Φοίνιξ (Κεφάλαιο 8)

«Τζέιμς, σύνελθε! Βγες από τη λήθη!» του φώναξε ο μαυροφορεμένος άγνωστος με την τρομακτική μάσκα. Ο Τζέιμς ελευθερώθηκε από το κράτημά του και έκανε δύο βήματα προς τα πίσω.

Ο Κρίστοφερ μπήκε μπροστά από τον άντρα με το μούσι. «Φύγε από εδώ και μην τολμήσεις να πεις σε κανέναν τι είδες απόψε, αλλιώς σε περιμένουν χειρότερα!» γρύλισε απειλητικά και ο άντρας με ένα επιφώνημα φόβου άρχισε να τρέχει μακριά από εκεί, αφήνοντας μόνα τα δύο αδέλφια.
 
«Τζέιμς» ξεκίνησε να λέει απευθυνόμενος στο μικρό του αδελφό, «Όχι, δεν είσαι αυτός. Ή καλύτερα, είσαι μέσα του και τον χρησιμοποιείς»

Ο νεαρός με τα χρυσά μάτια δεν απάντησε. Δεν ήξερε ποιος ή τι ήταν μπροστά του και για ποιο πράγμα μιλούσε.

«Για εμένα μιλάει, μικρέ» σχολίασε η βαθιά φωνή μέσα στο κεφάλι του.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε το Φάντασμα.

«Πες του πως είμαι ο βασιλιάς του κόσμου» απάντησε ξανά η αρχαία φωνή και ο Τζέιμς επανέλαβε τα λεγόμενά του στον Κρίστοφερ. Ο νεαρός με τα πράσινα μάτια σάστισε.

«Λυπάμαι, αλλά δε βοηθάς και πολύ με τη συγκεκριμένη φράση».

Ο Τζέιμς δεν απάντησε, απλά έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, για να αντικρίσει τη Χλόη. Η κοπέλα είχε μία σοβαρή έκφραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της και τα πράσινα μάτια της ήταν πιο λαμπερά απ' ο τι συνήθως, σημάδι πως χρησιμοποιούσε τη δύναμη του Σμαραγδένιου Δράκου.

«Κι έλεγα πότε θα εμφανιστείς, αδελφέ μου» αντήχησε η βαθιά φωνή και την άκουσαν και οι τρεις παρευρισκόμενοι. Η Χλόη ένιωσε την έκπληξη του Σμαραγδένιου Δράκου. Στιγμιαία, βέβαια, καθώς στο επόμενο δευτερόλεπτο είχε ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του.

«Τι θέλεις από εμένα, Σαχίρ;» ρώτησε ο Δράκος και ο ίδιος εμφανίστηκε.

«Είναι τρόπος αυτός να υποδέχεσαι τον μονάκριβο αδερφό σου, Άνορ;» αποκρίθηκε η άγνωστη αντρική φωνή και μία χρυσή αύρα έκανε την εμφάνισή της και μεταμορφώθηκε πρώτα σε ένα χρυσό πουλί και στη συνέχεια σε έναν άντρα.

«Ο Φοίνικας...» ψέλλισε η Χλόη, έκπληκτη.

Ο άντρας, με το όνομα Σαχίρ, έμοιαζε τρομερά με τον Σμαραγδένιο Δράκο όταν εκείνος έπαιρνε την ανθρώπινη μορφή του. Είχαν ίδιο χρώμα δέρματος και μαλλιών, μόνο που ο Φοίνικας τα είχε κοντά, ενώ ο Δράκος μακριά και μαζεμένα. Επιπλέον, τα μάτια του Σαχίρ ήταν χρυσά, ενώ του Άνορ σμαραγδένια.

Ο Τζέιμς παρατήρησε με δέος τους δύο άντρες με τα ολόλευκα μαλλιά. Ο ίδιος είχε επανέλθει στη φυσιολογική του κατάσταση και τώρα βαριανάσαινε. Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του και γύρισε το κεφάλι του προς τη μεριά του μαυροφορεμένου αγνώστου.

«Πώς νιώθεις, Τζέιμς;» τον ρώτησε και ο νεαρός αναγνώρισε τη φωνή του αδελφού του και σε συνδυασμό με τα πράσινα μάτια του, κατάλαβε πως ήταν όντως εκείνος.

«Κρίστοφερ;» ψέλλισε σαστισμένος.

«Ναι».

«Ε-είσαι ένα Φάντασμα!» διαπίστωσε και τα μάτια του γούρλωσαν από την έκπληξη.

«Ναι, αλλά δεν είναι ώρα για τη δική μου ιστορία» απάντησε ο Κρίστοφερ.

