Εξόριστοι (Κεφάλαιο 7)

Drite

Η Drite κάθισε στον ξύλινο πάγκο και έβγαλε τα γάντια της. Έτριψε τον ώμο της, πονούσε όλο της το κορμί μα δε διαμαρτύρονταν. Έκανε ένα βιαστικό ντουζ και ετοιμάστηκε να φύγει. Πηγαίνοντας προς την πόρτα, σταμάτησε έξω από το μικρό γραφείο δίπλα από την έξοδο. Είδε τον προπονητή της που είχε βουλιάξει στην παλιά πολυθρόνα με ένα ποτήρι στο χέρι. Παραξενεύτηκε. Ήξερε πως ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη αυτοκυριαρχία και πειθαρχία, τόσο καιρό που τον γνώριζε δεν τον είχε δει ποτέ να πίνει. Και δεν ήταν μόνο αυτό, η έκφραση του, το βλέμμα του, όλο του το είναι είχε κάτι το τραγικό. Φαινόταν συντετριμμένος και δεν προσπαθούσε να το κρύψει.

Μόλις την αντιλήφθηκε, της έκανε νόημα να πάει κοντά του. Κοίταξε γύρω της, στο γυμναστήριο δεν υπήρχε άλλος, ήταν οι δυο τους. Φαινόταν να διστάζει.

-Μη φοβάσαι, είπε με κόπο. Δε δαγκώνω.

Ακούμπησε τον σάκο της στο πάτωμα και κάθισε στην καρέκλα απέναντί του. Της πρότεινε ένα ποτό μα αρνήθηκε κουνώντας το κεφάλι της.

Παρατήρησε στην άκρη του γραφείου, μια φωτογραφία που απεικόνιζε μια νεαρή κοπέλα, υπέθετε στην ηλικία της, με μακριά καστανά μαλλιά. Ο προπονητής της το πρόσεξε, πήρε την κορνίζα στα χέρια της και της είπε χωρίς να την κοιτά.

-Η κόρη μου, έχετε την ίδια ηλικία ξέρεις.

Το πρόσωπό του συννέφιασε. Ακούμπησε τη φωτογραφία της στο γραφείο και ήπιε μια μεγάλη γουλιά.

-Αν ζούσε δηλαδή.

Τα μάτια της Drite τρεμόπαιξαν για μια στιγμή στο άκουσμα του νέου. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για όλα αυτά, μα συνήλθε σχεδόν αμέσως. Δεν ήταν δικό της πρόβλημα, στην καρδιά της δεν είχε χώρο για άλλες έννοιες, οι δικές της ήταν υπεραρκετές.

-Λυπάμαι γι’ αυτό, είπε ανέκφραστα χωρίς να το εννοεί.

-Είχε μια σπίθα στα μάτια της όταν την προπονούσα, ένα πείσμα και μια επιμονή. Θα είχε γίνει κορυφαία πυγμάχος.

Για μια στιγμή, το βλέμμα του χάθηκε στο κενό. Έπειτα με μια κίνηση του χεριού του, έσπρωξε με λύσσα ότι είχε πάνω στο γραφείο του και τα έριξε στο πάτωμα. Άρχισε να ανασαίνει με δυσκολία. Η Drite τινάχτηκε ενστικτωδώς από την καρέκλα της. Πήρε τον σάκο της και τον έβαλε στον ώμο.

-Πρέπει να φύγω, είπε και τον άφησε να φωνάζει λόγια ακατάληπτα.

Βγήκε στον δρόμο και άρχισε να περπατά βιαστικά και σκυφτή για το σπίτι της. Αυτό που είχε ακούσει πριν από λίγο την είχε ταράξει, μα βιάστηκε να απωθήσει την εικόνα του νεκρού κοριτσιού από το μυαλό της. Γιατί να τη νοιάζει; Μήπως νοιάστηκε κανείς για αυτήν; Για τη βία που δέχτηκε, τις προσβολές, τους εξευτελισμούς; Για τον ρατσισμό που βίωνε καθημερινά, στο λεωφορείο, στη δουλειά, ακόμα και στον δρόμο που περπατούσε που δεν καταγγέλλεται καν, γιατί θεωρείται δεδομένος;

Όταν ήθελε να νοικιάσει σπίτι τη ρωτούσαν από πού είναι, όταν την σταματούσε η αστυνομία στον δρόμο, ακόμα κι όταν είχε τα χαρτιά της σωστά, την κρατούσαν στο τμήμα για δύο ή τρεις ώρες. Τα περίεργα βλέμματα γεμάτα καχυποψία, αναγνώριζαν στο πρόσωπό της το διαφορετικό, το άγνωστο και ίσως και το επικίνδυνο. Και όλα αυτά εξαιτίας κάποιων γονιδίων που της προσέδιδαν μερικά συγκεκριμένα, εξωτερικά χαρακτηριστικά.

