στο μπροστινό μέρος. Της φαινόταν κάπως αστείο που ο Ντέβαν είχε βγει από το δωμάτιο για να την αφήσει να ντυθεί μόνη, ενώ το προηγούμενο βράδυ την είχε γυμνή από κάτω του.

Μπαίνοντας στη μικρή κουζίνα, είδε την Ορόρα να κάθεται αμίλητη στο τραπέζι, ενώ η Ντεσμέρα έβραζε κάτι σε ένα μικρό τσουκάλι στη φωτιά. Ο Ντέβαν τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα στην αδελφή του. Η Ορόρα του έριξε μια λοξή ματιά πριν στρέψει ξανά την προσοχή της σε ένα μπολ που είχε μπροστά της, γεμάτο με έναν πηχτό χυλό από βρώμη πασπαλισμένο με κανέλα. Χωρίς να τον κοιτάξει είπε:

«Το καλό που σου θέλω να την παντρευτείς» ανακάτεψε βαριεστημένα τον χυλό της. «Οι Ντρόγκομιρ είμαστε έντιμοι».

Η Κίρα ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε κατακόκκινα στη σκέψη του τι μπορεί να είχαν ακούσει οι δυο γυναίκες χθες το βράδυ. Κάθισε δίπλα στον Ντέβαν που κοιτούσε την αδελφή του έχοντας χάσει τα λόγια του.

Η Ορόρα έφαγε μια κουταλιά από τον χυλό της αγνοώντας τους πριν ξαναμιλήσει.

«Πρέπει να βρούμε ένα σχέδιο». Η Ντεσμέρα άφησε ένα μπολ μπροστά από τον καθένα τους. Η Κίρα μουρμούρισε ένα «ευχαριστώ», υπερβολικά ντροπιασμένη για να μιλήσει.

Η Ντεσμέρα τους σέρβιρε ένα ρόφημα από διάφορα βότανα που θύμιζαν στην Κίρα τσάι. Ήπιε μια μικρή γουλιά, αλλά ήταν τόσο καυτό που το άφησε αμέσως. Η γεύση του ήταν λίγο πικρή αλλά όχι δυσάρεστη. Ο Ντέβαν και η Ορόρα δίπλα της το ήπιαν με μερικές γουλιές. Δράκοι, σκέφτηκε, δεν τους ενοχλούσε η ζέστη.

Η μάγισσα κάθισε στο τραπέζι.

«Η διορία της Ραζιγιέ λήγει απόψε. Τι σκοπεύετε να κάνετε;»

«Οι επιλογές είναι περιορισμένες» απάντησε ο Ντέβαν. «Ουσιαστικά έχουμε μόνο την επιλογή της Νταχάρα, και αυτό αν ο Άρχοντας μας Κάσρελ δεχτεί».

«Και αν υπήρχε άλλος τρόπος;» πρότεινε η Κίρα. Ο Ντέβαν την κοίταξε απορημένος.

«Τι τρόπος; Τους εξαντλήσαμε όλους τους τρόπους».

«Σκεφτόμουν, ο πατέρας σας...» Η λέξη ήταν πικρή πάνω στη γλώσσα της. «...δε θέλει να σκοτώσει συγκεκριμένα εμένα, αλλά θέλει μόνο να λύσει την κατάρα».

«Και λοιπόν;»

«Αν υπήρχε κάποιος άλλος τρόπος να λυθεί; Κάποιο παραθυράκι;»

«Αυτό είναι το παραθυράκι» είπε η Ορόρα.

Η Κίρα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι. Ο Μπράντον Σέλτιγκαρ είχε πει πως, για να σπάσει η κατάρα, το αίμα των Ντρόγκομιρ έπρεπε να ενωθεί με το αίμα των Σέλτιγκαρ. Αυτό δεν είναι το παραθυράκι, είναι η λύση. Αν όμως υπήρχε άλλος τρόπος να λυθεί η κατάρα;»

Ο Ντέβαν συνοφρυώθηκε σαν να έκανε μερικούς γρήγορους υπολογισμούς. Στράφηκε προς τη μητέρα του.

«Ξέρεις κάποιον τρόπο;» Η Ντεσμέρα ένευσε αρνητικά.

«Δε γνωρίζω, όμως για να βρείτε την απάντηση πρέπει να πάτε στο μέρος που δημιουργήθηκε το ξόρκι».

«Στο Άσμαρκ» μουρμούρισε η Κίρα νιώθοντας ένας ρίγος να τη διαπερνά. Στο μέρος όπου γίνονταν οι Θυσίες.

«Όχι!» είπε απότομα ο Ντέβαν. «Αυτό είναι το μέρος που προσπαθούμε να αποφύγουμε και τώρα μου λες να την παραδώσω ο ίδιος εκεί; Αποκλείεται!»

Η Κίρα ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του κάνοντάς τον να την κοιτάξει.

«Ίσως είναι ο μόνος τρόπος». Τα χρυσά του μάτια καρφώθηκαν στα δικά της, σαν να την ικέτευε να μην το σκεφτεί σοβαρά.

«Περιμένετε» επενέβη η Ορόρα. «Ακόμα και αν ο πατέρας μας δε σε σκοτώσει, ο Κλάους σκοπεύει σίγουρα. Νιώθει πως τον γελοιοποιήσατε και έχει τρελαθεί τελείως». Το πρόσωπό της άλλαξε παίρνοντας μια προβληματισμένη έκφραση. «Εκτός και αν... Αν παντρευτείτε, θα ανήκεις στον Οίκο των Ντρόγκομιρ, και ο Κλάους δε θα μπορεί να σε αγγίξει. Είναι απαγορευμένο τα μέλη του Οίκου να επιτεθούν σε άλλα μέλη και η ποινή είναι εξορία».

Το κεφάλι της Κίρα βούιζε. Πότε δεν είχε ξανασκεφτεί το θέμα του γάμου και όλα αυτά είχαν γίνει πολύ απότομα, για να μπορέσει να τα επεξεργαστεί. Η σκέψη να ανήκει στον Οίκο των Ντρόγκομιρ έκανε το στομάχι της να γυρίζει.

«Ας επικεντρωθούμε στο να βρούμε έναν τρόπο να σπάσουμε την κατάρα» είπε διώχνοντας όλα τα άλλα από το κεφάλι της. Αυτά θα τα αντιμετώπιζε αργότερα.

«Θα έρθω μαζί σας» είπε η Ντεσμέρα. «Θα χρειαστείτε μια μάγισσα για να σας βοηθήσει με το ξόρκι».

Αν η Ορόρα δυσαρεστήθηκε από αυτή την εξέλιξη δεν το έδειξε. Η Κίρα πρόλαβε να δει τα μάτια του Ντέβαν να λάμπουν για μια στιγμή.

«Καλύτερα να ξεκινήσουμε σύντομα. Το Άσμαρκ είναι δυο μέρες ταξίδι».

Τα χείλη του Ντέβαν κύρτωσαν σε ένα μικρό χαμόγελο.

«Όχι αν πετάξουμε».

 Φαίη