Λίγο πιο δίπλα, ο Φοίνικας με τον Δράκο αντάλλαζαν ματιές:

«Για ποιο λόγο επέλεξες να εμφανιστείς τώρα, Σαχίρ;» ρώτησε ο Σμαραγδένιος Δράκος.

Ο Φοίνικας πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα από τα λευκά του μαλλιά. «Αυτό είναι για μένα να το γνωρίζω και για σένα να το βρεις, αδελφέ μου!» απάντησε και τον τύλιξε μία χρυσή αύρα.

Ο Άνορ έσφιξε τις γροθιές του και πήρε μία ανάσα για να ηρεμήσει. Η κοκκινομάλλα τον πλησίασε, διαισθανόμενη το θυμό του και τον ακούμπησε διστακτικά στο μπράτσο. Εκείνος εξαϋλώθηκε και γύρισε πίσω σε αυτήν.

«Ποιοι ήταν αυτοί;» έσπασε τη σιωπή ο Τζέιμς.

«Αυτό σηκώνει μεγάλη κουβέντα» απάντησε η Χλόη και ο Κρίστοφερ έγνεψε συγκαταβατικά.

«Πήγαινε στο διαμέρισμά μου και έρχομαι κι εγώ» είπε ο νεαρός με τα πράσινα μάτια στον αδελφό του και του έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού. «Χλόη, θα ειδοποιήσεις τον Άγγελο;».

«Εντάξει».

Η Χλόη έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματος του Κρίστοφερ πίσω της και παρακολούθησε τον Τζέιμς να ανάβει τα φώτα και στη συνέχεια να κάθεται σε έναν από τους καναπέδες. Είχε ειδοποιήσει τον Άγγελο, ο οποίος βρισκόταν καθ' οδόν και μέσα στο επόμενο λεπτό είχε χτυπήσει το κουδούνι της εισόδου. Η κοπέλα του άνοιξε και με ένα νεύμα του κεφαλιού της του έδειξε τον Τζέιμς.

«Τι έγινε;» ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Θα μάθεις σε δύο λεπτά» του απάντησε η κοπέλα του και κατευθύνθηκαν προς το σαλόνι. Ήθελε να μιλήσει στον Σμαραγδένιο Δράκο, αλλά ήξερε ότι δε θα έπαιρνε απαντήσεις εκείνη τη στιγμή, οπότε το άφησε για αργότερα.

Στα επόμενα δύο λεπτά είχαν κάνει την εμφάνισή τους ο Κρίστοφερ με τον Μαξ από το μπαλκόνι. Έβγαλαν τις μάσκες τους και ο Τζέιμς έμεινε άναυδος.

«Γεια σου, μικρέ» τον χαιρέτησε ο Μαξ.

«Ωραία, αυτοί είμαστε; Τώρα θα μάθουμε τι στο καλό έγινε;» σχολίασε ανυπόμονα ο Άγγελος, με αποτέλεσμα να κερδίσει ένα δολοφονικό βλέμμα από τη Χλόη.

«Ο Τζέιμς είναι ο κάτοχος της δύναμης του Φοίνικα» δήλωσε χωρίς περιστροφές η κοκκινομάλλα. Ο Μαξ και ο Άγγελος έδειξαν να εκπλήσσονται, αλλά δε μίλησαν.

«Ορίστε;» έκανε ο Τζέιμς. «Τι εννοείς είμαι ο κάτοχος της δύναμης του Φοίνικα; Τι σημαίνει αυτό;».

«Σημαίνει πως ανήκεις σε μία κατηγορία ανθρώπων με υπερφυσικές δυνάμεις, όπως εμείς» απάντησε ο Μαξ και τους έδειξε όλους με τη σειρά. «Απλά δεν είναι όλες οι δυνάμεις ίδιες».

«Για παράδειγμα, υπάρχουμε εμείς, τα Φαντάσματα» δήλωσε ο Κρίστοφερ.

«Τα δύο Ρόδα, το Λευκό, δηλαδή εγώ, και το Μαύρο» συμπλήρωσε ο Άγγελος.

«Κάποιοι που απλά δεν υποτάσσονται σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες και οι δύο πιο σπάνιες και ισχυρές δυνάμεις: ο Σμαραγδένιος Δράκος και ο Φοίνικας» ολοκλήρωσε η Χλόη.

«Κι εγώ έχω τον Φοίνικα… μάλιστα... Αλλά το Σμαραγδένιο Δράκο ποιος τον έχει;».

«Εγώ» απάντησε η κοπέλα. «Αυτοί οι άντρες που είδες απόψε ήταν οι δυνάμεις μας. Είναι οι μοναδικές που έχουν τέτοια μορφή και επιλέγουν τον κάτοχό τους».