Έσφιξε τις γροθιές της και τα χείλη της νευριασμένη. Κανείς δε νοιάστηκε για εκείνη, προχωρούσε μόνη, χωρίς τη βοήθεια κανενός. Έμαθε από μικρή να στηρίζεται στα δικά της πόδια και έτσι θα συνέχιζε. Την λέξη αγάπη την είχε ξεχάσει εδώ και πολύ καιρό και στην ψυχή της είχε χαραχτεί με πυρωμένο σίδερο μια λέξη μόνο: μίσος!

Στάθηκε έξω από το κτίριο που βρισκόταν το διαμέρισμά της. Οι ξεφτισμένοι σοβάδες και τα παλιά κουφώματα του έδιναν μια όψη απογοητευτική και συνάμα τρομακτική. Έσπρωξε τη βαριά σιδερένια πόρτα και προχώρησε στον βρώμικο σκοτεινό διάδρομο. Από κάποιο διαμέρισμα ακουγόταν άγριες φωνές, ένα ζευγάρι ομοεθνών της τσακωνόταν. Από το βάθος, άκουσε τα κλάματα ενός μωρού και τις βλαστήμιες μιας νεαρής ανύπαντρης μητέρας.

Ανέβηκε τα σκαλιά αγνοώντας τους όλους. Έβγαλε τα κλειδιά της για να ξεκλειδώσει την πόρτα. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει να ξαπλώσει στο σιδερένιο στενό κρεβάτι της και να κλείσει τα μάτια της, να ταξιδέψει όπως έκανε μικρή. Διαπίστωσε πως η πόρτα ήταν ανοιχτή. Η καρδιά της σφίχτηκε, ήταν προετοιμασμένη για το χειρότερο.

Μπήκε με περίσσεια προσοχή και το πρώτο πράγμα που παρατήρησε ήταν η μαύρη φθαρμένη beretta που ήταν ακουμπισμένη πάνω στο τραπέζι. Στο βάθος, μια αντρική φιγούρα ήταν χωμένη στο ψυγείο.

-Dajë [1] Costa;

Ο μελαχρινός άντρας σήκωσε το κεφάλι του και αμέσως αναγνώρισε τη βαθιά ουλή στο μάγουλό του. Ένα χαμόγελο κάτω από το μεγάλο απεριποίητο μουστάκι του φανέρωσε δυο σειρές μισοσαπισμένα δόντια.

-Drite, mbesa ime! [2]

Δέχτηκε απρόθυμα την αγκαλιά και το φιλί του. Ο Costa απόρησε.

-Έχεις τόσο καιρό να δεις τον θείο σου, τι υποδοχή είναι αυτή;

Η Drite ανασήκωσε τους ώμους της.

-Απλά είμαι κουρασμένη, του είπε.

Ο θείος την κοίταξε καχύποπτα και μετά χαμογέλασε ξανά.

-Δεν έχεις τίποτα να πιούμε; τη ρώτησε. Είχα μεγάλο ταξίδι, το στόμα μου έχει στεγνώσει.

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Την έπιασε από το μπράτσο και την ανάγκασε να την κοιτάξει.

-Σίγουρα όλα είναι εντάξει; Είσαι κόρη του αδερφού μου, είμαι οικογένειά σου, η μόνη σου οικογένεια. Ό,τι συμβαίνει, το τακτοποιούμε.

Η Drite τίναξε απαλά το χέρι του από πάνω της. Κοίταξε την beretta πάνω στο τραπέζι, ήξερε καλά πως τα έλυνε τα προβλήματά του.

-Χρειάζεσαι μήπως λεφτά; της είπε και έβαλε το χέρι μέσα στο μπουφάν του.

-Όχι, είπε κατηγορηματικά. Σου είπα, είμαι απλά κουρασμένη.

Κούνησε το κεφάλι του.

-Εντάξει, της είπε. Σε πιστεύω.

Εκείνη την ώρα χτύπησε το κινητό του, της έκανε νόημα με το δάχτυλο να σωπάσει και πήγε στην κρεβατοκάμαρα να μιλήσει. Μπορεί να ήταν ο μόνος της συγγενής, όπως της είπε, μα δεν ήθελε να έχει πολλές παρτίδες μαζί του. Δε συμφωνούσε με τον δρόμο του εύκολου χρήματος που είχε διαλέξει αυτός και ο αδερφός του. Μπλέχτηκαν και οι δύο σε σκοτεινά κυκλώματα, που η ίδια δε θέλησε να μάθει, και αυτό κόστισε στον πατέρα της τη ζωή του. Ήταν μια κατάληξη που λίγο πολύ την περίμενε. Ο θείος της τότε εξαφανίστηκε, αφήνοντάς τη σε μια αφιλόξενη χώρα να τα βγάλει πέρα μόνη της. Αραιά και που, έδινε σημάδια ζωής για μερικές μέρες και έπειτα χανόταν και πάλι. Έτσι και αυτή τη φορά.

Ο Costa φάνηκε στην πόρτα προβληματισμένος. Μπήκε στην κουζίνα, κάθισε στο τραπέζι και είπε ξερά:

-Βάλε μου να φάω.

Ηλίας Στεργίου





[1]θείε


[2]Ανιψιά μου