«Αχά. Δηλαδή όλοι αυτοί οι μύθοι είναι αλήθεια;».

«Ναι» την απάντηση την έδωσε ο Κρίστοφερ. «Ό,τι έχεις ακούσει είναι αλήθεια».

Ο Τζέιμς ξεφύσηξε και άφησε τον εαυτό του να πέσει πίσω στα μαξιλάρια του καναπέ. «Και τώρα τι θα γίνει;».

«Για αρχή πρέπει να μάθεις πώς να ελέγχεις τη δύναμη του Φοίνικα» είπε η Χλόη.

«Συνεπώς, θα πρέπει να μείνεις εδώ. Καλύτερα οι γονείς μας να μη γνωρίζουν για τη δύναμή σου».

Ο νεαρός με τα γυαλιά έγνεψε καταφατικά. Ο μεγάλος του αδερφός είχε δίκιο. Τόσες φορές είχαν κοντέψει να τον ανακαλύψουν πίσω στο σπίτι.

«Εντάξει»

Οι υπόλοιποι αλληλοκοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν.

«Λοιπόν, εμείς σας αφήνουμε να τα πείτε ιδιαιτέρως» ανακοίνωσε ο Μαξ και φόρεσε τη μάσκα και την κουκούλα του. Βγήκε στο μπαλκόνι και χάθηκε μέσα στη μαύρη νύχτα.

«Αν χρειαστείτε το οτιδήποτε, μη διστάσετε να μας ειδοποιήσετε» είπε ο Άγγελος και μαζί με τη Χλόη έφυγαν από την κύρια είσοδο του σπιτιού σαν φυσιολογικοί άνθρωποι.

Τα δύο αδέρφια έμειναν μόνα και ο Κρίστοφερ κάθισε δίπλα στον Τζέιμς.

«Τι θες να μάθεις;» τον ρώτησε.

«Γιατί δεν ξεκινάς από την αρχή;» απάντησε ο νεαρός με τα καστανά μάτια. Ο Κρίστοφερ πήρε μία βαθιά ανάσα.

«Λοιπόν, όπως έμαθες σήμερα, ανήκω στους εκδικητές της πόλης, γνωστούς και ως Φαντάσματα. Έχω κι εγώ υπερφυσικές δυνάμεις σαν κι εσένα»

«Οπότε η δουλειά στο μπαράκι είναι ένα ψέμα και μισό» διαπίστωσε ο Τζέιμς.

«Ναι, όπως επίσης και τα μαθήματα πολεμικών τεχνών που υποτίθεται πως κάνω»

«Τι άλλο είναι ψέμα, Κρις;».

«Ο λόγος που έφυγα από το σπίτι» απάντησε ο νεαρός και ο μικρός του αδελφός τον κοίταξε εξεταστικά. «Δεν έφυγα επειδή ήθελα μία φοιτητική ζωή μακριά από την επίβλεψη των γονιών μας».

«Τότε;»

«Ανήκα ήδη στους εκδικητές από τα δεκαοχτώ μου, Τζέιμς. Με το που τα έκλεισα, εμφανίστηκαν πρώτα οι δυνάμεις και στη συνέχεια τα Φαντάσματα. Κάθε βράδυ, αφού σιγουρευόμουν ότι όλοι κοιμόσασταν, έφευγα και γυρνούσα αξημέρωτα, ώσπου μία νύχτα, ο μπαμπάς με είδε να βγάζω τη μάσκα»

Έκανε μία παύση πριν συνεχίσει.

«Σύμφωνα με το πρωτόκολλό μας, κανένας δεν πρέπει να γνωρίζει τι κάνουμε πραγματικά. Κι έτσι, του διέγραψα τη μνήμη από εκείνο το βράδυ. Έφυγα από το σπίτι, επειδή ένιωθα τύψεις, Τζέιμς. Τύψεις που αναγκάστηκα να κάνω κάτι τέτοιο και φόβο μη χρειαστεί να το κάνω ξανά»

«Γι' αυτό μέσα σε μία μέρα έγινες πιο απόμακρος»

«Νόμιζα ότι έτσι σας προστάτευα, συγχώρεσέ με, αδερφέ μου» απολογήθηκε ο Κρίστοφερ και τοποθέτησε τις παλάμες του στο πρόσωπό του. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο αλλού, καθώς δεν είχε το θάρρος να κοιτάξει στα μάτια τον μονάκριβο αδελφό του.

Ο Τζέιμς τον έπιασε συμπονετικά από τον ώμο. Τον καταλάβαινε ως ένα σημείο, μιας και ο ίδιος αναγκαζόταν να κρύβει τη δική του δύναμη από τους γονείς τους και μέχρι εκείνη τη στιγμή και από τον αδελφό του.

«Σε συγχωρώ, μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο έπραξες έτσι. Βιώνω τα ίδια με σένα τον τελευταίο μήνα! Παραλίγο να κάψω το σπίτι, το πιστεύεις!» δήλωσε και του ξέφυγε ένα γελάκι στο τέλος της πρότασης.

Ο αδελφός του γύρισε και τον κοίταξε απορημένος. «Τι εννοείς, παραλίγο να κάψεις το σπίτι;».

«Αυτό που ακούς, Κρις!».

«Ελπίζω να μην προσπαθήσεις να βάλεις φωτιά και στο δικό μου, μόνο» έκανε τρομοκρατημένος. Το γέλιο του Τζέιμς έγινε δυνατότερο, κάνοντας τον Κρίστοφερ να ανασηκώσει το φρύδι του, σαν μία άηχη ερώτηση.

«Εσείς είπατε πως θα μου μάθετε να ελέγχω τον Φοίνικα, οπότε δεν έχεις κάτι να φοβάσαι».

Εκείνη τη στιγμή άρχισε να κουδουνίζει το κινητό τηλέφωνο του Τζέιμς. Στην αναγνώριση κλήσης έγραφε «σπίτι». Δίστασε για ένα δευτερόλεπτο, αλλά τελικά το σήκωσε.

«Ναι;»

«Τζέιμς, αγόρι μου! Πού είσαι;» ακούστηκε η φωνή της μητέρας του.

«Στον Κρίστοφερ. Τώρα θα έπαιρνα κι εγώ τηλέφωνο για να ειδοποιήσω πως θα μείνω εδώ το βράδυ» απάντησε και κοίταξε με νόημα τον μεγάλο του αδελφό.

«Καλά, αγόρι μου, καλό βράδυ και καλό ξημέρωμα»

Αφού την καληνύχτισε και αυτός, τερμάτισε την κλήση και άφησε να του ξεφύγει ένας αναστεναγμός.

«Μου αρέσει που με ρώτησες πριν πεις πως θα μείνεις εδώ απόψε» ειρωνεύτηκε ο Κρίστοφερ.

«Δηλαδή με διώχνεις, εμένα τον πολυαγαπημένο σου αδερφό;».

«Όχι» απάντησε και σηκώθηκε από τον καναπέ. «Εγώ πρέπει να γυρίσω πίσω στη δουλειά, μιας και η βάρδιά μου δεν έχει τελειώσει. Αύριο θα πάμε να πάρουμε τα πράγματά σου από το σπίτι, εντάξει;»

Ο Τζέιμς έγνεψε καταφατικά. Τώρα που ο Κρίστοφερ γνώριζε το μυστικό του, θα ένιωθε καλύτερα και σίγουρα πιο ασφαλής. Δε θα χρειαζόταν να κρύβεται πια.

Η Χλόη άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα του υπνοδωματίου της στο σπίτι του Άγγελου. Το μόνο φως που υπήρχε στο δωμάτιο προερχόταν από ένα μικρό πορτατίφ, αλλά ήταν αρκετό μέχρι στιγμής. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και κατευθύνθηκε προς τη φιγούρα, η οποία στεκόταν μπροστά από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και της είχε γυρισμένη την πλάτη.

«Δράκε» αναφώνησε, «μπορούμε να μιλήσουμε;»

Ο άντρας με τα ολόλευκα μαλλιά γύρισε και την κοίταξε στιγμιαία πριν ξαναγυρίσει στην παρατήρηση της απέναντι πολυκατοικίας.

«Σε ακούω, κόρη μου»

«Είστε αδέρφια με τον Φοίνικα;..» είπε εκείνη, κι ήταν περισσότερο σαν μία διαπίστωση παρά σαν μία ερώτηση. «Αλλά αυτό δεν το γράφει πουθενά! Σε κανένα βιβλίο!»

«Κάποια πράγματα είναι καλύτερο να παραμένουν κρυφά, Χλόη»

«Ο Φοίνικας είναι μία δύναμη, η οποία εμφανίζεται ανά περιόδους. Δεν υπάρχει πάντα κάποιος που να την κατέχει» δήλωσε η κοπέλα στην προσπάθειά της να βγάλει μία άκρη για την ξαφνική εμφάνιση του θρυλικού πτηνού.

«Αν με ρωτάς εμμέσως για ποιο λόγο προτίμησε να εμφανιστεί τώρα, λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να δώσω απάντηση, διότι ούτε κι εγώ ο ίδιος δε γνωρίζω τι έχει στο μυαλό του» απάντησε ο Σμαραγδένιος Δράκος.

«Νομίζω, όμως, πως δεν έχει έρθει για καλό» σχολίασε η κοκκινομάλλα και το βλέμμα του άντρα σκοτείνιασε.

«Ο Σαχίρ σπάνια έρχεται για καλό»

«Μπορούμε, ωστόσο, να μάθουμε για ποιο λόγο επέλεξε να επανέλθει στην ενεργό δράση μετά από εκατό χρόνια»

«Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο, κόρη μου».

Η Χλόη καθάρισε το λαιμό της. Την έκαιγε να κάνει μία συγκεκριμένη ερώτηση, βασικά πολλές ερωτήσεις για το παρελθόν του Δράκου, ή αλλιώς Άνορ, αλλά δείλιαζε.

«Κάνε τις ερωτήσεις που θέλεις, Χλόη, μη ντρέπεσαι. Εξάλλου, δικαιούσαι να γνωρίζεις» την προέτρεψε ο άντρας, διαβάζοντας τη σκέψη της.

«Λοιπόν, το όνομά σου είναι Άνορ και ο μύθος λέει πως κατάγεσαι από μία αρχαία αυτοκρατορία» δήλωσε η κοπέλα και ο Δράκος έγνεψε καταφατικά.

«Με τον Σαχίρ καταγόμαστε από την αυτοκρατορία της Μπετνέ, η οποία πλέον δεν υπάρχει. Οι γονείς μας ήταν οι τελευταίοι αυτοκράτορες του λαού μας»

«Συνεπώς, είστε πρίγκιπες».

«Ναι. Όταν ο πατέρας μας πέθανε, έπρεπε κάποιος από τους δύο μας να αναλάβει το θρόνο. Στην Μπετνέ δεν αναλάμβανε ο μεγαλύτερος, αντίθετα, υπήρχε μία ειδική τελετουργία στην οποία οι θεοί μας διάλεγαν τον πιο κατάλληλο»

Έκανε μία παύση για να χωνέψει η Χλόη τις καινούριες πληροφορίες, τις οποίες και απορροφούσε σαν σφουγγάρι.

«Εκείνη μέρα, όλοι ήταν σίγουροι πως οι θεοί θα επέλεγαν τον Σαχίρ. Όλοι έβλεπαν μία ηγετική μορφή σε αυτόν κι ας ήταν ο μικρότερος. Όμως, εκείνοι επέλεξαν εμένα»

«Και ο Σαχίρ είναι ακόμα θυμωμένος, επειδή οι θεοί διάλεξαν εσένα αντί γι' αυτόν; Έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια από τότε!» δεν άντεξε και τον διέκοψε η κοκκινομάλλα, σαστισμένη.

«Όχι, ο Σαχίρ το αποδέχτηκε ότι εγώ είχα επιλεχτεί για αρχηγός του λαού της Μπετνέ. Εκείνο που δεν αποδέχτηκε ήταν η κρίση των θεών. Άρχισε να ψάχνει τρόπους να τους καλέσει ξανά, όχι για να γίνει αυτοκράτορας, αλλά για να αποδείξει ότι είχαν άδικο. Προσπάθησα αρκετές φορές να τον λογικεύσω, χωρίς καμία επιτυχία»

«Και τελικά, τι έγινε;»

«Εξόργισε τους θεούς, οι οποίοι μέσα σε μία νύχτα εξαφάνισαν τον πολιτισμό μας και καταράστηκαν εμένα και τον μικρό μου αδερφό. Αυτό που εσείς αποκαλείτε δύναμη, εμείς το θεωρούμε κατάρα. Δεν μπορούμε να στεριώσουμε πουθενά και είμαστε καταδικασμένοι να υπάρχουμε μέχρι το τέλος του κόσμου» τελείωσε την αφήγηση ο Σμαραγδένιος Δράκος και η Χλόη έσκυψε το κεφάλι της.

«Λυπάμαι, δεν το ήξερα, Δράκε»

«Μη λυπάσαι, κόρη μου»

«Είμαι σίγουρη πως υπάρχει κάποιος τρόπος για να μην είστε αναγκασμένοι να-»

«Χλόη» τη διέκοψε ο Άνορ με τη βαθιά και αρχαία του φωνή. «Δεν υπάρχει κανένας τρόπος. Κατανοώ ότι θέλεις να βοηθήσεις και σε ευχαριστώ γι' αυτό, αλλά δεν υπάρχει…»

Ξανθίππη Γιωτοπούλου